Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εις το Μενίδι μια φορά…!

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Η στρά­τα της μοί­ρας μου με έσερ­νε και με σέρ­νει χρό­νια πολ­λά τώρα, στ’ ασβε­στω­μέ­να (πρώ­ην) στε­νο­σό­κα­κα του Μενι­διού, λιμνά­ζο­ντας σε σπί­τια φίλων με ανοι­χτό­πορ­τες αυλές, μ’ αγιό­κλη­μα, νυχτο­λού­λου­δο και για­σε­μί, κι απλω­μέ­νη την κλη­μα­τα­ριά με την πυκνή φυλ­λω­σιά και τους κέρι­νους καρ­πούς που μέστω­σαν όλο και πιο πολύ από λιο­χά­ρα­μα σε λιοχάραμα.

……..

Οι γει­το­νιές στις λαϊ­κές συνοι­κί­ες της Αθή­νας είχα­νε πεθάνει.

Ο κόσμος κλεί­νε­ται στο δια­μέ­ρι­σμα του και δεν έχει και μια καλη­μέ­ρα με τον διπλα­νό του. Μέσο επι­κοι­νω­νί­ας μονα­χά το θυρο­τη­λέ­φω­νο. Απο­μο­νω­μέ­νος, απο­ξε­νω­μέ­νος, έρη­μος βαρύς και μόνος ο άνθρω­πος πνιγ­μέ­νος στα προ­βλή­μα­τα του πίνει μεγά­λες απο­χαυ­νω­τι­κές δόσεις, να χορ­τά­σει την πνευ­μα­τι­κή του ανε­πάρ­κεια στα σκου­πί­δια της τηλεόρασης.

Μας λεί­πει λοι­πόν, η γει­το­νιά. Και το Μενί­δι ήταν ακό­μα γειτονιά.

Ανα­ζη­τώ­ντας λίγα ψήγ­μα­τα επι­κοι­νω­νί­ας και ζεστα­σιάς, κάποιο απο­κού­μπι, ανθρώ­πι­νη στορ­γή και συμπό­νοια, τον λόγο τον αλη­θι­νό και τον απέ­ριτ­το της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, για ένα καφέ, για ένα ποτή­ρι κρύο νερό για μια κού­πα γλυ­κό κρα­σί, ζητού­σε τη συντρο­φιά του γεί­το­να μέσα στο ίδιο το σπι­τι­κό του κι όχι στους καφε­νέ­δες και τις ταβέρ­νες της πλα­τεί­ας, να πει τον πόνο του πλάι στ’ αναμ­μέ­νο τζάκι…

«Αχ ο θάνα­τος με καρτεράει

Αχ πριν να φτά­σω ακό­μα στη Γκόρ­ντα­βα» (Λόρ­κα)

Τώρα σκο­τά­δι… τώρα σιω­πή. Τώρα το Μενί­δι πρε­ζο­κρα­τεί­ται, αστυ­νο­μι­κοί και­ρο­φυ­λα­χτού­νε στις γωνιές των δρόμων.Τώρα ο αγέ­ρας είναι μολυ­σμέ­νος. Τα πράγ­μα­τα πια έχουν αλλά­ξει στο χει­ρό­τε­ρο. Κακό­τε­χνες πολυ­κα­τοι­κί­ες αντα­γω­νί­ζο­νται το ύψος της Πάρ­νη­θας κρύ­βο­ντας τα πάθη και την οργή.

Τώρα ο κίν­δυ­νος και­ρο­φυ­λα­χτεί στα σταυ­ρο­δρό­μια και μια αδέ­σπο­τη σφαί­ρα πλα­νιέ­ται πάνω από το σχο­λείο και καρ­φώ­νε­ται στο κεφα­λά­κι ενός μικρού παι­διού φέρ­νο­ντας τον θάνατο.

Τώρα ο σταθ­μός του τραί­νου, κόσμη­μα και στο­λί­δι μιας επο­χής, κυριαρ­χεί­ται από μικρο­συμ­μο­ρί­ες κακο­ποιών κι άλλων στοι­χεί­ων ναρ­κο­μα­νών και δια­κι­νη­τών πρέζας.

……….

Ο κόσμος φοβι­σμέ­νος κι αγα­να­κτι­σμέ­νος απει­λεί πως δεν πάει άλλο και θα πάρει ο ίδιος την τύχη στα χέρια του.

Βρώ­μι­κη και σάπια κοι­νω­νία ζαί­νει ανα­τρι­χί­λα και ανα­θυ­μιά­σεις κάν­να­βης και ηρω­ί­νης. Ανα­κυ­κλω­μέ­νο έγκλη­μα χωρίς τέλος κι αρχή. Σημά­δι πολι­τι­κής ανε­πάρ­κειας σε χέρια ανά­ξια. Σημά­δι διε­φθαρ­μέ­νου, φθαρ­μέ­νου  και κακο­γε­ρα­σμέ­νου πολι­τι­κού συστή­μα­τος, που δεν χρειά­ζε­ται πια και πρέ­πει ν’ αντικατασταθεί.

………

…Κι εγώ να σιγο­τρα­γου­δώ… Για το κορί­τσι μου που Αγα­πού­σα Εις το Μενί­δι μια φορά.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο