Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Είμαι ένα… μηδέν!»: Συνέντευξη  με τον δημοσιογράφο –ποιητή Κώστα Μαρδά

Τη συνέ­ντευ­ξη πήρε η Τασ­σώ Γαΐ­λα //

Ο Κώστας Μαρ­δάς  από τους λίγους δημο­σιο­γρά­φους-πτυ­χιού­χους  (του Παντεί­ου Πανε­πι­στη­μί­ου  Πολι­τι­κών Επι­στη­μών), ασχο­λή­θη­κε με την δημο­σιο­γρα­φία από τα φοι­τη­τι­κά του χρό­νια  της μετα­πο­λί­τευ­σης, γρά­φο­ντας στις τοπι­κές εφη­με­ρί­δες της ιδιαί­τε­ρης πατρί­δας του της Χίου.Έκτοτε και  από το 1981,  οπό­τε και ξεκί­νη­σε επαγ­γελ­μα­τι­κά, εργά­στη­κε επί 20 χρό­νια στο ΕΘΝΟΣ ως πολι­τι­κός και κοι­νο­βου­λευ­τι­κός συντά­κτης ‚5 χρό­νια με εκπο­μπές στον ΄Αλφα, 10 χρό­νια παρου­σια­στής ειδή­σε­ων και με εκπο­μπή λόγου στο περι­φε­ρεια­κό κανά­λι BLUE SKY, διευ­θυ­ντής σύντα­ξης στην εφη­με­ρί­δα «Καρφί»(2014–16). Επί­σης στο Αθη­ναϊ­κό Πρα­κτο­ρείο Ειδή­σε­ων καθιέ­ρω­σε στή­λη  παρου­σί­α­σης βιβλί­ων, παρου­σιά­ζο­ντας πάνω από 1.000 νέες εκδό­σεις στη δεκα­ε­τία 2006–2016. Παράλ­λη­λη δρά­ση για τον Κώστα Μαρ­δά η συγ­γρα­φή 10 βιβλί­ων: Η Ελλά­δα στα δίχτυα των Βάσε­ων, Πίσω από τον Ήλιο, Αλέ­ξαν­δρος Πανα­γού­λης, Τα μεγά­λα παι­διά της Βου­λής, 17 συν 1 Ονό­μα­τα, Βάσεις-Αίμα και Πετρέ­λαιο, Προ-Ίμια Πολέ­μου, Αθή­να με Θολό Ποτά­μι, Ξεκαρ­φώ­μα­τα, Γυμνή Θεολογία. 

Με αφορ­μή την Παγκό­σμια Ημέ­ρα της Ποίησης(21 Μαρ­τί­ου) και την συμπλή­ρω­ση 35 ετών θητεί­ας στην δημο­σιο­γρα­φία μιλή­σα­με με τον Κώστα Μαρδά.

***

– κ. Μαρ­δά, ποια υπήρ­ξε η αφορ­μή να ξεκι­νή­σε­τε την συγ­γρα­φή βιβλίων;

– Η αγά­πη μου για την έρευ­να της ιστο­ρι­κής αλή­θειας και η απέ­χθεια μου για την μονομέρεια…

– Θα μου επι­τρέ­ψε­τε σήμε­ρα να συζη­τή­σου­με λίγο περισ­σό­τε­ρο για την ιδιό­τη­τα σας του ποι­η­τή. «Αθή­να με Θολό Ποτά­μι»/ΑΓΚΥΡΑ/2009 η πρώ­τη σας εμφά­νι­ση στο χώρο της ποί­η­σης. Αλή­θεια ποια ήταν η αιτία να κυκλο­φο­ρή­σει ποί­η­ση σας με τόση καθυ­στέ­ρη­ση ενώ γρά­φα­τε στί­χους από έφηβος;

–Ήθε­λα πρώ­τα να κάνω μαθη­τεία στην μελέ­τη όλων των ποι­η­τών-Ελλή­νων και ξένων-να σημειώ­σω τις ποι­η­τι­κές μου αφορ­μές από φοι­τη­τής έως τα ύστε­ρα δημο­σιο­γρα­φι­κά μου χρό­νια και μετά να παρου­σια­σθώ ενώ­πιον του φοβε­ρού Κρι­τή. Που είναι όχι ο κρι­τι­κός λογο­τε­χνί­ας, αλλά ο αδί­στα­κτος Χρό­νος- θάνατος…

– Στο Αθή­να με Θολό Ποτά­μι απο­δεί­ξα­τε με τις θετι­κές κρι­τι­κές που γρά­φτη­καν ότι στην ανα­μέ­τρη­ση σας με τον χρό­νο, τον εχθρό των ποι­η­τών, βγή­κα­τε νικη­τής με πολ­λά από τα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής γραμ­μέ­να στα νεα­νι­κά σας χρό­νια.. .Ποια η σχέ­ση σας με τους δύο τόπους του τίτλου, Αθή­να και Θολό Ποτά­μι το χωριό της Χίου που γεννηθήκατε;

– Το Θολο­πο­τά­μι-όπως το τονί­ζου­με στην τοπι­κή ιδιό­λε­κτο-είναι ο γενέ­θλιος βιό­το­πος μου, με όλες τις δει­λί­ες αλλά και τις ονει­ρο­πο­λή­σεις. Η Αθή­να, είναι η ψυχι­κή μου μετοι­κε­σία, με όλες τις εμπει­ρί­ες μιας πόλης ημαρ­τη­μέ­νων αλλά και ορθο­γρα­φιών. Το χωριό είναι οι εκκλη­σί­ες και τα πανη­γύ­ρια. Η Αθή­να είναι η ταβέρ­νες και η πλα­τεία Συντάγ­μα­τός του.

– Πρό­σφα­τα κυκλο­φό­ρη­σε η δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή σας συλ­λο­γή Γυμνή Θεο­λο­γία /Vakhikon.gr /2016. Συλ­λο­γή με αρκε­τά λυρι­κά , αλλά και σατυ­ρι­κά στοι­χεία, την οποία οι κρι­τι­κοί κατα­τάσ­σουν στην κατη­γο­ρία της μοντέρ­νας ποί­η­σης. Θα μας δώσε­τε τον ορι­σμό του μοντέρ­νου ποιητή;

– Μοντέρ­νος ποι­η­τής είναι αυτός που έχει δια­βά­σει τον Όμη­ρο, αλλά δεν μένει στην Τροία, μήτε στην Ιθά­κη. Παρά φέρ­νει τον Αχχι­λέα και τον Οδυσ­σέα σε μια πιά­τσα της Ομό­νοιας ‚και σε ένα σκυ­λά­δι­κο της παλαιάς Εθνι­κής Οδού Αθηνών-Λαμίας.

– Από την φύση του κ. Μαρ­δά ένας ποι­η­τής είναι επα­να­στα­τη­μέ­νος ή επαναστάτης;

– Ο ποι­η­τής είναι και επα­να­στά­της και αντε­πα­να­στά­της. Μπο­ρεί να είναι και ένας ρίψα­σπις, που όμως ο Θεός ή η θεία Φύση του έδω­σε-χωρίς να το επι­διώ­κει- ένα δαι­μο­νι­κό ταλέ­ντο να βλέ­πει αυτά που οι άλλοι παραβλέπουν.

– Λένε ότι ο ποι­η­τής είναι προ­φη­τι­κή φύση, δια­γι­γνώ­σκει κάτι από το μέλ­λον κι ακρι­βώς επει­δή είναι τοπο­θε­τη­μέ­νος στο μέλ­λον, ελέγ­χει το παρόν. Ισχύει;

– Μπο­ρεί να είναι και προ­φή­της που δεν επα­λη­θεύ­ε­ται, αλλά αυτό που λέει, να είναι γραμ­μέ­νο με τέτοια τέχνη ώστε να στέ­κει σαν άγαλμα.

– Πατρί­δα δανει­σμέ­νη ο τίτλος c.d σε μελω­δί­ες Χρή­στου Νικο­λό­που­λου και Μιχά­λη Τερζή,ερμηνεία Μανώ­λη Μητσιά και  με δικούς σας στί­χους. Ποια –αν υπάρ­χει- η δια­φο­ρά στί­χου από ποίημα;

– Ο στί­χος έχει σκο­πό να σε κάνει κυρί­ως να δια­σκε­δά­σεις. Η ποί­η­ση να στο­χα­στείς. Ο στί­χος σκα­ρώ­νε­ται. Η ποί­η­ση σμι­λεύ­ε­ται. Ο στί­χος είναι χορός καλα­μα­τια­νός. Η ποί­η­ση αργό ζεϊμπέκικο.

– Ασχο­λεί­στε με το δια­δί­κτυο. Ποια είναι η γνώ­μη σας για τα ηλε­κτρο­νι­κά περιο­δι­κά λόγου;

– Τα ηλε­κτρο­νι­κά περιο­δι­κά λογο­τε­χνί­ας , χάρη στο δια­δί­κτυο, παίρ­νουν τη γλυ­κιά εκδί­κη­ση από το εμπο­ρι­κό μυθι­στό­ρη­μα που είχε κατα­κλύ­σει την αγο­ρά, τα σου­περ­μάρ­κετ και τις κυρια­κά­τι­κες  εφημερίδες-φούσκες.

– Στην εργο­γρα­φία σας και το Ξεκαρ­φώ­μα­τα, σατυ­ρι­κά κείμενα/Κλειδάρυθμος/2015, συλ­λο­γή των χρο­νο­γρα­φη­μά­των σας  της ομώ­νυ­μης στή­λης σας στην εφη­με­ρί­δα ΚΑΡΦΙ, όπου είσα­στε διευ­θυ­ντής σύντα­ξης από το 2014–2016.  Ένα χιου­μο­ρι­στι­κό, σατυ­ρι­κό βιβλίο απο­τε­λεί μεγα­λύ­τε­ρη πρό­κλη­ση για έναν συγγραφέα;

– Η επι­και­ρό­τη­τα προ­σφέ­ρε­ται περισ­σό­τε­ρο για σατυ­ρι­κό σχο­λια­σμό, απ’ ότι να την δείς ποι­η­τι­κά. Η πρό­κλη­ση για μένα είναι να γρά­φεις με ένα παρα­λο­γι­κό παρω­δια­κό χιού­μορ που να δια­πλέ­κε­ται… με το μήνυμα.

– Δημο­σιο­γρά­φος, Έλλη­νας ή ξένος πρό­τυ­πό σας;

– Μέχρι … στιγ­μής που περ­πα­τάω στα 60 μου και βρί­σκο­μαι-δυστυ­χώς ή ευτυ­χώς- στη συντα­ξιο­δό­τη­ση, αλλά όχι στην συντα­ξιο­δό­τη­ση από την αγά­πη στη γρα­φή, δεν έχω μαγευ­τεί από κάποιο σημε­ρι­νό ελλη­νι­κό δημο­σιο­γρα­φι­κό πρό­τυ­πο. Από τους ξένους; Τον γεν­ναίο ακτι­βι­στή Ασάνζ των Wiki leaks.

– Το επό­με­νο συγ­γρα­φι­κό σας εγχείρημα;

– Θα προ­χω­ρή­σω σε νέα έκδο­ση το βιβλίο μου Προ-Ίμια Πολέ­μου από τις εκδό­σεις Ι. Σιδέ­ρη, με προ­σθή­κη την εν εξε­λί­ξει κρί­ση των Ιμί­ων νού­με­ρο 2. Έχω γρά­ψει ένα θεα­τρι­κό έργο για την δανει­σμέ­νη Ελλά­δα των δύο τελευ­ταί­ων αιώ­νων. Ρίχνω τελευ­ταί­ες ματιές στην τρί­τη ποι­η­τι­κή μου συλ­λο­γή που μπο­ρεί να έχει τίτλο Δια­μη­νύ­μα­τα. Είναι σημε­ρι­νά ποι­η­τι­κά sms σε δεκαπεντασύλλαβο.

– Πώς θέλε­τε να κλεί­σει η συνέ­ντευ­ξη μας μαζί σας;

– Με το δικαί­ω­μα που δίνουν τα 35 χρό­νια παρου­σί­ας μου στην αθη­ναϊ­κή δημο­σιο­γρα­φία των προ­κλή­σε­ων, επι­τρέψ­τε μου να πω ότι στα χρό­νια αυτά, αντι­στά­θη­κα στον εκμαυ­λι­σμό, στον κιτρι­νι­σμό και στην απρέ­πεια. Εν αντι­θέ­σει με άλλους συνα­δέλ­φους μου. Αλλά, σε σύγκρι­ση με άλλους, που σε επο­χές μαύ­ρες, έδω­σαν και τη ζωή τους για ένα ιδα­νι­κό-είτε από δω είτε από κει-είμαι ένα μηδέν μπρο­στά τους…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο