Γράφει ο Σφυροδρέπανος //
…παραμύθι να αρχινίσει.
Ο τελικός του Σαββάτου μπορούσε να φτιάξει δυο διαφορετικές ιστορίες, με ιντριγκαδόρικες προεκτάσεις για το (αμυντικό) τείχος του Βερολίνου κι αυτή την πόλη που στα δυο έχει σχιστεί.
Θα μπορούσε πχ να χτίσει στο μύθο της Μεγάλης Κυρίας, που έγινε για λίγο Σταχτοπούτα, όταν υποβιβάστηκε, αλλά ξαναγύρισε πανηγυρικά στα ευρωπαϊκά σαλόνια, χαρίζοντας στον καλύτερο τερματοφύλακα των καιρών μας, τον Τζιανλουίτζι Μπουφόν, το μοναδικό πετράδι που έλειπε από το στέμμα του: την κούπα του Τσάμπιονς Λιγκ με τα μεγάλα αυτιά. Αντ’ αυτού όμως η Γιούβε έγινε η ομάδα με τους περισσότερους χαμένους τελικούς στην ιστορία του θεσμού, που φτάνει κάθε τόσο στη βρύση, αλλά μένει με την όρεξη ή μάλλον τη δίψα της.
Η στρογγυλή θεά αποφάσισε να ευνοήσει έναν από τους κορυφαίους μύστες της, τον Τσάβι, και να επιβραβεύσει με μια ονειρική τριπλέτα τίτλων, το φινάλε ενός ονειρεμένου παίκτη, στην άτυπη κόντρα του με τον σπουδαίο Αντρέα Πίρλο, τον Ιταλό «σωσία» του Τσάβι, που φεύγει ως ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία του Τσου-λου (μία παραπάνω από τον επιστήθιο φίλο του, Ίκερ Κασίγιας, που αποκλείστηκε στα ημιτελικά από την ομάδα του Πίρλο).
Πέραν αυτού, η επικράτηση των (όχι και τόσο) Ισπανών δεν είχε κάτι ιδιαίτερα μυθικό ως εξέλιξη, καθώς ήταν λογική και μάλλον αναμενόμενη, σαν νομοτέλεια, αυτό που οι (πούροι) Ισπανοί λένε «lo de siempre», διαρκής κι επαναλαμβανόμενη ιστορία με προδιαγραμμένο τέλος που ίσως έχει να έχει κουράσει κάποιους.
Κι αυτό δεν εξηγεί μόνο τους λεγόμενους «οπαδούς της μόδας» που είναι πάντα με το νικητή και τους αρέσει να πανηγυρίζουν τίτλους περισσότερο από το να απολαύσουν ωραίο θέαμα σε έναν αγώνα. Αλλά και την εμφάνιση ενός ισχυρού «αντι-Μπάρτσα» κλίματος, ως αντίδραση. Είτε γιατί κάποιος δεν αντέχει τα βογγητά του μεροληπτικού Μπακόπουλου στη μετάδοση, είτε γιατί έχει μάθει να ταυτίζεται στη ζωή με τον αδύναμο κι αντιπαθεί αυθόρμητα τα φαβορί, είτε επειδή είναι πολύ εναλλακτικός για να υποστηρίζει κάτι διαφορετικό πλην της Μπιλμπάο, είτε τέλος για καθαρά ποδοσφαιρικούς (κι υποκειμενικούς) λόγους.
Το μυθικό στοιχείο παραμένει ωστόσο ζωντανό στα κατορθώματα των παικτών, όπως στη μαγική ντρίπλα του Μέσι στον Μπόατενγκ –που έπεσε στο έδαφος σαν πελεκημένο δέντρο. Κι εν μέρει στο επίπεδο των συμβολισμών, που τρέφονται πάντα από τις ποδοσφαιρικές ιστορίες. Υπάρχει όμως σήμερα χώρος για αυτούς τους συμβολισμούς;
Η Μπαρτσελόνα καμαρώνει πως είναι κάτι παραπάνω από ένας σύλλογος (mes que un club) κι αυτό ίσχυε απολύτως σε άλλες εποχές, όταν η έδρα της, το Καμπ Νου, ήταν το μόνο μέρος όπου οι Καταλανοί μπορούσαν να μιλήσουν ελεύθερα στη γλώσσα τους, μακριά από τα όργανα καταστολής της φρανκικής δικτατορίας. Η Μπάρτσα ήταν κάτι παραπάνω από ένας σύλλογος, όταν ακτινοβολούσε ως σύμβολο πέρα από τα στενά αθλητικά όρια και όχι σε μια εποχή που η μπάλα γίνεται όλη η ζωή μας κι αποκτά διαστάσεις μεγαλύτερες κι από ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου –όπως είχε πει κάποτε χαριτολογώντας (;) ένας προπονητής της Λίβερπουλ.
Η πέμπτη κατάκτηση του τροπαίου κι η μετατροπή μιας ηττοπαθούς ομάδας σε απόλυτη κυρίαρχο και στην καλύτερη ομάδα του αιώνα μας, μπορεί να βελτιώνει το.. ηθικό κάποιων τμημάτων της πρωτοπορίας, αλλά δεν προωθεί σε τίποτα την πάλη και το κοινωνικό προτσές της. Εξάλλου, το σύγχρονο ποδόσφαιρο έχει συγχωνευτεί σε τόσο μεγάλο βαθμό με τις μπιζνες, που δεν υπάρχει καν χώρος για ρομαντικά, αλληγορικά νοήματα, παρά μόνο για τα μηνύματα των χορηγών, που μολύνουν πια με τη διαφήμισή τους και τα τελευταία οχυρά (τις φανέλες της Μπαρτσελόνα και της Αθλέτικ Μπιλμπάο). Μια κίνηση που ούτως ή άλλως είχε καθαρά και μόνο συμβολική αξία, θυμίζοντας ίσως αυτό που έλεγε ο Μπρεχτ και την εικόνα κάποιου που είναι βουτηγμένος ως το λαιμό μέσα στο βούρκο, αλλά προσπαθεί υποκριτικά να κρατήσει καθαρά τα νύχια των χεριών του. Και όσο περνάνε τα χρόνια, με τον Τσάβι να αποχωρεί ως ένας από τους τελευταίους των Μοϊκανών, δε θα έχει μείνει κανείς μπλαουγκράνα παίκτης, που να έχει προλάβει να ιδρώσει την άσπιλη, παλιά φανέλα –με τον ίδιο περίπου τρόπο που εμείς λέμε για τις καινούριες γενιές, πως δεν πρόλαβαν να ζήσουν τη Σοβιετική Ένωση, στα χρόνια πριν την αντεπανάσταση.
Αξίζει να σημειώσουμε στον επίλογο κάτι ακόμα σχετικά με τις τάσεις στο ποδόσφαιρο της εποχής μας και τη σταδιακή συγκέντρωση τίτλων σε λίγα χέρια. Όποιος δει την Χρυσή Βίβλο με τους πρωταθλητές Ευρώπης της δεκαετίας του 80’, θα βρει ομάδες που δε μεσουρανούν πια στο ευρωπαϊκό στερέωμα ή δε συμμετέχουν καν στο Τσάμπιονς Λιγκ: Νόττιγχαμ Φόρεστ, Άστον Βίλα, η Στεάουα Βουκουρεστίου του θρυλικού Ντουκαντάμ, Αϊντχόβεν, Αμβούργο. Οι περισσότερες κατακτούσαν το τρόπαιο μάλιστα για πρώτη φορά στην ιστορία τους.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αντιθέτως, αναδείχτηκαν μόλις δύο καινούριες πρωταθλήτριες (η Ντόρντμουντ το 97’ και προ τριετίας η Τσέλση) ενώ οι ομάδες που φτάνουν στον τελικό ή ένα βήμα πριν απ’ αυτόν, είναι σχεδόν πάντα οι ίδιες –με μερικές εξαιρέσεις να επιβεβαιώνουν τον κανόνα- κι ο χώρος για νέες όμορφες ιστορίες, όπως το παραμύθι της περσινής Ατλέτικο ή της Ντόρντμουντ πρόπερσι, γίνεται ολοένα και πιο ασφυκτικός.
Το μόνο που σώζει την έξωθεν καλή μαρτυρία για την ΟΥΕΦΑ (που έχει να αντιμετωπίσει και άλλα ζητήματα, για τη διάδοχη κατάσταση στη ΦΙΦΑ), είναι ότι από το 90’ και τη Μίλαν των τριών Ολλανδών, καμία πρωταθλήτρια ομάδα δεν έχει καταφέρει να επαναλάβει τον άθλο της, φτάνοντας στο λεγόμενο ριπίτ.
Του χρόνου στο Μιλάνο, θα μάθουμε αν έχει έρθει η ώρα να σπάσει αυτή η παράδοση.