Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του δάσκαλου, του αγωνιστή, του κομμουνιστή Βασ. Διαμαντόπουλου

Τερά­στιο υπο­κρι­τι­κό ταλέ­ντο, έντο­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα, ανυ­πο­χώ­ρη­τος, αντι­συμ­βα­τι­κός, πάντα μάχι­μος, ιδε­ο­λό­γος και δάσκα­λος μέχρι το τέλος, που ποιού­σε ήθος και αυτό το ανα­γνώ­ρι­σαν όσοι τον γνώ­ρι­σαν, και κυρί­ως οι νέοι που υπε­ρα­γα­πού­σε και τους πίστευε. Ο Βασί­λης Δια­μα­ντό­που­λος είναι ένα από τα σπά­νια παρα­δείγ­μα­τα καλ­λι­τέ­χνη, ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους ηθο­ποιούς της χρυ­σής μετα­πο­λε­μι­κής γενιάς, που άφη­σε το δικό του απο­τύ­πω­μα στο θέα­τρο και στον κινη­μα­το­γρά­φο, ενώ κατά­φε­ρε ακό­μη και μέσω της τηλε­ό­ρα­σης να περά­σει κάτι το ξεχω­ρι­στό, μακριά από τη συνη­θι­σμέ­νη μιζέ­ρια και τη φαιδρότητα.

Ο Βασί­λης Δια­μα­ντό­που­λος δεν υπήρ­ξε σταρ, δεν ήταν ωραί­ος, αρνή­θη­κε να μπει στον κύκλο της εμπο­ρι­κό­τη­τας, της ευκο­λί­ας, προ­τι­μώ­ντας να δίνει μάχες για την τέχνη και τη ζωή. Όπως έλε­γε «εγώ ευτυ­χώς δεν έχω πάψει να ονει­ρεύ­ο­μαι. Δεν έχω πάψει να θέλω. Βέβαια αυτό κοστί­ζει κόπους, δια­ψεύ­σεις, όμως αυτό δεν με πει­ρά­ζει. Το να αγω­νί­ζε­ται κανείς είναι κι αυτό μια ηδονή».

Αύριο συμπλη­ρώ­νο­νται 100 χρό­νια από τη γέν­νη­σή του (15 Νοεμ­βρί­ου 1920) και είναι μια ευκαι­ρία να θυμη­θού­με για ποιους λόγους ο Βασί­λης Δια­μα­ντό­που­λος παρα­μέ­νει ένα σύμ­βο­λο, ένα πρό­τυ­πο για την τέχνη, αλλά και για τους κοι­νω­νι­κούς αγώνες.

Από τη Νομική στον Κουν

Γεν­νή­θη­κε στον Πει­ραιά. Θα εγκα­τα­λεί­ψει τη Νομι­κή Αθη­νών για να ακο­λου­θή­σει το όνει­ρο τής υπο­κρι­τι­κής, μπαί­νο­ντας στη δρα­μα­τι­κή σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου. Γρή­γο­ρα θα εγκα­τα­λεί­ψει και τη “συμ­βα­τι­κή” σχο­λή του Εθνι­κού για να μπει στο σύμπαν του Κάρο­λου Κουν, όταν ο φωτι­σμέ­νος θεα­τράν­θρω­πος ιδρύ­ει τη δική του δρα­μα­τι­κή σχο­λή του Θεά­τρου Τέχνης το 1942.Την ίδια χρο­νιά θα παί­ξει στο Θέα­τρο Τέχνης την “Αγριό­πα­πια” του Ίψεν, ενώ μέχρι το 1949 που θα παρα­μεί­νει κοντά στον Κουν, θα παί­ξει περισ­σό­τε­ρους από 30 ρόλους που τον καθιέ­ρω­σαν ως πρω­τα­γω­νι­στή του θεάτρου.

Ο πρώτος Μαυρογιαλούρος

Θα συνερ­γα­στεί με τον θία­σο της κυρί­ας Κατε­ρί­νας, ενώ το 1950 προ­σε­λή­φθη στο Εθνι­κό Θέα­τρο για να πρω­τα­γω­νι­στή­σει στην αθά­να­τη κωμω­δία “Ανώ­μα­λος Προ­σγεί­ω­σις” των Σακελ­λά­ριου-Γιαν­να­κό­που­λου, στον ρόλο του Μαυ­ρο­για­λού­ρου, που γνω­ρί­σα­με όλοι στην κινη­μα­το­γρα­φι­κή επι­τυ­χία “Υπάρ­χει και Φιλό­τι­μο”. Θα ακο­λου­θή­σουν μία σει­ρά από επι­τυ­χί­ες στο θέα­τρο, απο­δί­δο­ντας με ευφυή τρό­πο κλα­σι­κά κεί­με­να, ενώ το 1958 θα είναι μία ιστο­ρι­κή στιγ­μή για τον ίδιο και το ελλη­νι­κό θέα­τρο, ιδρύ­ο­ντας το Νέο Θέα­τρο, μαζί με την τότε σύντρο­φό του, Μαρία Αλκαίου.

Μάθε Παιδί μου Γράμματα

Στο ελλη­νι­κό σινε­μά, ο Δια­μα­ντό­που­λος είναι επι­λε­κτι­κός και θα δώσει κάτι δια­φο­ρε­τι­κό, αφού οι ερμη­νεί­ες του πάντα μετρη­μέ­νες και με βάθος, θα δώσουν άλλη διά­στα­ση και ποιό­τη­τα, ακό­μη και σε μελο­δρά­μα­τα ή κωμω­δί­ες, που χωρίς την παρου­σία του θα έμε­ναν στη μετριό­τη­τα. Στον κινη­μα­το­γρά­φο κατα­φέρ­νει να κρα­τή­σει τη θεα­τρι­κή παι­δεία του και να απο­βά­λει το θεα­τρι­κό κοστού­μι, που τόσο αδί­κη­σε μεγά­λους θεα­τράν­θρω­πους που μπή­καν στα πλα­τό. Θα πρω­το­εμ­φα­νι­στεί το 1948 στο “Μαρί­νος Κοντά­ρας” του Γιώρ­γου Τζα­βέλ­λα, θα παί­ξει έναν χαρα­κτη­ρι­στι­κό ρόλο στο εξαι­ρε­τι­κό “Αμα­ξά­κι” του Ντί­νου Δημό­που­λου, ενώ η πρώ­τη του επι­τυ­χία θα έρθει δυο χρό­νια μετά, το 1959, στην κομε­ντί “Να Πεθε­ρός, να Μάλα­μα” σε σενά­ριο Δημή­τρη Ψαθά και σκη­νο­θε­σία Μάριου Νού­σια, ερμη­νεύ­ο­ντας εξαι­ρε­τι­κά έναν υπο­κρι­τή οικο­γε­νειάρ­χη της καλής κοι­νω­νί­ας, έναν άπι­στο σύζυ­γο, έναν πανούρ­γο μπα­γα­πό­ντη. Το 1962 θα ερμη­νεύ­σει ιδα­νι­κά έναν υπερ­συ­ντη­ρη­τι­κό αυστη­ρό καθη­γη­τή στο κοι­νω­νι­κό δρά­μα “Νόμος 4000” του Γιάν­νη Δαλια­νί­δη, ενώ την ίδια χρο­νιά θα κάνει και τη συμπα­θέ­στα­τη δρα­μα­τι­κή κωμω­δία “Ψηλά Τα Χέρια Χίτλερ” του Ροβή­ρου Μαν­θού­λη, έχο­ντας δίπλα του τον Θανά­ση Βέγ­γο. Με τη δια­φαι­νό­με­νη παρακ­μή του παλιού ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, ο Δια­μα­ντό­που­λος παίρ­νει απο­στά­σεις, παί­ζο­ντας σε δυο τρεις μόνο ται­νί­ες για μια δεκα­ε­τία, αφο­σιώ­νε­ται στο θέα­τρο και επι­στρέ­φει ουσια­στι­κά στη μεγά­λη οθό­νη το 1978 με τους ανα­τρε­πτι­κούς “Τεμπέ­λη­δες της Εύφο­ρης Κοι­λά­δας” του Νίκου Πανα­γιω­τό­που­λου. Θα ακο­λου­θή­σουν κι άλλες εμφα­νί­σεις του, ενώ είναι συγκλο­νι­στι­κός στη δρα­μα­τι­κή κωμω­δία του Θόδω­ρου Μαρα­γκού “Μάθε Παι­δί μου Γράμ­μα­τα” (1981), στο ρόλο και πάλι ενός συντη­ρη­τι­κού καθη­γη­τή που βλέ­πει τα παι­διά του να επαναστατούν.

Εκείνος και οι Άλλοι

Όταν η χώρα μπή­κε στον γύψο από τους δικτά­το­ρες, ο Βασί­λης Δια­μα­ντό­που­λος είχε εγκα­τα­στα­θεί στο Παρί­σι. Άλλω­στε, ήταν γνω­στός κομ­μου­νι­στής, μαχη­τι­κός συν­δι­κα­λι­στής, ενώ είχε συμ­με­τά­σχει και στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση. Θα επι­στρέ­ψει στην Ελλά­δα το 1970 για να μας χαρί­σει, δυο χρό­νια μετά, την αξέ­χα­στη σου­ρε­α­λι­στι­κή σει­ρά, δικής του έμπνευ­σης, “Εκεί­νος κι Εκεί­νος”, ένα σπά­νιο δείγ­μα πραγ­μα­τι­κά καλής τηλε­ό­ρα­σης. Έπαι­ζε μαζί με τον φίλο του Γιώρ­γο Μιχα­λα­κό­που­λο, σε εμπνευ­σμέ­να κεί­με­να του Μουρ­σε­λά. Στην τηλε­ό­ρα­ση θα παί­ξει σε αρκε­τές ακό­μη σει­ρές, χρη­μα­το­δο­τώ­ντας την αγά­πη του για τη θεα­τρι­κή σκη­νή (το 1993 θα ιδρύ­σει το Σύγ­χρο­νο Θέα­τρο). Ανά­με­σα στις αξιό­λο­γες εμφα­νί­σεις του, που συνά­μα ήταν και αξιο­πρε­πείς παρα­γω­γές, συγκα­τα­λέ­γο­νται οι σει­ρές “Συμ­βο­λαιο­γρά­φος”, “Κίτρι­νος Φάκε­λος”, “Τα Λαυ­ρε­ω­τι­κά”, “Χατζηεμ­μα­νου­ήλ”, “Χαί­ρε Τάσο Καρατάσο”.

Δάσκαλος για Πάντα

Μέχρι το τέλος της ζωής του αντι­κομ­φορ­μι­στής, εκτός από τις θεα­τρι­κές περι­πέ­τειες, έζη­σε πολ­λές φορές την περι­φρό­νη­ση των “αρμο­δί­ων”, αλλά θα στα­θεί δίπλα στους νέους ως δάσκα­λος και κυρί­ως ως συμπα­ρα­στά­της τους, προ­σπα­θώ­ντας να μετα­δώ­σει την αρχή του: «Μπρο­στά ή πίσω από τα φώτα, στο ημί­φως ή στο άπλε­το φως και με την πιο εξε­λιγ­μέ­νη τεχνο­λο­γία ή μ’ έναν απλό προ­βο­λέα, ο ηθο­ποιός είναι ‑πρέ­πει να είναι- ο ίδιος. Το αυτό­φω­το σώμα, αλλιώς είναι απλά διά­ση­μος, αλλά όχι ηθοποιός».

Η ευαί­σθη­τη καρ­διά του θα τον αφή­σει στις 5 Μαΐ­ου του 1999, αφή­νο­ντας πίσω του ένα γιο και μια κόρη, και ακό­μη περισ­σό­τε­ρα παι­διά που πήραν απ’ αυτόν τη γνώ­ση για το θέα­τρο και τις αρχές του για τη ζωή που ακο­λού­θη­σε μέχρι τέλους. Η κηδεία του, παρό­τι η Πολι­τεία απο­φά­σι­σε να τελε­στεί δημο­σία δαπά­νη, τελι­κά έγι­νε όπως είχε απο­φα­σί­σει ο ίδιος: Λιτή και απέριττη.…

Πηγή: ΑΠΕ — Χάρης Αναγνωστάκης

«Ο Χικ­μέτ στην Ελλά­δα», του Ηρα­κλή Κακαβάνη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο