Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου: Σπαρακτική ομολογία της πρώτης Ελληνίδας πεζογράφου για την καταπιεσμένη ζωή της

Η Ελι­σά­βετ Μου­τζάν Μαρ­τι­νέ­γκου γεν­νή­θη­κε το 1801 στη Ζάκυν­θο και είχε την ατυ­χία να πεθά­νει λίγο μετά τη γέν­να του μονα­δι­κού της παι­διού, σε ηλι­κία 31 ετών. Και οι δύο γονείς της προ­έρ­χο­νταν από αρι­στο­κρα­τι­κές γενιές της Ζακύν­θου ενώ ο πατέ­ρας της υπη­ρέ­τη­σε σε διοι­κη­τι­κές θέσεις επί της Αγγλο­κρα­τί­ας στα Ιόνια. Η «Αυτο­βιο­γρα­φία» είναι το μονα­δι­κό έργο που δια­σώ­θη­κε ατό­φιο από πολυά­ριθ­μα θεα­τρι­κά τα οποία εκπό­νη­σε η Ελι­σά­βετ στα ιτα­λι­κά και τα γαλ­λι­κά, μαζί με δύο μετα­φρά­σεις της «Οδύσ­σειας» του Ομή­ρου και του «Προ­μη­θέα Δεσμώ­τη» του Αισχύ­λου, όπως και με πλή­θος μελέ­τες για την ποί­η­ση και την οικο­νο­μία. Η «Αυτο­βιο­γρα­φία» κυκλο­φό­ρη­σε πριν από μερι­κές ημέ­ρες από τις εκδό­σεις Μεταίχ­μιο με πυκνή εισα­γω­γή της Κατε­ρί­νας Σχι­νά, αλλά η Ελι­σά­βετ έγι­νε γνω­στή στους λογί­ους και τους κρι­τι­κούς και τους ιστο­ρι­κούς της λογο­τε­χνί­ας ήδη από το 1881, όταν τύπω­σε για πρώ­τη φορά το βιβλίο ο γιος της, πενή­ντα χρό­νια μετά τον θάνα­τό της.

Με δασκά­λους της τον Γεώρ­γιο Τσου­κα­λά, τον Θεο­δό­σιο Δημά­δη και τον Βασί­λειο Ρομάν­τζα (και οι τρεις κατώ­τε­ροι κλη­ρι­κοί), με άπει­ρα κατ’ οίκον δια­βά­σμα­τα (από την κλα­σι­κή αρχαιό­τη­τα μέχρι τον Βοκά­κιο) και με μακρι­νές απη­χή­σεις από τον Ζαν Ζακ Ρουσ­σώ και τον Δια­φω­τι­σμό, όπως εύστο­χα παρα­τη­ρεί στις εισα­γω­γι­κές της σημειώ­σεις η Σχι­νά, η Ελι­σά­βετ θα ξετυ­λί­ξει στις αυτο­βιο­γρα­φι­κές της σελί­δες όχι μόνο το πάθος για την ανά­γνω­ση και τη γρα­φή, αλλά και τη συνε­χή (απα­ρα­μεί­ω­τη σε όλο τον σύντο­μο βίο της) δυσφο­ρία της για τη θέση της γυναί­κας στην παρα­δε­δο­μέ­νη κοι­νω­νία των Επτα­νή­σων. Ο όρος, βεβαί­ως, «φεμι­νι­σμός» δεν σημαί­νει το παρα­μι­κρό για τα θηλυ­κά της επο­χής, που ζουν κλει­σμέ­να στον πατρι­κό οίκο, δεν μπο­ρούν να ανα­πτύ­ξουν κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις ούτε με άντρες ούτε με γυναί­κες (καν με τους συγ­γε­νείς τους), τους απα­γο­ρεύ­ε­ται να επι­σκε­φθούν ακό­μα και την εκκλη­σία και κανέ­νας δεν σκέ­φτε­ται να τους απευ­θύ­νει τον λόγο για το οποιο­δή­πο­τε θέμα — ούτε προ­φα­νώς για το πότε ή για το ποιον θα παντρευτούν.

Μακριά από το να απο­τε­λεί δια­κή­ρυ­ξη των γυναι­κεί­ων δικαιω­μά­των ή καταγ­γε­λία της κυριαρ­χί­ας του ανδρι­κού φύλου, κάτι που θα ήταν αδύ­να­το όχι μόνο για τα στε­νό­καρ­δα Ιόνια, αλλά και για την προηγ­μέ­νη Ευρώ­πη της τρί­της δεκα­ε­τί­ας του 19ου αιώ­να, όπου οι γυναί­κες έχουν μόλις και μετά βίας θίξει το ζήτη­μα, η «Αυτο­βιο­γρα­φία» είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, μια ατο­μι­κή φωνή — κι αυτό τονί­ζει ακό­μα περισ­σό­τε­ρο την ξεχω­ρι­στή λογο­τε­χνι­κή της αξία. Μια σπα­ραγ­μέ­νη ατο­μι­κή φωνή και μια γυναί­κα που έχει την τόλ­μη να γρά­ψει σε πρώ­το ενι­κό πρό­σω­πο και να διεκ­δι­κή­σει, δίχως καμιά γλωσ­σι­κή επι­ση­μό­τη­τα, την ελευ­θε­ρία της καθώς πνί­γε­ται μέσα στο κατά­κλει­στο, οχυ­ρω­μέ­νο πίσω από δυσθε­ώ­ρη­τα τεί­χη περι­βάλ­λον της. Για να κατα­λά­βου­με πού ακρι­βώς βρι­σκό­μα­στε, η ελευ­θε­ρία την οποία δια­κα­ώς ποθεί και ονει­ρεύ­ε­ται η Ελι­σά­βετ δεν είναι ένας γάμος με δική της από­φα­ση ούτε μια οικο­γέ­νεια στο εσω­τε­ρι­κό της οποί­ας να μπο­ρεί να απαι­τή­σει κάποια δική της ευθύ­νη. Επει­δή αυτά δεν μπο­ρούν να σχη­μα­τι­στούν ούτε ως νεφε­λώ­δεις ιδέ­ες στον νου της, το μόνο το οποίο την ευχα­ρι­στεί και την ικα­νο­ποιεί, αν δεν της παρέ­χει ένα όρα­μα ανέ­φι­κτης ευτυ­χί­ας, είναι η πιθα­νό­τη­τα να την αφή­σουν να ανα­ζη­τή­σει την τύχη της σε ένα μοναστήρι.

Ο μονα­στι­κός βίος δεν συνι­στά για την Ελι­σά­βετ μιαν ευκαι­ρία να έρθει κοντά στον Θεό, μια δυνα­τό­τη­τα να επι­κοι­νω­νή­σει εκ του σύνεγ­γυς μαζί του, έναν τρό­πο να υιο­θε­τή­σει και να δια­κη­ρύ­ξει την αγά­πη του, αλλά μια μέθο­δο δια­φυ­γής και υπέρ­βα­σης του σιδε­ρέ­νιου πατρι­κού κανό­να: ένα ησυ­χα­στή­ριο πέρα από γαμή­λιους δεσμούς και οικο­γε­νεια­κές υπο­χρε­ώ­σεις, ένα ανα­χω­ρη­τή­ριο αφιε­ρω­μέ­νο στις τέχνες και τα γράμ­μα­τα. Κι όταν τίπο­τε από όλα αυτά δεν θα γίνει απο­δε­κτό, με την Επα­νά­στα­ση του 1821 να έχει ήδη ξεσπά­σει και να συνε­παίρ­νει την Ελι­σά­βετ, όταν οι γονείς και ο αδελ­φός της, για να επι­στρέ­ψου­με οίκα­δε, σπεύ­δουν σχε­δόν να την απο­κη­ρύ­ξουν, εκεί­νη μοιά­ζει πλέ­ον έτοι­μη να απο­δε­χθεί την πέν­θι­μη μοί­ρα της: ένας γαμπρός που νοιά­ζε­ται πολύ για την περιου­σία της, αλλά ελά­χι­στα για την ίδια, ένας σύζυ­γος με τον οποίο θα τελειώ­σουν κατα­θλι­πτι­κά τα πάντα. Τέλος του παρα­μυ­θιού, αλλά αυγή για την παρου­σία των γυναι­κών στα ελλη­νι­κά γράμματα.

Πηγή: ΑΠΕ / Β. Χατζηβασιλείου

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο