Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δύο έργα του Παπαδιαμάντη επί σκηνής

Ο Δήμος Αβδε­λιώ­δης παρου­σιά­ζει σε συνερ­γα­σία με το Στού­ντιο Μαυ­ρο­μι­χά­λη «Το Μοι­ρο­λό­γι της Φώκιας» και «Το Καμί­νι» του Αλέ­ξαν­δρου Παπα­δια­μά­ντη, κάθε Τετάρ­τη στις 21.00, μέχρι και τις 27 Δεκέμβρη.

Η εξω­τε­ρι­κή εικό­να των δύο διη­γη­μά­των δίνει τη βεβαιό­τη­τα πεζο­γρα­φη­μά­των, όμως η φωνη­τι­κή τους ανα­πα­ρά­στα­ση απο­κα­λύ­πτει δυο αμι­γώς ποι­η­τι­κά — έμμε­τρα έργα σπά­νιας σύλ­λη­ψης, που ζωντα­νεύ­ουν μπρο­στά μας με την ερμη­νεία της Αλε­ξί­ας Φωτιάδου.

Στο «Μοι­ρο­λό­γι της Φώκιας» (*), ο Παπα­δια­μά­ντης ενορ­χη­στρώ­νει μια συμ­φω­νία από ήχους και εικό­νες θαμ­βω­τι­κής ομορ­φιάς, που εναλ­λάσ­σο­νται με πέν­θι­μα, κατα­στα­λαγ­μέ­να μοτί­βα της μνή­μης από τις απώ­λειες του θανάτου.

Μέσα σ’ αυτήν την σπα­ρα­κτι­κή, αλλά παγιω­μέ­νη αρμο­νία του ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τος έρχε­ται αθό­ρυ­βη αλλά επε­λαύ­νου­σα η Νύχτα. Όλα τα πράγ­μα­τα, όλοι οι άνθρω­ποι που βρί­σκο­νται μέσα σ’ αυτό το φυσι­κό πλαί­σιο, καθώς κι όλα τα έμψυ­χα όντα, έχουν τακτο­ποι­η­μέ­νη τη σχέ­ση τους με το χώρο και με το χρόνο.

Μόνο ένα εννιά­χρο­νο κορίτσι,-που έρχε­ται με λαχτά­ρα να βρει τη για­γιά της πλάι στη θάλασ­σα που πλέ­νει ρούχα‑, παρα­συρ­μέ­νο και συγκε­ντρω­μέ­νο στην μου­σι­κή του αυλού ενός βοσκού,  χάνο­ντας την αίσθη­ση του χρό­νου, ταρά­ζε­ται αίφ­νης με την από­το­μη αίσθη­ση της αλλα­γής από το φως στο σκο­τά­δι και ορμά­ει σ’ ένα μονο­πά­τι που δια­κρί­νει μέσα στη νύκτα, γλι­στρώ­ντας έτσι από ψηλά μ’ ένα ‘μπλούμ’ μες στη θάλασ­σα και ‘χάνε­ται’ στο βυθό, ενώ οι άνθρω­ποι και όλα τα έμβια όντα εκεί τρι­γύ­ρω συνε­χί­ζουν ανυ­πο­ψί­α­στα το σκο­πό τους.

(*)Μυρολό(γ)ι το,[με την ορθο­γρα­φία του χει­ρό­γρα­φου του Παπα­δια­μά­ντη] θρη­νη­τι­κόν άσμα αδό­με­νον παρά νεκρόν κατά την κηδεί­αν, [Επί­το­μο Λεξι­κό Δ. Β. Δημη­τρά­κου], σε διά­κρι­ση από το Μοι­ρο­λό­γι με (οι) που σημαί­νει τον λόγο σχε­τι­κά με την Μοί­ρα, η οποία δεν είναι απο­κλει­στι­κά τρα­γι­κή και θρη­νη­τι­κή αλλά και ακρι­βώς το αντίθετο

«Το Καμί­νι», είναι μια ευφρό­συ­νη, αντί­στι­ξη στο ‘‘Μυρο­λό­γι’’, ένας ύμνος στον οίστρο της ζωής· αυτό το καμί­νι των επι­θυ­μιών και του πάθους που πυρο­δο­τεί και ταλα­νί­ζει ανθρώ­πους και πράγ­μα­τα, άλλο­τε με ευχά­ρι­στα και άλλο­τε με δυσά­ρε­στα έργα, που προ­κα­λούν όμως εδώ τη συμπά­θεια, ακό­μα και το γέλιο, από τον βαθ­μό της άγνοιας και της αθω­ό­τη­τας, των μικρών ή των μεγά­λων στην ηλι­κία, κυνη­γών των δώρων της γης, αλλά και αφε­λών κατα­στρο­φέ­ων αυτών των δώρων, μέσα στον παρά­δει­σο ενός πολύ­χρω­μου Απρί­λη,  ο οποί­ος σαν αυτο­νό­η­τος και δεδο­μέ­νος, δεν κάνει καθό­λου ευλα­βι­κούς αυτούς εδώ τους  υπνο­βά­τες που τον κατοι­κούν.   Όμως μια δεκα­ο­χτά­χρο­νη κοπέ­λα, έχο­ντας δια­τη­ρή­σει ζωντα­νή τη θεϊ­κή της πυξί­δα, παρα­κάμ­πτει όλα τα ‘πρέ­πει’ και ‘δεν πρέ­πει’, και λού­ζε­ται μέσα στο άσπι­λο, έκτα­το, μονα­δι­κό θαλάσ­σιο καμί­νι της χαράς.» Δ.Αβδελιώδης.

Η γλώσ­σα του Παπα­δια­μά­ντη μετα­τρέ­πε­ται στην παρά­στα­ση, σε ένα εξαί­σιο ακου­στι­κό γεγο­νός που ζωντα­νεύ­ει για πρώ­τη φορά με τόση διαύ­γεια και σαφή­νεια τις εικό­νες και τις ιδέ­ες του έργου.

Η παρα­κο­λού­θη­ση της παρά­στα­σης γίνε­ται μια βιω­μα­τι­κή εμπει­ρία για όλους τους θεα­τές, ανε­ξαρ­τή­τως ηλι­κί­ας ή παιδείας.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο