Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Τώρα τα στόρια πέσανε. Τώρα οι μισθοί ξεφτίσανε. Μέσα από τις αστραφτερές λιμουζίνες και τ’ αστραφτερά χαμόγελα της κολακείας, διακρίνεις την έρπουσα ασπόνδυλη φιγούρα της επαιτείας. καρικατούρα παλιάς ακτινοβολίας που θάμπωσε, προσπαθεί — σκια πια — να πάρει μπόι, να πάρει φως από πλαστικά κοσμικά σαλόνια, περιτυλιγμένος σε σελοφάν απατηλής λάμψης και τα εφέ των πνευματικών και επιστημονικών κέντρων, υποδεχόμενος από σαρδόνια χαμόγελα υποκρισίας. Ανθρώπων που βάφτισαν μεταρρύθμιση την απάτη, ειρήνη την υποταγή, βήματα για το σοσιαλισμό το συμβιβασμό και το ξεπούλημα. Ανθρώπων που ονόμασαν δημοκρατία τη διάλυση, την πείνα, την πορνεία, το έγκλημα, τα ναρκωτικά, την ανεργία, την καταστροφή. Κι ονόμασαν αρετή την ατιμία. Όλοι ήταν εκεί. Αυτοί που πρώτα τον τρέμανε και τώρα τον υμνολογάνε. Αυτοί που πρώτα τον πολεμάγαν και τώρα τον χαϊδολογάνε, περιφερόμενον ανά τον κόσμο αφού πρώτα τον ξεδόντιασαν και τ’ άλλαξαν τομάρι.Αυτοί που έδωσαν στην ντροπή τίτλους ευγενείας και στόλισαν τη φαυλότητα και την προδοσία με τιμές και δόξα.
Όλοι ήταν εκεί. Λάτσηδες, Γκένσερ, δήμαρχοι, πανεπιστημιακό. Ο ΣΕΒ, τα επεμελητήρια και κάθε λογής λακέδες της δημοκρατίας με προσωπείον.
Πίσω από τα χαμόγελα και τις ρεβεράντσες, πίσω από φανταχτερές δεξιώσεις, ελαφροπατώντας στα πανάκριβα χαλιά Μπουχάρας, με τα ψηλοκάπουλα ποτήρια σαμπάνιας στο χέρι και τοποθετώντας παράσημα και οβολόν στους μπρούτζινους αμφορείς της προδοσίας, κρατούσαν τα μικρά κοφτερά στιλέτα τους να τεμαχίσουν την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά.
Εγώ όμως δεν ήμουν εκεί, κύρι Γκόρμπι, Έρχομαι από μακριά, απο τη Αμπχαζία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ, το Αζερμπαϊτζάν και τη Γεωργία και έχω τραύματα στο κεφάλι και την ψυχή.
Εγώ δεν ήμουν εκεί. Έφραξε ο δρόμος του Μοστάρ και του Σεράγεβο, φορώ επιδέσμους, κρατώ πατερίτσες και σέρνομαι.
Μήτε κι οι σύντροφοι από την ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Αλβανία ήταν εκεί. Δίχως δουλειά, με το τάσι της ζητιανιάς στο χέρι ν’ αναζητάν τη χαμένη τους υπόσταση.
Εγώ δεν ήμουν αυτός που λοιδόρησα, δεν είμαι αυτός που δραπέτευσα. Δεν έσκυψα και μήτε θα σκύψω το κεφάλι να προσκυνήσω. Γιος εργάτη εγώ, εργάτης εγώ και πατέρας εργάτη, πόνεσα κι έκλαψα, και πικράθηκα για την κατάντια σου σαν γκρέμιζα το πορτρέτο σου μέσα από την καρδιά μου. Έχω μερτικό στο όνειρο καλύτερης ζωής εγώ κι εσύ μου το τσάκισες. Το διέλυσες. Μακελάρη της εργατομάνας και υπερδύναμης, ζυμωμένης από το αίμα του Σταχάνοφ, του Γκαγκάριν και εκατομμυρίων εργατών, πώς μπόρεσες;
Εγώ δεν ήμουν εκεί μίστερ Γκόρμπι. Κουρέλιασες την ελπίδα μου. Με εξαπάτησες, με πρόδωσες, κυνικά και ξεδιάντροπα.
_________________________________________________________________________________________________________
Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.