Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δύο αποδράσεις του Νίκου Ζαχαριάδη

Αρχί­ζω με δυο απο­δρά­σεις του Νίκου Ζαχα­ριά­δη — άσσου όπως φαί­νε­ται των απο­δρά­σε­ων — που μολο­νό­τι δεν αμφι­σβη­τού­νται από κανέ­να, υπάρ­χουν πολ­λές εκδο­χές ώς προς τον τρό­πο εκτέ­λε­σης τους.

H πρώ­τη έγι­νε το 1925 από τις φυλα­κές Γεντί-Κου­λέ (ή Επτα­πυρ­γί­ου) της Θεσ­σα­λο­νί­κης και η δεύ­τε­ρη σε μια δια­δρο­μή από τις φυλα­κές της Παλιάς Στρα­τώ­νας (που βρι­σκό­ντου­σαν στο Μονα­στη­ρά­κι) στο Κακουρ­γιο­δι­κείο Πει­ραιώς. Στο διά­με­σο έχου­με τρεις ακό­μα μικρο­α­πο­δρά­σεις του Ζαχα­ριά­δη, που θα τις μετα­φέ­ρω με τις λίγες γραμ­μές  που δίνο­νται σ’ ένα άρθρο του Κώστα Καρα­νιώρ­γη που δημο­σιεύ­τη­κε το 1945 στην «Κομ­μου­νι­στι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση» με τίτλο «Μερι­κά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του Νίκου Ζαχαριάδη».

Γεντί- Κουλέ

Ο Νίκος Ζαχα­ριά­δης, 23 χρο­νών τότε (1925), Γενι­κός Γραμ­μα­τέ­ας της Κομ­μου­νι­στι­κής Νεο­λαί­ας Θεσ­σα­λο­νί­κης, είχε συλ­λη­φθεί μαζί με 12 άλλους κομ­μου­νι­στές με την κατη­γο­ρία, ότι αγω­νι­ζό­ντου­σαν για την αυτο­νο­μία της Μακε­δο­νί­ας. Στη δίκη που ακο­λού­θη­σε κατα­δι­κά­στη­καν, επ’ έσχα­τη προ­δο­σία, με ποι­νές από 12–18 χρό­νια ο καθένας.

Τρεις μήνες μετά το κλεί­σι­μο του στο Γεντί-Κου­λέ ο Ζαχα­ριά­δης κατά­φε­ρε να αποδράσει.

Η πρώ­τη εκδο­χή: [1]

Στο Γ εντί-Κου­λέ κρα­τιό­ντου­σαν την επο­χή εκεί­νη ο λήσταρ­χος Σαλι­κουρ­τζής με τους συντρό­φους του, oι όποιοι έτρε­φαν μεγα­λο­πρε­πή γενειά­δα. Η εμφά­νι­ση αυτη έδω­σε στον Ζαχα­ριά­δη την ιδέα της από­δρα­σης του.

Επα­ψε να ξυρί­ζε­ται και το πρό­σω­πο του γέμι­σε σιγά-σιγά γένια. Με τη νέα αυτή εμφά­νι­ση άρχι­σαν να τον συνη­θί­ζουν οι δεσμο­φύ­λα­κες και η στρα­τιω­τι­κή φρουρά.

Τότε oι φυλα­κές Επτα­πυρ­γί­ου δεν ήταν οργα­νω­μέ­νες. Το επι­σκε­πτή­ριο γινό­ταν χωρίς μεγά­λους περιο­ρι­σμούς. Και οι φυλα­κι­σμέ­νοι — ποι­νι­κοί, πολι­τι­κοί και στρα­τιώ­τες — ήσαν ελεύ­θε­ροι να βλέ­πουν τους δικούς τους στο προ­αύ­λιο. Ανά­με­σα στους επι­σκέ­πτες ήταν και πολ­λοί κομ­μου­νι­στές, κυρί­ως νεο­λαί­οι, που ερχό­ντου­σαν να δού­νε τον γραμ­μα­τέα τους. Με τους τελευ­ταί­ους αυτούς φαί­νε­ται ότι ο Ζαχα­ριά­δης κου­βέ­ντια­σε και σχε­δί­α­σε την από­δρα­ση του.

Μια μέρα επι­σκέ­ψε­ων ξυρί­στη­κε ξαφ­νι­κά, φόρε­σε ένα και­νούρ­γιο κοστού­μι που του έφε­ραν, και την ώρα που έφευ­γαν οι επι­σκέ­πτες βγή­κε κι αυτός μαζί τους. Με την και­νούρ­για του εμφά­νι­ση δεν τον γνώ­ρι­σε ούτε ο θυρω­ρός, ούτε ο εξω­τε­ρι­κός φύλακας.

Οταν το κατά­λα­βαν ήταν πια αργά. Ο Ζαχα­ριά­δης είχε εξαφανιστεί.

Μια δεύ­τε­ρη εκδο­χή, για την από­δρα­ση αυτή, υπάρ­χει στο βιβλίο του παλιού αγω­νι­στή Βασί­λη Γιαν­νό­γκω­να «Απο­δρά­σεις αγω­νι­στών»[2] και δια­σταυ­ρώ­νε­ται, ως ένα βαθ­μό, από μια μαρ­τυ­ρία που έχω από τον παλαί­μα­χο επί­σης αγω­νι­στή Γιώρ­γη Παπαρήγα.

Ο Ζαχα­ριά­δης, μας λέει, δεν δεχό­ταν επι­σκέ­ψεις και καθό­ταν όλο τον και­ρό στο θάλα­μο. Ούτε στο προ­αύ­λιο κατέ­βαι­νε. Το επι­σκε­πτή­ριο γινό­ταν  με τον  παρα­κά­τω τρό­πο:  Ο  επι­σκέ­πτης έπαιρ­νε έναν αριθ­μό από τον φύλα­κα και πήγαι­νε στον κοι­νό χώρο που γινό­ταν η συνά­ντη­ση με τους κρα­τού­με­νους. ‘Έλε­γε σ’ έναν άλλο κρα­τού­με­νο, που έκα­νε τον κρά­χτη, το όνο­μα του φυλα­κι­σμέ­νου που ήθε­λε και κεί­νος το φώναζε.

Η από­δρα­ση πέτυ­χε με τη βοή­θεια του αδελ­φού ενός φυλα­κι­σμέ­νου κομ­μου­νι­στή, ταχτι­κού επι­σκέ­πτη των φυλα­κών, ο όποιος έμοια­ζε αρκε­τά με τον Ζαχαριάδη.

Σύμ­φω­να με το σχέ­διο, θα ερχό­ταν μ’ ένα παι­δί στην αγκα­λιά, θα ζητού­σε τον αδερ­φό του και αντί γι’ αυτόν θα κατέ­βαι­νε ο Ζαχα­ριά­δης. Όπως και έγινε.

Αντα­μώ­σα­νε στο επι­σκε­πτή­ριο, είπα­νε ό,τ ι είπα­νε και όταν τέλειω­σε η ώρα ο Ζαχα­ριά­δης πήρε το παι­δί στην αγκα­λιά, τον αριθ­μό και το καπέ­λο που φορού­σε ο άλλος (η μόδα τότε ήθε­λε όλους τους άντρες με καπέ­λο) και μαζί με το μπου­λού­κι των επι­σκε­πτών, έδω­σε τον αριθ­μό στον φύλα­κα και βγήκε.

Μόλις πέρα­σε λίγη ώρα ο επι­σκέ­πτης που έμει­νε, άρχι­σε να φωνά­ζει ότι του κλέ­ψα­νε τον αριθ­μό εισό­δου και το καπέ­λο του. Τον παρα­λα­βαί­νουν στη διεύ­θυν­ση και αρχί­ζει η ανά­κρι­ση. Η υπό­θε­ση τέλειω­σε μ’ ένα γερό ξυλο­φόρ­τω­μα, αλλά ο σκο­πός πέτυχε.

Ο Γιαν­νό­γκω­νας γρά­φει στο ίδιο κεφά­λαιο ότι ο Ζαχα­ριά­δης έκα­νε αυτή την από­δρα­ση ενώ ήταν προ­φυ­λα­κι­σμέ­νος για­τί είχε ρίξει ένα χωρο­φύ­λα­κα σ’ έναν ασβεστολάκκο.

Μάλ­λον πρό­κει­ται για σύγ­χυ­ση για­τί ο Καρα­γιώρ­γης στο άρθρο του για τον Ζαχα­ριά­δη, έπει­τα από μια σύντο­μη ανα­φο­ρά στην από­δρα­ση από το Γεντί-Κου­λέ γρά­φει για μια άλλη από­δρα­ση του που ακο­λού­θη­σε λίγο αργότερα:

«Με προ­δο­σία των αρχειο­μαρ­ξι­στών πιά­στη­κε  από τον χαφιέ Παπ­πά. Αλλά όταν τον οδη­γού­σε στην Ασφά­λεια τον έρι­ξε σ’ ένα λάκ­κο αρχαιο­τή­των και έτσι έμει­νε στη νεο­λεϊ­κή δου­λειά του». Είναι πολύ πιθα­νό ο Γιαν­νό­γκω­νας να έχει υπ’ όψη του ένα μέρος αυτού του περι­στα­τι­κού και να το συγ­χέ­ει με την φυλά­κι­ση του Ζαχα­ριά­δη στο Γεντί-Κου­λέ[3].

Παλιά Στρατώνα

Το 1929 ο Ζαχα­ριά­δης ήταν και πάλι κρα­τού­με­νος στις φυλα­κές της Παλιάς Στρα­τώ­νας. Αυτή τη φορά είχε πια­στεί για τον φόνο του αρχειο­μαρ­ξι­στή Ηλία Γεωρ­γο­πα­πα­δά­κου. Για την ίδια υπό­θε­ση είχαν πια­στεί και κατα­δι­κα­στεί νωρί­τε­ρα oι Φαρ­δής, Σακα­ρέλ­λος και Θωμά­ζης[4] σε 12 χρό­νια φυλακή.

Ο Ζαχα­ριά­δης είχε πια­στεί δυo φορές πριν για την ίδια υπό­θε­ση αλλά, όπως γρά­φει ο Καρα­γιώρ­γης, κατά­φε­ρε να ξεφύ­γει. Την πρώ­τη στον Πει­ραιά, στρα­μπου­λώ­ντας το χέρι του χωρο­φύ­λα­κα που τον έπια­σε. Τη δεύ­τε­ρη στο Βόλο, όταν τον πήγαι­ναν με συνο­δεία για να τους δεί­ξει το σπί­τι που καθό­ταν. Μια ακό­μη από­πει­ρα του στο Βόλο (όταν τον ξανά­πια­σαν) να φύγει και άλλη μια στη Λει­βα­διά από­τυ­χαν για­τί τον πήραν χαμπά­ρι οι ποι­νι­κοί κατάδικοι.

Για όλους αυτούς τους λόγους η δίκη του είχε ανα­βλη­θεί πέντε φορές. Πλη­σί­α­ζε η μέρα της για έκτη φορά παρα­πο­μπής του, όταν στη δια­δρο­μή από την Αθή­να στο Κακουρ­γιο­δι­κείο Πει­ραιώς, που έγι­νε με τον ηλε­κτρι­κό, ο Ζαχα­ριά­δης κατά­φε­ρε και πάλι να δραπετεύσει.

Από την δια­σταύ­ρω­ση τριών πηγών[5] βγαί­νει ότι την ήμε­ρα εκεί­νη ένας υπε­νω­μο­τάρ­χης συνό­δευε τον Ζαχα­ριά­δη από τις φυλα­κές στο Κακουρ­γιο­δι­κείο. Δεν είναι βέβαιο αν η από­δρα­ση έγι­νε τη στιγ­μή που πήγαι­ναν ή επέ­στρε­φαν, ούτε ακρι­βώς σε ποιο σταθ­μό έγι­νε το «σάλ­το».

Την επο­χή εκεί­νη oι πόρ­τες του ηλε­κτρι­κού δεν κλεί­να­νε αυτό­μα­τα αλλά τις τρα­βού­σαν και τις έκλει­ναν οι ίδιοι οι επι­βά­τες. Σ’ ένα, λοι­πόν, τέτοιο άνοιγ­μα, ο Ζαχα­ριά­δης, που μέχρι εκεί­νη τη στιγ­μή καθό­ταν φρό­νι­μος δίπλα στον συνο­δό του, σηκώ­νε­ται ξαφ­νι­κά και σαλ­τά­ρει έξω, ενώ ο συρ­μός ξανα­κι­νού­σε. Ήταν τόσο από­το­μο που ο υπε­νω­μο­τάρ­χης έμει­νε κεραυ­νό­πλη­κτος κι ούτε που πρό­λα­βε ν’ αντιδράσει.

Σύμ­φω­να με την αφή­γη­ση που υπάρ­χει στο βιβλίο «Άρης Βελου­χιώ­της» στην από­δρα­ση αυτή, που οργα­νώ­θη­κε από το Κόμ­μα, συνέ­βα­λε πολύ και ο Θανά­σης Κλά­ρας, ο κατο­πι­νός Άρης.[6]

Ο υπε­νω­μο­τάρ­χης, μας λέει ο Γιαν­νό­γκω­νας, έφα­γε έξι μήνες φυλα­κή κι ένα πεντα­κο­σά­ρι­κο που του είχε δώσει νωρί­τε­ρα ο Ζαχα­ριά­δης… για­τί δεν είχε που να το φυλάξει.

 

[1] Εφη­με­ρί­δα «Απο­γευ­μα­τι­νή», 23   Ιου­λί­ου 1955

[2] Εκδό­σεις «Δίφρος», 1974.

[3] Ενδει­κτι­κά άλλω­στε των ελλεί­ψε­ων που υπάρ­χουν στο πολύ­τι­μο σε πολ­λά σημεία βιβλίο του Γιαν­νόγ­χω­να, είναι το  ότι δεν ανα­φέ­ρει πολ­λές ημε­ρο­μη­νί­ες. Αρκεί­ται σε όσα έχει συγκρα­τή­σει από τα προ­σω­πι­κά του βιώ­μα­τα ή από τις αφη­γή­σεις συντρό­φων του.

[4] Τους δυo τελευ­ταί­ους θα τους ξανα­συ­να­ντή­σου­με στη μεγά­λη από­δρα­ση της Αίγινας.

[5] Το βιβλίο του Γιαν­νό­γκω­να, το άρθρο του Καρα­γιώρ­γη και το βιβλίο «Άρης Βελου­χιώ­της, ο πρώ­τος του αγώ­να», εκδό­σεις «Κυψέ­λη», Αθή­να 1964.

[6] Από το ίδιο βιβλίο παίρ­νω την πλη­ρο­φο­ρία ότι o Βελου­χιώ­της βοή­θη­σε σε δυο ακό­μη μεγά­λες απο­δρά­σεις που ακολουθούν.

 

πό το βιβλίο του Δημή­τρη Γκιώ­νη «Οι μεγά­λες αποδράσεις»)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο