Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕλένεΣ

Έτσι, πέσα­με απ τα σύν­νε­φα ακό­μη μια φορά
Λέμε αδύ­να­τον να φτά­σε μια τέτοια συμφορά
Είμα­στε πολύ μακριά απ’ της Αθή­νας τα κακά (!)
Να ναι κάποιος ψυχο­πα­θής και μανια­κός ο δολοφόνος
Ή μήπως της πατριαρ­χι­κής κοι­νω­νί­ας μας ο κλώνος;

Τώρα, ας θρη­νή­σου­με με βαριά ανα­φι­λη­τά κι οδυρμούς
Όχι, όμως ν’ αντι­δρά­σου­με και στης γει­τό­νισ­σάς μας τους λυγμούς.
Πάνω απ’ όλα τη δου­λειά μας να κοιτάμε
κι όταν απ’ αυτή στο σπί­τι μας γυρνάμε
Ανα­ρω­τιό­μα­στε: “μα πώς; δικαί­ω­μα δεν έδω­σε ποτέ καμιά τους”
Λίγο καρ­τέ­ρα και θα μάθου­με αν κάνα­νε και εκεί­νες τη βρω­μιά τους.
Ο αέρας θα βγαί­νει πια απ’ το σώμα ασθενικά.
Ύστε­ρα, ‑σιω­πού­με- και σφίγ­γει ο κλοιός
Δυνα­μι­κά, μ’ απο­ρη­μέ­να μάτια, μας κοίτα:
«Ήμουν μόλις είκο­σι ενός χρο­νών, τα ύψη εκεί­νων των γκρεμών,
η κραυ­γή μου πάντα θα στοιχειώνει,-τη νύχτα που μ’ άφη­σαν όλοι μόνη»

Ρόδος, 5.12.2018
Χρή­στος Μπέλλος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο