Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εβδομήντα χρόνια “Μπελίσιμα”: Η διαχρονική απατηλή και εφήμερη λάμψη του θεάματος, διά χειρός Βισκόντι

Υπάρ­χουν ται­νί­ες που όσα χρό­νια και να περά­σουν παρα­μέ­νουν σαν το κρυ­στάλ­λι­νο νερό της πηγής. Μιας πηγής ιδε­ών, καλ­λι­τε­χνι­κής έμπνευ­σης και καυ­στι­κής κρι­τι­κής, που παρα­μέ­νει επί­και­ρη και μπο­ρεί να μιλή­σει στην καρ­διά των ανθρώ­πων ακό­μη και μετά από πολ­λές δεκα­ε­τί­ες από την πρώ­τη προ­βο­λή της. Μια τέτοια ται­νία είναι και το νεο­ρε­α­λι­στι­κό δρά­μα του Λου­κί­νο Βισκό­ντι “Μπε­λί­σι­μα”, που έκα­νε πρε­μιέ­ρα πριν 70 χρό­νια, τον Δεκέμ­βριο του 1951, στη Ρώμη, όταν η Ιτα­λία έβγαι­νε τσα­κι­σμέ­νη από τα ερεί­πια ενός κατα­στρο­φι­κού πολέ­μου και άρχι­σε να στέ­κε­ται στα πόδια της, να δια­τυ­μπα­νί­ζει το “οικο­νο­μι­κό ιτα­λι­κό θαύ­μα”, κρύ­βο­ντας τη μιζέ­ρια και τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα και ανα­δει­κνύ­ο­ντας τη λάμ­ψη της Τσι­νε­τσι­τά ως χώρο του θεά­μα­τος και των “ονεί­ρων”.

Μία ται­νία αξε­πέ­ρα­στη, μαζί με άλλες δημιουρ­γί­ες που ανα­δει­κνύ­ουν την απα­τη­λή λάμ­ψη της εφή­με­ρης δόξας και της ανθρω­πο­φα­γί­ας του χώρου της σόου μπιζ, όπως “Η Λεω­φό­ρος της Δύσης” του Μπί­λι Γουάιλ­ντερ, “Όλα για την Εύα” του Τζό­ζεφ Μάν­κιε­βιτς ή και την “Dolce Vita” του Φεντε­ρί­κο Φελί­νι. Με τη δια­φο­ρά ότι ο Βισκό­ντι προ­σεγ­γί­ζει το θέμα του από την οπτι­κή μιας ταπει­νής γυναί­κας τής εργα­τι­κής τάξης και της εμμο­νής της να ζήσει το θαύ­μα και την κατα­ξί­ω­ση μέσω της χαρι­σμα­τι­κής κόρης της, όπως πιστεύ­ει η ίδια, με την είσο­δό της στο χώρο του θεά­μα­τος πάση θυσία. Και λίγο πριν τη συντρι­βή να συνει­δη­το­ποιεί, να βλέ­πει καθα­ρά ότι το όνει­ρο κρύ­βει έναν εφιάλ­τη που μια φυσιο­λο­γι­κή μάνα δεν μπο­ρεί να αντέ­ξει. Ο Βισκό­ντι μιλά για ένα δια­χρο­νι­κό πρό­βλη­μα, που, μάλι­στα, τις τελευ­ταί­ες δεκα­ε­τί­ες, με την τηλε­ό­ρα­ση και την εξά­πλω­ση της εικό­νας μέσω των νέων τεχνο­λο­γιών, έχει πάρει δια­στά­σεις επιδημίας.

belissima1

Τσέζαρε Ζαβατίνι και Άννα Μανιάνι

Η κλα­σι­κή πλέ­ον ται­νία του Βισκό­ντι, δεν θα έπαιρ­νε τις δια­στά­σεις ενός εμβλη­μα­τι­κού έργου, αν δεν υπήρ­χε το σενά­ριο του Τσέ­ζα­ρε Ζαβα­τί­νι. Του θεω­ρη­τι­κού και μάχι­μου υπο­στη­ρι­κτή του ιτα­λι­κού νεο­ρε­α­λι­σμού, τα σενά­ρια του οποί­ου (“Κλέ­φτης Ποδη­λά­των”, “Umberto D.”, “Θαύ­μα στο Μιλά­νο”, “Χθες, Σήμε­ρα, Αύριο”) επη­ρέ­α­σαν τους μεγα­λύ­τε­ρους κινη­μα­το­γρα­φι­στές του κόσμου, αλλά και συγκί­νη­σαν εκα­τομ­μύ­ρια θεα­τές σε όλο τον πλα­νή­τη, ακό­μη και αν δεν γνώ­ρι­ζαν το όνο­μά του. Και βεβαί­ως την ερμη­νεία της θρυ­λι­κής “λύκαι­νας” του ιτα­λι­κού σινε­μά, Άννας Μανιά­νι.

Το όνειρο της Τσινετσιτά

Με δυο λόγια, το στό­ρι θέλει την Μαντα­λέ­να (Μανιά­νι) να πηγαί­νει την κόρη της, Μαρία, στα στού­ντιο της Τσι­νε­τσι­τά για μια οντι­σιόν. Απο­φα­σι­σμέ­νη, στα όρια της εμμο­νής, αλλά και της θέλη­σής της να ξεφύ­γει από τη μιζέ­ρια, να κάνει την 7χρονη κόρη της σταρ του σινε­μά, ξοδεύ­ει όλα τα χρή­μα­τά της σε δασκά­λους, κομ­μω­τές και ενδιά­με­σους καλο­θε­λη­τές, για να τα κατα­φέ­ρει. Προ­ερ­χό­με­νη από την εργα­τι­κή τάξη της Ρώμης, η μητέ­ρα πασχί­ζει να γευ­τεί λίγη από τη μαγεία του κινη­μα­το­γρά­φου, κάνει έξαλ­λο τον άνδρα της (Βάλ­τερ Κιά­ρι), φτά­νει στα όριά της και στο τέλος, συντρί­βε­ται συνει­δη­το­ποιώ­ντας το λάθος της.

Καυστικός

belissimaΟ Βισκό­ντι, εν αντι­θέ­σει με το κινη­μα­το­γρα­φι­κό του ύφος, εδώ κρύ­βει κάτω από μία επι­φα­νεια­κή ελα­φρά­δα, ται­ρια­στή στο χώρο του θεά­μα­τος, ένα σπα­ρα­κτι­κό δρά­μα, ένα θησαυ­ρό λαϊ­κής απλό­τη­τας και δύνα­μης. Για­τί αν στο πρό­σω­πο της εκπλη­κτι­κής μικρού­λας συμ­βο­λί­ζει την αθω­ό­τη­τα, που είναι έτοι­μη να περά­σει απέ­να­ντι, στον σκο­τει­νό κόσμο της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­πων και ψυχών, η μάνα Μανιά­νι συμ­βο­λί­ζει ολό­κλη­ρη την Ιτα­λία, που σε μια τρέ­λα της επο­χής, ξεχνά τις ρίζες και τον προ­ο­ρι­σμό της για να ακο­λου­θή­σει τη νέα επο­χή. Η ηφαι­στειώ­δης εκφρα­στι­κά Μανιά­νι παίρ­νει πάνω της την ιστο­ρία ενός λαού, που πρέ­πει να θυμη­θεί τα ήθη και τον πολι­τι­σμι­κό πλού­το του, αλλά και ενός λαού που μπο­ρεί εύκο­λα να παρα­συρ­θεί στη λάμ­ψη τής ματαιο­δο­ξί­ας κι ενός υπερ­φί­α­λου εγώ. Άλλω­στε δεν έχουν περά­σει και πολ­λά χρό­νια από τον Μου­σο­λί­νι και τη μαύ­ρη επο­χή του φασι­σμού. Ο Βισκό­ντι, όπως πάντα, θα είναι καυ­στι­κός για την κοι­νω­νία, για όλους όσοι κρύ­βουν πίσω από τους προ­βο­λείς τα προ­βλή­μα­τα της φτώ­χειας, της ανερ­γί­ας, της κατα­ρα­μέ­νης μετα­νά­στευ­σης, αλλά και επι­κρι­τι­κός για την τέχνη του, χωρίς ωστό­σο να σηκώ­νει το δάκτυ­λο, να μπει στους κύκλους της έπαρ­σης και του διδα­κτι­σμού. Εδώ, όμως, πρέ­πει να στα­θού­με λίγο παρα­πά­νω. Κι αυτό διό­τι η δημιουρ­γία του σταρ σύστεμ, πάντα εξυ­πη­ρε­τού­σε τους μηχα­νι­σμούς τιθά­σευ­σης των κοι­νω­νιών, με το έωλο επι­χεί­ρη­μα ότι η απλή ζωή δεν αρκεί στους ανθρώ­πους. Και δεν χρειά­ζε­ται καμία ιδιαί­τε­ρη γνώ­ση για να αντι­λη­φθεί κανείς ότι είναι ένας χώρος σαθρός, ρυπα­ρός, που κρύ­βει όλα τα αρνη­τι­κά και φωτί­ζει μόνο την επι­φά­νεια, τα αστρα­φτε­ρά και όσα συμ­φέ­ρουν. Αυτός είναι και ο λόγος που η “Μπε­λί­σι­μα” (“Πανέ­μορ­φη”) παρα­μέ­νει καθη­λω­τι­κά δια­χρο­νι­κή όσο θα συνε­χί­ζε­ται, χωρίς κανέ­να όριο και κρι­τή­ριο, η παρα­γω­γή διατ­τό­ντων αστέ­ρων, είτε στην πολι­τι­κή και στο θέα­μα, είτε στον αθλη­τι­σμό και στην κοι­νω­νία, περι­φρο­νώ­ντας την κανο­νι­κή ζωή, τα καθη­με­ρι­νά βάσα­να, τους έρω­τες, τις απλές στιγ­μές ευτυ­χί­ας, που αρκούν για να δέσουν οικο­γέ­νειες, μεγά­λες παρέ­ες, κοινωνίες.

Ανεκτίμητη

Από κει και πέρα, ο Βισκό­ντι σηκώ­νει σκη­νο­θε­τι­κά, με το ταλέ­ντο του και την έμπνευ­σή του, την ται­νία στα ύψη, κινη­μα­το­γρα­φεί με τη μαγεία του ασπρό­μαυ­ρου, αντι­πα­ρα­θέ­το­ντας, με εικό­νες σπά­νιας ομορ­φιάς και δει­νή αφή­γη­ση, την αντί­θε­ση των λαϊ­κών γει­το­νιών της Ρώμης με τον κόσμο του θεά­μα­τος, εκμε­ταλ­λευό­με­νος το θαυ­μά­σιο κεί­με­νο του Ζαβα­τί­νι, που πρέ­πει να του απο­δο­θούν τα εύση­μα, σε αυτόν τον σπου­δαίο γρα­φιά, τον σπά­νιο ανυ­πο­χώ­ρη­το ιδε­ο­λό­γο. Όμως, όπως θα πει αργό­τε­ρα και ο Λου­κί­νο Βισκό­ντι, «το πραγ­μα­τι­κό μου θέμα ήταν η Μανιά­νι». Πράγ­μα­τι, χωρίς αυτό το ιερό τέρας της υπο­κρι­τι­κής, ένα τυφώ­να φυσι­κό­τη­τας, που με τη μονα­δι­κή της ενέρ­γεια και τον εκφρα­στι­κό της πλού­το, ίσως να μην είχα­με μία ται­νία πραγ­μα­τι­κά Πανέμορφη…

Ευτυχής συνύπαρξη

Η συνύ­παρ­ξη των τριών ‑Βισκό­ντι, Ζαβα­τί­νι, Μανιά­νι- είναι απ’ αυτές τις περι­πτώ­σεις που εντάσ­σουν το σινε­μά στις καλές τέχνες, δικαιο­λο­γούν τη λατρεία του λαού προς τη μεγά­λη οθό­νη. Μια ευτυ­χής συγκυ­ρία, καθώς ο Ζαβα­τί­νι άφη­σε για λίγο τον στε­νό φίλο και συνερ­γά­τη του, Βιτό­ριο ντε Σίκα, για να προ­σφέ­ρει το πολύ­τι­μο σενά­ριό του στον γαλα­ζο­αί­μα­το Βισκό­ντι. Τον “Κόκ­κι­νο Βαρώ­νο”, λόγω της ιδε­ο­λο­γί­ας του, που μας προ­σέ­φε­ρε αρι­στουρ­γή­μα­τα, όπως ο “Γατό­παρ­δος” και ο “Θάνα­τος στη Βενε­τία” και που αν και ομο­φυ­λό­φι­λος λάτρε­ψε τις γυναί­κες και ειδι­κά την Μανιά­νι, η οποία για μια ακό­μη φορά μας εκπλήσ­σει με την αθά­να­τη ερμη­νεία της. Η Άννα Μανιά­νι, που δικαί­ως θεω­ρεί­ται από τις μεγα­λύ­τε­ρες ηθο­ποιούς όλων των επο­χών, ένα σύμ­βο­λο και βασι­κή εκπρό­σω­πος μιας σπά­νιας ράτσας πρω­τα­γω­νι­στριών, μακριά από τα εφή­με­ρα μοντέ­λα ομορ­φιάς του Χόλι­γουντ και της διε­θνούς φού­σκας του σταρ σύστεμ.

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

Με τα μάτια των παι­διών (Βέρα Κλών­τζα-Για­κλο­βά – Φρά­νιο Κραλ)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο