Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ στο ΦΩΣ του ΜΑΡΤΗ ΜΗΝΑ του ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ (Δεύτερο μέρος)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Μπή­κα­με στο Μάρ­τη και σε λίγες μέρες θα «γιορ­τα­στεί» η παγκό­σμια μέρα της γυναί­κας που αρχι­κά στο Παγκό­σμιο Συνέ­δριο των Σοσια­λι­στριών Γυναι­κών του 1910 στην Κοπεγ­χά­γη είχε καθιε­ρω­θεί ως μέρα της εργά­τριας. Αργό­τε­ρα επε­κτά­θη­κε για να ξεθω­ρια­στεί τελι­κά από τα αστι­κά μέσα σε μια γιορ­τού­λα, λου­λού­δια και «χρό­νια πολ­λά, γυναί­κα». Τα παρό­ντα άρθρα ναι μεν στρέ­φο­νται σε γυναί­κες των «καλών σπι­τιών» και μ’ αυτή την έννοια όχι στις γυναί­κες της εργα­τιάς, αλλά σ’ αυτές που ωστό­σο ήταν θύμα­τα των αντι­λή­ψε­ων για το ρόλο της γυναί­κας στην κοι­νω­νία. Από τα δεδο­μέ­να προ­κύ­πτει ότι και το γυναι­κείο ζήτη­μα χρειά­ζε­ται ανά­λυ­ση με ταξι­κά κριτήρια.

Η Μαρ­τι­νέ­γκου δεν ήταν η μόνη

kair8Το δεύ­τε­ρο γυναι­κείο πρό­σω­πο των γραμ­μά­των των αρχών του 19ου αιώ­να που έμει­νε στην ιστο­ρία, ήταν η Ευαν­θία Καϊ­ρη (1799–1866). Ο Γιά­νης Κορ­δά­τος (1891–1961) είχε επι­ση­μά­νει την απου­σία των γυναι­κών στα γράμ­μα­τα στον 19ο αιώ­να. Στο Ιστο­ρία της Νεο­ελ­λη­νι­κής Λογο­τε­χνί­ας (1962) και συγκε­κρι­μέ­να στο κεφά­λαιο ΛΘ’ Οι Ελλη­νί­δες στη Λογο­τε­χνία θα πει τα εξής: «Οι Ελλη­νί­δες που έδω­σαν το παρόν στα Γράμ­μα­τα τον περα­σμέ­νο αιώ­να μετριού­νται στα δάχτυ­λα. Ήταν τέτοιες οι αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες της χώρας μας που η μόρ­φω­ση των γυναι­κών παρου­σί­α­σε μεγά­λη καθυ­στέ­ρη­ση. Ακό­μα και οι γυναί­κες των κοτζα­μπά­ση­δων και των εμπό­ρων και μεγά­λων καρα­βο­κυ­ραί­ων και βιο­τε­χνών ήταν αγράμ­μα­τες. Για πολ­λά χρό­νια υπήρ­χαν μόνο ένα-δυό διδα­σκα­λεία που μόρ­φω­ναν και έβγα­ζαν δασκά­λες. Εξάλ­λου πολύ λίγοι από τους πλού­σιους της Αθή­νας και της Πόλης έδι­ναν ανώ­τε­ρη μόρ­φω­ση στα κορί­τσια τους. Τα εμπό­δια λοι­πόν ήταν πολ­λά. Ωστό­σο μερι­κές γυναί­κες κατόρ­θω­σαν να ξεπε­ρά­σουν όλα αυτά τα εμπό­δια, για­τί είχαν μέσα τους τη φλό­γα της καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουργίας»

«Πιο πάνω μνη­μό­νευ­σα την Ευαν­θία Καϊ­ρη, που ήταν αδερ­φή του διδα­σκά­λου του Γένους Θεό­φι­λου Καϊ­ρη. Χρέ­ος μου να ξανα­κά­νω λόγο γι αυτήν, επει­δή ήταν μια εξαι­ρε­τι­κή Ελλη­νί­δα και είχε για την επο­χή της σπά­νια μόρ­φω­ση και πνευ­μα­τι­κή καλ­λιέρ­γεια. Όταν ο ελλη­νι­κός λαός πήρε τ’ άρμα­τα και περ­νού­σε την πιο κρί­σι­μη καμπή της ιστο­ρί­ας του, η Ευαν­θία Καϊ­ρη τάχτη­κε στο πλευ­ρό του σα δασκά­λα, δια­νο­ού­με­νη και λογο­τέ­χνισ­σα, εργά­στη­κε για το ξεσκλά­βω­μα του λαού από την τουρ­κι­κή σκλα­βιά και την αμά­θεια. ‘Εγρα­ψε το τρί­πρα­κτο δρά­μα «Νική­ρα­τος» και το τύπω­σε στο Ναύ­πλιο το 1826. Η υπό­θε­σή του είναι η πτώ­ση του Μεσο­λογ­γιού. Το δρά­μα αυτό παί­χτη­κε πολ­λές φορές από το θέα­τρο της Σύρας (1841) καθώς και στο Μεσο­λόγ­γι και σ’ άλλα θέα­τρα. Σήμε­ρα δεν κάνει πια εντύ­πω­ση, αλλά στην επο­χή εκεί­νη ήταν ένα φλο­γε­ρό κήρυγ­μα πατριω­τι­σμού και αυτο­θυ­σί­ας» (η υπο­γράμ­μι­ση δική μου, Α.Ι.).

Η Ευαν­θία Καϊ­ρη λοι­πόν από την Άνδρο επαι­νέ­θη­κε από διά­φο­ρους ανθρώ­πους με κύρος στα γράμ­μα­τα, όπως ο Αδα­μά­ντιος Κορα­ής και ο Αλέ­ξαν­δρος Σού­τσος που της αφιε­ρώ­νει τους εξής στίχους:

Συνέ­θε­τον συγ­γράμ­μα­τα σοφά και στοιχειώδη
γυναί­κες με φρο­νή­μα­τα ελλη­νι­κά κι ανδρώδη,
και πρώ­τη μετα­ξύ αυτών η νέα Ευανθία…

Λίγα θα πει ο Κορ­δά­τος για την Ελι­σά­βετ Μαρ­τι­νέ­γκου, διό­τι μόνο η Αυτο­βιο­γρα­φία της είχε δια­σω­θεί. Ωστό­σο: «Είχε λογο­τε­χνι­κό ταλέ­ντο. Αν δεν της στέ­κο­νταν εμπό­διο τα οικο­γε­νεια­κά και τα κοι­νω­νι­κά της δεσμά θα έδι­νε πολ­λά» (υπο­γράμ­μι­ση δική μου, Α.Ι.). (1)

Η Ευαν­θία Καϊ­ρη στά­θη­κε πιο τυχε­ρή από τη Μαρ­τι­νέ­γκου, για­τί είδε έργα της δημο­σιευ­μέ­να, θεα­τρι­κά της παιχ­μέ­να και επαι­νε­μέ­να ακό­μα και έξω από τα ελλη­νι­κά σύνο­ρα (το «Νική­ρα­το» μετα­φρά­στη­κε στα ιτα­λι­κά) χωρίς να μπο­ρέ­σου­με να πού­με ότι ήταν ανθό­σπαρ­τη η ζωή της. Σημα­δεύ­τη­κε από ξερι­ζω­μούς και πολ­λές μετα­κι­νή­σεις. Παρέ­μει­νε στη σκιά του αδερ­φού της, αλλά δεν επι­χεί­ρη­σε ποτέ τη φυγή. Της Μαρ­τι­νέ­γκου ο γιος, όπως είπα­με στο πρώ­το μέρος, είχε εκδό­σει με περι­κο­πές την Αυτο­βιο­γρα­φία της μητέ­ρας του, στην οποία έκδο­ση ανα­κοί­νω­νε την προ­σε­χή έκδο­ση και των υπό­λοι­πων έργων της. Όμως πέθα­νε (1885) πριν προ­λά­βει. Τα χει­ρό­γρα­φα πέρα­σαν στα χέρια του Ντί­νου Κονό­μου που ούτε αυτός πρό­λα­βε, για­τί τον πρό­λα­βε ο σει­σμός και η πυρ­κα­γιά του 1953 (2).

Πασχάλης, Δημήτριος Π.,1865-1944. Ευανθία Καϊρη (1799-1866) Εν Αθήναις Τυπογραφείον «Εστία», 1929

Πασχά­λης, Δημή­τριος Π.,1865–1944. Ευαν­θία Καϊ­ρη (1799–1866) Εν Αθή­ναις Τυπο­γρα­φεί­ον «Εστία», 1929

Δια­φω­τι­σμός, αλλά όχι για «το άλλο μισό του ουρανού»

Ο Κ. Πορ­φύ­ρης (1910–1967) έχει τη γνώ­μη ότι η Αυτο­βιο­γρα­φία της Μαρ­τι­νέ­γκου είναι «ένα από τα καλύ­τε­ρα νεο­ελ­λη­νι­κά λησμο­νη­μέ­να κεί­με­να». Για να κρί­νου­με την αξία αυτού του έργου πρέ­πει να λάβου­με υπό­ψη ότι «η συγ­γρα­φέ­ας της είναι μια αυτο­δί­δα­χτη γυναί­κα, εδώ κ’ ενά­μι­ση αιώ­να πάνου κάτου, που άνοι­ξε το δρό­μο της νεο­ελ­λη­νι­κής γυναι­κεί­ας πεζο­γρα­φί­ας» (3). Είχε τη γνώ­μη ότι στις ιδέ­ες της Μαρ­τι­νέ­γκου όπως εκφρά­ζο­νται στην Αυτο­βιο­γρα­φία της, κυριαρ­χούν οι προ­ο­δευ­τι­κές. Σίγου­ρα αντα­να­κλού­νται μέσα σ’ αυτές οι επι­δρά­σεις του ευρω­παϊ­κού Δια­φω­τι­σμού. Μην ξεχνά­με ότι τα Επτά­νη­σα στραμ­μέ­να όπως ήταν προς Δυσμάς σαν όχι οθω­μα­νο­κρα­τού­με­να, δέχθη­καν πιο νωρίς επι­δρά­σεις από τις τότε ιστο­ρι­κά προ­ο­δευ­τι­κές ευρω­παϊ­κές ιδέ­ες από την ενε­το­κρα­τία της Ανα­γέν­νη­σης και δώθεν. Στην επο­χή της Μαρ­τι­νέ­γκου μιλά­με για πεφω­τι­σμέ­νες ιδέ­ες ως κατα­στά­λαγ­μα ενός ανα­δυό­με­νου αστι­κού πολι­τι­σμού που είχε άλλες ανά­γκες από τις φεου­δαρ­χι­κού τύπου κοι­νω­νί­ες. Έτσι βρί­σκου­με στη Μαρ­τι­νέ­γκου την ιδέα της «ανθρώ­πι­νης εται­ρί­ας» και του Ορθού Λόγου, όπως σ’ ένα γράμ­μα προς μια ξαδέλ­φη της: «όστις κρα­τών τα πάθη του χαλι­νω­μέ­να, εις άλλο δεν κατα­γί­νε­ται, παρά εις το να φωτι­σθή από επι­στή­μας, όπως με το θεί­ον τους φως ήθε­λεν δυνη­θή να κατα­στη­θή ωφέ­λι­μος, και εις του λόγου του, και εις τους ηγα­πη­μέ­νους συμπο­λί­τας του, και ακό­μη εις όλην την οικου­μέ­νην» (4).

Περισ­σό­τε­ρο απ’ όλα την καί­ει το θέμα του γυναι­κεί­ου απο­κλει­σμού από τη μόρ­φω­ση. Ωστό­σο, οι πεφω­τι­σμέ­νες ευρω­παϊ­κές ιδέ­ες της επο­χής παρά­βλε­παν ή μόνο εν μέρει προ­χώ­ρη­σαν σ’ ό ‚τι αφο­ρά το γυναι­κείο φύλο. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό ήταν η Δια­κή­ρυ­ξη των Δικαιω­μά­των του Ανθρώ­που της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης που δεν ίσχυε για τις γυναί­κες και η Ολυ­μπία ντε Γκουζ που σύντα­ξε τη Δια­κή­ρυ­ξη των Δικαιω­μά­των της Γυναί­κας βασι­σμέ­νη στο μοντέ­λο αυτής της Δια­κή­ρυ­ξης, οδη­γεί­ται τελι­κά στο ικρί­ω­μα… Όπως είδα­με και στο πρώ­το μέρος, τελι­κά στην αστι­κή κουλ­τού­ρα των πάνω τάξε­ων της Ευρώ­πης, παρ’ όλες τις ανθρω­πι­στι­κές δια­κυ­ρή­ξεις, ο φυσι­κός χώρος της γυναί­κας θεω­ρεί­ται το σπί­τι και η οικο­γέ­νεια, μητρό­τη­τα και αφο­σί­ω­ση στο σύζυ­γο. Η λογο­τε­χνία βρί­θει από δασκα­λί­στι­κα πρό­τυ­πα και έχει γρα­φτεί πλή­θος εγχει­ρι­δί­ων για τη νέα γυναί­κα και τον «εκ φύσε­ως» ρόλο της. Και όλα αυτά με κυρί­αρ­χη μια αστι­κή τάξη που κατά τ’ άλλα είχε ρίξει αμεί­λι­χτα ένα ολό­κλη­ρο προ­λε­τα­ριά­το στην παρα­γω­γή, στα εργο­στά­σια, στα ορυ­χεία: άντρες, γυναί­κες, παι­διά σε απάν­θρω­πες συν­θή­κες δου­λειάς και δια­βί­ω­σης για τα κέρ­δη. Εκεί δεν ίσχυαν οι υπο­κρι­τι­κοί ηθι­κοί κανό­νες περί προ­ο­ρι­σμού των γυναι­κών. Γι αυτό το λόγο οφεί­λου­με να δού­με δια­τα­ξι­κά, αλλά και ταξι­κά το όλο ζήτη­μα χωρίς γενι­κευ­μέ­νες απλου­στεύ­σεις. Ο Γερ­μα­νός επα­να­στά­της Άου­γκουστ Μπέ­μπελ (1840–1913) το είχε εκφρά­σει χαρα­κτη­ρι­στι­κά περι­γρά­φο­ντας το γυναι­κείο κίνη­μα της επο­χής του: βαδί­ζουν μαζί, αλλά χτυ­πά­νε σε δια­φο­ρε­τι­κή κατεύ­θυν­ση οι γυναί­κες της αστι­κής τάξης και οι προ­λε­τά­ρισ­σες. Ενώ οι πρώ­τες παλεύ­ουν για να απο­κτή­σουν τα δικαιώ­μα­τα των αντρών της τάξης τους, οι προ­λε­τά­ρισ­σες παλεύ­ουν για την ανα­τρο­πή αυτής της τάξης απαι­τώ­ντας τη χει­ρα­φέ­τη­ση και των αντρών της τάξης τους.

Οι κυρί­αρ­χες ιδέ­ες ως γνώμονας

Οι κυρί­αρ­χες ιδέ­ες μιας επο­χής είναι οι ιδέ­ες των κυρί­αρ­χων της κάθε επο­χής. Πηγαί­νο­ντας πίσω στην ιστο­ρία δια­πι­στώ­νου­με ότι, εκτός από λίγες εξαι­ρέ­σεις, οι κύριοι στο­χα­στές μέχρι το 19ο αιώ­να της εμφά­νι­σης του επι­στη­μο­νι­κού σοσια­λι­σμού, μιλού­σαν απα­ξιω­τι­κά και ταπει­νω­τι­κά για το γυναι­κείο φύλο μέχρι που δεν τη θεω­ρού­σαν καν να ανή­κει στο ανθρώ­πι­νο είδος (πχ Αρι­στο­τέ­λης) ή ανα­ρω­τιό­ντου­σαν αν έχει ψυχή (πχ χρι­στια­νι­κή εκκλη­σία). Χαρα­κτη­ρι­στι­κό για την ηθι­κή της επο­χής της Μαρ­τι­νέ­γκου ήταν το κλα­σι­κό έργο του Ζαν Ζακ Ρου­σό (1712–1778) Εμίλ, στο οποίο ο Εμίλ σπου­δά­ζει ανθρω­πι­στι­κές, κοι­νω­νι­κές και φυσι­κές επι­στή­μες, ενώ η Σοφί ασχο­λεί­ται ερα­σι­τε­χνι­κά με τη μου­σι­κή, την τέχνη, την ποί­η­ση, την πεζο­γρα­φία και φυσι­κά ταυ­τό­χρο­να καλ­λιερ­γεί την ικα­νό­τη­τά της στα οικια­κά. Είπα­με, ερα­σι­τε­χνι­κά, για­τί η βαθύ­τε­ρη, απο­κλει­στι­κή ενα­σχό­λη­ση με όλα τα είδη της τέχνης και της λογο­τε­χνί­ας ήταν απα­γο­ρευ­μέ­νη, ενώ επι­τρε­πό­ταν στους άντρες. Εδώ βρί­σκε­ται ένας από τους λόγους της γυναι­κεί­ας απου­σί­ας από τη δια­μόρ­φω­ση κυρί­αρ­χων ιδε­ών μέσα από την πνευ­μα­τι­κή της καλ­λιέρ­γεια, συνέ­πεια βέβαια του γεγο­νό­τος ότι δεν είχε την εξου­σία –δεν ήταν ιδιο­κτή­τρια κυρί­αρ­χων μέσων παρα­γω­γής — εκτός από λίγες μεμο­νω­μέ­νες εξαι­ρέ­σεις που κι αυτές έμπαι­ναν στο παι­χνί­δι της εξου­σί­ας. Τί να δώσει ως κομπάρ­σα στο ιστο­ρι­κό προ­σκή­νιο απο­κλει­σμέ­νη από κάθε οργα­νω­μέ­νη μορ­φή γνώ­σης; Παρ’ όλες τις βελ­τιώ­σεις που στο μετα­ξύ έχουν γίνει, κυρί­ως προ­ω­θη­μέ­νες από τις θεω­ρί­ες του επι­στη­μο­νι­κού σοσια­λι­σμού έστω σε αφυ­δα­τω­μέ­νη μορ­φή, αντι­με­τω­πί­ζου­με και σήμε­ρα παρα­κα­τα­θή­κες καμιά φορά έντο­νες μιας ανθρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας ταξι­κών κοι­νω­νιών. Η κλη­ρο­νο­μιά είναι βαριά και οφεί­λε­ται σε μια δια­πλο­κή του βιο­λο­γι­κού στοι­χεί­ου με τον τρό­πο παρα­γω­γής. Αυτοί που ελέγ­χουν την παρα­γω­γή θέλουν να ελέγ­χουν και την αναπαραγωγή.

Γυναί­κες «Δεσμώ­τες»

Η Μαρ­τι­νέ­γκου διεκ­δι­κού­σε την καλ­λιέρ­γεια όλων των ειδών του λόγου. Και του θεά­τρου, που ήταν αντρι­κό προ­νό­μιο. Επί­σης οι μετα­φρα­στι­κές της επι­λο­γές «μιλούν». Λίγες σελί­δες σώθη­καν, όπως οι στί­χοι από τις Ικέ­τι­δες του Αισχύ­λου που είναι από το Χορό των Δαναϊ­δων που παρα­κα­λούν τον Δία να τις σώσει από έναν ανε­πι­θύ­μη­το γάμο με τους γιους του Αιγύ­πτου! Επί­σης από τον Προ­μη­θέα Δεσμώ­τη από το μονό­λο­γο της δεύ­τε­ρης σκη­νής. Τον ακού­με: «και πρέ­πει να υπο­φέ­ρω, όσον δύνα­μαι, τού­την την δυστυ­χί­αν, οπού η μοί­ρα μου έχει διω­ρι­σμέ­νην, επει­δή και ηξεύ­ρω ότι η δύνα­μις της ανά­γκης είναι άμα­χος (δηλα­δή δεν είναι βολε­τόν να ενα­ντιω­θή τινας εις εκεί­νο, οπού ανα­γκαί­ως συμ­βαί­νει)! Αμμή εγώ δεν ημπο­ρώ μήτε να σιω­πώ, μήτε να μη σιω­πώ τού­τες τες δυστυ­χί­ες» (5).

Ακό­μα ένα τσι­τά­το-κραυ­γή της Μαρ­τι­νέ­γκου για να ολο­κλη­ρω­θεί το δεύ­τε­ρο μέρος: «Ζηλω­ταί του βαρ­βα­ρι­κού ήθους της Πατρί­δος μου, μη συγ­χυ­σθή­τε! Αλλά τί λέγω μη συγ­χυ­σθή­τε, αλλοί­μο­νον! Σεις εγι­νή­κα­τε θηρία από τον θυμόν σας. Εγώ συγ­χω­ρώ εις τας κόρας πολ­λά γράμ­μα­τα. Εγώ διο­ρί­ζω εις αυτάς τας ιδί­ας την ελευ­θε­ρί­αν εις το να ευγαί­νουν από το σπή­τι, όθεν εγώ εις τα μάτια σας βεβαί­ως φαί­νο­μαι εν τέρας της φύσε­ως, δεν με μέλ­λει. Το ήθος είναι βάρ­βα­ρον, τυραν­νι­κόν. Εγώ μισώ, βδε­λύτ­το­μαι, ονει­δί­ζω όλα τα βαρ­βα­ρι­κά, τα τυραν­νι­κά πράγ­μα­τα, μήτε φοβού­μαι εκεί­νους οπού τ’ αγα­πούν και δια­φε­ντεύ­ουν. Ήθος σκλη­ρόν της Πατρί­δος μου,εμέ οπού δεν θέλω υπαν­δρεί­αν (δια­τί μ’ετρόμαζαν τα παρα­δείγ­μα­τα μερι­κών γυναι­κών υπαν­δρε­μέ­νων) εμέ λέγω οπού δεν θέλω υπαν­δρεί­αν με κατα­δι­κά­ζεις να ζήσω πάντο­τε κλει­σμέ­νη σ’ ένα σπή­τι. Να μην υπά­γω ποτέ εις εκκλη­σί­αν, να μη πατή­σω ποτέ γην, να μη γροι­κή­σω την γλυ­κεί­αν πνο­ήν των ζεφύ­ρων, να μη θεω­ρή­σω […] την γαλά­ζιαν όψιν του ουρα­νί­ου ενδύ­μα­τος . Ήθος τυραν­νι­κόν, ήθος βάρ­βα­ρον εσύ, ναι, με κατα­δι­κά­ζεις, αλλ’ εγώ εμπαί­ζω την κατα­δί­κην σου, όχι, όχι, ο Θεός δεν μου έδω­σε καρ­δί­αν αχρεί­αν, ούτε συ με τα κλει­σί­μα­τά σου, με τα φυλα­κώ­μα­τά σου ηδυ­νή­θης ποτέ να μου την αχρειώ­σης, αυτή επι­θυ­μεί πάντο­τε τας μεγά­λας επι­χει­ρή­σεις, και είναι πάντο­τε έτοι­μη να τας αρχί­ση και να τας τελειώση.

.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….……

Επά­νω εις αυτό το ήθος εγώ έκα­μα ένα συμπε­ρα­σμόν ο οποί­ος είναι τού­τος. Η ελευ­θε­ρία, μάλι­στα δε και τα γράμ­μα­τα δίδουν εις τον άνθρω­πον μεγά­λην ευτολ­μί­αν, μήτε τον αφί­νουν να σύρ­νε­ται ωσάν ζώον από την γνώ­μην των άλλων, τώρα ίσως οι παλαιοί εγκά­τοι­κοι τού­της της Νήσου όντες ακό­μη πολ­λά βάρ­βα­ροι δια να έχουν τας γυναί­κας ωσάν σκλά­βας εστο­χά­σθη­καν να τας κρα­τούν κλει­σμέ­νας και αγράμ­μα­τους. Εγώ έκα­μα τού­τον τον συμπε­ρα­σμόν , δια­τί βλέ­πω πώς όλοι οι κακοί άνδρες δεν αγα­πούν τα γράμ­μα­τα και την ελευ­θε­ρί­αν εις τας γυναί­κας των. Έχου­σι δίκαιον. Μα τον Δία, οπού μια γυναί­κα δεν ημπο­ρεί ποτέ να μάθει την κακήν πολι­τεί­αν του ανδρός της μήτε δύνα­ται να του την ελέγ­ξη σωστά όταν δεν ευγαί­νει από το σπή­τι και όταν είναι αγράμ­μα­τη και αμα­θής» (6).

Την επό­με­νη φορά θα στα­θού­με στην παρου­σία της Ελι­σά­βετ Μου­τζάν-Μαρ­τι­νέ­γκου στο έργο της Διδώς Σωτη­ρί­ου (1909–2004) Οι Επι­σκέ­πτες.

  1. Γιά­νης Κορ­δά­τος, Ιστο­ρία της Νεο­ελ­λη­νι­κής Λογο­τε­χνί­ας (Από το 1453 ως το 1961), Βιβλιο­εκ­δο­τι­κή, 1962, σελ. 621–622.
  2. Αννί­τα Π. Πανα­ρέ­του, «Η παρη­γο­ρία των επι­στο­λών σου…». Ευαν­θία Καϊ­ρη-Ελι­σά­βετ Μου­τζάν-Μαρ­τι­νέ­γκου: Αλλη­λο­γρα­φώ­ντας, όπως θα ήθε­λαν. Εκδ. «Ωκε­α­νί­δα», σελ. 304, Σημειώσεις.
  3. Κ. Πορ­φύ­ρης, Εισα­γω­γή-Σημειώ­σεις στην Αυτο­βιο­γρα­φία της Ελι­σά­βετ Μου­τζάν-Μαρ­τι­νέ­γκου, Νοέμ­βρης 1983, σελ. 20
  4. Επι­στο­λή της 2ας Φεβρουα­ρί­ου 1823 προς την εξα­δέλ­φη της Αγγε­λι­κή Κορ­για­λε­νί­ου. Στο Ελι­σά­βετ Μου­τζάν-Μαρ­τι­νέ­γκου, Φαί­δων Μπου­μπου­λί­δης, σελ. 145
  5. Φαί­δων Κ. Μπου­μπου­λί­δης, Ελι­σά­βετ Μου­τζάν-Μαρ­τι­νέ­γκου, Αθή­ναι, 1965, σελ. 131
  6. Επτα­νη­σια­κά Φύλ­λα, Περιο­δι­κή Φιλο­λο­γι­κή-Λαο­γρα­φι­κή και Ιστο­ρι­κή έκδοση/ Γραμ­μέ­νη από τον Ντί­νο Κονό­μο, τόμος Α’, φύλ­λο 10 (Νοέμ­βρης 1947), σελ. 153–156. Το τεύ­χος αυτό αφιε­ρώ­νε­ται ολό­κλη­ρο (σσ 141–156) ως «Ένα ζακυ­θι­νό μνη­μό­συ­νο» «με την ευκαι­ρία της συμπλή­ρω­σης εκα­τόν δεκα­πέ­ντε χρό­νων από το θάνα­τό της (Νοέμ­βρης 1832-Νοέμ­βρης 1947)» στην Ελι­σά­βετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου.

Γενι­κή πηγή: Ελι­σά­βετ Μου­τζάν-Μαρ­τι­νέ­γκου, ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Εισα­γω­γή-Επι­μέ­λεια: Βαγ­γέ­λης Αθα­να­σό­που­λος, Εκδ. «Ωκε­α­νί­δα»

Το Α’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

Συνε­χί­ζε­ται

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο