Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δύo ποιήματα του Νίκου Παπαδόπουλου

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Δύο ποι­ή­μα­τα του Νίκου Παπα­δό­που­λου δημο­σιεύ­ου­με σήμε­ρα στο Ατέ­χνως. Πρώ­τη μας γνω­ρι­μία με τον δημιουρ­γό ήταν με το διή­γη­μά του “Το δαι­μό­νιο” (Ατέ­χνως, 10/10/2015).

Στα ποι­ή­μα­τα αυτά ο Νίκος Παπα­δό­που­λος εκφρά­ζει τον βαθύ και γόνι­μο προ­βλη­μα­τι­σμό του για το τι μπο­ρεί να κάνει η ποί­η­ση ως τέχνη και ως κοι­νω­νι­κή διερ­γα­σία για να αλλά­ξει τον κόσμο – και αν μπο­ρεί να τον αλλά­ξει καθώς και ποιά είναι η σχέ­ση της ποί­η­σης με την Ιστο­ρία. Προ­φα­νώς κι αυτά δεν είναι και­νούρ­για ερω­τή­μα­τα, ούτε πρω­τό­τυ­ποι προ­βλη­μα­τι­σμοί, παρό­λαυ­τα κάθε απά­ντη­ση που δίνε­ται και προς σε μια κατεύ­θυν­ση που δεν θα συσκο­τί­ζει τα πράγ­μα­τα, έχει τη σημα­σία της. Δεν θα πού­με πολ­λά εδώ, θα αρκε­στού­με μόνο στην παρα­τή­ρη­ση, ότι η Ποί­η­ση όπως κι η Ιστο­ρία επη­ρε­ά­ζο­νται από δύο (κυρί­ως) παρά­γο­ντες: από την εξέ­λι­ξη της κοι­νω­νι­κής και ταξι­κής πάλης καθώς και από τις ιδέ­ες που κυριαρ­χούν στην κοι­νω­νία. Φυσι­κά, ο φορέ­ας της αλλα­γής δεν μπο­ρεί να είναι παρά υλικός.

Η προ­σέγ­γι­ση του Νίκου Παπα­δό­που­λου κάτω από αυτή την οπτι­κή έχει ιδιαί­τε­ρη σημα­σία. Όπλο του σε αυτή τη δια­δι­κα­σία η γλώσ­σα, μια γλώσ­σα άμε­ση και κοφτε­ρή, που βήμα-βήμα μας οδη­γεί στο να δώσου­με κι εμείς την δική μας απά­ντη­ση στα παρα­πά­νω ερω­τή­μα­τα. Θα κλεί­σου­με με την απα­ραί­τη­τη επι­σή­μα­ση, ότι τα συγκε­κρι­μέ­να ποι­ή­μα­τα δεν περιο­ρί­ζο­νται στο να δώσουν απα­ντή­σεις στα ερω­τή­μα­τα που ανα­φέ­ρα­με. Δίνουν παράλ­λη­λα μια εικό­να καθα­ρής αντί­θε­σης στην βαρε­τή ποί­η­ση (πιθα­νο­λο­γού­με ότι ο δημιουρ­γός μιλά­ει για την ποί­η­ση των σαλο­νιών και για την ποί­η­ση που παρου­σιά­ζε­ται ως εναλ­λα­κτι­κή – ενώ δεν είναι, και που συμπο­ρεύ­ε­ται με συγκε­κρι­μέ­να πολι­τι­κά-κοι­νω­νι­κά συμφ­γέ­ρο­ντα) αλλά και για το ποιός πρέ­πει να είναι ο ρόλος των ποι­η­τών στην περί­ο­δο της καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης που διανύουμε.

Αλλά ας αφή­σου­με τα ποι­ή­μα­τα να μιλή­σουν από μόνα τους, αυτό θέλει ο δημιουρ­γός τους, αυτό θέλου­με κι εμείς.

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Για τους ποι­η­τές μας

Χορ­τα­σμέ­νοι από τις τόσες ποι­η­τι­κές λέξεις

τις καται­γί­δες

τα ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τα

τα κλει­διά

τα ναυά­για

τους έρω­τες

τα άλμπα­τρος

και τα σχετικά

Θα απαι­τή­σου­με από τους ποι­η­τές μας

κάτι δια­φο­ρε­τι­κό

χωρίς όπλα, μολύ­βια, στυ­λό και αδειανές

σελί­δες

θα τους στεί­λου­με εκεί έξω

να γρά­ψουν ποιήματα

με λιω­μέ­νες σόλες

με στριφ­νές λέξεις

με φτυα­ριές, σφυ­ριές, αμονιές

με βρώ­μι­κες φόρμες

και βρώ­μι­κα χέρια

και καθα­ρά χέρια

και καθα­ρά χαμόγελα

 

Και ύστε­ρα,

να δώσου­με μολύ­βια και στυ­λό και τις κενές σελίδες

στους ταχυ­δρό­μους και στους μάγειρες

στους χτί­στες και στους ναυαγούς

στους ονει­ρο­πό­λους και στους νικημένους

στους οδη­γούς στους κυνη­γη­μέ­νους στους νευρικούς

και στους επαναστατημένους

 

ίσως

αν μη τι άλλο

ακό­μη κι αν δεν καταργήσουμε

την εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρωπο

να γλι­τώ­σου­με

από την βαρε­τή ποίηση

~ ~

Για την συγ­γρα­φή της Ιστορίας

Ιστο­ρία δεν γρά­φου­νε οι παρέες

οι παρέ­ες

μετά τα μεση­με­ρια­νά τσίπουρα

θα δια­λυ­θού­νε ησύχως

και αιω­νία η μνή­μη τους

 

Ιστο­ρία δεν γρά­φου­νε οι ήρωες

τον τελευ­ταίο ήρωα

τον σπρώ­ξα­με στα βρά­χια της σκύρου

κι έκτο­τε

μόνο αγό­ρια με πολύ­χρω­μες μπέρτες

 

Ιστο­ρία δεν γρά­φου­νε οι αγάπες

-ποιες αγά­πες;-

αυτά είναι δικαιολογίες

για να γρά­φου­με κάνα ποίημα

πού και πού

 

Κι αν ακό­μη ζητάς

να μάθεις

ποιος την γρά­φει επί τέλους

αυτή την πόρνη

την Ιστο­ρία

 

κοί­τα τα πόδια σου πού πατούνε

 

 

τις τερά­στιες τεκτο­νι­κές πλάκες

της ταξι­κής πάλης

όταν οι ποι­η­τές αφή­νουν κατα­γής τα μολύβια

και πιά­νουν τα όπλα

πλάι στους εξεγερμένους

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο