Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ειρήνη Παπά: Εμβληματική ηθοποιός, λιτή, δωρική μορφή, σύμβολο της ελληνικής ομορφιάς

Έφυ­γε από τη ζωή σε ηλι­κία 96 ετών η εμβλη­μα­τι­κή ηθο­ποιός Ειρή­νη Παπά. Λιτή, δωρι­κή μορ­φή, σύμ­βο­λο της ελλη­νι­κής ομορ­φιάς, διά­ση­μη εκπρό­σω­πος του μεσο­γεια­κού πολι­τι­σμού στο εξω­τε­ρι­κό, χαρι­σμα­τι­κή και δυνα­μι­κή γυναί­κα, η Ειρή­νη Παπά έγι­νε διε­θνώς γνω­στή για τις υπο­κρι­τι­κές της ικα­νό­τη­τές και το πνεύ­μα της. Στη στα­διο­δρο­μία της, ανα­με­τρή­θη­κε με σημα­ντι­κούς γυναι­κεί­ους ρόλους του θεά­τρου και του κινη­μα­το­γρά­φου, ενσαρ­κώ­νο­ντας πλή­ρως τη δύνα­μη τής αρχαί­ας τραγωδίας.

Η Ειρή­νη Παπά (το πραγ­μα­τι­κό όνο­μα της οποί­ας ήταν Ειρή­νη Λελέ­κου), γεν­νή­θη­κε στις 3 Σεπτεμ­βρί­ου του 1926 στο Χιλιο­μό­δι Κοριν­θί­ας, όπου πέρα­σε τα παι­δι­κά της χρό­νια. Οι γονείς της ήταν δάσκα­λοι και είχε τρεις αδελ­φές. Η εφη­βεία της, τη βρί­σκει στην Αθή­να να παρα­κο­λου­θεί μαθή­μα­τα υπο­κρι­τι­κής στην Εθνι­κή Σχο­λή Κλασ­σι­κού Θεά­τρου. Στα 15 της έχει ήδη πάρει τον καλ­λι­τε­χνι­κό της δρό­μο, αφού εργα­ζό­ταν σαν ραδιο­φω­νι­κή παρα­γω­γός, τρα­γου­δί­στρια και χορεύ­τρια. Σε ηλι­κία 18 χρό­νων παντρεύ­ε­ται τον συγ­γρα­φέα ‘Αλκη Παπά, και παρό­λο που ο γάμος τους δεν κρά­τη­σε πολύ, η ηθο­ποιός δια­τή­ρη­σε το επί­θε­το με το οποίο έγι­νε παγκο­σμί­ως γνωστή.

Στα πρώ­τα της βήμα­τα στο θεα­τρι­κό σανί­δι συμ­με­τέ­χει σε παρα­γω­γές του Εθνι­κού Θεά­τρου. Το ξεχω­ρι­στό της ταλέ­ντο και οι εξαι­ρε­τι­κές της ερμη­νεί­ες σε αρχαί­ες τρα­γω­δί­ες, όπως «Μήδεια» και «Ηλέ­κτρα», δεν αργούν να την κάνουν διά­ση­μη. Η αγά­πη και ο σεβα­σμός της ηθο­ποιού για το αρχαίο δρά­μα ήταν μεγά­λη. Όταν απο­φά­σι­σε να στα­μα­τή­σει να ερμη­νεύ­ει τέτοιους ρόλους, δήλω­σε σε συνέ­ντευ­ξή της στην εφη­με­ρί­δα «Αβε­νί­ρε», της Ρώμης: «Απο­φά­σι­σα ότι δε θα παί­ξω πια, διό­τι η τρα­γω­δία συνε­πά­γε­ται μια τερά­στια ευθύ­νη. Και ο φόβος ότι θα μπο­ρού­σα να μην αντα­πε­ξέλ­θω, θα με έκα­νε να νιώ­σω πολύ άσχημα».

Στον τελευ­ταίο της χρό­νο στη σχο­λή, ο Αλέ­κος Σακελ­λά­ριος την είδε να παί­ζει στον Μάκ­βεθ. Ο ίδιος, της ζήτη­σε να βγει στην επι­θε­ώ­ρη­ση. Και παρό­λο που ήταν εκ δια­μέ­τρου αντί­θε­το με εκεί­νη και την κλασ­σι­κή παι­δεία της, είπε το «ναι». Το ντε­μπού­το της στο σινε­μά γίνε­ται το 1948 στην ται­νία «Χαμέ­νοι ‘Αγγε­λοι» σε σκη­νο­θε­σία Νίκου Τσι­φό­ρου. Το 1951 έρχε­ται η «Νεκρή Πολι­τεία», του Φρί­ξου Ηλιά­δη, με συμπρω­τα­γω­νι­στή τον Γιώρ­γο Φού­ντα. Η ται­νία συμ­με­τέ­χει στο Φεστι­βάλ Καν­νών και όλοι μένουν άφω­νοι, ανα­γνω­ρί­ζουν αυτό το νέο πρό­σω­πο ως κάτο­χο μίας μοναδικότητας.

Το 1962 συνερ­γά­στη­κε με τον Μιχά­λη Κακο­γιάν­νη και πρω­τα­γω­νί­στη­σε στην κινη­μα­το­γρα­φι­κή μετα­φο­ρά της «Ηλέ­κτρας» του Ευρι­πί­δη μαζί με τον Γιάν­νη Φέρ­τη, την Αλέ­κα Κατσέ­λη και τον Μάνο Κατρά­κη. Η ται­νία συνο­λι­κά κέρ­δι­σε 24 βρα­βεία και τιμη­τι­κές δια­κρί­σεις, ανά­με­σά τους και τα βρα­βεία καλύ­τε­ρης κινη­μα­το­γρα­φι­κής μετα­φο­ράς και ηχη­τι­κής επέν­δυ­σης στο Φεστι­βάλ των Καν­νών (1962).

Η Ειρή­νη Παπά είχε πάρει μέρος σε περισ­σό­τε­ρες από 80 ται­νί­ες, με γυρί­σμα­τα σε όλο τον κόσμο (Τσι­νε­τσι­τά, Χόλι­γουντ, Γιου­γκο­σλα­βία, Λίβα­νος, Μαρό­κο, Βρα­ζι­λία, Αυστρα­λία, Πορ­το­γα­λία κ.α.) έχο­ντας στο πλευ­ρό της συμπρω­τα­γω­νι­στές , μετα­ξύ άλλων, τους Μάρ­λον Μπρά­ντο, Ιβ Μοντάν, Γκρέ­γκο­ρι Πεκ, ‘Αντο­νι Κουίν, Ρίτσαρντ Μπάρ­τον, Τζαν Μαρία Βολο­ντέ, Τζέιμς Κάγκνεϊ. Εκτός από τις επι­τυ­χη­μέ­νες μετα­φο­ρές των τρα­γω­διών, οι πιο γνω­στές ται­νί­ες της είναι η αξέ­χα­στη υπερ­πα­ρα­γω­γή του Χόλι­γουντ «Τα κανό­νια του Ναβα­ρό­νε», όπου ενσαρ­κώ­νει τον ρόλο της αγω­νί­στριας Μαρί­ας Παπα­δή­μου (1961) και ο «Αλέ­ξης Ζορ­μπάς», που κρα­τά το ρόλο της Χήρας (1964).

Το έντο­νο βλέμ­μα της, οι καθα­ρές γραμ­μές του προ­σώ­που της, τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά «Καρυά­τι­δας», τίτλος που την ακο­λού­θη­σε σε όλη την καριέ­ρα της, και η έντο­νη προ­σω­πι­κό­τη­τά της, κατα­κτούν το διε­θνές κοι­νό και τους Αμε­ρι­κα­νούς παρα­γω­γούς. Για την ται­νία με πρω­τα­γω­νι­στή τον αεί­μνη­στο ‘Αντο­νι Κουίν, οι δημο­σιο­γρά­φοι της επο­χής την «επαι­νούν» αλλά και την «υμνούν» για την ερμη­νεία της. Η ίδια η ηθο­ποιός έχει δηλώ­σει για τους ρόλους που επέ­λε­γε: «Ποτέ δεν θέλη­σα να παί­ξω αισθη­σια­κούς ρόλους ή ρόλους επι­θυ­μη­τών γυναι­κών. Αυτό που ήθε­λα πάντα είναι να παί­ζω εμέ­να, δηλα­δή την ανε­ξάρ­τη­τη αγωνίστρια».

Η μια επι­τυ­χία δια­δέ­χε­ται την άλλη και η Ειρή­νη Παπά βρί­σκε­ται για πολ­λές δεκα­ε­τί­ες στο διε­θνές κινη­μα­το­γρα­φι­κό προ­σκή­νιο. Η επι­βε­βαί­ω­ση για τη σκλη­ρή της δου­λειά και το ταλέ­ντο της, έρχε­ται το 1969 με την ται­νία «Ζ», του Κώστα Γαβρά η οποία κερ­δί­ζει το Όσκαρ καλύ­τε­ρης ξενό­γλωσ­σης ταινίας.

Το θεα­τρι­κό της ντε­μπού­το στη σκη­νή του Μπρό­ντ­γου­ει, πραγ­μα­το­ποιεί­ται το 1967 με το έργο «Εκεί­νο το καλο­καί­ρι, εκεί­νο το φθι­νό­πω­ρο» στο πλευ­ρό του Γιον Βόιντ (του πατέ­ρα της Αντζε­λί­να Τζό­λι) ενώ αργό­τε­ρα τη συνα­ντά­με να ερμη­νεύ­ει την Ελέ­νη στις «Τρω­ά­δες» (1972) και την Κλυ­ται­μνή­στρα στην «Ιφι­γέ­νεια» (1977)σε σκη­νο­θε­σία του Μιχά­λη Κακο­γιάν­νη. Στις «Τρω­ά­δες», που γυρί­στη­κε στα αγγλι­κά με ξένους ηθο­ποιούς, η Παπά γνώ­ρι­σε τη συμπρω­τα­γω­νί­στριά της Κάθριν Χέμπορν, που ενσάρ­κω­σε την Εκά­βη, με την οποία ανέ­πτυ­ξαν δυνα­τή φιλία. Μάλι­στα η Χέμπορν δήλω­νε δημό­σια ότι η Παπά είναι μια από τις καλύ­τε­ρες ηθο­ποιούς του σινεμά.

Το 1972 εμφα­νί­ζε­ται στο πλευ­ρό τού, αργό­τε­ρα βρα­βευ­μέ­νου με όσκαρ Έλλη­να συν­θέ­τη Βαγ­γέ­λη Παπα­θα­να­σί­ου. Την πεί­θει να δοκι­μά­σει το ταλέ­ντο της στο τρα­γού­δι. Η Ειρή­νη Παπά ηχο­γρα­φεί μαζί του το «666», τελευ­ταίο άλμπουμ του μου­σι­κού συγκρο­τή­μα­τος «Aphrodite’s Child», με ανα­φο­ρές στην «Απο­κά­λυ­ψη του Ιωάν­νη» και στι­χουρ­γι­κή συμ­βο­λή του σκη­νο­θέ­τη Κώστα Φέρ­ρη. Ακο­λου­θούν άλλες δύο συνερ­γα­σί­ες της με τον Βαγ­γέ­λη Παπα­θα­να­σί­ου: οι «Ωδές» με ελλη­νι­κά δημο­τι­κά τρα­γού­δια δια­σκευα­σμέ­να από τον Vangelis και οι «Ραψω­δί­ες» με ύμνους της Μεγά­λης Εβδομάδας.

Οι δεσμοί της Ειρή­νης Παπά με το ιτα­λι­κό κοι­νό χρο­νο­λο­γού­νται από τη δεκα­ε­τία του ’60, όταν η Ελλη­νί­δα ηθο­ποιός πρω­τα­γω­νι­στού­σε σε διε­θνείς παρα­γω­γές με έντο­νο ελλη­νι­κό χρώ­μα. Το 1968 ήρθε ο ρόλος της Πηνε­λό­πης στην «Οδύσ­σεια» του Φράν­κο Ρόσι για λογα­ρια­σμό της ιτα­λι­κής τηλε­ό­ρα­σης. Η παρου­σία της σε μία εξαι­ρε­τι­κά δημο­φι­λή σει­ρά την καθιέ­ρω­σε ως σύμ­βο­λο της ελλη­νι­κής ομορ­φιάς. Οι δεσμοί ενι­σχύ­θη­καν με συμ­με­το­χές της Ειρή­νης Παπά σε θεα­τρι­κές και τηλε­ο­πτι­κές παρα­γω­γές στην Ιταλία.

Η προ­σφο­ρά της Ειρή­νης Παπά στην τέχνη έχει ανα­γνω­ρι­στεί πολ­λές φορές τόσο εντός όσο και εκτός Ελλά­δας, μέσα από τις αμέ­τρη­τες δια­κρί­σεις που έχει λάβει κατά και­ρούς. Εκτός από το Όσκαρ που κέρ­δι­σε το 1969 για την ερμη­νεία της στην ται­νία «Ζ» του Κώστα Ζαβρά, έχει λάβει πολ­λά σημα­ντι­κά βρα­βεία. Το 1995 τιμή­θη­κε με το Παρά­ση­μο του Ταξιάρ­χη του Τάγ­μα­τος του Φοί­νι­κος από τον Πρό­ε­δρο της Ελλη­νι­κής Δημο­κρα­τί­ας Κωστή Στε­φα­νό­που­λο. Το 2000 της απο­νε­μή­θη­κε ο τίτλος της «Γυναί­κας της Ευρώ­πης» για την προ­σφο­ρά της στην προ­ώ­θη­ση της ευρω­παϊ­κής πολι­τι­σμι­κής ταυτότητας.

Το 2008 βρα­βεύ­τη­κε με το «Διε­θνές Βρα­βείο για τον Πολι­τι­σμό» από την οργά­νω­ση Premio Roma στο αρχαίο θέα­τρο της «Όστια Αντί­κα», λίγα χιλιό­με­τρα έξω από την ιτα­λι­κή πρω­τεύ­ου­σα. Πρό­κει­ται για μία εξαι­ρε­τι­κά τιμη­τι­κή διά­κρι­ση, καθώς το συγκε­κρι­μέ­νο βρα­βείο έχει απο­νε­μη­θεί κατά το παρελ­θόν σε ποντί­φι­κες και στον δήμαρ­χο της Ρώμης Βάλ­τερ Βελ­τρό­νι, ανά­με­σα σε άλλους. Όταν ανέ­βη­κε στη σκη­νή για να παρα­λά­βει το βρα­βείο της είχε δηλώ­σει με εμφα­νή συγκί­νη­ση: «Δεν ξέρω αν πρέ­πει να γελά­σω ή να κλά­ψω, μπο­ρώ μόνο να πω ότι η Αθή­να θα είναι πάντα η μητέ­ρα μου, αλλά η Ρώμη, παράλ­λη­λα, είναι δεύ­τε­ρη μητέ­ρα μου, από ξεκά­θα­ρη επι­λο­γή μου».

Το 2009 η Ελλη­νί­δα ηθο­ποιός τιμή­θη­κε με το «Χρυ­σό Λέο­ντα» της 40ης Μπιεν­νά­λε Θεά­τρου Βενε­τί­ας, ύστε­ρα από πρό­τα­ση του διευ­θυ­ντή της διορ­γά­νω­σης, του γνω­στού σκη­νο­θέ­τη, Μαου­ρί­τσιο Σκα­πάρ­ρο. Εκεί­νη ευχα­ρι­στώ­ντας για το βρα­βείο, τόνι­σε, ότι «προ­τι­μά να της παρέ­χο­νται τα ανα­γκαία οικο­νο­μι­κά μέσα για να μπο­ρεί να συνε­χί­σει να δημιουρ­γεί στο χώρο του θεά­τρου». Ανα­φε­ρό­με­νη στην αρχαία τρα­γω­δία, υπο­γράμ­μι­σε: «Τα έργα αυτά με συγκι­νού­σαν από τα δώδε­κά μου χρό­νια. Εξα­κο­λου­θώ να πιστεύω ότι είναι επί­και­ρα όσο ποτέ, καθρέ­φτης της κοι­νω­νί­ας μας και των όποιων αντι­φά­σε­ών της».

Την ίδια χρο­νιά, η Ειρή­νη Παπά ήταν ανά­με­σα στους 260 καλ­λι­τέ­χνες από όλο τον κόσμο, που προ­σκά­λε­σε ο Πάπας Βενέ­δι­κτος στην Καπέ­λα Σιξ­τί­να του Βατι­κα­νού, για να τους ζητή­σει «να μετα­δώ­σουν με την τέχνη τους το μήνυ­μα του Θεού».

Στο «Σχο­λεί­ον της Αθή­νας- Ειρή­νη Παπά» (που στε­γά­ζε­ται σήμε­ρα η Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου) στην οδό Πει­ραιώς, εκεί που η σπου­δαία ηθο­ποιός ονει­ρεύ­τη­κε από τη δεκα­ε­τία του ’80 να ιδρύ­σει ένα σχο­λείο θεά­τρου, γιόρ­τα­σαν τον Σεπτέμ­βριο του 2018 τα γενέ­θλια της, το Ιτα­λι­κό Μορ­φω­τι­κό Ινστι­τού­το μαζί με το Εθνι­κό Θέα­τρο της Ελλά­δας και το Ίδρυ­μα Κακο­γιάν­νη σε μια ελλη­νοϊ­τα­λι­κή γιορ­τή με προ­βο­λή της ται­νί­ας «Οδύσ­σεια» (1968) του Φράν­κο Ρόσι- μια παρα­γω­γή της Rai, με την ίδια στο ρόλο της Πηνελόπης.

Κώστας Καρυω­τά­κης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο