Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ελ. Μηλιαρονικολάκη: «Τα αγριολούλουδα του Βαρλάμου», αγγελιοφόροι ενός ευτυχισμένου μέλλοντος

«Ο σημε­ρι­νός καλ­λι­τέ­χνης δεν μπο­ρεί να είναι αμέ­το­χος πρα­κτι­κο­γρά­φος γεγο­νό­των, ουδέ­τε­ρος παρα­τη­ρη­τής της ζωής. Για­τί τότε δεν μπο­ρεί να κάνει τέχνη. Αν δεν βιώ­νεις τον τόπο σου και την επο­χή σου, αν δεν συμ­με­τέ­χεις ενερ­γη­τι­κά στη ζωή δεν ανθο­φο­ρεί η τέχνη. Αυτές οι κατα­σκευ­ές πως η τέχνη είναι υπερ­κό­σμια, ανή­κει στην ουρά­νια απο­στο­λή της είναι φαρι­σαϊ­σμός της αντί­δρα­σης που επι­διώ­κει τη διάρ­κεια του παρελ­θό­ντος». Mε αυτά τα λόγια του κομ­μου­νι­στή ζωγρά­φου και χαρά­κτη Γιώρ­γη Βαρ­λά­μου — από­σταγ­μα της αφιε­ρω­μέ­νης στον αγώ­να για έναν καλύ­τε­ρο κόσμο ζωής του — σας καλω­σο­ρί­ζου­με στην έκθε­σή μας, που διορ­γα­νώ­νε­ται προς τιμήν του σπου­δαί­ου αυτού καλ­λι­τέ­χνη με αφορ­μή τα 4 χρό­νια από το θάνα­τό του, στο πλαί­σιο των δρα­στη­ριο­τή­των για τα 100χρονα του ΚΚΕ.

Καθώς θα περι­η­γεί­στε στην πλημ­μύ­ρα των εξαί­σιων χρω­μά­των του, σ’ αυτόν τον κάμπο με τα λου­λού­δια, που θυμί­ζει στο σύνο­λό της η έκθε­ση, παρα­κα­λού­με να μην ξεχά­σε­τε αυτά τα λόγια. Για­τί τα λου­λού­δια στο έργο του Βαρ­λά­μου, με το αχνό περί­γραμ­μά τους, αιθέ­ρια και ποι­η­τι­κά δεν μας επι­τρέ­πουν να τα δού­με με τρό­πο νατου­ρα­λι­στι­κό. Δεν είναι φωτο­γρα­φί­ες, ένα πιστό αντι­κα­θρέ­φτι­σμα της ελλη­νι­κής χλω­ρί­δας. Απο­τε­λούν σύμβολα.

Είναι τα λου­λού­δια που έχει κατα­γρά­ψει ο ποι­η­τής Νικη­φό­ρος Βρετ­τά­κος στον κατά­λο­γο των φίλων του, για τη συμπα­ρά­στα­ση που του πρό­σφε­ραν στη ζωή του. Είναι το μπου­κέ­το οι χει­ρο­ποί­η­τες παπα­ρού­νες που ανα­στά­τω­σαν την ψυχή και γέμι­σαν με φως το κελί του σκλη­ρά δοκι­μα­σμέ­νου για τις ιδέ­ες του λαϊ­κού ποι­η­τή Φώτη Αγγου­λέ. Είναι το λου­λου­δά­κι του Γιάν­νη Ρίτσου στο έργο του οι Γει­το­νιές του Κόσμου, που φύτρω­σε στα ανε­μο­δαρ­μέ­να βρά­χια της Μακρο­νή­σου και που οι φορ­τω­μέ­νοι με τις τερά­στιες πέτρες δεσμώ­τες κάτω από τις βρι­σιές και τα μαστί­για, έκα­ναν μισό κύκλο για να μην το πατή­σουν, παρό­τι κάθε περιτ­τό βήμα, τους ήταν αφό­ρη­το. Τα λου­λού­δια του Βαρ­λά­μου με λίγα λόγια είναι εκδή­λω­ση της πιο πλα­τιάς, της πιο βαθιάς αγά­πης για τη ζωή, που γι’ αυτήν αξί­ζει να αγω­νί­ζε­ται κανείς, είναι οι αγγε­λιο­φό­ροι του ευτυ­χι­σμέ­νου μέλ­λο­ντος της ανθρω­πό­τη­τας. Άλλω­στε για το Γιώρ­γη Βαρ­λά­μο «Τέχνη κάνουν μόνο οι ορα­μα­τι­στές που μορ­φο­ποιούν το ζωντα­νό σήμε­ρα και τα ιδα­νι­κά του αύριο».

Το λου­λού­δι βέβαια το συνα­ντά­με εδώ και αιώ­νες σαν θέμα σε πολ­λά είδη της τέχνης. Τι το ιδιαί­τε­ρο ειση­γεί­ται άρα­γε ο Βαρ­λά­μος που να δικαιο­λο­γεί την καθιέ­ρω­ση του χαρα­κτη­ρι­σμού «τα λου­λού­δια του Βαρ­λά­μου»; Αν ανα­ζη­τή­σου­με μια ερμη­νεία στην άψο­γη τεχνι­κή από­δο­σή τους θα αδι­κή­σου­με το δημιουρ­γό τους. Για­τί ο Βαρ­λά­μος — αν και βαθύς γνώ­στης των μυστι­κών της ζωγρα­φι­κής και ιδιαί­τε­ρα της χαρα­κτι­κής, που καλ­λιερ­γώ­ντας συστη­μα­τι­κά όλα τα είδη της, χαλ­κο­γρα­φία, ξυλο­γρα­φία, λιθο­γρα­φία, έφτα­σε να του γίνει κάτι σαν το γρα­φι­κό του χαρα­κτή­ρα ανα­πτύσ­σο­ντας ένα εντε­λώς προ­σω­πι­κό ύφος — θεω­ρού­σε πως η τεχνι­κή στο έργο τέχνης έχει δευ­τε­ρεύ­ου­σα σημα­σία, είναι απλά το μέσον. Το πρω­ταρ­χι­κό γι’ αυτόν ήταν το περιεχόμενο.

Και πραγ­μα­τι­κά τα λου­λού­δια του Βαρ­λά­μου έχουν κάτι ξεχω­ρι­στό. Πρώ­τα — πρώ­τα δεν είναι εκεί­νες οι ακρι­βές ράτσες λου­λου­διών, οι καλ­λιερ­γη­μέ­νες στα ανθο­κο­μεία και προ­ο­ρι­σμέ­νες για να δια­κο­σμούν τις αυλές και τα σαλό­νια των πλου­σιό­σπι­των. Είναι τα χωνά­κια, η κάπα­ρη, οι καμπα­νού­λες, τα κυκλά­μι­να, οι παπα­ρού­νες, οι μαρ­γα­ρί­τες, όλα τους απλά, ταπει­νά κι άλλες φορές ατί­θα­σα αγριο­λού­λου­δα. Τα λου­λού­δια του Βαρ­λά­μου «παίρ­νουν το μέρος των φτω­χών». Μα ακό­μη πιο σημα­ντι­κό είναι ότι δεν είναι απο­κομ­μέ­να από τη φυσι­κή ζωή τους. Ο Βαρ­λά­μος δεν τα ξερι­ζώ­νει για να τα βάλει στο βάζο, «προ­τι­μά τα λου­λού­δια που δεν κακό­πα­θαν απ’ τον άνθρω­πο, που ζουν στη ζεστα­σιά του ήλιου και όχι στην ψυχρό­τη­τα του ανθο­για­λιού» όπως παρα­τη­ρεί στον «Ριζο­σπά­στη» το 1981 ο κρι­τι­κός Νίκος Αλε­ξί­ου, ενώ εύστο­χα συνε­χί­ζει: «Εκεί­νο που απο­τε­λεί προ­σω­πι­κό του επί­τευγ­μα είναι η συν­θε­τι­κή τους τοπο­θέ­τη­ση, η ανά­πτυ­ξη κι η ανα­πνοή τους μέσα στο φόντο, σε μια ατμό­σφαι­ρα ονεί­ρου, που δίνει ποι­η­τι­κές ανα­γω­γές πέρα από τα εικονιζόμενα».

Το σπουδαίο έργο του Γιώργη Βαρλάμου

Αναμ­φι­σβή­τη­τα, το φόντο, το βάθος μέσα από το οποίο ο Βαρ­λά­μος προ­βάλ­λει το θέμα του παί­ζει ιδιαί­τε­ρο ρόλο όχι μόνο στ’ αγριο­λού­λου­δά του, αλλά σε μεγά­λο μέρος του έργου του, προ­κα­λώ­ντας μέσα από το παι­χνί­δι των χρω­μά­των και τις αντι­θέ­σεις των τόνων δια­φο­ρε­τι­κές κάθε φορά σκέ­ψεις και συναι­σθή­μα­τα στο θεα­τή, χαρά, λύπη, μελαγ­χο­λία, τρα­γι­κό­τη­τα, οργή. Αυτό μπο­ρεί να δια­πι­στώ­σει κανείς ξεφυλ­λί­ζο­ντας και ένα άλλο σπου­δαίο δημιούρ­γη­μά του, που ένα μικρό δείγ­μα του φιλο­ξε­νεί­ται στις προ­θή­κες της έκθε­σής μας. Πρό­κει­ται για την έξο­χη εικο­νο­γρά­φη­ση με 48 ακουα­ρέ­λες της έκδο­σης με τις επτά σωζό­με­νες τρα­γω­δί­ες του Σοφο­κλή, που πραγ­μα­το­ποί­η­σε στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ΄70 για λογα­ρια­σμό ενός ξακου­στού για τις καλαί­σθη­τες και απο­κλει­στι­κά συλ­λε­κτι­κές εκδό­σεις του, παρι­σι­νού εκδο­τι­κού οίκου. Στο έργο αυτό, που στην ουσία καθιέ­ρω­σε τον Βαρ­λά­μο, οι εικό­νες του δεν προ­σπα­θούν να ιλλου­στρά­ρουν ορι­σμέ­να σημεία του βιβλί­ου, αλλά εισχω­ρούν στο πνεύ­μα του.

Η βαθιά αυτή αφο­μοί­ω­ση της γλώσ­σας της αρχαί­ας τέχνης, του πνεύ­μα­τος και της τεχνι­κής της, ήταν προ­ϊ­όν όχι μόνο της επί ένα σχε­δόν χρό­νο επί­πο­νης μελέ­της του πάνω στα αγγεία του αρχαιο­λο­γι­κού μου­σεί­ου, αλλά και της λαμπρής προ­πα­ρα­σκευ­ής του μέσα από τη συμ­με­το­χή του μαζί με τους Λουί­ζα Μοντε­σά­ντου και Νίκο Δαμια­νά­κη στην ομά­δα των επι­λεγ­μέ­νων μαθη­τών — συνερ­γα­τών του πρω­το­πό­ρου θεμε­λιω­τή της ελλη­νι­κής χαρα­κτι­κής και διευ­θυ­ντή τότε της Ανώ­τα­της Σχο­λής Καλών Τεχνών Γιάν­νη Κεφαλ­λη­νού- σε ένα ιστο­ρι­κής σημα­σί­ας εικα­στι­κό και εκδο­τι­κό κατόρ­θω­μα: Την πιστή χαρα­κτι­κή απο­τύ­πω­ση με τη μικτή μέθο­δο της ξυλο­γρα­φί­ας και της χαλ­κο­γρα­φί­ας των δέκα ωραιό­τε­ρων στο μου­σείο της Αθή­νας λευ­κών αττι­κών ληκύ­θων του 5ου π.Χ. αιώ­να και την έκδο­σή τους το 1956 μετά από τρί­χρο­νο κοπια­στι­κό πει­ρα­μα­τι­σμό και πυρε­τώ­δη εργα­σία σε ένα μονα­δι­κής ομορ­φιάς λεύ­κω­μα, μικρό μέρος από το οποίο μπο­ρεί­τε επί­σης να θαυ­μά­σε­τε στις προ­θή­κες της έκθεσης.

Αν στη ζωγρα­φι­κή ο Βαρ­λά­μος δια­κρί­θη­κε κυρί­ως στην απει­κό­νι­ση λου­λου­διών και τοπί­ων, όπως τα Μετέ­ω­ρα, στη χαρα­κτι­κή προ­σέ­θε­τε και τα θέμα­τα της γυναί­κας, του έρω­τα και του θανά­του. Το ειδο­ποιό ωστό­σο γνώ­ρι­σμα της τέχνης του, αυτή η εσω­τε­ρι­κή ευγέ­νεια και η πηγαία λεπτό­τη­τα που ανα­δύ­ει το έργο του είναι κοι­νό και στους δύο αυτούς κύριους τομείς της δημιουρ­γί­ας του.

Φυσι­κά από το έργο του Βαρ­λά­μου δεν λεί­πει και το καταγ­γελ­τι­κό για τα δει­νά του καπι­τα­λι­σμού αντι­πο­λε­μι­κό, αντι­φα­σι­στι­κό, αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό περιε­χό­με­νο ή οι ανα­φο­ρές στην ταξι­κή πάλη, όπως οι έξι συν­θέ­σεις του για το Πολυ­τε­χνείο, που με αφορ­μή τα 50χρονα από το στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα της 21ης Απρί­λη του 1967 φιλο­ξε­νού­νται στην έκθε­ση. O Βαρ­λά­μος δεν προ­σπερ­νού­σε την πολι­τι­κή επι­και­ρό­τη­τα, συμ­με­τεί­χε ενερ­γη­τι­κά στην κοι­νω­νι­κή ζωή, δεν απου­σί­α­σε ποτέ από τους μεγά­λους λαϊ­κούς, πολι­τι­κούς αγώ­νες, όπως και από τους συλ­λο­γι­κούς αγώ­νες του κλά­δου του. Με μεγά­λη επι­τυ­χία επι­δό­θη­κε στην τέχνη της πολι­τι­κής αφί­σας, όπο­τε του ζητή­θη­κε — όπως η πασί­γνω­στη και βρα­βευ­μέ­νη αφί­σα του ΚΚΕ το 1981 ενά­ντια στην έντα­ξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ, που με λιτό­τη­τα και ευρη­μα­τι­κό­τη­τα εισχω­ρεί στο νόη­μα του συν­θή­μα­τος «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συν­δι­κά­το» — αλλά και στην εικο­νο­γρά­φη­ση βιβλί­ων με κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό περιε­χό­με­νο. Όντας μάλι­στα ένας από τους λίγους χαρά­κτες που είχαν διεισ­δύ­σει στους νόμους της δομι­κής αισθη­τι­κής του βιβλί­ου — δηλα­δή τον τρό­πο που πρέ­πει να σχε­δια­στεί ένα βιβλίο ξεκι­νώ­ντας από το μέγε­θός του και την επι­λο­γή του χαρ­τιού και φτά­νο­ντας ως τα περι­θώ­ρια της σελί­δας, τη γραμ­μα­το­σει­ρά, τις απο­στά­σεις μετα­ξύ των γραμ­μά­των, τα κενά στα διά­στι­χα κ.ά., έτσι που να ευχα­ρι­στεί τον ανα­γνώ­στη και να δημιουρ­γεί προ­διά­θε­ση αντί­στοι­χη με το περιε­χό­με­νό του — είχε ανα­λά­βει από το 1992 την αισθη­τι­κή επι­μέ­λεια των εκδό­σε­ων της «Σύγ­χρο­νης Εποχής».

Ολόκληρη η ζωή του, μάρτυρας της αφοσίωσής του στα κομμουνιστικά ιδανικά

Γενι­κό­τε­ρα ολό­κλη­ρη η ζωή του είναι αδιά­ψευ­στος μάρ­τυ­ρας της ακλό­νη­της αφο­σί­ω­σής του στα κομ­μου­νι­στι­κά ιδα­νι­κά, του πιο βαθιού, κομ­μου­νι­στι­κού ανθρω­πι­σμού του.

Στο ΚΚΕ οργα­νώ­θη­κε στα χρό­νια της κατο­χής, τότε που ως φοι­τη­τής της Ανώ­τα­της Σχο­λής Καλών Τεχνών και μέλος της ΕΠΟΝ συμ­με­τεί­χε, όπως σχε­δόν όλοι οι σπου­δα­στές στο εργα­στή­ριο χαρα­κτι­κής του μαρ­ξι­στή Γιάν­νη Κεφαλ­λη­νού, στη νεα­νι­κή ομά­δα του παρά­νο­μου καλ­λι­τε­χνι­κού συνερ­γεί­ου που κάλυ­πτε τις προ­πα­γαν­δι­στι­κές ανά­γκες της ΕΑΜι­κής Αντί­στα­σης. Καθή­κον της ομά­δας των σπου­δα­στών ήταν να προ­ε­τοι­μά­ζουν τα κλι­σέ των κου­πο­νιών και να επι­με­λού­νται την εκτύ­πω­ση των φυλ­λα­δί­ων και των άλλων εντύ­πων, ενώ τα χαρα­κτι­κά και τα σχέ­δια των προ­πα­γαν­δι­στι­κών υλι­κών τα έκα­ναν από­φοι­τοι της σχο­λής και συχνά επώ­νυ­μοι καλ­λι­τέ­χνες. Η ΕΑΜι­κή αντί­στα­ση έδω­σε στη χαρα­κτι­κή την ευκαι­ρία να παί­ξει το σπου­δαιό­τε­ρο ρόλο απ’ όλες τις καλές τέχνες, μετα­τρέ­πο­ντας το κοπί­δι του χαρά­κτη σε όπλο το ίδιο επι­κίν­δυ­νο με εκεί­νο του πολε­μι­στή και εμπνέ­ο­ντας με τα ιδα­νι­κά του αγώ­να για την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση μαζί με το Βαρ­λά­μο και μια πλη­θώ­ρα μετέ­πει­τα ονο­μα­στών εικα­στι­κών, όπως οι Τάσ­σος, Σεμερ­τζί­δης, Στε­φα­νί­δης, Μακρής, Κατρά­κη, Βασι­λεί­ου, Μαγ­γιώ­ρου, Κορο­γιαν­νά­κης, Δαγκλής, Σικε­λιώ­της, Γραμ­μα­τό­που­λος και άλλοι πολλοί.

Σ΄αυτή την έμπρα­κτη από­δει­ξη του σπου­δαί­ου κοι­νω­νι­κού ρόλου που μπο­ρεί να παί­ξει η τέχνη και ειδι­κό­τε­ρα η χαρα­κτι­κή, χρω­στά ο Βαρ­λά­μος το πάθος με το οποίο την υπη­ρέ­τη­σε και την υπε­ρα­σπί­στη­κε σε όλη τη ζωή του από τα νύχια των εμπό­ρων, ως την πιο δημο­κρα­τι­κή, την πιο λαϊ­κή τέχνη, την τέχνη που με μικρό αντί­τι­μο μπο­ρεί να μπει σε κάθε λαϊ­κό σπί­τι. Ο Βαρ­λά­μος έδω­σε προ­σω­πι­κές και συλ­λο­γι­κές μάχες ενά­ντια στην εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση της τέχνης και τη βαρ­βα­ρό­τη­τα της καπι­τα­λι­στι­κής αγο­ράς που καθιέ­ρω­σε την αρίθ­μη­ση των χαρα­κτι­κών αντι­τύ­πων και την κατα­στρο­φή της μήτρας τους.

Μετά τα Δεκεμ­βρια­νά εγκα­τέ­λει­ψε την Αθή­να μαζί με τους τελευ­ταί­ους μαχη­τές του ΕΛΑΣ δια­νύ­ο­ντας με τα πόδια την από­στα­ση Αθή­να — Κύμη.

Η στρά­τευ­σή του στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα, η απέ­χθεια που έτρε­φε για κάθε συμ­βι­βα­σμό «αντα­μεί­φθη­κε» με την απόρ­ρι­ψή του για τη θέση του καθη­γη­τή της Χαρα­κτι­κής στην ΑΣΚΤ και τις τρεις φορές που υπέ­βα­λε υπο­ψη­φιό­τη­τα, παρό­τι οι λαμπρές σπου­δές του με μεγά­λους δασκά­λους όπως ο Ουμ­βέρ­τος Αργυ­ρός και ο Κων­στα­ντί­νος Παρ­θέ­νης στη ζωγρα­φι­κή και ο κορυ­φαί­ος κι αγα­πη­μέ­νος δάσκα­λός του στη χαρα­κτι­κή Γιάν­νης Κεφαλ­λη­νός, με τον οποίο συνέ­χι­σε να συνερ­γά­ζε­ται για πολ­λά χρό­νια, οι μετεκ­παι­δεύ­σεις του με υπο­τρο­φία του ΙΚΥ στο Παρί­σι, οι πολ­λα­πλές βρα­βεύ­σεις του στο εξω­τε­ρι­κό και στην Ελλά­δα το 1995 από την Ακα­δη­μία Αθη­νών και προ­πα­ντός οι βαθιές γνώ­σεις του σε όλα τα είδη της χαρα­κτι­κής και το πολύ­τρο­πο έργο του, τον είχαν ανα­δεί­ξει αντι­κει­με­νι­κά ως τον πιο άξιο γι΄ αυτή τη θέση, συνε­χι­στή της ένδο­ξης παρά­δο­σης του Κεφαλληνού.

Τη γεν­ναιο­φρο­σύ­νη και την αδια­πραγ­μά­τευ­τη προ­σή­λω­σή του στα ιδα­νι­κά και της αξί­ες του επι­βε­βαί­ω­σε και με την άρνη­σή του να απο­δε­χτεί το μηνιαίο μισθό με τον οποίο η χού­ντα απο­φά­σι­σε το 1973 να επι­χο­ρη­γή­σει 100 καλ­λι­τέ­χνες για να οικο­δο­μή­σει φιλο­καλ­λι­τε­χνι­κό προ­φίλ, που με ιδιαί­τε­ρη περη­φά­νια δημο­σιο­ποί­η­σε μάλι­στα δηλώ­νο­ντας ανά­με­σα σ’ άλλα πως «τέτοιας μορ­φής εκλε­κτι­κή χορη­γία δεν λύνει βασι­κά προ­βλή­μα­τα των ανθρώ­πων της τέχνης». Όσο εχθρι­κός ήταν απέ­να­ντι στη εκμε­τάλ­λευ­ση του ανθρώ­πι­νου μόχθου γενι­κά και ειδι­κά στο χώρο της τέχνης, τόσο στορ­γι­κός και γεν­ναιό­δω­ρος υπήρ­ξε προς τους απλούς ανθρώ­πους και τους νέους καλ­λι­τέ­χνες, στους οποί­ους αγα­πού­σε να μετα­δί­δει τις γνώ­σεις του και την καλ­λι­τε­χνι­κή του πεί­ρα χωρίς να κρα­τά μυστικά.

Η τελευ­ταία μεγά­λη πρά­ξη της ζωής του ήταν η δια­θή­κη του, που μ’ αυτήν εμπι­στεύ­τη­κε στο ΚΚΕ όλο το έργο και το εργα­στή­ριό του. Το χει­ρό­γρα­φο κεί­με­νό της κατα­λή­γει συγκι­νη­μέ­να στα παρα­κά­τω λόγια: «Έτσι θεω­ρώ ότι ολο­κλη­ρώ­νω κι εγώ την προ­σφο­ρά μου στο μεγά­λο και δίκαιο αγώ­να για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της εργα­τι­κής τάξης κι όλου του εργα­ζό­με­νου λαού από τα δεσμά της ταξι­κής σκλα­βιάς, αγώ­να που με διή­γη­ρε και με συνε­πή­ρε από τα νεα­νι­κά μου χρό­νια και εξα­κο­λου­θεί να φλο­γί­ζει την καρ­διά μου μέχρι και σήμερα».

Αυτή η ποι­η­τι­κή, η νεα­νι­κή, η φλο­γι­σμέ­νη από τον αγώ­να για την κατά­λυ­ση κάθε ταξι­κού κατα­να­γκα­σμού καρ­διά εξα­κο­λου­θεί να χτυ­πά μέσα από το έργο του Γιώρ­γη Βαρ­λά­μου. Αλλω­στε, όπως και ο ίδιος μας από­δει­ξε με την ικα­νό­τη­τά του να μετου­σιώ­νει ακέ­ριο το πνεύ­μα της αρχαί­ας επο­χής, «η γλώσ­σα της τέχνης έχει το προ­νό­μιο να μη σωπαί­νει ποτέ». Για το Γιώρ­γη Βαρ­λά­μο τα πολ­λά λόγια είναι περιτ­τά. Θα στα­μα­τή­σω λοι­πόν εδώ, για να μπο­ρέ­σου­με να αφου­γκρα­στού­με μέσα από τους πίνα­κές του, τους χτύ­πους της μεγά­λης καρ­διάς του.

 

Η Ομι­λία της Ελέ­νη Μηλια­ρο­νι­κο­λά­κης, υπεύ­θυ­νη του Τμή­μα­τος Πολι­τι­σμού της ΚΕ του ΚΚΕ, στα εγκαί­νια της εικα­στι­κής έκθε­σης με έργα του Γιώρ­γη Βαρ­λά­μου, που διορ­γα­νώ­νει η ΚΕ του ΚΚΕ, στο πλαί­σιο του εορ­τα­σμού των 100 χρό­νων του Κόμ­μα­τος. Η έκθε­ση που έχει θέμα «Τ’ αγριο­λού­λου­δα του Βαρ­λά­μου» φιλο­ξε­νεί­ται στο Βυζα­ντι­νό και Χρι­στια­νι­κό Μου­σείο (Βασι­λίσ­σης Σοφί­ας 11, κοντά στη στά­ση του μετρό «Ευαγ­γε­λι­σμός»), έως τις 11 Μάρ­τη 2018.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο