Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: Με τα φώτα του ο Γενάρης όλης της χρονιάς μπροστάρης

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Γενά­ρης που είναι η λαϊ­κή ονο­μα­σία του πρώ­του μήνα του χρό­νου επι­κρα­τεί σήμε­ρα του ρωμαϊ­κής κατα­γω­γής Ιανουα­ρί­ου. Παρε­τυ­μο­λο­γώ­ντας ο λαός το Γενά­ρη από το ρήμα γεν­νώ εξη­γεί: «Για­τί τον λένε Γενά­ρη; Για­τί γεν­νά η μέρα το φως και τ’ αρνιά». Μετά το χει­με­ρι­νό ηλιο­στά­σιο (22 Δεκέμ­βρη) ο ήλιος αρχί­ζει να πλη­σιά­ζει τη Γη. Το σκο­τά­δι αρχί­ζει να υπο­χω­ρεί. Η μέρα αρχί­ζει να μεγα­λώ­νει. Το φως κερ­δί­ζει τη μάχη. Η περί­ο­δος αυτή που ο ήλιος δίνει τη μάχη — όπως το φαντά­στη­καν στους μύθους τους όλοι οι λαοί του κόσμου — με τις δυνά­μεις του σκό­τους και βγαί­νει νικη­τής, εκτός από την πρώ­τη Γενά­ρη, είναι η 25η Δεκέμ­βρη και η 6η Γενά­ρη (Χρι­στού­γεν­να – Φώτα)

Το Δωδε­κα­ή­με­ρο

Το διά­στη­μα ανά­με­σα στα Χρι­στού­γεν­να και στα Φώτα στο λαϊ­κό εορ­το­λό­γιο ονο­μά­ζε­ται Δωδε­κα­ή­με­ρο. Αυτή η περί­ο­δος ήταν πλού­σια σε παρα­δό­σεις και έθι­μα ειδω­λο­λα­τρι­κά με κατα­γω­γή από τις ρωμαϊ­κές γιορ­τές, οι οποί­ες είχαν ήδη ενσω­μα­τώ­σει πολ­λά στοι­χεία της αρχαί­ας ελλη­νι­κής λατρεί­ας και πολ­λά έθι­μα της Ανα­το­λής. Οι ρωμαϊ­κές γιορ­τές αυτής της περιό­δου ήταν τα Σατουρ­νά­λια (γιορ­τή προς τιμήν του θεού Saturnus, αντί­στοι­χο με τον Κρό­νο των Ελλή­νων), το «Γενέ­θλιον του αήτ­τη­του Ηλί­ου», η πρώ­τη των Kαλέν­δων (η πρώ­τη Γενά­ρη) ήταν πεν­θή­με­ρη και γιορ­τα­ζό­ταν με ιδιαί­τε­ρη λαμπρό­τη­τα (στις Καλέν­δες γινό­ταν και η εγκα­τά­στα­ση των και­νού­ριων αρχών) και τα Vota Publica (δηλα­δή οι δημό­σιες ευχές) στις 3 Γενά­ρη, οπό­τε οι ύπαρ­χοι ορκί­ζο­νταν στο λαό να φυλά­ξουν τους νόμους και να κυβερ­νή­σουν δίκαια. Τα έθι­μα που ήταν συν­δε­δε­μέ­να με αυτές τις γιορ­τές ήταν βαθιά ριζω­μέ­να στη ζωή του λαού, ο οποί­ος δεν ήταν καθό­λου δια­τε­θει­μέ­νος να τα απο­χω­ρι­στεί. Ετσι επι­βί­ω­σαν στους πρώ­τους αιώ­νες επι­κρά­τη­σης του χριστιανισμού.

Η χρι­στια­νι­κή Εκκλη­σία από την αρχή πήρε έντο­να εχθρι­κή στά­ση απέ­να­ντι στις ειδω­λο­λα­τρι­κές αυτές γιορ­τές. Οπως έγι­νε στις περισ­σό­τε­ρες δημο­φι­λείς ειδω­λο­λα­τρι­κές γιορ­τές, οι πατέ­ρες της Εκκλη­σί­ας έκα­ναν το μεγά­λο ιστο­ρι­κό συμ­βι­βα­σμό, τις ταύ­τι­σαν με δικές τους εφευ­ρέ­σεις και επε­τεί­ους: τα Χρι­στού­γεν­να, τη γιορ­τή του Αγί­ου Βασι­λεί­ου και των Φώτων. Επέ­τρε­ψαν έτσι να ενσω­μα­τω­θούν σε αυτές τις χρι­στια­νι­κές γιορ­τές τα πατρο­πα­ρά­δο­τα λαϊ­κά έθι­μα αυτής της περιό­δου. Ευνό­η­σαν και την ταύ­τι­ση του βασι­λιά των Σατουρ­να­λί­ων, έφο­ρου των τυχε­ρών παι­χνι­διών, με τον Μέγα Βασί­λειο (στη­ρι­ζό­με­νοι και στην παρε­τυ­μο­λο­γία Βασί­λης — βασι­λιάς). Ετσι ο σεπτός Μέγας Βασί­λειος, με το πλού­σιο κοι­νω­νι­κό έργο και την ευρύ­τα­τη μόρ­φω­ση, έγι­νε έφο­ρος των τυχε­ρών παι­χνι­διών και μπο­ρού­σε να φανε­ρώ­νει στους ανθρώ­πους την τύχη τους… Από­δει­ξη το φλου­ρί της βασι­λό­πι­τας, αλλά και ένα σωρό άλλες μαντι­κές πρά­ξεις που εντο­πί­ζο­νται την ημέ­ρα της γιορ­τής του και ποι­κίλ­λουν από τόπο σε τόπο.

 

Τα κάλα­ντα

Τα κάλα­ντα είναι τα ευχε­τή­ρια και εγκω­μια­στι­κά ή εορ­τα­στι­κά άσμα­τα που τρα­γου­δούν τα παι­διά στις γιορ­τές του Δωδεκαημέρου…

Οι ρίζες τους φτά­νουν μέχρι τον Όμη­ρο. Τότε κατά τις Νου­μη­νί­ες (αρχαιο­ελ­λη­νι­κή πρω­το­χρο­νιά όπου ψέλ­νο­νταν αντί­στοι­χα ευχε­τι­κά άσμα­τα), ομά­δες παι­διών γύρι­ζαν από σπί­τι σε σπί­τι με ένα κλα­δί ελιάς ή δάφ­νης, δια­κο­σμη­μέ­νο με μαλ­λί (έριο, εξ ου και ειρε­σιώ­νη), καρ­πούς, φια­λί­δια με μέλι, λάδι και κρα­σί… Τρα­γου­δού­σαν για την καλή σοδειά, καλω­σο­ρί­ζο­ντας τα χελι­δό­νια, τους πρώ­τους οιω­νούς της άνοι­ξης και εύχο­νταν στους νοι­κο­κύ­ρη­δες «πλού­τον», «ευφρο­σύ­νην», «ειρή­νην αγα­θήν»… Ο νοι­κο­κύ­ρης απα­ντού­σε στις ευχές ανοί­γο­ντας το κελά­ρι του και φιλεύ­ο­ντας τα παι­διά με ό,τι καλό είχε το σπι­τι­κό του… Κι αν αργού­σε το φίλε­μα, τα παι­διά συνέ­χι­ζαν: «Ει μεν τι δώσεις ει δε μη, ουχ εστή­ξο­μεν ου γαρ συνοι­κή­σο­ντες ενθάδ’ ήλθο­μεν…» («Είτε μας δώσεις κάτι, είτε όχι, εμείς δεν θα καθί­σου­με διό­τι δεν ήλθα­με να συγκα­τοι­κή­σου­με εδώ…»).

Από τον Όμη­ρο στη ρωμαϊ­κή επο­χή κατά την οποία οι γιορ­τές αυτής της περιό­δου έχουν ενσω­μα­τώ­σει πολ­λά στοι­χεία της αρχαιο­ελ­λη­νι­κής λατρεί­ας και έθι­μα της Ανα­το­λής. Από τη ρωμαϊ­κή επο­χή στο Βυζά­ντιο, στα χρό­νια της τουρ­κο­κρα­τί­ας, έφτα­σαν ως τις μέρες μας ενσω­μα­τω­μέ­να πλέ­ον στη λαϊ­κή χρι­στια­νι­κή παράδοση

Η λέξη προ­έρ­χε­ται από τη λατι­νι­κή Calandae που σημαί­νει πρώ­τη του μήνα. Τα κάλα­ντα του Αϊ-Βασί­λη και των Χρι­στου­γέν­νων είναι η πρώ­τη των Καλέν­δων των Ρωμαί­ων (στο ελλη­νι­κό ημε­ρο­λό­γιο οι καλέν­δες ήταν άγνω­στες, γι’ αυτό κάθε ανα­βαλ­λό­με­νο ζήτη­μα το μετα­θέ­του­με στις ελλη­νι­κές καλέν­δες), γιορ­τή που συνε­χί­ζει με εξί­σου θεα­μα­τι­κές λαϊ­κές εκδη­λώ­σεις τις αντί­στοι­χες ειδω­λο­λα­τρι­κές των Νου­μη­νιών. Ιδιαί­τε­ρα γιορ­τά­ζο­νταν οι Καλέν­δες του Ιανουα­ρί­ου, που από τα μέσα του 1ου αιώ­να μ.Χ. είχαν καθιε­ρω­θεί ως η πρώ­τη ημέ­ρα του χρόνου

Με την αρχή του χρό­νου άρχι­ζε η θητεία των υπά­των, οι οποί­οι σε σχε­τι­κή πομπή στους δρό­μους σκορ­πού­σαν νομί­σμα­τα που αρχι­κά ήταν χρυ­σά, αλλά αργό­τε­ρα έγι­ναν αση­μέ­νια. Είναι αυτο­νό­η­το ότι στο μάζε­μα αυτών των νομι­σμά­των γινό­ταν ο… χαμός. Νομί­σμα­τα μικρής αξί­ας συνέ­λε­γαν και τα παι­διά που περιέρ­χο­νταν τα σπί­τια συγ­γε­νών και φίλων για να ευχη­θούν. Ετσι γεν­νή­θη­καν τα κάλαντα…

Λόγω του ειδω­λο­λα­τρι­κού τους παρελ­θό­ντος η 6η Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος, που εξέ­φρα­ζε την ύψι­στη αυθε­ντία, στα 692 μ.Χ., ανέ­λα­βε να απο­κα­θά­ρει το βίο των πιστών. Κατα­δί­κα­σε και απα­γό­ρευ­σε «τας εορ­τάς και πανη­γύ­ρεις ευω­χί­ας των Εθνι­κών, κατά την 1ην Ιανουα­ρί­ου, τας καλου­μέ­νας Καλέν­δας Ιανουα­ρί­ου». Τα έθι­μα όμως απο­δεί­χτη­καν πιο δυνα­τά από τις εγκυ­κλί­ους, γι’ αυτό και οι πατέ­ρες της Εκκλη­σί­ας, που απέ­τρε­παν τη συμ­με­το­χή ή απα­γό­ρευαν αυτό το έθι­μο, τα ταύ­τι­σαν με χρι­στια­νι­κές γιορτές.

Την πρώ­τη μαρ­τυ­ρία για τα εκχρι­στια­νι­σμέ­να κάλα­ντα τη δίνει ο Ιωάν­νης Τζέ­τζης το 12ο αι. ανα­φε­ρό­με­νος στους Μηνα­γύρ­τες, που αντι­στοι­χούν στους σημε­ρι­νούς καλαντιστές:

Οπό­σοι περι­τρέ­χου­σι χώρας και προσαιτούσι

και όσοι κατ’ αρχί­μη­νον του Ιανουαρίου

και του Χρι­στού γεν­νή­σει και Φώτων τη ημέρα

οπό­σοι περι­τρέ­χου­σι τας θύρας προσαιτούντες

μετά ωδών ή επω­δών ή λόγων εγκωμίων

Ο εορ­τα­στι­κός άρτος βαφτί­στη­κε βασιλόπιτα

Το ειδι­κό παρα­σκεύ­α­σμα που στο­λί­ζει το πρω­το­χρο­νιά­τι­κο τρα­πέ­ζι είναι η βασι­λό­πι­τα (η πίτα του Αγί­ου Βασι­λεί­ου) που σε κάθε τόπο παρα­σκευά­ζε­ται δια­φο­ρε­τι­κά. Από το κόψι­μο της πίτας αυτής μαθαί­νου­με ποια τύχη προ­α­ναγ­γέλ­λε­ται για την οικο­γέ­νεια και ποιος θα είναι ο τυχε­ρός του σπι­τιού για τον επό­με­νο χρόνο…

Το έθι­μο αυτό ανά­γε­ται στη γιορ­τή των Κρο­νί­ων των αρχαί­ων Ελλή­νων, Σατουρ­νά­λια τη ρωμαϊ­κή επο­χή. Μια συνή­θεια αυτής της γιορ­τής ήταν η ανά­δει­ξη με κλή­ρο του «βασι­λιά των Σατουρ­να­λί­ων» που μπο­ρού­σε να είναι και άση­μος πολί­της ή δού­λος. Ο τίτλος αυτός του έδι­νε τιμές και δόξα και του επέ­τρε­πε μεγά­λες ελευ­θε­ρί­ες. Αυτή η γιορ­τή πέρα­σε στους Βυζα­ντι­νούς και σε άλλους λατι­νο­γε­νείς λαούς. Στην Αγγλία, για παρά­δειγ­μα, στα Θεο­φά­νια έκα­ναν μια πίτα και μέσα της έβα­ζαν ένα φασό­λι και ένα αμύ­γδα­λο ή νόμι­σμα. Οποιος το έβρι­σκε στο κομ­μά­τι του θεω­ρού­νταν βασι­λιάς και διηύ­θυ­νε τη δια­σκέ­δα­ση της βρα­διάς… Σύμ­φω­να με τη λαϊ­κή πίστη μέσα στο χρό­νο θα παντρευό­ταν. Τέλος, η βασι­λό­πι­τα πρέ­πει να συσχε­τι­στεί και με τον εορ­τα­στι­κό άρτο της ελλη­νι­κής αρχαιό­τη­τας, που προ­σφε­ρό­ταν στους θεούς ως απαρ­χή σε μεγά­λες αγρο­τι­κές γιορτές.

Η χρι­στια­νι­κή παρά­δο­ση που συν­δέ­ει τον Μέγα Βασί­λειο με τη βασι­λό­πι­τα ξεκι­νά τον 9ο αιώ­να. Και αυτή είναι η κυρί­αρ­χη εκδο­χή που ανα­πα­ρά­γε­ται σήμε­ρα, στην προ­σπά­θεια να πει­στού­με πως πρό­κει­ται για γιορ­τή και έθι­μο βυζα­ντι­νής προέλευσης.

Η σχε­τι­κή παρά­δο­ση έχει πολ­λές παραλ­λα­γές. Η πιο δια­δε­δο­μέ­νη λέει ότι κάπο­τε στην Και­σα­ρεία, όπου επί­σκο­πος ήταν ο Μέγας Βασί­λειος, ήλθε ο έπαρ­χος της Καπ­πα­δο­κί­ας με άγριες δια­θέ­σεις για να εισπρά­ξει φόρους. Ο Μέγας Βασί­λειος ζήτη­σε από τους κατοί­κους της πόλης να μαζέ­ψουν ό,τι χρυ­σα­φι­κά μπο­ρού­σαν, προ­κει­μέ­νου να του τα παρα­δώ­σουν. Πράγ­μα­τι συγκε­ντρώ­θη­καν πολ­λά τιμαλ­φή. Κατά την παρά­δο­ση όμως είτε επει­δή μετά­νιω­σε ο έπαρ­χος, είτε (κατ’ άλλους) επει­δή εκ θαύ­μα­τος ο Αγιος Μερ­κού­ριος με πλή­θος αγγέ­λων απο­μά­κρυ­νε το στρα­τό του, ο έπαρ­χος απάλ­λα­ξε την πόλη. Προ­κει­μέ­νου λοι­πόν ο Μέγας Βασί­λειος να επι­στρέ­ψει τα τιμαλ­φή στους δικαιού­χους, μη γνω­ρί­ζο­ντας σε ποιον ανή­κει τι, έδω­σε εντο­λή να παρα­σκευα­στούν μικροί άρτοι εντός των οποί­ων τοπο­θέ­τη­σε ανά ένα τα νομί­σμα­τα ή τιμαλ­φή και τα διέ­νει­με στους κατοί­κους την επο­μέ­νη του εκκλη­σια­σμού. Ετσι συνε­χί­σθη­κε η παρά­δο­ση αυτή, κατά τη μνή­μη της ημέ­ρας του θανά­του του.

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το fractalart

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο