Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Διογένης, «Καλώς μας ήλθες, κυνικέ, σε τούτον τον αιώνα»

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σαν σήμε­ρα (το πιθα­νό­τε­ρο) 12 Αυγού­στου 323 π.Χ. πέθα­νε ο κυνι­κός φιλό­σο­φος Διο­γέ­νης — η κυνι­κή φιλο­σο­φία λέγε­ται έτσι για­τί οι κυνι­κοί είχαν ως έμβλη­μά τους το σκύ­λο (κύων) και έλε­γαν: «Εμείς δια­φέ­ρου­με από τους άλλους σκύ­λους διό­τι εμείς δεν δαγκώ­νου­με τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε».

Ο Διο­γέ­νης ήταν το πρό­τυ­πο της λιτής ζωής. Πίστευε ότι οι άνθρω­ποι δημιουρ­γούν πολ­λές τεχνη­τές ανά­γκες γι’ αυτό προ­σπα­θού­σε να είναι ανε­ξάρ­τη­τος από αυτές. Ιδιαί­τε­ρα επί­και­ρος σήμε­ρα που η ανά­γκη γίνε­ται ανα­γκα­σμός. Παροι­μιώ­δης έμει­νε η απλό­τη­τα, η λιτό­τη­τα, το ελεγ­κτι­κό και χλευα­στι­κό πνεύ­μα του απέ­να­ντι στους άλλους.

Κάπο­τε που ταξί­δευε προς την Αίγι­να, τον έπια­σαν πει­ρα­τές και τον μετέ­φε­ραν στην Κρή­τη, για να τον που­λή­σουν ως δού­λο. Οταν ο κήρυ­κας, στην πώλη­ση, τον ρώτη­σε τι τέχνη ήξε­ρε, απά­ντη­σε «ανθρώ­πων άρχειν», και βλέ­πο­ντας έναν καλο­ντυ­μέ­νο Κορίν­θιο, τον Ξενιά­δη, τον έδει­ξε στον κήρυ­κα και είπε: «Σ’ αυτόν να με πωλή­σεις! Αυτός χρειά­ζε­ται δεσπό­τη». Ο Ξενιά­δης αγό­ρα­σε πραγ­μα­τι­κά τον παρά­ξε­νο δού­λο κι ο Διο­γέ­νης του είπε: «Από δω κι εμπρός, θα με υπα­κούς. Μήπως δεν θ’ άφη­νες το για­τρό σου ή τον ναύ­κλη­ρό σου να σε διευ­θύ­νουν, αν ήταν δού­λοι;». Ο Ξενιά­δης τον πήρε μαζί του στην Κόριν­θο και του εμπι­στεύ­θη­κε την ανα­τρο­φή του παι­διού του. Οι Αθη­ναί­οι φίλοι του Διο­γέ­νη , όταν έμα­θαν την περι­πέ­τειά του, θέλη­σαν να τον εξα­γο­ρά­σουν, εκεί­νος όμως αρνή­θη­κε, λέγο­ντας πως ένα αιχ­μά­λω­το λιο­ντά­ρι δεν είναι δού­λος εκεί­νου που τον τρέ­φει, αλλά το αντίστροφο.

Ο Πλά­των εκτι­μού­σε τον Διο­γέ­νη και τον έλε­γε Σωκρά­την μαι­νό­με­νον. Κάπο­τε, στην Αθή­να, ο Διο­γέ­νης επι­σκέ­φθη­κε το σπί­τι του Πλά­τω­να και, πατώ­ντας ξυπό­λη­τος στα πολυ­τε­λή χαλιά, είπε: «Πατώ την ματαιο­δο­ξία του Πλά­τω­να». Ο Πλά­των του απά­ντη­σε με ετοι­μό­τη­τα: «Ναι, αλλά με άλλη ματαιο­δο­ξία!». Οταν άκου­σε τον ορι­σμό του ανθρώ­που από τον Πλά­τω­να («ον δίπουν άπτε­ρον») μάδη­σε έναν πετει­νό και δεί­χνο­ντάς τον στην Ακα­δη­μία, είπε: «Ιδού ο άνθρω­πος του Πλά­τω­να!». Αυτό ανά­γκα­σε τον Πλά­τω­να να συμπλη­ρώ­σει τον ορι­σμό του, προ­σθέ­το­ντας τις λέξεις «και πλατυώνυχον».
Το γνω­στό­τε­ρο περι­στα­τι­κό που δια­σώ­ζει η παρά­δο­ση είναι που άνα­ψε ένα φανά­ρι μέρα μεση­μέ­ρι και γύρι­ζε στην πόλη σαν να ζητού­σε κάποιον. Οταν τον ρώτη­σαν τι κάνει απά­ντη­σε: «Ανθρω­πον ζητώ».

Το γεγο­νός ότι ο Διο­γέ­νης δεν ήταν προ­ση­λω­μέ­νος σε καμιά πατρί­δα, είχε συνέ­πεια να τον χαρα­κτη­ρί­σουν κοσμοπολίτη.

Πέθα­νε στην Κόριν­θο σε βαθιά γερά­μα­τα. Οι Κορίν­θιοι τον κήδε­ψαν με μεγα­λο­πρέ­πεια και ανή­γει­ραν στον τάφο του μια στή­λη με ένα σκύ­λο, από μάρ­μα­ρο της Πάρου.

«Καλώς μας ήλθες, κυνι­κέ, σε τού­τον τον αιώνα»

Ο Διο­γέ­νης ο Λαέρ­τιος παρα­θέ­τει μακρό­τα­το κατά­λο­γο έργων του, αλλά κανέ­να δε σώθη­κε. Χρη­σι­μο­ποιού­σε τον αστεϊ­σμό και το λογο­παί­γνιο ως μέσο για τα διδάγ­μα­τά του. Η αλή­θεια τους τους έφε­ρε «σε τού­τον τον αιώνα»:

Τον ρώτη­σαν κάπο­τε πότε πρέ­πει κανείς να γευ­μα­τί­ζει και απά­ντη­σε: «Οι πλού­σιοι όπο­τε θέλουν. Οι φτω­χοί όπο­τε μπορούν»

Τον ρώτη­σαν ποια θηρία δαγκώ­νουν περισ­σό­τε­ρο: «Από τα άγρια ο συκο­φά­ντης. Από τα ήμε­ρα ο κόλαξ».
Στο για­τρό Διδύ­μω­να, που είχε τη φήμη μοι­χού, όταν θερά­πευε το μάτι μιας παρ­θέ­νου, είπε: «Πρό­σε­ξε μήπως θερα­πεύ­ων τον οφθαλ­μόν φθεί­ρεις την κόρη!»

Οταν ένας Αθη­ναί­ος του ζήτη­σε ένα πανω­φό­ρι που του είχε δανεί­σει προ και­ρού, απά­ντη­σε: «Αν μου το χάρι­σες, το έχω. Αν μου το δάνει­σες, το χρειά­ζο­μαι ακόμη».

Στο γιο μιας εταί­ρας που λιθο­βο­λού­σε προς το πλή­θος, είπε: «Πρό­σε­ξε, παι­δί μου, θα λιθο­βο­λή­σεις τον πατέ­ρα σου».

Οταν τον ρώτη­σαν ποιο κρα­σί του αρέ­σει, απά­ντη­σε: «Το ξένο».

Βλέ­πο­ντας έναν αδέ­ξιο τοξό­τη, πήγε και στά­θη­κε στο στό­χο λέγο­ντας: «Εδώ δεν υπάρ­χει κίν­δυ­νος να χτυπηθώ».

Οταν τον ρώτη­σαν για­τί οι άνθρω­ποι βοη­θούν τους τυφλούς ή τους επαί­τες, αλλά όχι τους φιλο­σό­φους, είπε: «Ολοι φοβού­νται μήπως γίνουν κάπο­τε τυφλοί ή επαί­τες, όχι όμως και φιλόσοφοι».

Συχνά στε­κό­ταν μπρο­στά στις μαρ­μά­ρι­νες στή­λες του Ερμή και τις παρα­κα­λού­σε να του δώσουν κάτι, λέγο­ντας ότι γυμνα­ζό­ταν στην τέχνη να παρα­κα­λά χωρίς να εισα­κού­ε­ται. Κάπο­τε που υπήρ­χε κίν­δυ­νος να εισβά­λουν εχθροί στην Κόριν­θο και όλοι προ­ε­τοί­μα­ζαν με ζήλο την άμυ­να της πόλης, ο Διο­γέ­νης , που δεν είχε όπλα για­τί ήταν δού­λος, κυλού­σε με μεγά­λη δρα­στη­ριό­τη­τα και θόρυ­βο το πιθά­ρι του από τη μια άκρη της πλα­τεί­ας στην άλλη. Οταν τον ρώτη­σαν τι κάνει, απά­ντη­σε: «Ντρέ­πο­μαι ν’ αδρα­νώ ενώ όλοι εργά­ζο­νται τόσο πολύ». Στην πόρ­τα ενός μοχθη­ρού ευνού­χου, είδε την επι­γρα­φή: Μηδέν εισί­τω κακόν (ας μην μπει κανέ­να κακό). Ρώτη­σε τότε: «Και ο οικο­δε­σπό­της, από πού θα μπει;». Τον ρώτη­σαν κάπο­τε πότε πρέ­πει κανείς να νυμ­φεύ­ε­ται και απά­ντη­σε: «Οι μεν νέοι ουδέ­πο­τε, οι δε πρε­σβύ­τε­ροι ουδεπώποτε».

Έργο του Μποστ

Κάπο­τε που ο Μέγας Αλέ­ξαν­δρος έστει­λε, με κάποιον που λεγό­ταν Αθλί­ας, επι­στο­λή προς τον Αντί­πα­τρο, στην Αθή­να, ο Διο­γέ­νης είπε: «Αθλί­ας παρ’ αθλί­ου, δι’ Αθλί­ου προς άθλιον».
Οταν έφτα­σε στην Κόριν­θο ο Αλέ­ξαν­δρος πήγε να δει τον Διο­γέ­νη τον οποίο θαύ­μα­ζε. Τον συνά­ντη­σε μέσα στο πιθά­ρι του και τον ρώτη­σε αν έχει κάποια επι­θυ­μία. Ο Διο­γέ­νης απά­ντη­σε αδιά­φο­ρα ότι τον παρα­κα­λεί μόνο να παρα­με­ρί­σει για να μην του κρύ­βει τον ίσκιο του. Τότε ο Αλέ­ξαν­δρος είπε στους δίπλα του: «Αν δεν ήμουν Αλέ­ξαν­δρος θα ήθε­λα να ήμουν Διογένης ».

 

_________________________________________________________________________________________________________

Ηρακλής Κακαβάνης —  Δημοσιογράφος — Συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Από το 1991 έως το 2013 εργάστηκε στον Ριζοσπάστη. Από το 2013 αρθρογραφεί σε διαδικτυακά Μέσα. Από το 2010 συνεργάτης του περιοδικού «Θέματα Παιδείας».
Facebook
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο