Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Είμαστε με το στρατόπεδο των λαών… ». Αλλά τι μπορούν να κάνουν οι λαοί;

«Η πεί­ρα του πολέ­μου, όπως και η πεί­ρα κάθε κρί­σης στην ιστο­ρία, κάθε μεγά­λης συμ­φο­ράς και κάθε στρο­φής στη ζωή του ανθρώ­που, απο­βλα­κώ­νει ορι­σμέ­νους και τους κάνει να λυγί­ζουν, σε αντάλ­λαγ­μα όμως δια­φω­τί­ζει και ατσα­λώ­νει άλλους και η ιστο­ρία όλου του κόσμου δεί­χνει γενι­κά ότι ο αριθ­μός και η δύνα­μη αυτών των τελευ­ταί­ων είναι — εκτός από μερι­κές σπά­νιες περι­πτώ­σεις παρακ­μής και κατα­στρο­φής του ενός ή του άλλου κρά­τους — μεγα­λύ­τε­ρα από τον αριθ­μό και τη δύνα­μη των πρώ­των».

Β.Ι. Λένιν, «Η χρε­ο­κο­πία της Δεύ­τε­ρης Διεθνούς»

Τι μπο­ρεί να κάνει ένας λαός απέ­να­ντι σε έναν πόλε­μο; Το ερώ­τη­μα αυτό δεν είναι ρητο­ρι­κό. Και σίγου­ρα δεν αφο­ρά το ερώ­τη­μα αυτό μόνο τους λαούς της Ουκρα­νί­ας και της Ρωσί­ας, που βρί­σκο­νται άμε­σα αντι­μέ­τω­ποι με τη μεγά­λη κατα­στρο­φή του πολέ­μου. Αφο­ρά όλους τους λαούς της Ευρώ­πης αλλά και του κόσμου, που με τον έναν ή άλλο τρό­πο εμπλέ­κο­νται στη νέα μεγά­λη πολε­μι­κή ιμπε­ρια­λι­στι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση, που βρί­σκο­νται αντι­μέ­τω­ποι με τις επι­πτώ­σεις της ιμπε­ρια­λι­στι­κής σύγκρου­σης που έχουν ήδη ξεκι­νή­σει να γίνο­νται ορα­τές στη ζωή τους.

Ακό­μα και με τις πιο αισιό­δο­ξες προ­βλέ­ψεις για την πορεία αυτής της σύγκρου­σης αλλά και για τις οικο­νο­μι­κές επι­πτώ­σεις της στη ζωή των λαών, όλα φανε­ρώ­νουν ότι τα χει­ρό­τε­ρα είναι μπρο­στά. Το δίλημ­μα είναι συγκε­κρι­μέ­νο. Και αφο­ρά και τον δικό μας λαό, στη δικιά μας χώρα, που μπο­ρεί σήμε­ρα να μην είναι πεδίο πολε­μι­κής ανα­μέ­τρη­σης, εμπλέ­κε­ται όμως άμε­σα και έμμε­σα σε αυτόν τον πόλε­μο, ενώ ο λαός ήδη βρί­σκε­ται αντι­μέ­τω­πος με τις συνέ­πειες της εμπλοκής.

Το δέος, ο φόβος που προ­κα­λεί η τηλε­ο­πτι­κή εικό­να του πολέ­μου, η αίσθη­ση ότι η ζωή μπο­ρεί να αλλά­ξει μονο­μιάς, ότι μπο­ρεί από­το­μα και γρή­γο­ρα να ανα­τρα­πούν προς το χει­ρό­τε­ρο οι όροι της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, όσο και αν αυτοί ήδη σήμε­ρα δεν αντα­πο­κρί­νο­νται στις λαϊ­κές ανά­γκες, είναι μια αίσθη­ση που μπο­ρεί να οδη­γή­σει στην παρά­λυ­ση, στην αδρα­νο­ποί­η­ση, στον συμ­βι­βα­σμό, στη μοι­ρο­λα­τρία. Πώς πρέ­πει να αντι­δρά­σουν σε αυτή την κατά­στα­ση οι εργαζόμενοι;

Με την έναρ­ξη του Α’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, το 1914, ο συσχε­τι­σμός δύνα­μης δεν ήταν καθό­λου ευνοϊ­κός για τους λαούς. Το εργα­τι­κό κίνη­μα στη μεγά­λη του πλειο­ψη­φία είχε συμ­βι­βα­στεί. Μια χού­φτα κομ­μου­νι­στές σε όλο τον κόσμο προ­σπα­θού­σαν, έδι­ναν μια μάχη χωρίς να μπο­ρούν να γνω­ρί­ζουν, να υπο­σχε­θούν ότι αυτή θα είναι νικηφόρα…

- Μήπως οι εργα­ζό­με­νοι, ο λαός πρέ­πει να «συσπει­ρω­θεί» με την κυβέρ­νη­ση και την επι­λο­γή της «εμπλο­κής μέχρι τα μπού­νια» με το πολε­μι­κό της διάγ­γελ­μα και την πλή­ρη ταύ­τι­σή της με τους σχε­δια­σμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ; Να κάνει δικό του έναν άδι­κο πόλε­μο που δεν έχει καμιά σχέ­ση με τα συμ­φέ­ρο­ντά του; Να πιστέ­ψει το αφή­γη­μα ότι τελι­κά από αυτή την ιστο­ρία θα βγει ωφε­λη­μέ­νος και ο λαός στο «τέλος της μέρας»; Να επι­λέ­ξει νέες «θυσί­ες», να μπει σε νέους κιν­δύ­νους και περι­πέ­τειες για ακό­μα μια φορά στο όνο­μα «εθνι­κών στό­χων»; Μήπως να πανη­γυ­ρί­ζει για τα νέα επι­χει­ρη­μα­τι­κά σχέ­δια για Ελλά­δα — ενερ­γεια­κό κόμ­βο; Να ξεπε­ρά­σει τις επι­φυ­λά­ξεις και τις ενστά­σεις που απ’ ό,τι φαί­νε­ται εκφρά­ζο­νται και σε δημο­σκο­πή­σεις και σε έρευ­νες, ότι η πλειο­ψη­φία του λαού δεν υιο­θε­τεί τα προ­σχή­μα­τα της εμπλοκής;

- Μήπως πρέ­πει ο λαός να υιο­θε­τή­σει τις αυτα­πά­τες και τις ψευ­δαι­σθή­σεις, τα ψέμα­τα της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας που υπό­σχε­ται μια πιο «ελα­φριά εμπλο­κή» στο πλαί­σιο πάντα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, υπη­ρε­τώ­ντας ακρι­βώς τους ίδιους στρα­τη­γι­κούς στό­χους, τα ίδια επι­χει­ρη­μα­τι­κά σχέ­δια, υπο­σχό­με­νη ότι μπο­ρεί να είσαι μέσα στο ιμπε­ρια­λι­στι­κό μακε­λειό, να έχεις δια­λέ­ξει στρα­τό­πε­δο ληστών, να παλεύ­εις για τη γεω­στρα­τη­γι­κή ανα­βάθ­μι­ση των επι­χει­ρη­μα­τι­κών ομί­λων αλλά …με λιγό­τε­ρο κόστος. Την ίδια στιγ­μή μάλι­στα που οι ομο­γά­λα­κτες κυβερ­νή­σεις τους στην ΕΕ πρω­το­στα­τούν στις πολε­μι­κές ιαχές, στους εξο­πλι­σμούς και στην επιθετικότητα.

- Μήπως πρέ­πει να ονει­ρεύ­ε­ται ότι είναι δυνα­τόν μέσα σε έναν τέτοιο διε­θνή σίφου­να η Ελλά­δα και ο λαός της να μεί­νει απέ­ξω, με ψευ­δαι­σθή­σεις «ουδε­τε­ρό­τη­τας» και «έξυ­πνες διπλω­μα­τι­κές τακτι­κές», χωρίς σύγκρου­ση με το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, τα συμ­φέ­ρο­ντα των επι­χει­ρη­μα­τι­κών ομί­λων, της αστι­κής τάξης που υπη­ρε­τού­νται από την πολι­τι­κή της εμπλοκής;

Σε καθε­μιά από τις παρα­πά­νω εκδο­χές ουσια­στι­κά ο λαός θα επι­λέ­ξει να ταυ­τι­στεί, να υπο­τα­χθεί, να ακο­λου­θή­σει και να εμπι­στευ­τεί την αστι­κή τάξη, τις κυβερ­νή­σεις της, τα κόμ­μα­τά της, τις διά­φο­ρες εκφρά­σεις της και τις επι­λο­γές της. Να εμπι­στευ­τεί δηλα­δή ότι θα τον βγά­λουν από τον κίν­δυ­νο της κατα­στρο­φής αυτοί που τον οδη­γούν σε αυτή, ότι θα τον σώσουν από τους κιν­δύ­νους αυτοί που τους τρέ­φουν για τα συμ­φέ­ρο­ντά τους, ότι ο δρό­μος προς την κατα­στρο­φή είναι ο δρό­μος σωτη­ρί­ας του. Προ­φα­νώς και έχει χίλιους δύο λόγους να μην το κάνει αυτό.

Υπάρ­χει άλλω­στε πεί­ρα και ιστο­ρι­κή, παλιό­τε­ρη και νεό­τε­ρη. Από το πώς η αστι­κή τάξη, οι επι­χει­ρη­μα­τι­κοί όμι­λοι, οι κυβερ­νή­σεις και τα κόμ­μα­τά τους του φόρ­τω­σαν στις πλά­τες εδώ και 15 χρό­νια όλα τα δει­νά της καπι­τα­λι­στι­κής οικο­νο­μί­ας, την κρί­ση, την ανά­πτυ­ξη, πόσο πλή­ρω­σε την παν­δη­μία, πόσο πλη­ρώ­νει φυσι­κές κατα­στρο­φές, πόσο βιώ­νει την επι­λε­κτι­κή ικα­νό­τη­τα και ανι­κα­νό­τη­τα του κρά­τους να μην τον προ­στα­τεύ­ει όταν το χρειά­ζε­ται και να τον τσα­κί­ζει όταν αυτός διεκ­δι­κεί το δίκιο του, να στη­ρί­ζει απλό­χε­ρα τους ομί­λους και να κόβει από τις ανά­γκες του. Ομως και την παλιό­τε­ρη ιστο­ρι­κή πεί­ρα. Από την περί­ο­δο της Μικρα­σια­τι­κής εκστρα­τεί­ας, όπου έσυ­ραν τον λαό σε έναν ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο που πλή­ρω­σε με ξερι­ζω­μό και προ­σφυ­γιά, αλλά και στον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο που η μισή αστι­κή τάξη την πιο δύσκο­λη στιγ­μή την κοπά­νη­σε για τη Μ. Ανα­το­λή και η άλλη μισή συνερ­γά­στη­κε με τις ναζι­στι­κές δυνά­μεις κατο­χής, επι­διώ­κο­ντας σε κάθε περί­πτω­ση τη δια­τή­ρη­ση της εξου­σί­ας της.

Θα πει κανείς σήμε­ρα ο διε­θνής συσχε­τι­σμός δύνα­μης είναι αρνη­τι­κός, πώς να τολ­μή­σει, πού να βρει τη δύνα­μη ένας λαός να σηκώ­σει κεφά­λι. Ποτέ τα πράγ­μα­τα όμως δεν ήταν ευνοϊ­κά. Αλλά και ποτέ τα πράγ­μα­τα δεν είναι στα­τι­κά. Ο ίδιος ο πόλε­μος είναι ένα μεγά­λο γεγο­νός, που μέσα του φέρ­νει το σπέρ­μα των ανα­κα­τα­τά­ξε­ων και των αλλα­γών στον συσχε­τι­σμό δύνα­μης, όπως και κάθε μεγά­λη κρί­ση, η κατα­στρο­φή που απο­κα­λύ­πτει πιο ωμά, πιο καθα­ρά τα αδιέ­ξο­δα του συστή­μα­τος. Αυτό που φαί­νε­ται, που είναι φαι­νο­με­νι­κά σήμε­ρα κυρί­αρ­χο, αύριο μπο­ρεί να αλλά­ξει ραγδαία.

Οι σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες που είχαν συγκε­ντρω­θεί στο Συνέ­δριο της Βασι­λεί­ας το 1912 είχαν δια­κη­ρύ­ξει ότι στο ενδε­χό­με­νο ενός ιμπε­ρια­λι­στι­κού πολέ­μου η εργα­τι­κή τάξη θα απα­ντή­σει με επα­νά­στα­ση. Οταν όμως το 1914 ξέσπα­σε ο πόλε­μος, η συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κών κομ­μά­των με διά­φο­ρα προ­σχή­μα­τα στή­ρι­ξαν τις επι­λο­γές των αστι­κών τάξε­ων των χωρών τους. Το επι­χεί­ρη­μά τους κοι­νό: «Πέσα­με έξω, τελι­κά οι εργά­τες δεν ήταν έτοι­μοι για επα­νά­στα­ση, δεν μπό­ρε­σαν να επα­να­στα­τή­σουν, αντί­θε­τα πήγαν στον πόλε­μο, δεν δια­μορ­φώ­θη­καν επα­να­στα­τι­κές συν­θή­κες, άρα δια­ψευ­στή­κα­με». Αυτή η απα­ρά­δε­κτη δικαιο­λό­γη­ση της προ­δο­τι­κής για την εργα­τι­κή τάξη στά­σης των σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κών κομ­μά­των βρέ­θη­κε στο επί­κε­ντρο της αντι­πα­ρά­θε­σης. Απο­κα­λύ­πτο­ντάς την ο Λένιν σημεί­ω­νε ότι, σε αντί­θε­ση με τους υπο­στη­ρι­κτές αυτής της άπο­ψης που έβλε­παν παντο­δύ­να­μες κυβερ­νή­σεις, αναλ­λοί­ω­τους συσχε­τι­σμούς και απα­θείς εργαζόμενους:

«Ποτέ η κυβέρ­νη­ση δεν έχει τόση ανά­γκη από τη συμ­φω­νία όλων των κομ­μά­των των κυρί­αρ­χων τάξε­ων και από την “ειρη­νι­κή” υπο­τα­γή των κατα­πιε­ζό­με­νων τάξε­ων σ’ αυτή την κυριαρ­χία, όσο τον και­ρό του πολέ­μου. Αυτό είναι το πρώ­το. Και, δεύ­τε­ρο, αν “στις αρχές του πολέ­μου”, ιδιαί­τε­ρα σε μια χώρα που περι­μέ­νει γρή­γο­ρη νίκη, η κυβέρ­νη­ση φαί­νε­ται παντο­δύ­να­μη, κανέ­νας ποτέ και που­θε­νά στον κόσμο δεν σύν­δε­σε την ανα­μο­νή μιας επα­να­στα­τι­κής κατά­στα­σης απο­κλει­στι­κά με τη στιγ­μή της “έναρ­ξης” του πολέ­μου και πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν ταύ­τι­σε το “φαι­νο­με­νι­κό” με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα».

Ο πόλε­μος όπως και οι κρί­σεις είναι ανα­πό­φευ­κτος, πηγά­ζει μέσα από τις ίδιες τις αντι­φά­σεις του συστή­μα­τος, είναι εκδή­λω­ση των νόμων λει­τουρ­γί­ας του, του αντα­γω­νι­σμού, της πάλης για μεγα­λύ­τε­ρο κέρ­δος. Είναι όμως και ρίσκο, όχι μόνο για­τί κανείς δεν ξέρει πού θα βρε­θεί την επό­με­νη μέρα του πολέ­μου, αν θα είναι δηλα­δή στο στρα­τό­πε­δο των νικη­τών ή των ηττη­μέ­νων, αλλά και το πέρα­σμα από μια περί­ο­δο ιμπε­ρια­λι­στι­κής ειρή­νης σε μια περί­ο­δο που κυρί­αρ­χο στοι­χείο είναι αυτό των ιμπε­ρια­λι­στι­κών συγκρού­σε­ων φέρ­νει μια περί­ο­δο κλονισμών.

Περι­γρά­φο­ντας την κατά­στα­ση όπως δια­μορ­φώ­νε­ται πια το 1916 και όχι το 1914, σημειώ­νει: «Καμιά κυβέρ­νη­ση δεν είναι σίγου­ρη για την επαύ­ριο, καμιά κυβέρ­νη­ση δεν είναι απαλ­λαγ­μέ­νη από τον κίν­δυ­νο δημο­σιο­νο­μι­κής χρε­ο­κο­πί­ας, από τον κίν­δυ­νο απώ­λειας εδα­φών, από τον κίν­δυ­νο να τη διώ­ξουν από τη δική της τη χώρα (όπως έδιω­ξαν την κυβέρ­νη­ση του Βελ­γί­ου). Ολες οι κυβερ­νή­σεις ζουν σαν πάνω σε ηφαί­στειο, όλες κάνουν οι ίδιες έκκλη­ση στην αυτε­νέρ­γεια και στον ηρω­ι­σμό των μαζών. Ολό­κλη­ρο το πολι­τι­κό καθε­στώς της Ευρώ­πης έχει κλο­νι­στεί και κανέ­νας ασφα­λώς δεν θ’ αρνη­θεί ότι μπή­κα­με (και μπαί­νου­με όλο και πιο βαθιά — τα γρά­φω αυτά την ημέ­ρα της κήρυ­ξης του πολέ­μου από μέρους της Ιτα­λί­ας) σε επο­χή πολύ μεγά­λων πολι­τι­κών κλο­νι­σμών».

Και τότε, το 1914 και το 1917, ο συσχε­τι­σμός δύνα­μης δεν ήταν καθό­λου ευνοϊ­κός για τους λαούς. Τρεις μεγά­λες αυτο­κρα­το­ρί­ες, η βρε­τα­νι­κή, η γερ­μα­νι­κή — αυστρο­ουγ­γρι­κή και η τσα­ρι­κή, μοί­ρα­ζαν τον κόσμο, την Ασία, την Ευρώ­πη και την Αφρι­κή, το εργα­τι­κό κίνη­μα στη μεγά­λη του πλειο­ψη­φία είχε συμ­βι­βα­στεί, μια χού­φτα κομ­μου­νι­στές σε όλο τον κόσμο προ­σπα­θού­σαν, έδι­ναν μια μάχη χωρίς να μπο­ρούν να γνω­ρί­ζουν, να υπο­σχε­θούν ότι αυτή θα είναι νικη­φό­ρα. Ο Λένιν μάλι­στα τον Γενά­ρη του 1917, σε διά­λε­ξή του στην Ελβε­τία για την επα­νά­στα­ση του 1905, τους έλε­γε τα εξής: «Δεν πρέ­πει να μας ξεγε­λά η σημε­ρι­νή νεκρι­κή σιγή στην Ευρώ­πη. Η Ευρώ­πη εγκυ­μο­νεί την επα­νά­στα­ση» και συμπλή­ρω­νε ότι ο ίδιος όπως και όλοι οι ηλι­κιω­μέ­νοι ίσως να μη ζήσουν τις απο­φα­σι­στι­κές μάχες της επα­νά­στα­σης που έρχεται!

Τι λοιπόν μπορεί να κάνουν οι εργαζόμενοι, ο λαός σήμερα εδώ στη χώρα μας;

Οι ίδιες οι εξε­λί­ξεις φέρ­νουν στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη και τα κρί­σι­μα ζητή­μα­τα που πρέ­πει να απαντηθούν.

Ο αγώ­νας ενά­ντια στην εμπλο­κή της χώρας είναι κρί­σι­μο ζήτη­μα ζωής και θανά­του. Δεν πρέ­πει να νομι­μο­ποι­η­θεί αυτή η επι­λο­γή σε κάθε εκδο­χή της. Κάθε βήμα, κάθε κίνη­ση βαθύ­τε­ρης εμπλο­κής της χώρας στον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο πρέ­πει να συνα­ντή­σει τη μαζι­κή εργα­τι­κή — λαϊ­κή κατα­δί­κη και αντί­θε­ση με όλες τις μορ­φές και τους τρό­πους. Απε­μπλο­κή σημαί­νει συγκε­κρι­μέ­να το κλεί­σι­μο όλων των ΝΑΤΟι­κών βάσε­ων στη χώρα, μη παρο­χή υπο­δο­μών, στρα­τιω­τι­κής στή­ρι­ξης στα ΝΑΤΟι­κά σχέ­δια στην Ανα­το­λι­κή Ευρώ­πη, σημαί­νει κανέ­νας στρα­τευ­μέ­νος ή στέ­λε­χος των Ενό­πλων Δυνά­με­ων να μην συμ­με­τά­σχει σε στρα­τιω­τι­κή απο­στο­λή του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Δεν μπο­ρεί ο λαός να έχει καμιά εμπι­στο­σύ­νη στην αστι­κή τάξη, στις κυβερ­νή­σεις και τα κόμ­μα­τά της, ότι θα «προ­στα­τέ­ψουν» τη «δικιά του πατρί­δα». Είναι το ίδιο έτοι­μοι να παζα­ρέ­ψουν σύνο­ρα, κυριαρ­χι­κά δικαιώ­μα­τα και το ίδιο έτοι­μοι να τον σύρουν στη σφα­γή …για­τί για «πατρί­δα τους» έχουν τα συμ­φέ­ρο­ντα των επι­χει­ρη­μα­τι­κών ομί­λων, των μονοπωλίων.

Οι επι­στο­λές και οι δηλώ­σεις στρα­τευ­μέ­νων που πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται μέρα τη μέρα καταγ­γέλ­λο­ντας τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο και την εμπλο­κή της Ελλά­δας σε αυτόν, που δηλώ­νουν την άρνη­σή τους να πάρουν μέρος σε έναν τέτοιο άδι­κο πόλε­μο που γίνε­ται για το μοί­ρα­σμα αγο­ρών και εδα­φών και καμία σχέ­ση δεν έχει με τα εργα­τι­κά — λαϊ­κά συμ­φέ­ρο­ντα, πρέ­πει να συνα­ντή­σουν ένα πλα­τύ κύμα αλλη­λεγ­γύ­ης και στή­ρι­ξης από τους εργα­ζό­με­νους και όλο τον λαό.

Δεν πρέ­πει να περά­σει η προ­σπά­θεια να επι­βλη­θεί εργα­σια­κή ειρή­νη από το κεφά­λαιο, την εργο­δο­σία, την ώρα που μας σέρ­νουν στον πόλε­μο! Την ώρα που οι επι­πτώ­σεις στη ζωή των εργα­ζο­μέ­νων από τον πόλε­μο αρχί­σουν να γίνο­νται ορα­τές. Αυτοί κερ­δί­ζουν από την εμπλο­κή, εμείς χάνου­με. Δεν βρι­σκό­μα­στε στην ίδια πλευ­ρά, δεν κάνου­με «θυσί­ες όλοι», όπως δεν κάνα­με που­θε­νά μαζί θυσί­ες, ούτε στην κρί­ση, ούτε στην παν­δη­μία, ούτε στην ανά­πτυ­ξη. Τώρα είναι η ώρα να υπε­ρα­σπί­σου­με τη ζωή μας από την επι­δεί­νω­ση και τη μεγα­λύ­τε­ρη φτώ­χεια που φέρ­νουν ο πόλε­μος και η εμπλο­κή, η ακρί­βεια. Τώρα είναι η ώρα που δεν πρέ­πει να περά­σει η θέλη­ση του κεφα­λαί­ου να εντεί­νει την εκμε­τάλ­λευ­ση. Δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει άλλος δρό­μος από αυτόν της σύγκρου­σης, με την προ­σπά­θεια να «πλη­ρώ­σει ο λαός τον πόλε­μο» σε κάθε χώρο δου­λειάς, σε κάθε κλά­δο, σε κάθε γειτονιά.

Τώρα είναι που πρέ­πει να δυνα­μώ­σει η εργα­τι­κή — λαϊ­κή αλλη­λεγ­γύη μπρο­στά στα φαι­νό­με­να της φτώ­χειας που θα διο­γκω­θούν, της αδυ­να­μί­ας επι­βί­ω­σης για μεγά­λα τμή­μα­τα του λαού και των εργα­ζο­μέ­νων, να προ­στα­τευ­τούν αγω­νι­στι­κά και να στη­ρι­χτούν όλοι σε κάθε γει­το­νιά, σε κάθε χώρο δου­λειάς, να μη μεί­νει κανέ­να σπί­τι χωρίς ρεύ­μα, χωρίς θέρ­μαν­ση, χωρίς πρό­σβα­ση στα στοιχειώδη.

Μονα­δι­κό απο­κού­μπι των εργα­ζο­μέ­νων και του λαού είναι η δικιά τους οργά­νω­ση, η συσπεί­ρω­ση στα συν­δι­κά­τα, στα σωμα­τεία, σε άλλους φορείς του λαϊ­κού κινή­μα­τος, σε επι­τρο­πές αγώ­να στη γει­το­νιά, οι απερ­για­κές επι­τρο­πές σε χώρους δου­λειάς. Εκεί βρί­σκε­ται η δικιά τους δύνα­μη, η δικιά τους δυνα­τό­τη­τα να πάρουν την υπό­θε­ση στα χέρια τους. Δεν μπο­ρεί ο λαός να εμπι­στευ­τεί τη ζωή του, τη σωτη­ρία του στις κυβερ­νή­σεις, στο αστι­κό κρά­τος, στους μηχα­νι­σμούς του, ούτε βεβαί­ως στις συν­δι­κα­λι­στι­κές ηγε­σί­ες που τα διπλώ­νουν στις συν­θή­κες του πολέ­μου, που είναι έτοι­μοι να σαμπο­τά­ρουν τις διεκ­δι­κή­σεις και την πάλη του για τα δικαιώ­μα­τά του, για την προ­στα­σία του εισο­δή­μα­τος, για ΣΣΕ, να τον «βάλουν στον πάγο». Μέσα από αυτή την οργά­νω­ση και συσπεί­ρω­ση θα μπο­ρέ­σει να απα­ντη­θεί και κάθε προ­σπά­θεια κατα­στο­λής ή περιο­ρι­σμού της εργα­τι­κής — λαϊ­κής δρά­σης στο όνο­μα του πολέ­μου και των έκτα­κτων συνθηκών.

Μέσα σε αυτές τις δύσκο­λες συν­θή­κες είναι που πρέ­πει να δυνα­μώ­σει η διε­θνι­στι­κή αλλη­λεγ­γύη, η κοι­νή πάλη με τους λαούς που ήδη βρί­σκο­νται μπλεγ­μέ­νοι άμε­σα στον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο αλλά και με όλους τους λαούς της περιοχής.

Αυτός ο αγώ­νας εκτός από άμε­σα ανα­γκαί­ος είναι και αγώ­νας προ­ε­τοι­μα­σί­ας για τα χει­ρό­τε­ρα, για πιο σύν­θε­τες εξε­λί­ξεις που μπο­ρεί να έρθουν στο μέλ­λον, από τη στιγ­μή που μπή­κα­με σε μια νέα φάση όξυν­σης των αντι­θέ­σε­ων και των αντα­γω­νι­σμών. Κανείς δεν μπο­ρεί να προ­βλέ­ψει πώς θα εξε­λι­χθούν τα πράγματα.

Δεν πρέ­πει να ξεχνά­με ποτέ το εξής που διδά­σκει η Ιστο­ρία μας: Οτι οι εργα­ζό­με­νοι, ο λαός μας έχουν απο­δεί­ξει πως μπο­ρούν να μεγα­λουρ­γή­σουν ακρι­βώς σε κάτι τέτοιες δύσκο­λες και κρί­σι­μες στιγ­μές, που όλα έμοια­ζαν χαμέ­να, που οι δυνά­μεις ήταν ελά­χι­στες. Μέσα σε δύσκο­λες συν­θή­κες ο λαός μας οργά­νω­σε τη μαζι­κή του πάλη ενά­ντια στην κατο­χή μέσα από τις γραμ­μές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, γρά­φο­ντας χρυ­σές σελί­δες ηρω­ι­σμού και δόξας, ανα­δει­κνύ­ο­ντας το μέγε­θος της εργα­τι­κής — λαϊ­κής δύναμης.

Δεν πρέ­πει βεβαί­ως να ξεχνά­με και το άλλο κρί­σι­μο συμπέ­ρα­σμα. Οτι ο αγώ­νας αυτός έμει­νε στη μέση, δεν ολο­κλη­ρώ­θη­κε, δεν έφτα­σε στο τέλος του, δεν συνο­δεύ­τη­κε από τον αγώ­να για την ουσια­στι­κή διέ­ξο­δο από τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο προς όφε­λος του λαού, παρά τον μεγά­λο ηρω­ι­κό αγώ­να του ΔΣΕ.

Ομως για αυτό είναι από σήμε­ρα ανα­γκαίο να προ­ε­τοι­μα­ζό­μα­στε για περιό­δους που θα ωρι­μά­ζει αυτό που απο­τυ­πώ­νε­ται και στην Από­φα­ση της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής του ΚΚΕ για τον πόλε­μο στην Ουκρα­νία: «Το ζήτη­μα είναι πολι­τι­κό, απαι­τεί στρο­φή στις συνει­δή­σεις των εργα­τι­κών — λαϊ­κών δυνά­με­ων, για να δυνα­μώ­σει η πάλη για απο­δέ­σμευ­ση από τις διά­φο­ρες ιμπε­ρια­λι­στι­κές ενώ­σεις, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, με τον λαό πραγ­μα­τι­κά στο τιμό­νι της εξουσίας».

Οι κομ­μου­νι­στές και οι κομ­μου­νί­στριες συμ­βάλ­λουν απο­φα­σι­στι­κά στην οργά­νω­ση της εργα­τι­κής — λαϊ­κής πάλης ενά­ντια στην εμπλο­κή και τις επι­πτώ­σεις από τον πόλε­μο, για να στα­θούν οι εργα­ζό­με­νοι, ο λαός στο δικό τους μετε­ρί­ζι, να μην δια­λέ­ξουν την πλευ­ρά της αστι­κής τάξης. Ταυ­τό­χρο­να όμως συμ­βάλ­λουν ώστε και οι εργα­ζό­με­νοι, ο λαός να προ­ε­τοι­μά­ζο­νται για έναν μεγα­λύ­τε­ρο δίκαιο αγώ­να, για τη δικιά τους μάχη, για τον δικό τους «πόλε­μο» ενά­ντια στις αιτί­ες που γεν­νούν τους ιμπε­ρια­λι­στι­κούς πολέ­μους, την καπι­τα­λι­στι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση, τη βαρ­βα­ρό­τη­τα για τους λαούς. Τον αγώ­να για την ανα­τρο­πή αυτού του σάπιου συστή­μα­τος, τον αγώ­να που ανοί­γει τον δρό­μο για να πάρουν οι εργα­ζό­με­νοι την εξου­σία, να οικο­δο­μή­σουν το σύγ­χρο­νο, το νέο, το ανα­γκαίο, τον σοσια­λι­σμό — κομμουνισμό.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο