Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δύο ποιήματα του Γιώργου Κοστοπράβ

Επι­μέ­λεια Κων­στα­ντί­νος Δέδες //

Ο Γιώρ­γος Κοστο­πράβ, με τα τρα­γού­δια του ύμνη­σε την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση και ήταν από τους πρώ­τους που αφο­μοί­ω­σε δημιουρ­γι­κά στο έργο του τη λαϊ­κή ποί­η­ση των Ελλή­νων της Αζο­φι­κής. Το έργο του συγκί­νη­σε βαθιά τους συμπα­τριώ­τες του και τους απο­κά­λυ­ψε ότι η περιο­ρι­σμέ­νη από την καθη­με­ρι­νή χρή­ση γλώσ­σα τους, δια­θέ­τει ποι­η­τι­κή πλα­στι­κό­τη­τα. Σ’ αυτή τη γλώσ­σα έγρα­ψε ο Γ. Λοστο­πράβ τα καλύ­τε­ρα ποι­ή­μα­τά του, τότε που η επί­ση­μη Ελλά­δα πολε­μού­σε την δημοτική.

Βρά­δυ

Στ’ ουρα­νού το πέλαο σύν­νε­φα αρμενίζουν
τ’ ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, καρα­βιών κοπάδι.
Τα παχιά χωρά­φια γλυκοκυματίζουν,
κουρ­νια­χτός κανέ­νας στ’ όμορ­φο το βράδυ.

***

Πλή­θος περι­στέ­ρια σχί­σαν τον αγέρα
κι έφυ­γαν στη στέ­πα με γορ­γά φτερά.
Κι όμως η φωνή τους έρχε­ται από πέρα
φορ­τω­μέ­νη αγά­πη, πίστη και χαρά.

***

Είναι οι δια­λε­χτοί μου, οι ακρι­βοί μου φίλοι,
μέσα στη ζωή μου φλό­γα είναι και φως.
Κι είν’ η γη ομπρο­στά μου, μες στο ωραίο το δείλι
σα βιβλίο κλει­σμέ­νο, θησαυ­ρός κρυφός.

***

Ολο και βαδί­ζω σ’ ένα δρό­μο ίσο
στέ­κο­μαι, κοι­τά­ζω — μια έγνοια με κρατεί.
Πόσους έχω αφή­σει τέτοιους δρό­μους πίσω,
πόσοι ομπρός μου δρό­μοι μένουν απλωτοί.

***

Μέσα μου φυλά­γω ανέγ­γι­χτη ακόμα
την ορμή της νιό­της, της ζωής την μπόρα…
Γύρω μου ανα­σαί­νει στις πλα­γιές το χώμα
κι ο πυρός αγέ­ρας δρο­σε­ρεύ­ει τώρα.

***

Σύν­νε­φα αρμε­νί­ζουν σαν καρά­βια ωραία,
στου βου­νού την ούγια φάνη η νια σελήνη.
Και χτυ­πά η καρ­διά μου, δυνα­τή και νέα.
Μια ζεστήν αγά­πη στα βαθιά της κλείνει».

(Από­δο­ση Θεο­δό­ση Πιερίδη)

 

Στην Οκτω­βρια­νή Επανάσταση

Τόσα χρό­νια,
προ­λε­τα­ριά­το
κρα­τάς τη μοί­ρα σου μες στο δικό σου χέρι.
Τόσα, από τον και­ρό που ένα φθινόπωρο
σ’ αυτή τη γη μας εδώ κάτω
μύρι­σεν ανοι­ξιά­τι­κον αγέρι.

***

Τόσα χρό­νια
που η κόκ­κι­νη παντιέρα
στον κόσμο ολο­φτέ­ρου­γη πετάει.
Και στην τυφλήν
έρη­μο πέρα
ο οχτρός τις μέρες του μετράει.

***

Τόσα χρό­νια
της εργα­τιάς τα χέρια
σκά­βουν άμμους και χώμα.
Φτιά­χνουν για μας
θεμέ­λια στέρια
και μνή­μα για του οχτρού το πτώμα.

 

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο