Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δ. Κουτσούμπας: Η τέχνη του Σταύρου Ξαρχάκου που εξυψώνει τον άνθρωπο, συναντιέται με τον δικό μας αγώνα για έναν ανώτερο πολιτισμό

Η τέχνη του Σταύ­ρου Ξαρ­χά­κου που ημε­ρεύ­ει την ψυχή και εξυ­ψώ­νει τον άνθρω­πο, συνα­ντιέ­ται με τον δικό μας αγώ­να για έναν ανώ­τε­ρο πολι­τι­σμό, όπου «ο άνθρω­πος θα πάψει για τον άνθρω­πο να είναι λύκος», υπο­γράμ­μι­σε ο γενι­κός γραμ­μα­τέ­ας της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής του ΚΚΕ, Δημή­τρης Κου­τσού­μπας, στην απο­ψι­νή του ομι­λία στο κατά­με­στο ΣΕΦ, στη μεγά­λη συναυ­λία-αφιέ­ρω­μα της ΚΕ του ΚΚΕ στον Σταύ­ρο Ξαρχάκο.

«Ο Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος ανή­κει μαζί με τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη και τον Μάνο Χατζη­δά­κι στους μεγά­λους της ελλη­νι­κής μου­σι­κής που, ο καθέ­νας μέσα από τον δικό του δρό­μο, πραγ­μα­το­ποί­η­σαν το άλμα της στην απο­κα­λού­με­νη “έντε­χνη λαϊ­κή μου­σι­κή”» σημείωσε.

«Η δημιουρ­γία του είναι το ίδιο σπου­δαία, όσο σπου­δαί­ες είναι και οι ποι­η­τι­κές, κινη­μα­το­γρα­φι­κές, θεα­τρι­κές δημιουρ­γί­ες, που με το αλάν­θα­στο αισθη­τι­κό του κρι­τή­ριο έχει επι­λέ­ξει να εκφρά­σει μου­σι­κά, Όμως αυτό δεν είναι όλη η αλή­θεια. Ο Ξαρ­χά­κος δεν υπη­ρε­τεί απλά την τέχνη των συνερ­γα­τών του. Είναι συν­δη­μιουρ­γός της. Τα εμβλη­μα­τι­κά κινη­μα­το­γρα­φι­κά ή θεα­τρι­κά έργα που συμ­με­τεί­χε είναι αδια­χώ­ρι­στα από τη μου­σι­κή του».

Ο Δ. Κου­τσού­μπας ανα­φέρ­θη­κε στη συνέ­χεια σε κινη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες (Ταξί­δι, Λόλα, Κόκ­κι­να Φανά­ρια, Κορί­τσια στον Ήλιο, Ρεμπέ­τι­κο), θεα­τρι­κά (Το Μεγά­λο μας Τσίρ­κο) και ποι­η­τι­κά (Θρή­νος για τον Ιγνά­θιο Σάν­τσεθ Μεχί­ας) έργα που, όπως τόνι­σε, δεν θα ήταν ποτέ ίδια χωρίς τη σεμνή υπο­γρα­φή του Σ. Ξαρχάκου.

Ο Δ. Κου­τσού­μπας, σε άλλο σημείο της ομι­λί­ας του, τόνι­σε ότι «δεν είναι όμως μόνο η μεγά­λη αγά­πη του Ξαρ­χά­κου για τη λαϊ­κή μου­σι­κή και η ουσια­στι­κή γνώ­ση του πάνω σ’ αυτή, που κάνουν το έργο του να μιλά τόσο βαθιά στη λαϊ­κή ψυχή. Είναι και για­τί στη δημιουρ­γία του βρί­σκει από­λυ­τη έκφρα­ση ο καη­μός της φτω­χο­λο­γιάς, μέσα από ένα μονα­δι­κό συν­δυα­σμό της διά­χυ­της σε όλο το έργο του αγά­πης και της πίκρας από τη βασα­νι­σμέ­νη ζωή της».

«Αυτός ο καη­μός στον Ξαρ­χά­κο δεν γίνε­ται ποτέ μεμ­ψί­μοι­ρος, μια κλά­ψα του ταπει­νω­μέ­νου. Είναι σαν ένας λυγ­μός που δεν βγαί­νει. Όπως στα “μάτια βουρ­κω­μέ­να”. Μέσα σ’ αυτόν τον λυγ­μό όμως υπάρ­χει πάντα μια λεβε­ντιά. Κάπο­τε μάλι­στα ο λυγ­μός μετα­τρέ­πε­ται και σε θυμό για τα ψεύ­τι­κα τα λόγια τα μεγά­λα, της Ελλά­δας — μάνας του καη­μού. Τον Ξαρ­χά­κο φαί­νε­ται να μην τον συγκι­νεί μόνο ο καη­μός του λαϊ­κού κόσμου. Ίσως ακό­μη περισ­σό­τε­ρο τον συγκι­νεί η παλι­κα­ριά των αγω­νι­στών του που αντα­μεί­βε­ται με τον θάνα­το, κάποιο “Σαβ­βα­τό­βρα­δο στην Και­σα­ρια­νή” ή “ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκ­κι­νιά”, όπως στο συντα­ρα­χτι­κό τρα­γού­δι του “Νυν και Αεί” σε στί­χους του σπου­δαί­ου ποι­η­τή μας Νίκου Γκά­τσου, με τον οποίο ο Ξαρ­χά­κος είχε μια ιδιαί­τε­ρα γόνι­μη συνερ­γα­σία» πρόσθεσε.

«Τα τρα­γού­δια του Ξαρ­χά­κου μάς εμπνέ­ουν και μας συγκι­νούν τόσο βαθιά, για­τί έχουν “αίμα και καρ­διά”» είπε ο Δ. Κου­τσού­μπας τονί­ζο­ντας «καί­γε­ται ολό­κλη­ρος όταν δημιουρ­γεί. Αυτός είναι ο λόγος που η μου­σι­κή του έχει τη δύνα­μη να πυρ­πο­λεί τις ψυχές, ακό­μη και τις πιο αδύναμες».

«Το 1966 με πρω­το­βου­λία του Χατζη­δά­κη και με αφορ­μή την απα­γό­ρευ­ση των τρα­γου­διών κυρί­ως του Θεο­δω­ρά­κη με βάση τον κατο­χι­κό νόμο για την προ­λη­πτι­κή λογο­κρι­σία, ο Ξαρ­χά­κος ηγή­θη­κε μαζί με τον Θεο­δω­ρά­κη και τον Χατζη­δά­κη στην εκστρα­τεία για την κατάρ­γη­ση της λογο­κρι­σί­ας στο πνευ­μα­τι­κό έργο» ανέφε­ρε ο Δ. Κου­τσού­μπας, επι­ση­μαί­νο­ντας, μετα­ξύ άλλων, ότι «σήμε­ρα, εν έτει 2023 ο Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος εξα­κο­λου­θεί με το ίδιο πεί­σμα να αντι­μά­χε­ται τη λογο­κρι­σία. Αυτή τη φορά όμως έρχε­ται να αντι­με­τω­πί­σει μια πολύ πιο ύπου­λη, απρό­σω­πη και γι’ αυτό ακό­μη πιο επι­κίν­δυ­νη μορ­φή της, τη λογο­κρι­σία της “αγο­ράς”. Μια “αγο­ρά” που μετρώ­ντας τα views και τα κέρ­δη, παρά τις ισχυ­ρές αντι­στά­σεις της νεό­τε­ρης γενιάς δημιουρ­γών, προ­σπα­θεί να επι­βά­λει όχι μόνο τη μετριό­τη­τα της εμπο­ρευ­μα­το­ποι­η­μέ­νης, ή καλύ­τε­ρα της εμπο­ρο­κρα­τού­με­νης τέχνης, αλλά και τη χυδαιό­τη­τα των πολι­τι­στι­κών “κατα­γω­γί­ων” που μολύ­νουν τις νεα­νι­κές ψυχές, θεο­ποιώ­ντας το χρή­μα, τον αντα­γω­νι­σμό, τη βία, τον σεξι­σμό, τα ναρ­κω­τι­κά, την αμορ­φω­σιά και κάθε είδους παραβατικότητα».

«Αυτά είναι τα φυσι­κά “πολι­τι­στι­κά” παρά­γω­γα μιας κοι­νω­νί­ας που κακο­γερ­νά, σαπί­ζει και κακο­φορ­μί­ζει, μέσα στη δια­φθο­ρά, επι­χει­ρώ­ντας να πνί­ξει στα βρω­μό­νε­ρα του βούρ­κου της την ομορ­φιά της ζωής και της τέχνης που την υπη­ρε­τεί» είπε ο Δ. Κου­τσού­μπας, τονί­ζο­ντας ότι «μαζί με τον μετρη­μέ­νο λόγο του ο Ξαρ­χά­κος επι­στρα­τεύ­ει σ’ αυτόν τον αγώ­να το πιο δυνα­τό του όπλο, τη μου­σι­κή. Όχι μόνο τη δική του, αλλά και όλη τη μου­σι­κή μας παρά­δο­ση. Από την έντε­χνη λαϊ­κή έως και το ρεμπέ­τι­κο, μέσα από τις εξαί­σιες ενορ­χη­στρώ­σεις του».

Ο Δ. Κου­τσού­μπας μίλη­σε ακό­μα για τη δια­κρι­τι­κή, αθό­ρυ­βη και σημα­ντι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα του Σ. Ξαρ­χά­κου για τη διά­δο­ση και ανά­πτυ­ξη της γνή­σιας μου­σι­κής τέχνης ειδι­κά από τη νέα γενιά.

Επι­σή­μα­νε ότι αντί της ανα­γνώ­ρι­σης και αμέ­ρι­στης στή­ρι­ξης του κρά­τους σε ένα τόσο χαρι­σμα­τι­κό και πολύ­τι­μο άνθρω­πο «η επί­ση­μη πολι­τεία, αντί να ενθαρ­ρύ­νει την ανά­πτυ­ξη της δρα­στη­ριό­τη­τας και των πρω­το­βου­λιών του, φρο­ντί­ζει να δια­λύ­σει, ό,τι με τόσο κόπο δημιούργησε».

«Ανα­φε­ρό­μα­στε», είπε στη συνέ­χεια, «στο μονα­δι­κό κρα­τι­κό ορχη­στρι­κό σύνο­λο στην Ελλά­δα που ως αντι­κεί­με­νό του έχει απο­κλει­στι­κά την ελλη­νι­κή μου­σι­κή, στην Κρα­τι­κή Ορχή­στρα Ελλη­νι­κής Μου­σι­κής (ΚΟΕΜ), ιδρυ­μέ­νη το 1994 από το υπουρ­γείο Πολι­τι­σμού, επί Θάνου Μικρού­τσι­κου, με καλ­λι­τε­χνι­κό διευ­θυ­ντή και μαέ­στρο τον Σταύ­ρο Ξαρ­χά­κο. Μια ορχή­στρα που συνει­δη­τά σπρώ­χτη­κε από όλες τις κυβερ­νή­σεις να βου­λιά­ξει, χωρίς όργα­να και μου­σι­κούς, ώσπου φτά­σα­με σήμε­ρα να προ­α­ναγ­γέλ­λε­ται μέσα από τον κρα­τι­κό προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό του 2023 το ορι­στι­κό της κλεί­σι­μο. Μαζί με το άλλο σπου­δαίο, ιστο­ρι­κό μου­σι­κό μας σύνο­λο, την “Ορχή­στρα των χρω­μά­των”, του Μάνου Χατζηδάκι».

«Μοιά­ζει σαν μια κίνη­ση συμ­βο­λι­κή για το ορι­στι­κό κόψι­μο των δεσμών της επί­ση­μης πολι­τεί­ας με τις πιο ένδο­ξες περιο­χές της μου­σι­κής μας, εν μέσω μάλι­στα πανη­γυ­ρι­σμών για την εξω­στρέ­φεια και την μετα­τρο­πή του σύγ­χρο­νου πολι­τι­σμού μας σε εξα­γώ­γι­μο προ­ϊ­όν» είπε ο Δ. Κου­τσού­μπας και πρόσθεσε:

«Αυτή η κοι­νω­νία τρέ­φει έμφυ­τη εχθρό­τη­τα προς την τέχνη, για­τί όταν είναι αλη­θι­νή, δεν μπο­ρεί παρά να υπε­ρα­σπί­ζε­ται την ανθρώ­πι­νη ακε­ραιό­τη­τα απέ­να­ντι σε κάθε από­πει­ρα υπο­βι­βα­σμού και αλλοί­ω­σής της. Δεν μπο­ρεί παρά να αντι­στέ­κε­ται στην αλλο­τρί­ω­ση, την αδρα­νο­ποί­η­ση της σκέ­ψης, την απαν­θρω­πιά» ανέ­φε­ρε και απευ­θυ­νό­με­νος στον Σ. Ξαρ­χά­κο είπε:

«Η τέχνη σου που ημε­ρεύ­ει την ψυχή και εξυ­ψώ­νει τον άνθρω­πο, συνα­ντιέ­ται με τον δικό μας αγώ­να για έναν ανώ­τε­ρο πολι­τι­σμό, όπου “ο άνθρω­πος θα πάψει για τον άνθρω­πο να είναι λύκος”».

«Το ΚΚΕ δεν αντι­με­τω­πί­ζει την τέχνη, τον πολι­τι­σμό, ως δια­κο­σμη­τι­κό στοι­χείο της πολι­τι­κής δρά­σης του. Παλεύ­ου­με καθη­με­ρι­νά να συνει­δη­το­ποι­η­θεί από όλους και όλες βαθύ­τε­ρα ότι η σπου­δαιό­τε­ρη λει­τουρ­γία της τέχνης, γενι­κό­τε­ρα του πολι­τι­σμού, είναι να συμ­βά­λει στην διεύ­ρυν­ση του μορ­φω­τι­κού ορί­ζο­ντα, στην πολύ­πλευ­ρη ανά­πτυ­ξη της προ­σω­πι­κό­τη­τας, την ικα­νό­τη­τα όλων να κατα­νο­ούν και να επι­δρούν στην κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Να συμ­βά­λου­με με την πρω­το­πό­ρα δρά­ση μας να ανέ­βει το πολι­τι­στι­κό μορ­φω­τι­κό επί­πε­δο, να ανέ­βει ο αγώ­νας όλων, για την ουσια­στι­κή προ­στα­σία των θυμά­των κάθε είδους βίας, ιδιαί­τε­ρα των παι­διών, της νεο­λαί­ας, των γυναι­κών, των μετα­να­στών, των ηλι­κιω­μέ­νων, των ανα­πή­ρων συναν­θρώ­πων μας, ενα­ντί­ον κάθε είδους ρατσι­σμού, απο­ξέ­νω­σης, λόγω φύλου, θρη­σκεί­ας, σεξουα­λι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού. Να συμ­βά­λου­με ώστε να λάμ­ψει ξανά το χαμό­γε­λο στα χεί­λη των παι­διών, στα χεί­λη των εργα­τών, όλων των λαϊ­κών οικο­γε­νειών που υπο­φέ­ρουν από την ακρί­βεια, τη φτώ­χεια, την ανερ­γία, τα χρέη, την παν­δη­μία, την υπο­βαθ­μι­σμέ­νη υγεία και παι­δεία, την υπο­βάθ­μι­ση των καλ­λι­τε­χνι­κών σπου­δών» είπε ο Δ. Κουτσούμπας.

«Και από αυτό το βήμα δηλώ­νου­με την αλλη­λεγ­γύη μας στους εργά­τες της ΛΑΡΚΟ που παλεύ­ουν για να έχουν μερο­κά­μα­το, δουλειά.

Σε όλους τους καλ­λι­τέ­χνες που βρί­σκο­νται στους δρό­μους του αγώ­να και ζητά­νε την από­συρ­ση του ΠΔ και την ανω­τα­το­ποί­η­ση των σπου­δών τους.

Υψώ­νου­με τη φωνή μας μαζί με όλους τους εργα­ζό­με­νους του ιδιω­τι­κού και δημό­σιου τομέα, τους αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νους επαγ­γελ­μα­τί­ες, αγρό­τες, επι­στή­μο­νες, τους συντα­ξιού­χους, τους φοι­τη­τές, τους μαθη­τές και τους δασκά­λους τους, τους καλ­λι­τέ­χνες, για ένα καλ­λί­τε­ρο κι ευτυ­χι­σμέ­νο αύριο. Για το μεγά­λο, το ωραίο το συγκλο­νι­στι­κό!» πρόσθεσε.

«Σταύ­ρο Ξαρ­χά­κο, με αφορ­μή αυτή την μεγά­λη συναυ­λία που γρά­φει ιστο­ρία για την σύγ­χρο­νη Ελλά­δα, θέλου­με να σου πού­με, εκ μέρους της ΚΕ του ΚΚΕ, ότι σε ευχα­ρι­στού­με από το βάθος της καρ­διάς μας, για­τί με την τέχνη, το ήθος και τη στά­ση σου, μας μαθαί­νεις να μην ανε­χό­μα­στε την ασκή­μια, να αγα­πά­με το καλό και να απο­κη­ρύσ­σου­με το κακό σε κάθε του μορ­φή, αισθη­τι­κή, ηθι­κή, κοινωνική.

Σε ευχα­ρι­στού­με για τον αγώ­να σου να δημιουρ­γή­σεις στα παι­διά μας αντι­σώ­μα­τα απέ­να­ντι στον καται­γι­σμό των φτη­νών, των πρό­στυ­χων πολι­τι­στι­κών ερε­θι­σμά­των, για την έγνοια και την φρο­ντί­δα σου προς τους νέους καλλιτέχνες.

Σε ευχα­ρι­στού­με για την ασυμ­βί­βα­στη ειλι­κρί­νεια της τέχνης σου, της ελεύ­θε­ρης από ιδε­ο­λο­γι­κές, πολι­τι­κές προκαταλήψεις.

Και σου ευχό­μα­στε να είσαι πάντα γερός, δυνα­τός, ανή­συ­χος, με αμεί­ω­τη τη νεα­νι­κή σου φλό­γα και με «τα χελι­δό­νια της μου­σι­κής σου να τρα­γου­δούν αδιάκοπα».

Σου ευχό­μα­στε πάνω απ’ όλα να ζήσεις κι εσύ και όλοι μας, εκεί­νη τη μέρα που οι κόποι σου θα δικαιω­θούν, τη μέρα που ο λαός μας μέσα στο άπλε­το ελλη­νι­κό φως “θα σπεί­ρει στην ερη­μιά χορ­τά­ρι” και θα κάνει “τη γη μια κού­νια για τ’ αγέν­νη­τα παι­διά”» κατέ­λη­ξε στην ομι­λία του ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.

Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή, του Μιχα­ήλ Λίφσιτς

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο