Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δωσ’ της κλώτσο να κυλήσει

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

…παρα­μύ­θι να αρχινίσει.

Ο τελι­κός του Σαβ­βά­του μπο­ρού­σε να φτιά­ξει δυο δια­φο­ρε­τι­κές ιστο­ρί­ες, με ιντρι­γκα­δό­ρι­κες προ­ε­κτά­σεις για το (αμυ­ντι­κό) τεί­χος του Βερο­λί­νου κι αυτή την πόλη που στα δυο έχει σχιστεί.

Θα μπο­ρού­σε πχ να χτί­σει στο μύθο της Μεγά­λης Κυρί­ας, που έγι­νε για λίγο Στα­χτο­πού­τα, όταν υπο­βι­βά­στη­κε, αλλά ξανα­γύ­ρι­σε πανη­γυ­ρι­κά στα ευρω­παϊ­κά σαλό­νια, χαρί­ζο­ντας στον καλύ­τε­ρο τερ­μα­το­φύ­λα­κα των και­ρών μας, τον Τζιαν­λουί­τζι Μπου­φόν, το μονα­δι­κό πετρά­δι που έλει­πε από το στέμ­μα του: την κού­πα του Τσά­μπιονς Λιγκ με τα μεγά­λα αυτιά. Αντ’ αυτού όμως η Γιού­βε έγι­νε η ομά­δα με τους περισ­σό­τε­ρους χαμέ­νους τελι­κούς στην ιστο­ρία του θεσμού, που φτά­νει κάθε τόσο στη βρύ­ση, αλλά μένει με την όρε­ξη ή μάλ­λον τη δίψα της.

Η στρογ­γυ­λή θεά απο­φά­σι­σε να ευνο­ή­σει έναν από τους κορυ­φαί­ους μύστες της, τον Τσά­βι, και να επι­βρα­βεύ­σει με μια ονει­ρι­κή τρι­πλέ­τα τίτλων, το φινά­λε ενός ονει­ρε­μέ­νου παί­κτη, στην άτυ­πη κόντρα του με τον σπου­δαίο Αντρέα Πίρ­λο, τον Ιτα­λό «σωσία» του Τσά­βι, που φεύ­γει ως ρέκορ­ντμαν συμ­με­το­χών στην ιστο­ρία του Τσου-λου (μία παρα­πά­νω από τον επι­στή­θιο φίλο του, Ίκερ Κασί­γιας, που απο­κλεί­στη­κε στα ημι­τε­λι­κά από την ομά­δα του Πίρλο).

Πέραν αυτού, η επι­κρά­τη­ση των (όχι και τόσο) Ισπα­νών δεν είχε κάτι ιδιαί­τε­ρα μυθι­κό ως εξέ­λι­ξη, καθώς ήταν λογι­κή και μάλ­λον ανα­με­νό­με­νη, σαν νομο­τέ­λεια, αυτό που οι (πού­ροι) Ισπα­νοί λένε «lo de siempre», διαρ­κής κι επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη ιστο­ρία με προ­δια­γραμ­μέ­νο τέλος που ίσως έχει να έχει κου­ρά­σει κάποιους.

Κι αυτό δεν εξη­γεί μόνο τους λεγό­με­νους «οπα­δούς της μόδας» που είναι πάντα με το νικη­τή και τους αρέ­σει να πανη­γυ­ρί­ζουν τίτλους περισ­σό­τε­ρο από το να απο­λαύ­σουν ωραίο θέα­μα σε έναν αγώ­να. Αλλά και την εμφά­νι­ση ενός ισχυ­ρού «αντι-Μπάρ­τσα» κλί­μα­τος, ως αντί­δρα­ση. Είτε για­τί κάποιος δεν αντέ­χει τα βογ­γη­τά του μερο­λη­πτι­κού Μπα­κό­που­λου στη μετά­δο­ση, είτε για­τί έχει μάθει να ταυ­τί­ζε­ται στη ζωή με τον αδύ­να­μο κι αντι­πα­θεί αυθόρ­μη­τα τα φαβο­ρί, είτε επει­δή είναι πολύ εναλ­λα­κτι­κός για να υπο­στη­ρί­ζει κάτι δια­φο­ρε­τι­κό πλην της Μπιλ­μπάο, είτε τέλος για καθα­ρά ποδο­σφαι­ρι­κούς (κι υπο­κει­με­νι­κούς) λόγους.

Το μυθι­κό στοι­χείο παρα­μέ­νει ωστό­σο ζωντα­νό στα κατορ­θώ­μα­τα των παι­κτών, όπως στη μαγι­κή ντρί­πλα του Μέσι στον Μπό­α­τενγκ –που έπε­σε στο έδα­φος σαν πελε­κη­μέ­νο δέντρο. Κι εν μέρει στο επί­πε­δο των συμ­βο­λι­σμών, που τρέ­φο­νται πάντα από τις ποδο­σφαι­ρι­κές ιστο­ρί­ες. Υπάρ­χει όμως σήμε­ρα χώρος για αυτούς τους συμβολισμούς;

Η Μπαρ­τσε­λό­να καμα­ρώ­νει πως είναι κάτι παρα­πά­νω από ένας σύλ­λο­γος (mes que un club) κι αυτό ίσχυε απο­λύ­τως σε άλλες επο­χές, όταν η έδρα της, το Καμπ Νου, ήταν το μόνο μέρος όπου οι Κατα­λα­νοί μπο­ρού­σαν να μιλή­σουν ελεύ­θε­ρα στη γλώσ­σα τους, μακριά από τα όργα­να κατα­στο­λής της φραν­κι­κής δικτα­το­ρί­ας. Η Μπάρ­τσα ήταν κάτι παρα­πά­νω από ένας σύλ­λο­γος, όταν ακτι­νο­βο­λού­σε ως σύμ­βο­λο πέρα από τα στε­νά αθλη­τι­κά όρια και όχι σε μια επο­χή που η μπά­λα γίνε­ται όλη η ζωή μας κι απο­κτά δια­στά­σεις μεγα­λύ­τε­ρες κι από ένα ζήτη­μα ζωής ή θανά­του –όπως είχε πει κάπο­τε χαρι­το­λο­γώ­ντας (;) ένας προ­πο­νη­τής της Λίβερπουλ.

Η πέμ­πτη κατά­κτη­ση του τρο­παί­ου κι η μετα­τρο­πή μιας ηττο­πα­θούς ομά­δας σε από­λυ­τη κυρί­αρ­χο και στην καλύ­τε­ρη ομά­δα του αιώ­να μας, μπο­ρεί να βελ­τιώ­νει το.. ηθι­κό κάποιων τμη­μά­των της πρω­το­πο­ρί­ας, αλλά δεν προ­ω­θεί σε τίπο­τα την πάλη και το κοι­νω­νι­κό προ­τσές της. Εξάλ­λου, το σύγ­χρο­νο ποδό­σφαι­ρο έχει συγ­χω­νευ­τεί σε τόσο μεγά­λο βαθ­μό με τις μπιζ­νες, που δεν υπάρ­χει καν χώρος για ρομα­ντι­κά, αλλη­γο­ρι­κά νοή­μα­τα, παρά μόνο για τα μηνύ­μα­τα των χορη­γών, που μολύ­νουν πια με τη δια­φή­μι­σή τους και τα τελευ­ταία οχυ­ρά (τις φανέ­λες της Μπαρ­τσε­λό­να και της Αθλέ­τικ Μπιλ­μπάο). Μια κίνη­ση που ούτως ή άλλως είχε καθα­ρά και μόνο συμ­βο­λι­κή αξία, θυμί­ζο­ντας ίσως αυτό που έλε­γε ο Μπρεχτ και την εικό­να κάποιου που είναι βου­τηγ­μέ­νος ως το λαι­μό μέσα στο βούρ­κο, αλλά προ­σπα­θεί υπο­κρι­τι­κά να κρα­τή­σει καθα­ρά τα νύχια των χεριών του. Και όσο περ­νά­νε τα χρό­νια, με τον Τσά­βι να απο­χω­ρεί ως ένας από τους τελευ­ταί­ους των Μοϊ­κα­νών, δε θα έχει μεί­νει κανείς μπλα­ου­γκρά­να παί­κτης, που να έχει προ­λά­βει να ιδρώ­σει την άσπι­λη, παλιά φανέ­λα –με τον ίδιο περί­που τρό­πο που εμείς λέμε για τις και­νού­ριες γενιές, πως δεν πρό­λα­βαν να ζήσουν τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, στα χρό­νια πριν την αντεπανάσταση.

Αξί­ζει να σημειώ­σου­με στον επί­λο­γο κάτι ακό­μα σχε­τι­κά με τις τάσεις στο ποδό­σφαι­ρο της επο­χής μας και τη στα­δια­κή συγκέ­ντρω­ση τίτλων σε λίγα χέρια. Όποιος δει την Χρυ­σή Βίβλο με τους πρω­τα­θλη­τές Ευρώ­πης της δεκα­ε­τί­ας του 80’, θα βρει ομά­δες που δε μεσου­ρα­νούν πια στο ευρω­παϊ­κό στε­ρέ­ω­μα ή δε συμ­με­τέ­χουν καν στο Τσά­μπιονς Λιγκ: Νότ­τιγ­χαμ Φόρεστ, Άστον Βίλα, η Στε­ά­ουα Βου­κου­ρε­στί­ου του θρυ­λι­κού Ντου­κα­ντάμ, Αϊντ­χό­βεν, Αμβούρ­γο. Οι περισ­σό­τε­ρες κατα­κτού­σαν το τρό­παιο μάλι­στα για πρώ­τη φορά στην ιστο­ρία τους.

Τις τελευ­ταί­ες δύο δεκα­ε­τί­ες, αντι­θέ­τως, ανα­δεί­χτη­καν μόλις δύο και­νού­ριες πρω­τα­θλή­τριες (η Ντόρ­ντμουντ το 97’ και προ τριε­τί­ας η Τσέλ­ση) ενώ οι ομά­δες που φτά­νουν στον τελι­κό ή ένα βήμα πριν απ’ αυτόν, είναι σχε­δόν πάντα οι ίδιες –με μερι­κές εξαι­ρέ­σεις να επι­βε­βαιώ­νουν τον κανό­να- κι ο χώρος για νέες όμορ­φες ιστο­ρί­ες, όπως το παρα­μύ­θι της περ­σι­νής Ατλέ­τι­κο ή της Ντόρ­ντμουντ πρό­περ­σι, γίνε­ται ολο­έ­να και πιο ασφυκτικός.

Το μόνο που σώζει την έξω­θεν καλή μαρ­τυ­ρία για την ΟΥΕΦΑ (που έχει να αντι­με­τω­πί­σει και άλλα ζητή­μα­τα, για τη διά­δο­χη κατά­στα­ση στη ΦΙΦΑ), είναι ότι από το 90’ και τη Μίλαν των τριών Ολλαν­δών, καμία πρω­τα­θλή­τρια ομά­δα δεν έχει κατα­φέ­ρει να επα­να­λά­βει τον άθλο της, φτά­νο­ντας στο λεγό­με­νο ριπίτ.

Του χρό­νου στο Μιλά­νο, θα μάθου­με αν έχει έρθει η ώρα να σπά­σει αυτή η παράδοση.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο