Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Είκοσι χρόνια χωρίς τον Ντίνο Ηλιόπουλο

Ήταν ένας από τους πιο χαρι­σμα­τι­κούς ηθο­ποιούς της μετα­πο­λε­μι­κής επο­χής, μίας θαυ­μα­στής γενιάς που έφτια­ξε τον μύθο του παλιού ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, παρό­τι τα μέσα ήταν ελά­χι­στα, τα σενά­ρια λει­ψά, οι περισ­σό­τε­ροι σκη­νο­θέ­τες χωρίς την απα­ραί­τη­τη επάρ­κεια, αλλά και μιας σημα­ντι­κής περιό­δου που γέμι­ζαν τα θέα­τρα καθη­με­ρι­νά, με γέλια και συγκίνηση.

Ο Ντί­νος Ηλιό­που­λος, αυτός ο μπρι­λά­ντε κωμι­κός, που είχε τη μονα­δι­κή στην επο­χή του ικα­νό­τη­τα, να παί­ζει, να χορεύ­ει, να σιγο­τρα­γου­δά, συν­δύ­α­ζε το ευρω­παϊ­κό με την ελλη­νι­κή λαϊ­κή παρά­δο­ση, την κομέ­ντια ντελ άρτε με την ελλη­νι­κή ηθο­γρα­φία. Θα γίνει ένας από τους πιο αγα­πη­μέ­νους ηθο­ποιούς του κοι­νού, θα λατρευ­τεί από το γυναι­κείο πλη­θυ­σμό, όσο και αν σήμε­ρα φαί­νε­ται παρά­ξε­νο, και θα αφή­σει πίσω του μερι­κές αξιο­μνη­μό­νευ­τες ερμη­νεί­ες, κυρί­ως μέσω των δεκά­δων ται­νιών που γύρι­σε από το 1948 έως το 1997.

Συμπλη­ρώ­νο­ντας 20 χρό­νια από το θάνα­τό του (4 Ιου­νί­ου 2001) θα θυμη­θού­με τα πρώ­τα του βήμα­τα, τις σημα­ντι­κό­τε­ρες στιγ­μές της στα­διο­δρο­μί­ας του, αλλά και τους λόγους για τους οποί­ους κατά­φε­ρε να τον αγαπήσουμε.

Αλεξάνδρεια — Μασσαλία — Αθήνα

Γεν­νή­θη­κε στην Αλε­ξάν­δρεια στις 12 Ιου­νί­ου του 1913 από πατέ­ρα Πελο­πον­νή­σιο και μητέ­ρα Ελλη­νί­δα από την Υεμέ­νη, μεγά­λω­σε στη Μασ­σα­λία, όπου οι εμπο­ρι­κές δου­λειές του πατέ­ρα του έφε­ραν εκεί όλη την οικο­γέ­νεια. Στη Μασ­σα­λία μαθαί­νει γαλ­λι­κά και τελειώ­νει το σχο­λείο. Στην Αθή­να θα έρθει το 1935, μαζί με την οικο­γέ­νειά του, εξοι­κειώ­νε­ται με τα ελλη­νι­κά και μπαί­νει για εμπο­ρι­κές σπου­δές στην Berkshire High Commercial School που υπήρ­χε τότε στην Ελλά­δα. Στην αρχή θα δου­λέ­ψει σε μία αντι­προ­σω­πεία, αφού ακό­μη δεν του είχε μπει το μικρό­βιο της υποκριτικής.

Πίκρα

Θα κάνει τη μακρά στρα­τιω­τι­κή θητεία του, λόγω του πολέ­μου, ως ασυρ­μα­τι­στής, και μετά από μια σει­ρά από δου­λειές, θα του έρθει η ιδέα του ηθο­ποιού. Κάτι οι παι­δι­κοί ήρω­ές του στη Μασ­σα­λία, όπου χάζευε Μπά­στερ Κίτον και Τσάρ­λι Τσά­πλιν, κάτι το χάρι­σμα να προ­σφέ­ρει το κέφι στην παρέα θα πάρει την από­φα­ση. Θα του πουν ότι πρέ­πει να βγά­λει πρώ­τα μία δρα­μα­τι­κή σχο­λή- του Εθνι­κού, που ήταν η πιο έγκυ­ρη. Όταν θα πάει να δώσει εξε­τά­σεις με ένα ποί­η­μα του Καβά­φη, δεν πρό­λα­βε να πει τον δεύ­τε­ρο στί­χο και θα του πουν «φτά­νει, ο επό­με­νος». Πίκρα. Όπως λέει ο ίδιος στη βιο­γρα­φία του “Ένας Ηλιό­που­λος, ονό­μα­τι Ντί­νος”, που επι­με­λή­θη­κε ο στε­νός συνερ­γά­της και φίλος του Φρί­ξος Ηλιά­δης: «Μπο­ρεί να μην είχαν άδι­κο. Είχαν να εξε­τά­σουν 300 σε μία ημέ­ρα… Τα προ­σό­ντα που ζητού­σαν από πριν ήταν ξεκα­θα­ρι­σμέ­να: παρά­στη­μα και φωνή. Εγώ δεν δια­κρι­νό­μουν για το πρώ­το και η φωνού­λα μου ήταν λίγη…».

Το ξεκίνημα και το πρώτο τραγούδι του Χατζιδάκι

Ο Ντί­νος Ηλιό­που­λος δεν θα το βάλει κάτω και θα βρε­θεί στη δρα­μα­τι­κή σχο­λή που είχε ιδρύ­σει ο Γιαν­νού­λης Σαρα­ντί­δης, μεγά­λο όνο­μα του ευρω­παϊ­κού θεά­τρου, που βρέ­θη­κε στην Αθή­να μετά από πρό­σκλη­ση της Μαρί­κας Κοτο­πού­λη. Σύντο­μα θα βρε­θεί στο θερι­νό θέα­τρο της Κατε­ρί­νας Ανδρε­ά­δη, στο έργο “Κυρία σας αγα­πώ”. Το 1944 θα παί­ξει με την Μελί­να Μερ­κού­ρη στο έργο “Το πέν­θος δεν ται­ριά­ζει στην Ηλέ­κτρα”, όπου λέει και ένα τρα­γου­δά­κι του πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου Μάνου Χατζι­δά­κι. Στη συνέ­χεια θα παί­ξει στους θιά­σους των Μαρί­κα Κοτο­πού­λη, Δημή­τρη Χορν, Μαί­ρη Αρώ­νη, το 1948 γίνε­ται πρώ­το όνο­μα, ενώ ο Βασί­λης Λογο­θε­τί­δης, όταν θα τον δει στο σανί­δι θα πει: «Τι σπου­δαί­ος! Τι φαντα­στι­κός κλό­ουν! Αυτό θα πει θέατρο!».

Το 1948 θα κάνει το ντε­μπού­το του στο σινε­μά, που λάτρευε, με δυο ται­νί­ες. Την περί­φη­μη “Μαντάμ Σου­σού” του Δημή­τρη Ψαθά, σε σκη­νο­θε­σία τού σημα­ντι­κού θεα­τράν­θρω­που Τάκη Μου­ζε­νί­δη και δίπλα στον Λογο­θε­τί­δη και στην κωμω­δία “Εκα­τό Χιλιά­δες Λίρες” σε σκη­νο­θε­σία Αλέ­κου Λει­βα­δί­τη και σενά­ριο Μίμη Τσι­φό­ρου, έχο­ντας δίπλα του τον παντο­τι­νό φίλο του Μίμη Φωτό­που­λο.

Από το σανίδι στα πλατό

Η πορεία του στο θέα­τρο θριαμ­βευ­τι­κή. Άλλω­στε το θέα­τρο εκεί­νη την επο­χή είναι το δια­βα­τή­ριο για τον κινη­μα­το­γρά­φο, καθώς στο σανί­δι έδι­ναν τις εξε­τά­σεις, εισέ­πρατ­ταν το χει­ρο­κρό­τη­μα και την αγά­πη του κοι­νού, ενώ ταυ­τό­χρο­να δοκί­μα­ζαν και τα έργα, πριν δια­σκευα­στούν και μετα­φερ­θούν στη μεγά­λη οθό­νη- κάτι εξαι­ρε­τι­κά δια­δε­δο­μέ­νο εκεί­νη την επο­χή. Το 1952 θα κάνει ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό ρόλο ενός γέρο­ντα στο κλα­σι­κό μελό­δρα­μα “Ο Γρου­σού­ζης” του Γιώρ­γου Τζα­βέλ­λα με τον Ορέ­στη Μακρή, ενώ το 1954 θα έρθει η πρώ­τη του μεγά­λη επι­τυ­χία με την ηθο­γρα­φία “Θανα­σά­κης, ο Πολι­τευό­με­νος”, του Αλέ­κου Σακελλάριου.

Τόλμη, χιούμορ και γλυκύτητα

Ο Ηλιό­που­λος, “βαμ­μέ­νος” δεξιός, δεν δίστα­σε ποτέ να παί­ξει σε ται­νί­ες που καυ­τη­ρί­α­ζαν τα κακώς κεί­με­να, μιλώ­ντας για τα λαϊ­κά βάσα­να, να τολ­μή­σει παρα­κιν­δυ­νευ­μέ­να βήμα­τα για την καριέ­ρα του. Σε συν­δυα­σμό με το πηγαίο χιού­μορ και τη γλυ­κύ­τη­τα που διέ­θε­τε, ακό­μη και στα γερά­μα­τά του, αυτό τον βοή­θη­σε να γίνει ο μονα­δι­κός αγα­πη­μέ­νος “Ντί­νος”, “Ντι­νά­ρα” ή “Ντι­νά­κος” του ελλη­νι­κού λαού. Κάτι που λάτρευε να ακού­ει ο Ηλιό­που­λος και χαρα­κτή­ρι­ζε την «πιο γλυ­κιά μουσική».

Ο Δράκος και οι άνεργοι ηθοποιοί

Έτσι, ο τολ­μη­ρός Ηλιό­που­λος, θα βρε­θεί πρω­τα­γω­νι­στής στον περί­φη­μο “Δρά­κο” του Κούν­δου­ρου, σε έναν κόντρα ρόλο για τον κωμι­κό, για το παρου­σια­στι­κό του, τις ιδέ­ες του. Μια υπε­ρε­κτι­μη­μέ­νη ται­νία, σύμ­φω­να με τον ίδιο και για πολ­λούς άλλους, αλλά σίγου­ρα άκρως ενδια­φέ­ρου­σα και κυρί­ως ένα πεδίο στο οποίο απέ­δει­ξε ο Ηλιό­που­λος ότι μπο­ρεί να ερμη­νεύ­σει εξαι­ρε­τι­κά κάτι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό απ’ τα συνη­θι­σμέ­να. Για να κατα­νο­ή­σου­με το πόσο γλυ­κός άνθρω­πος ήταν θα πρέ­πει να ανα­φερ­θεί ότι αυτό που θυμά­ται κυρί­ως από τα γυρί­σμα­τα του “Δρά­κου” ήταν η επι­λο­γή του Κούν­δου­ρου να πάρει για ρολά­κια άνερ­γους ηθο­ποιούς, τους οποί­ους πρό­σε­χε λες και ήταν βασι­κοί συντε­λε­στές της ται­νί­ας, εξα­σφα­λί­ζο­ντάς τους και ένα καλό μεροκάματο…

Θιασάρχης και επιτυχίες στο σινεμά

Τη δεκα­ε­τία του ’60, όταν θα κάνει και το δικό του θία­σο (1963) θα γνω­ρί­σει τερά­στια επι­τυ­χία στον κινη­μα­το­γρά­φο. Τι να πρω­το­θυ­μη­θεί κανείς. Τους “Μακρυ­κω­σταί­ους και Κωντο­γιώρ­γη­δες”, το “Ζητεί­ται Ψεύ­της”, το “Φωνά­ζει ο Κλέ­φτης”, τον “Ατσί­δα”, το “Κοροϊ­δά­κι της Δεσποι­νί­δας” ή τα πετυ­χη­μέ­να μιού­ζι­καλ του Δαλια­νί­δη “Μερι­κοί το Προ­τι­μούν Κρύο” και “Κάτι να Καί­ει”; Αλλά και πόσες άλλες ακό­μη. Είναι αξιο­θαύ­μα­στο, ότι ο Ηλιό­που­λος δεν έπε­σε ποτέ θύμα της δημιουρ­γι­κής εμπνευ­σμέ­νης μανιέ­ρας του, την οποία μπο­ρού­σε να προ­σαρ­μό­σει σε κάθε είδος, σε κάθε χαρα­κτή­ρα, εν αντι­θέ­σει με σπου­δαί­ους συνα­δέλ­φους του.

Βίντεο και Ράδιο Μόσχα

Ο Ντί­νος Ηλιό­που­λος θα είναι ένας ακό­μη πρω­τα­γω­νι­στής που θα πέσει θύμα της παρακ­μής του παλιού εμπο­ρι­κού σινε­μά. Τα σενά­ρια έγι­ναν ανό­η­τα, η σκη­νο­θε­σία θα ξεπέ­σει στην άρπα κόλα, οι παρα­γω­γές του Τζέιμς Πάρις θα σκε­πά­σουν σαν ταφό­πλα­κα τις τελευ­ταί­ες ψευ­δαι­σθή­σεις του παλιού ελλη­νι­κού σινε­μά. Παρό­λα αυτά, ο χαλ­κέ­ντε­ρος πρω­τα­γω­νι­στής θα συνε­χί­σει μέχρι τα τελευ­ταία του να παί­ζει, σε ται­νί­ες της πλά­κας ή βιντε­ο­ται­νί­ες, αλλά και σε φιλμ μίας άλλης νοο­τρο­πί­ας, όπως “Ο Μελισ­σο­κό­μος” του Θόδω­ρου Αγγε­λό­που­λου ή το “Ράδιο Μόσχα” του Νίκου Τριανταφυλλίδη.

Ωστό­σο, στο θεα­τρι­κό σανί­δι θα συνε­χί­σει να παρα­δί­δει μαθή­μα­τα υπο­κρι­τι­κής, με κορυ­φαία στιγ­μή τη συνερ­γα­σία του με την Έλλη Λαμπέ­τη το 1974 στο έργο “Γλυ­κιά Ίρμα”, με κλα­σι­κό ρεπερ­τό­ριο και Αρι­στο­φά­νη, ενώ θα πραγ­μα­το­ποι­ή­σει την μπεν­χου­ρι­κή πραγ­μα­τι­κά περιο­δεία στις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες, που θα κρα­τή­σει ενά­μι­ση χρό­νο, ταξι­δεύ­ο­ντας σε 60 πόλεις!

Ο Ντί­νος Ηλιό­που­λος θα πεθά­νει το 2001, αφή­νο­ντας πίσω του την αγα­πη­μέ­νη του σύζυ­γο Χίλ­ντερ­γκαρντ, τις δυο λατρευ­τές του κόρες Εβί­τα και Χίλ­ντα, μία υπο­κρι­τι­κή παρα­κα­τα­θή­κη, αλλά και τη σεμνό­τη­τα ενός σπου­δαί­ου ανθρώ­που με σπά­νιο χιού­μορ, ενός άνδρα που λάτρε­ψε τις γυναί­κες, όπως φανε­ρώ­νει και η πλά­κα πάνω από το μνή­μα του που γρά­φει «Με συγ­χω­ρεί­τε κυρί­ες μου, που δεν μπο­ρώ να σηκωθώ».

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

Ακο­λου­θή­στε το Ατέ­χνως στο Google News, στο Facebook και στο Twitter

Φώτης Αγγου­λές, ο προ­λε­τά­ριος ποιητής

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο