Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ελεύθεροι οι δύο αστυνομικοί της ΔΙΑΣ που κατηγορούνται για ομαδικό βιασμό 19χρονης

Ελεύ­θε­ροι με την επι­βο­λή περιο­ρι­στι­κών όρων αφέ­θη­καν οι δύο αστυ­νο­μι­κοί της ΔΙΑΣ που κατη­γο­ρού­νται για ομα­δι­κό βια­σμό 19χρονης και παρα­βί­α­ση του νόμου περί προ­σω­πι­κών δεδο­μέ­νων στο αστυ­νο­μι­κό τμή­μα της Ομόνοιας

Ανα­κρι­τής και εισαγ­γε­λέ­ας όρι­σαν για τους δύο κατη­γο­ρού­με­νους τους όρους της απα­γό­ρευ­σης εξό­δου από την χώρα και της υπο­χρε­ω­τι­κής εμφά­νι­σης σε αστυ­νο­μι­κό τμή­μα μια φορά το μήνα. Σύμ­φω­να με πλη­ρο­φο­ρί­ες, οι δύο κατη­γο­ρού­με­νοι αρνή­θη­καν τις κατη­γο­ρί­ες, ισχυ­ρί­στη­καν στις απο­λο­γί­ες τους ότι δεν κάλε­σαν οι ίδιοι την 19χρονη στο Τμή­μα, δίνο­ντας άλλη εκδο­χή από αυτήν της καταγγελίας:

“Ήρθε μόνη της γύρω στις 11 το βρά­δυ την ώρα που εμείς φεύ­γα­με για περι­στα­τι­κό. Μας περί­με­νε όταν γυρί­σα­με, σε διπλα­νή καφε­τέ­ρια. Όταν επι­στρέ­ψα­με εκεί­νη μας ζήτη­σε να την ξενα­γή­σου­με στο αστυ­νο­μι­κό τμή­μα” φέρο­νται να είπαν στον ανακριτή.

Όπως φαί­νε­ται να ισχυ­ρί­ζο­νται οι ένστο­λοι, την ώρα που εισήλ­θαν στο τμή­μα και περί­με­ναν το ασαν­σέρ , η 19χρονη τους είπε να μην ανέ­βουν επά­νω, αλλά να πάνε σε ένα δωμά­τιο που είχε δει στο ισό­γειο. “Μας είπε ότι της αρέ­σουν οι στο­λές και ότι είναι ‘ανοι­χτή’ είπαν σύμ­φω­να με πληροφορίες.

Οι δύο κατη­γο­ρού­με­νοι φέρο­νται να επι­κα­λού­νται μηνύ­μα­τα που φαί­νε­ται να έστει­λε η 19χρονη σε μία φίλη της, στα οποία της έλε­γε ότι περ­νά­ει καλά και θα καθυ­στε­ρή­σει. Επι­πλέ­ον επι­κα­λού­νται και μήνυ­μα, που, όπως υπο­στη­ρί­ζουν, έστει­λε στη συνέ­χεια με τον έναν αστυνομικό.

Το πρωί πριν οι δύο αστυ­νο­μι­κοί ξεκι­νή­σουν την απο­λο­γη­τι­κή δια­δι­κα­σία, η καταγ­γέλ­λου­σα έδω­σε κατά­θε­ση κατά την οποία φαί­νε­ται να επι­βε­βαί­ω­σε όσα έχει ήδη δηλώ­σει στις αρχές. Κατά την διάρ­κεια της κατά­θε­σης, σύμ­φω­να με πλη­ρο­φο­ρί­ες κλή­θη­κε να περι­γρά­ψει με όση ακρί­βεια μπο­ρού­σε, τις συν­θή­κες του περι­στα­τι­κού, και συγκε­κρι­μέ­να εάν απει­λή­θη­κε, εάν δήλω­σε ότι δεν επι­θυ­μεί την επα­φή, εάν οι αστυ­νο­μι­κοί κατά­λα­βαν ότι δεν ήθε­λε, εάν αντι­στά­θη­κε και άλλα που αφο­ρούν παρα­μέ­τρους για την τέλε­ση της αξιό­ποι­νης πράξης.

Η γυναί­κα φέρε­ται να τόνι­σε πως ένιω­σε σφο­δρό φόβο και πανι­κό επει­δή οι αστυ­νο­μι­κοί οπλο­φο­ρού­σαν. Συμπλή­ρω­σε μάλι­στα, σύμ­φω­να με πλη­ρο­φο­ρί­ες, πως παρό­τι η πόρ­τα του χώρου ήταν ανοι­χτή και μπο­ρού­σε να φύγει, εκεί­νη είχε “παγώ­σει” και δεν μπο­ρού­σε να κινηθεί.

Τέλος φαί­νε­ται να διευ­κρί­νι­σε ότι δεν είπε τίπο­τα σε κανέ­ναν, για­τί ντρε­πό­ταν και φοβόταν.

Ναζίμ Χικ­μέτ Ποι­ή­μα­τα εκλο­γή από το έργο του

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο