Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Είδα την «Ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν πιστό» του Χιλιανού συγγραφέα Λούις Σεπούλβεδα

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Ο Λού­ις Σεπούλ­βε­δα (1949–2020), γνω­στός στην Ελλά­δα για τα παι­δι­κά βιβλία του, βάζει συχνά ζώα στα έργα του. Όμως, όχι απλώς έτσι για να στη­ρί­ξει τη ζωο­φι­λία αλλά με έξυ­πνους συμ­βο­λι­σμούς σ’ ό, τι αφο­ρά την ανθρώ­πι­νη κοι­νω­νία και ιστο­ρία. Έτσι, στο βιβλίο του «Ιστο­ρία ενός σκύ­λου που τον έλε­γαν πιστό» (2016) η ιστο­ρία αυτή έχει ένα βαθύ ιστο­ρι­κό-κοι­νω­νι­κό υπό­βα­θρο. Δια­σκευά­στη­κε σε θεα­τρι­κό έργο από τον Κώστα Γάκη, σκη­νο­θέ­τη και ηθο­ποιό και τη Νατάσ­σα-Φαίη Κοσμί­δου. Το έργο σημεί­ω­σε μεγά­λη επι­τυ­χία και παί­ζε­ται για μια παρά­στα­ση ακό­μη στο Θέα­τρο «’Αλφα» στην Πατη­σί­ων απέ­να­ντι από το Πολυ­τε­χνείο (Δευ­τέ­ρα 11 Απρι­λί­ου, στις 21.00).

Η ιστο­ρία στο βιβλίο του Σεπούλ­βε­δα είναι μύθος της ινδιά­νι­κης φυλής Μαπού­τσε για το σκύ­λο Αφμά­ου (Πιστός στη γλώσ­σα των Μαπού­τσε), που παρα­δό­θη­κε από γενεά σε γενεά. Ο Σεπούλ­βε­δα ακο­λου­θώ­ντας την παρά­δο­ση των ινδιά­νων της Νότιας Χιλής, πήρε μια μαρ­τυ­ρία που του άφη­σε ο παπ­πούς του για να την αφη­γη­θεί ως ιστορία.

Ως κου­τα­βά­κι ο Πιστός χάνε­ται στα χιό­νια στην περιο­χή Αρα­ου­κά­να της Χιλής. Ένας ιαγουά­ρος το βρί­σκει και το μετα­φέ­ρει με μεγά­λη τρυ­φε­ρό­τη­τα σε μια ανθρώ­πι­νη φυλή, τους «Ανθρώ­πους της Γης», τους Μαπού­τσε (αυτό σημαί­νει η λέξη Μαπού­τσε στη γλώσ­σα αυτών των ινδιά­νων). Προ­σέξ­τε: το «άγριο» ζώο είναι τρυ­φε­ρό και σώζει, σε αντί­θε­ση με την άγρια λευ­κή φυλή, όπως θα δού­με παρα­κά­τω. Εκεί μεγα­λώ­νει μαζί με ένα αγό­ρι, που τον έχει σαν αδερ­φό του. Πρέ­πει να ξεχά­σει το άγριο παρελ­θόν του και να μάθει να συμ­βιώ­σει με τους ανθρώ­πους. Να που όμως μια ομά­δα λευ­κών ανθρώ­πων επεμ­βαί­νει με βίαιο τρό­πο στη ζωή των Μαπού­τσε διώ­χνο­ντάς τους από τη γη τους για χάρη των εται­ριών υλο­το­μί­ας. Οι λευ­κοί ληστές του δάσους ανα­λαμ­βά­νουν τον Πιστό και τον κακο­με­τα­χει­ρί­ζο­νται απί­στευ­τα. Χρειά­ζο­νται κι άλλα για να κατα­λά­βει κανείς το συμ­βο­λι­σμό; Ο Σεπούλ­βε­δα με το μικρό αυτό βιβλίο λέει μια μεγά­λη ιστορία.

Ο σκύ­λος, όμως, δεν μπο­ρεί να ξεχά­σει ποτέ τους ανθρώ­πους που είχαν γίνει η οικο­γέ­νειά του. Ο Σεπούλ­βε­δα, ο ίδιος – από τη μητέ­ρα του — από­γο­νος των Μαπού­τσε, μας διη­γεί­ται με το βιβλίο του πώς οι πρό­γο­νοί του είχαν υπο­τα­χθεί από τον «λευ­κό άνθρω­πο», αλλά όλα παρου­σιά­ζο­νται μέσα από την αθώα ματιά του σκύ­λου, του γερ­μα­νιού ποι­με­νι­κού που τον έλε­γαν «Πιστό» και που είναι ο αφη­γη­τής της ιστο­ρί­ας. Την ιστο­ρία την αφη­γεί­ται σε πρώ­το πρό­σω­πο. Μέσα από βόλ­τες στο παρελ­θόν το σκυ­λί μας διη­γεί­ται από πού προ­έρ­χε­ται και πώς γνώ­ρι­σε την «οικο­γέ­νειά» του, και συγκε­κρι­μέ­να τον ανθρώ­πι­νο αδερ­φό του. Μέσα από το δρό­μο προ­σπα­θεί να βρει τα βήμα­τα ενός ινδιά­νου που τον ψάχνουν οι λευ­κοί κατα­στρο­φείς του τρο­πι­κού δάσους, οι οποί­οι θέλουν να μετα­τρέ­ψουν το δάσος σε φυτεί­ες ξυλεί­ας. Σίγου­ρα, δεν λεί­πει η οικο­λο­γι­κή διά­στα­ση, άλλος ένας λόγος που κάνει τόσο επί­και­ρο το έργο.

Ο Σεπούλ­βε­δα εφι­στά την προ­σο­χή μας σ’ ένα κομ­μά­τι ιστο­ρί­ας που δεν περιο­ρί­ζε­ται στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση μιας συγκε­κρι­μέ­νης φυλής. Είναι η τρα­γω­δία των ιθα­γε­νών φυλών της Νότιας Αμε­ρι­κής, οι οποί­ες σχε­δόν εξο­ντώ­θη­καν (και σε κάποιες χώρες εξο­ντώ­θη­καν τελεί­ως) και διώ­χθη­καν από τη δική τους γη στη διάρ­κεια 500 ετών αποι­κιο­κρα­τι­κής βίας. Ο διωγ­μός αυτός συνε­ζί­χει μέχρι τις μέρες μας για τα συμ­φέ­ρο­ντα των μεγά­λων εται­ριών υλο­το­μί­ας σε όλη την ήπει­ρο, οι οποί­ες παίρ­νουν με τη βία τα δάση του Αμα­ζο­νί­ου (ή βάζουν απλώς φωτιά!) και τα πλού­σια ποτά­μια της ηπεί­ρου. Εδώ ο τρό­πος παρα­γω­γής των ιθα­γε­νών, οι οποί­οι ποτέ δεν κατέ­στρε­φαν, ποτέ δεν σπα­τα­λού­σαν τους ζωο­γό­νους πόρους της φύσης, αλλά ζού­σαν ως μη αλλο­τριώ­σι­μο μέρος της σε πλή­ρη αρμο­νία μαζί της, βρί­σκε­ται δια­με­τρι­κά αντί­θε­τος με τον ληστρι­κό καπι­τα­λι­στι­κό τρό­πο παρα­γω­γής, ο οποί­ος αιώ­νες τώρα κόβει δάση και βιά­ζει τη φύση. Ο Σεπούλ­βε­δα δεν διά­λε­ξε μια δηκτι­κή και άμε­ση κρι­τι­κή στα κακώς κεί­με­να, αλλά προ­σπα­θεί να μας κάνει να προ­βλη­μα­τι­ζό­μα­στε, να ευαι­θη­το­ποι­η­θού­με με την κατα­πί­ε­ση που υφί­στα­νται οι «Ανθρω­ποι της Γης», όρος εξαι­ρε­τι­κά συμ­βο­λι­κός εδώ. Ο σκύ­λος του, ο πρω­τα­γω­νι­στής του έργου, είναι πιστός, πράγ­μα­τι, αλλά πιστός στη ζωή, αντι­στέ­κε­ται στο θάνατο.

Προ­σω­πι­κά δεν πιστεύω ότι χρειά­ζε­ται να αγα­πάς τους σκύ­λους για να αγα­πή­σεις αυτό το έργο του Σεπούλ­βε­δα, όπως νομί­ζουν κάποιοι. Για τον αναγνώστη/θεατή που «βλέ­πει» την ιστο­ρία, το έργο λέει πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από απλώς μια συγκι­νη­τι­κή ιστο­ρία για την αδι­κία, την οποία υπέ­στη ένας σκύ­λος, τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών μια ιθα­γε­νής φυλή στη Νότια Χιλή. Ο Σεπούλ­βε­δα καταγ­γέλ­λει και το κάνει με τρό­πο πολύ πρω­τό­τυ­πο και σε πολ­λά σημεία παι­χνι­διά­ρι­κο. Αλή­θεια, ο σκύ­λος που τον υπο­δύ­ει ο Κώστας Γάκης, έχει χιού­μορ, βγά­ζει και γέλιο φρο­ντί­ζο­ντας να μη μας «πλα­κώ­νει» το έργο. Ιδιαί­τε­ρη προ­σο­χή από το θεα­τή αξί­ζουν οι ερμη­νεί­ες των άλλων τριών ηθο­ποιών, της Ελευ­θε­ρί­ας Μάζα­ρη, της Ιωάν­νας Παπα­κων­στα­ντί­νου και του Γιάν­νη Βασι­λώτ­του, σ’ ό, τι αφο­ρά τις κινή­σεις τους, τα εκφρα­στι­κά τους μέσα, τη γλώσ­σα του σώμα­τος, την εκφο­ρά των ήχων και των τρα­γου­διών. Με λίγα λόγια ήταν μια παρά­στα­ση ψηλής αισθη­τι­κής αξί­ας και πολυ­ε­πί­πε­δου περιε­χό­με­νου. Όσο το σκέ­φτε­σαι, τόσο περισ­σό­τε­ρα μηνύ­μα­τα και επί­πε­δα ανακαλύπτεις.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο