Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Είμαι κομμουνίστρια και ονομάζομαι ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΑΝΔΗ»

Ο τίτλος του σημειώ­μα­τος αυτού, προ­έρ­χε­ται από δημο­σί­ευ­μα της «Ουμα­νι­τέ» (27/4/2004)

Η Γεωρ­γία Σάν­δη (George Sand), μια από τις πολύ μεγά­λες μορ­φές του ΙΘ΄ αιώ­να, παρα­μέ­νει ως προ­σω­πι­κό­τη­τα ακό­μη ασα­φής, τυλιγ­μέ­νη με τον από­η­χο των θαυ­μα­σμών, αλλά και με μια αχλύ φαρ­μα­κε­ρής αμφι­σβή­τη­σης. Μια βαρό­νη, η οποία τρέ­χει στα χωριά­τι­κα πανη­γύ­ρια, μια μητέ­ρα που γυρ­νά­ει τον κόσμο συζώ­ντας με τα παι­διά και τους ερα­στές της, μια ρομα­ντι­κή συγ­γρα­φέ­ας που καπνί­ζει, φορά­ει αντρι­κά κοστού­μια και μάχε­ται για τα δικαιώ­μα­τα του γυναι­κεί­ου φύλου, μια από­γο­νος του βασι­λιά της Πολω­νί­ας, που κατε­βαί­νει στους δρό­μους πολε­μώ­ντας για την Κομ­μού­να. Και πάντα να γρά­φει, να εμπνέ­ει συγ­γρα­φείς όπως ο Ντο­στο­γιέφ­σκι και ο Μπαλ­ζάκ, μου­σι­κούς όπως ο Σοπέν και ο Λιστ, να έχει φίλους της τον Φλω­μπέρ και τον Ντε­λα­κρουά, θαυ­μα­στές της τον Ουγκώ και τον Χάι­νε… Αυτή δεν είναι γυναί­κα (είπαν πολ­λοί), είναι σκάνδαλο!

Η καταγωγή και η φύση

Η Γεωρ­γία Σάν­δη γεν­νή­θη­κε την 1η Ιου­λί­ου του 1804 στο Παρί­σι. Το όνο­μά της ήταν Αμα­ντίν Ορόρ Λου­σίλ Ντι­πέν, αλλά όλοι τη φώνα­ζαν Ορόρ (Αυγή). Ο πατέ­ρας της ήταν αρι­στο­κρά­της, ενώ η μητέ­ρα της άνθρω­πος του λαού. Η μικρή Ορόρ μεγά­λω­σε στο αρχο­ντι­κό σπί­τι των προ­γό­νων της, στο Νοάν, στην επαρ­χία του Μπε­ρί, στο κέντρο, σχε­δόν, της Γαλ­λί­ας, με τη για­γιά της.

Για καλή της τύχη, η για­γιά Ντι­πέν, αν και ευγε­νής, ήταν οπα­δός του Ζαν Ζακ Ρου­σώ (1712 — 1778), ο οποί­ος με τις ιδέ­ες του «άνα­ψε τους πυρ­σούς της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης» και δια­κή­ρυτ­τε την επι­στρο­φή στη φύση, όπου, καθώς δίδα­σκε, βρί­σκει κανείς πιο εύκο­λα το θεό απ’ ό,τι στις εκκλη­σιές. Με μια για­γιά, η οποία δήλω­νε άθεη και φυσιο­λά­τρισ­σα, το κορι­τσά­κι μεγά­λω­σε ελεύ­θε­ρο από περιο­ρι­σμούς και συμ­βα­τι­κό­τη­τες, ευτυ­χι­σμέ­νο με τη συντρο­φιά των παι­διών του χωριού, μαγε­μέ­νο από τις λαϊ­κές διη­γή­σεις και τα τρα­γού­δια των γεωρ­γών και των γυρο­λό­γων, περί­ερ­γο να εξε­ρευ­νά τη φύση και τα θαύ­μα­τά της.

Τίπο­τε από αυτά τα ελεύ­θε­ρα μαθή­μα­τα δε θα ξεχά­σει στη ζωή και στην τέχνη της η κατο­πι­νή συγ­γρα­φέ­ας. Η ζωή των αγρο­τών, όπως αργό­τε­ρα και των εργα­τών, θα εμπνέ­ουν το έργο της και θα την οδη­γή­σουν σε μελέ­τες πρώ­ι­μης εθνο­γρα­φί­ας, μεγά­λης οξυδέρκειας.
«Ο χωρι­κός λοι­πόν είναι, αν μπο­ρού­με να πού­με, ο μόνος ιστο­ρι­κός που μας έχει απο­μεί­νει από τα προ-ιστο­ρι­κά χρό­νια. Τιμή και πνευ­μα­τι­κό κέρ­δος για όποιον θ’ αφιε­ρω­νό­ταν στην έρευ­να των θαυ­μα­στών παρα­δό­σε­ων κάθε χωριού, οι οποί­ες, αν συγκε­ντρω­θούν, ομα­δο­ποι­η­θούν, μελε­τη­θούν συγκρι­τι­κά και ανα­λυ­θούν προ­σε­χτι­κά, θα μπο­ρέ­σουν ίσως να ρίξουν ένα φως στο βαθύ σκο­τά­δι των πρω­τό­γο­νων και­ρών. Αλλά γι’ αυτό θα χρεια­ζό­ταν μια ολό­κλη­ρη ζωή, έστω και μόνο για τη Γαλλία.

Από την άλλη, θα πρέ­πει να προει­δο­ποι­η­θούν οι ερευ­νη­τές ότι οι παραλ­λα­γές του ίδιου θρύ­λου είναι ανα­ρίθ­μη­τες (…). Αυτή η πολ­λα­πλό­τη­τα είναι το φυσι­κό της προ­φο­ρι­κής λογο­τε­χνί­ας. Η ποί­η­ση των ανθρώ­πων της υπαί­θρου, όπως και η μου­σι­κή τους, αριθ­μούν τόσους δια­σκευα­στές όσους και ανθρώ­πους». («Lιgendes rustiques», 1858).

Η γέννηση ενός ονόματος

Μετά τις σπου­δές της στη σχο­λή των Αγγλί­δων Καλο­γραιών, η Ορόρ Ντι­πέν πηγαί­νει στο Παρί­σι. Σε μια βεγ­γέ­ρα γνω­ρί­ζε­ται με τον βαρό­νο Φραν­σουά Καζι­μίρ Ντι­ντε­βάν και το 1822 παντρεύ­ο­νται. Ο γάμος τους δε θα είναι ευτυ­χι­σμέ­νος, ούτε μακρό­χρο­νος. Μόνο κέρ­δος της θα είναι τα δυο παι­διά τους: Ο λατρε­μέ­νος της Μορίς και η ατί­θα­ση Σολάνζ.

Η βαρό­νη ταξι­δεύ­ει, γρά­φει βιβλία, αρθρο­γρα­φεί σε περιο­δι­κά και γνω­ρί­ζει το μεγά­λο έρω­τα στο πρό­σω­πο του νεα­ρού συγ­γρα­φέα Ζιλ Σαντό (Jules Sandeau). Γρά­φουν μαζί ένα μυθι­στό­ρη­μα, που η Ορόρ το υπο­γρά­φει με ψευ­δώ­νυ­μο J. Sand., παρ­μέ­νο από το όνο­μα του αγα­πη­μέ­νου της. Ενα χρό­νο αργό­τε­ρα, στα 1832, κυκλο­φο­ρεί το πρώ­το της μυθι­στό­ρη­μα — «Ιντιά­να» — και εμφα­νί­ζε­ται για πρώ­τη φορά με το όνο­μα που θα γίνει διά­ση­μο: George Sand — Γεωρ­γία Σάν­δη. Το πάθος του γρα­ψί­μα­τος έχει ριζώ­σει μέσα της και θα καρ­πί­ζει για όλη της τη ζωή.

«Εχω έναν σκο­πό, ένα καθή­κον, ας την πω τη λέξη, ένα πάθος. Το να γρά­φω είναι ένα πάθος βίαιο και σχε­δόν ακα­τα­μά­χη­το» (Από επι­στο­λή της, 1831).
«Να μη βάζει κανείς τίπο­τα από την καρ­διά του σ’ αυτό που γρά­φει; Καθό­λου δεν κατα­λα­βαί­νω, μα καθό­λου. Εμέ­να μου φαί­νε­ται ότι αυτό και μόνο πρέ­πει να βάζου­με». (Από Επι­στο­λή στον Φλω­μπέρ, 1866).

«Η τυραν­νία, η ζήλια και η βία είναι πάντα σημά­δια αδυ­να­μί­ας» («Horace», 1841).

Το σπί­τι της Σάν­δη στο Παρί­σι γίνε­ται το κέντρο της καλ­λι­τε­χνι­κής ζωής. Εκεί συνα­ντιού­νται οι Μπαλ­ζάκ, Φραντς Λιστ, Προ­σπέρ Μερι­μέ, Χάι­νε. Τα μυθι­στο­ρή­μα­τα δια­δέ­χο­νται το ένα το άλλο και η επι­τυ­χία κάθε και­νού­ριου τίτλου ξεπερ­νά εκεί­νην του προη­γού­με­νου. Η ζωή της είναι θυελ­λώ­δης, αλλά η σκέ­ψη της είναι πάντα στα ζητή­μα­τα της κοι­νω­νι­κής αδικίας.

« “Αλλά”, έλε­γε με οργή, “αυτοί οι άθλιοι μπά­σταρ­δοι που κυβερ­νά­νε τον κόσμο βασι­λι­κώ δικαιώ­μα­τι, κάνουν οτι­δή­πο­τε άλλο από το να συντρέ­χουν αυτούς που υπο­φέ­ρουν. Απορ­ρο­φη­μέ­νοι από τις άνο­στες ηδο­νές τους, δια­σκε­δά­ζουν με τον ίδιο παι­δα­ριώ­δη και μικρό­ψυ­χο τρό­πο, ωσό­του η φωνή των λαών γκρε­μί­σει αυτούς τους θρό­νους που μεί­να­νε τόσον και­ρό ανάλ­γη­τοι μπρο­στά στον σπα­ραγ­μό. (…) Οι μεγά­λοι βασι­λιά­δες κάνουν τους μεγά­λους λαούς”, έλε­γε, “όλα συνο­ψί­ζο­νται σ’ αυτόν τον κοι­νό­το­πο αφο­ρι­σμό, μόνο που ως τώρα, δεν υπήρ­ξαν ποτέ στον κόσμο μεγά­λοι βασι­λιά­δες” ». («Le Secrι­taire intime», 1834).

«Η μόρφωση μπορεί και οφείλει να τα διορθώνει όλα»

Η Σάν­δη πίστευε βαθιά στην αξία της μόρ­φω­σης. Οπως προ­κύ­πτει από όλες τις επι­λο­γές της ζωής της, εκτι­μού­σε και εμπι­στευό­ταν τη γνώ­ση, θεω­ρώ­ντας ότι αυτή οδη­γεί στην ελευ­θε­ρία και στο σεβα­σμό της ανθρώ­πι­νης ύπαρξης.

«Ο άνθρω­πος δε γεν­νιέ­ται κακός. Δε γεν­νιέ­ται ούτε και καλός, όπως το εννο­εί ο Ζαν Ζακ Ρου­σώ, (…). Ο άνθρω­πος γεν­νιέ­ται με περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο δυνα­μι­σμό στα πάθη, με περισ­σό­τε­ρη ή λιγό­τε­ρη δυνα­τό­τη­τα να τα κατα­φέρ­νει ή όχι στην κοι­νω­νία. Αλλά η μόρ­φω­ση μπο­ρεί και οφεί­λει να τα διορ­θώ­νει όλα. Εκεί βρί­σκε­ται το μεγά­λο πρό­βλη­μα που πρέ­πει να λυθεί: Να βρε­θεί η μόρ­φω­ση που είναι η κατάλ­λη­λη για τον καθένα.(«Mauprat», 1837).

Για την ισότητα των γυναικών

«Ενας άντρας και μια γυναί­κα είναι τόσο ίδιοι που δεν μπο­ρώ καθό­λου να κατα­λά­βω όλο αυτό το πλή­θος των δια­κρί­σε­ων και των υπαι­νι­κτι­κών συλ­λο­γι­σμών που τρο­φο­δο­τούν τις κοι­νω­νί­ες σ’ αυτό το κεφά­λαιο». (Από Επι­στο­λή στον Φλω­μπέρ, 1867).

Σε όλη της τη ζωή, η θέση των γυναι­κών θα τη γεμί­ζει αγα­νά­κτη­ση. Οι νόμοι τις αδι­κούν, η κοι­νω­νία τις περι­θω­ριο­ποιεί, οι ίδιες υποτάσσονται.

«Οι συγ­γρα­φείς, αγα­πη­τό μου παι­δί, δε βάζουν εύκο­λα στην ιστο­ρία τους γυναί­κες αλη­θι­νά δυνα­τές. Φοβού­νται μήπως το κοι­νό δεν τις βρει αλη­θο­φα­νείς, ή τις βρει ενο­χλη­τι­κές». («Tamaris», 1862).

Το αγο­ρο­κό­ρι­τσο του Μπε­ρί ανα­στα­τώ­νει τη γαλ­λι­κή κοι­νω­νία, όχι μόνο με τα γρα­πτά της, αλλά και με τους τρό­πους της. Κυκλο­φο­ρεί ντυ­μέ­νη σαν άντρας — «σαν μικρός φοι­τη­τά­κος» — με παντε­λό­νι, γιλέ­κο ρεντι­γκό­τα και καπέ­λο! Κι από πάνω, καπνί­ζει και πίπα! Οι γελοιο­γρά­φοι δε στα­μα­τούν να την σκι­τσά­ρουν. Ωστό­σο, είναι πάντα μια γοη­τευ­τι­κή γυναί­κα. Ανά­με­σα στις πιο ευτυ­χι­σμέ­νες της στιγ­μές, ο έρω­τάς της με τον λεπτε­πί­λε­πτο ποι­η­τή Αλφρέ ντε Μισέ και το ρομα­ντι­κό ταξί­δι τους στη Βενε­τία, ο οχτά­χρο­νος δεσμός της με τον μεγα­λο­φυή ασθε­νι­κό Σοπέν και η ζωή τους στη Μαγιόρκα.

Στα οδοφράγματα

Η επα­νά­στα­ση το Φλε­βά­ρη του 1848, βρί­σκει τη συγ­γρα­φέα στους δρό­μους, μαζί με το λαό που αγω­νί­ζε­ται ενα­ντί­ον του βασι­λιά Λου­δο­βί­κου — Φιλίπ­που, ο οποί­ος τελι­κά καθαι­ρεί­ται και φεύ­γει, και προ­κη­ρύσ­σε­ται η δημο­κρα­τία! (25/2). Η Σάν­δη αρθρο­γρα­φεί με πάθος, στη­λι­τεύ­ει τη μετριο­πα­θή στά­ση ορι­σμέ­νων αγω­νι­στών και τάσ­σε­ται ανοι­χτά υπέρ μιας «κομ­μου­νι­στι­κής δημο­κρα­τί­ας» για το συμ­φέ­ρον των πολλών…

«Πολί­τες,

(…) Βου­λευ­τές δεν πρέ­πει να είναι οι εκφρα­στές των τοπι­κών συμ­φε­ρό­ντων, αλλά οι εκπρό­σω­ποι της υπέρ­τα­της βού­λη­σης της Γαλ­λί­ας. Γι’ αυτό και πρέ­πει να τους ανα­ζη­τή­σου­με ανά­με­σα στους πιο προι­κι­σμέ­νους με υψη­λές αρε­τές και ευγε­νή αισθή­μα­τα». (Από άρθρο της στο «Bulletin de la Repiblique», 13/4/1848).

Τον Ιού­νιο της ίδιας χρο­νιάς ο λαός θα ξανα­κα­τε­βεί στους δρό­μους, αλλά αυτός ο λαϊ­κός ξεση­κω­μός πνί­γε­ται στο αίμα. Επι­κρα­τούν οι μετριο­πα­θείς, οι περισ­σό­τε­ροι φίλοι της συλ­λαμ­βά­νο­νται και φυλα­κί­ζο­νται, η ίδια κατα­φεύ­γει στο πατρο­γο­νι­κό της σπί­τι στο Νοάν, γεμά­τη θλί­ψη. Ο ανι­ψιός του Βονα­πάρ­τη χρί­ζε­ται αυτο­κρά­το­ρας, Ναπο­λέ­ων Γ΄!…

Μια πλούσια συγκομιδή

Η Γεωρ­γία Σάν­δη έγρα­ψε περισ­σό­τε­ρα από 50 βιβλία, από τα οποία τα περισ­σό­τε­ρα είναι μυθι­στο­ρή­μα­τα, και αρκε­τά θεα­τρι­κά. Ειδι­κά το θέα­τρο ήταν ένα σημα­ντι­κό κεφά­λαιο στο δημιουρ­γι­κό έργο της. Μάλι­στα, στο σπί­τι της, στο Νοάν, είχε δημιουρ­γή­σει ένα θέα­τρο μαριο­νε­τών, όπου μικρά έργα της ζωντά­νευαν με τη φωνή του Μπαλ­ζάκ και με συνο­δεία μελω­δί­ες των Σοπέν και Λιστ. Πάντως, στις παρι­σι­νές σκη­νές τα έργα της, σχε­δόν, κάθε φορά αποθεώνονται.

Εκτός από τα έργα μυθο­πλα­σί­ας, η Σάν­δη άφη­σε μια αυτο­βιο­γρα­φία και μια πλού­σια συγκο­μι­δή από επι­στο­λές, οι οποί­ες μας προ­σφέ­ρουν τη δυνα­τό­τη­τα να μελε­τή­σου­με την προ­σω­πι­κό­τη­τά της, τα ενδια­φέ­ρο­ντα και τις από­ψεις της, αλλά και τις από­ψεις των φίλων της και τον από­η­χο των γεγο­νό­των της επο­χής της.

Αν και το κοι­νό τη λάτρευε, η Σάν­δη δεν είχε και λίγες αντι­πά­θειες. Η τολ­μη­ρή και ανυ­πό­τα­χτη στά­ση της, κυρί­ως στο γυναι­κείο ζήτη­μα, ξεσή­κω­νε κύμα­τα αντιδράσεων.

Φανε­ρά αμή­χα­νος, ο Αλέ­ξαν­δρος Δου­μάς τη χαρα­κτή­ρι­ζε «πνεύ­μα ανδρό­γυ­νο που συνε­νώ­νει τη ρώμη του άνδρα και τη χάρη της γυναί­κας», και την παρο­μοί­α­ζε με τη Σφίγ­γα, που έχει «πρό­σω­πο γυναί­κας, νύχια λιο­ντα­ριού και φτε­ρά αετού»!

Ωστό­σο, οι περισ­σό­τε­ροι τη λάτρε­ψαν. «Είναι γεμά­τη πνεύ­μα και ζει μια ζωή ασύ­γκρι­τη, δεν μπο­ρού­με να τη συγκα­τα­λέ­γου­με στις συνη­θι­σμέ­νες υπάρ­ξεις», γρά­φει για την Σάν­δη ο Μπαλζάκ.

«Ο θάνα­τός της μου φαί­νε­ται σαν να μικραί­νει την ανθρω­πό­τη­τα. Υπήρ­ξε ο ποι­η­τής που έδω­σε σάρ­κα στις ελπί­δες μας, στους καη­μούς μας, στα σφάλ­μα­τά μας, στους βόγκους μας», γρά­φει ο Ερνέστ Ρενάν, ενώ ο Ντο­στο­γιέφ­σκι την απο­κα­λεί «μητέ­ρα του ρώσι­κου μυθι­στο­ρή­μα­τος» και ο Ουγκώ «αθά­να­τη».

«Για να είναι κανείς αλη­θι­νός ποι­η­τής πρέ­πει να είναι συγ­χρό­νως καλ­λι­τέ­χνης και φιλόσοφος»(«Γράμματα ενός ταξι­δευ­τή», 1837).

Δια­κό­σια χρό­νια από τη γέν­νη­ση της Γεωρ­γί­ας Σάν­δη, είναι μια επέ­τειος που θα μπο­ρού­σε να γίνει αφορ­μή και αφε­τη­ρία για την ανά­δυ­ση αυτού του λαμπε­ρού και ασυμ­βί­βα­στου πνεύ­μα­τος από τη λήθη, στην οποία οι τρο­μαγ­μέ­νοι αστοί και οι πατριαρ­χι­κοί δια­νο­ού­με­νοι την έχουν κατα­δι­κά­σει. Η Σάν­δη είναι σπά­νιο παρά­δειγ­μα πολύ­πλευ­ρου ανθρώ­που, δοσμέ­νου και στην τέχνη του και στους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες, με το ίδιο φλο­γε­ρό και ανυ­πό­τα­χτο πάθος.
Πηγή: Ριζο­σπά­στης / Ζωή ΒΑΛΑΣΗ
Συγ­γρα­φέ­ας, διδά­κτωρ του Πανε­πι­στη­μί­ου Σορ­βόν­νη — Παρίσι

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο