Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ελ Ντάμπα, στρατόπεδο συγκέντρωσης κομμουνιστών και αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης

Γρά­φει ο Αρης Καρ­ρέρ //

Η Ελ Ντά­μπα είχε συν­δέ­σει την ύπαρ­ξή της με την περί­ο­δο της μάχης του EL ALAMEIN  κατά τη διάρ­κεια του Β Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου.  Εκεί πρω­το-οδη­γή­θη­καν οι αιχ­μά­λω­τοι Γερ­μα­νοί (και όχι μόνο) που πιά­στη­καν κατά την περί­φη­μη αυτή μάχη. Αργό­τε­ρα, με πρό­σχη­μα τα λεγό­με­να «Δεκεμ­βρια­νά» η κυβέρ­νη­ση Παπαν­δρέ­ου σε συνεν­νό­η­ση με τους Αγγλους βρή­κε τρό­πο να ξαπο­στεί­λει από τα πόδια της τους ΕΑΜίτες-ΕΛΑΣίτες.

Συγκε­κρι­μέ­να:

Στις 3 του Δεκέμ­βρη του 1944, ο Γεώρ­γιος Παπαν­δρέ­ου ανα­κα­λεί την άδεια που είχε δώσει για το συλ­λα­λη­τή­ριο του ΕΑΜ και παράλ­λη­λα δίνει εντο­λή επί­θε­σης της αστυ­νο­μί­ας και του παρα­κρά­τους ενα­ντί­ον του άοπλου πλή­θους, με τη συγκα­τά­βα­ση φυσι­κά του Σκό­μπυ. Απο­τέ­λε­σμα 24 νεκροί και 160 τραυ­μα­τί­ες. Τις μέρες που ακο­λού­θη­σαν οι Αγγλοι άρχι­σαν ένα άγριο κι εκτε­τα­μέ­νο πογκρόμ συλ­λή­ψε­ων. Από παι­διά μέχρι γέρους, ανε­ξαρ­τή­του μόρ­φω­σης και πολι­τι­κών πεποι­θή­σε­ων, συλ­λαμ­βά­νο­νται και οδη­γού­νται αρχι­κά στο Γου­δί και στη συνέ­χεια στο Χασά­νι το οποίο είχε μετα­τρα­πεί σε στρα­τό­πε­δο συγκέντρωσης.

Για την Ελ Ντά­μπα έφυ­γαν τρεις απο­στο­λές από το Χασά­νι με τα πλοία «Μανίλ­γα», «Καμε­ρό­νια» και «Φρί­ντα». Δυστυ­χώς όμως, δεν έχει εξα­κρι­βω­θεί ο ακρι­βής αριθ­μός των ομή­ρων που «φιλο­ξε­νή­θη­καν» στα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης. Υπο­λο­γί­ζε­ται από τα διά­φο­ρα στοι­χεία που είχαν συγκε­ντρω­θεί από τους ελντα­μπί­τες, πως αυτός μόνον για το στρα­τό­πε­δό τους έφθα­νε τους 8–10.000 ομήρους.

Από την Ελ Ντά­μπα πέρα­σαν πολ­λοί αξιό­λο­γοι άνθρω­ποι που αργό­τε­ρα χάρι­σαν το γέλιο στον ελλη­νι­κό λαό ή τον έκα­ναν να δακρύ­σει. Ενας από τους χαρι­σμα­τι­κούς αυτούς ανθρώ­πους που πολ­λοί τον πρό­λα­βαν στο θέα­τρο και άλλοι στον παλιό ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο, είταν ο αεί­μνη­στος ηθο­ποιός Μίμης Φωτό­που­λος. Μόλις γύρι­σε πίσω, έκα­τσε κι έγρα­ψε τις εμπει­ρί­ες του από τα «σύρ­μα­τα» και το 1980 το χρο­νι­κό εκδί­δε­ται από την «Σύγ­χρο­νη Εποχή».

Αξί­ζει όμως ν’ αφιε­ρώ­σου­με μερι­κές αρά­δες στον ελντα­μπί­τη ηθο­ποιό και ζωγράφο.

karer4

«Νάμα­στε λοι­πόν στην Αίγυ­πτο. Βρι­σκό­μα­σταν μήπως στο τέρ­μα του ταξι­διού μας; Αμ’ αυτό δε το μάθα­με στην Ελλά­δα και θα το μαθαί­να­με εδώ που βλέ­που­με μόνο Εγγλέ­ζους; Από το Πορτ-Σάιντ δεν είδα­με τίπο­τε εκτός από έναν παρά­ξε­νο κίτρι­νο ήλιο, για­τί αμέ­σως από το καρά­βι μας φορ­τώ­σα­νε σε κάτι βαγό­νια («Ιπποι οκτώ») και ξεκι­νή­σα­με ξανά προς το άγνω­στο. Μας είχαν φορ­τώ­σει όπως οι Γερ­μα­νοί φόρ­τω­ναν τους Εβραί­ους, μόνο που δεν είμα­στε τόσο στρι­μωγ­μέ­νοι και η πόρ­τα του βαγο­νιού είταν ανοι­χτή. Ετσι μπο­ρού­σα­με να βλέ­που­με κατά τη δια­δρο­μή την Αίγυ­πτο. Σε κάθε σταθ­μό που στα­μα­τού­σα­με για λίγο, μερι­κοί Αιγύ­πτιοι ξεφεύ­γα­νε από την επι­τή­ρη­ση της Αγγλι­κής Στρα­τιω­τι­κής Αστυ­νο­μί­ας , πλη­σιά­ζα­νε την πόρ­τα του βαγο­νιού και μας προ­σφέ­ρα­νε τσι­γά­ρα «ανταλ­λα­γή». Και βάζα­νε οι όμη­ροι που­κά­μι­σα, που­λό­βερ, κασκόλ, και τα δίνα­νε για ένα πακέ­το θλι­βε­ρά τσι­γά­ρα… Εδω­σα κι εγώ ένα κασκόλ που είχα και πήρα τσι­γά­ρα. Σε κάθε σταθ­μό γινό­τα­νε και μια περί­ερ­γη μάχη. Την τελευ­ταία στιγ­μή, καθώς έφευ­γε το τρέ­νο, οι… αντί­πα­λοι προ­σπα­θού­σαν ν’ αρπά­ξουν το «είδος» χωρίς να δώσουν το δικό τους ή δίνα­νε την τελευ­ταία στιγ­μή οι Αιγύ­πτιοι το πακέ­το και πολ­λές φορές αντί για τσι­γά­ρα ήτα­νε γεμά­το με χαρ­τιά. Νάχεις δώσει το που­λό­βερ σου για ένα πακέ­το τσι­γά­ρα και να παίρ­νεις ένα κου­τί χαρ­τιά! Καλά το που­λό­βερ, μα να σου μένει η λαχτά­ρα του τσι­γά­ρου… Και η Α.Σ.Α της Αγγλι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας να ξεκαρ­δί­ζε­ται στα γέλια.

Περά­σα­με τη μέρα μας δια­σχί­ζο­ντας την Αίγυ­πτο, αλλη­λο­κλε­βό­με­νοι με τους Αιγυ­πτί­ους, θαυ­μά­ζο­ντας τους παρα­πο­τά­μους του Νεί­λου και πότε-πότε στε­νά­ζο­ντας την μοί­ρα μας,

Δακρύ­ζο­ντας για τους δικούς μας που όλο και τους αφή­να­με πιο μακριά μας.

Νύχτω­νε για τα καλά. Τη Γενα­ριά­τι­κη μέρα που στην Αίγυ­πτο ήτα­νε σαν Ανοι­ξη, την δια­δέ­χθη­κε καθώς έπε­σε το βρά­δυ, μια φοβε­ρή παγω­νιά. Κλεί­σα­με την πόρ­τα του βαγο­νιού και όλοι μαζί ζαρώ­σα­με σε μια γωνιά. Το κρύο ήταν ανυ­πό­φο­ρο και δεν μπο­ρού­σα­με να κλεί­σου­με μάτι. Ρίξα­με τις κου­βέρ­τες μας πάνω στα κεφά­λια μας, μα τίπο­τα δεν μας έσω­ζε από την παγω­νιά. Μπή­κε πάλι σ’ ενέρ­γεια το κόλ­πο της φωτιάς. Ανά­ψα­με χαρ­τιά μέσα στο βαγό­νι. Και πάλι δε θυσί­α­σα τα γράμ­μα­τα για μισό λεπτό ζεστασιάς.

Κατά τις τρεις τη νύχτα στα­μά­τη­σε το τρέ­νο στη μέση της ερη­μιάς. Μας κατε­βά­σα­νε, βαγό­νι-βαγό­νι και μας πήγα­νε εκεί κοντά σε μια παρά­γκα και μας έδω­σαν μια κού­πα τσάι και λίγα μου­χλια­σμέ­να μπι­σκό­τα. Καθώς ήμα­στε στην ουρά, λέει ένας του βαγο­νιού μου στον Αρά­πη που μας έκα­νε διανομή:

— Βάλε μπό­λι­κο βρε σκατά.

— Σκα­τά να φας, του απά­ντη­σε ο Αράπης.

Μεί­να­με όλοι με το στό­μα ανοι­χτό. Τρεις η ώρα, νύχτα μέσα στην έρη­μο, και ν’ ακούς  μια τόσο πολυ­με­τα­χει­ρι­σμέ­νη λέξη, κι όχι καν στη γλώσ­σα του Καμπρόν μα ελλη­νι­κό­τα­τα! Αυτό μας έδω­σε κου­ρά­γιο. Βρι­σκό­μα­σταν κάπου που ακό­μα και οι Αρά­πη­δες μιλά­νε ελλη­νι­κά. Ξανα­κλει­στή­κα­με στις σιδη­ρο­δρο­μι­κές φυλα­κές μας και ξεκι­νή­σα­με πάλι τουρ­του­ρί­ζο­ντας και μασώ­ντας τα μου­χλια­σμέ­να μπι­σκό­τα της Αγγλι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας. Δεν κλεί­σα­με μάτι. Είχε βγει ο ήλιος για καλά, όταν αρά­ξα­με στην…Ιθάκη. Και για να πάρω θάρ­ρος ξανά­φε­ρα στη σκέ­ψη μου τους στί­χους του ποιητή:

Σα βγης στον πηγαι­μό για την Ιθάκη,

να εύχε­σαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμά­τος περι­πέ­τειες, γεμά­τος γνώσεις.

Τους «Αγγλους» και τους Κύκλωπας,

τον θυμω­μέ­νο «Εσα­τζή» μη φοβάσαι.

Τέτοια στο δρό­μο σου ποτέ σου δε θα βρης.

Αν μέν’ η σκέ­ψη σου υψη­λή, αν εκλεκτή

συγκί­νη­σις το πνεύ­μα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους «Αγγλους» και τους Κύκλωπας,

τον άγριο «Εσα­τζή» δε θα συναντήσεις,

αν δεν τους κου­βα­νής μεσ’ στην ψυχή σου,

κι αν η ψυχή σου δεν τους στή­νει εμπρός σου.

karer3

Και η Ιθά­κη για μένα ήτα­νε η ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ. Ένα στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης που είχα­νε οι Εγγλέ­ζοι μέσα στα αφρι­κα­νι­κά χώμα­τα. Εκα­τόν πενή­ντα χιλιό­με­τρα από την Αλεξάνδρεια».

Με τον Μίμη Φωτό­που­λο στο Camp 380 ήταν και ο πατέ­ρας του γρά­φο­ντος, δημο­σιο­γρά­φος Αλέ­ξης Καρ­ρέρ. Το 2004 βάζο­ντας σε κάποια τάξη τα αρχεία του πατέ­ρα μου, έπε­σε στα χέρια μου ένα ντο­σιέ που μου τρά­βη­ξε την προ­σο­χή. Εγρα­φε: Ελ-Ντά­μπα, Αθή­να 1946. Μέσα υπήρ­χαν κιτρι­νι­σμέ­να από την πολυ­και­ρία χει­ρό­γρα­φα με γράμ­μα­τα που μόλις φαίνονταν.

Το περιε­χό­με­νό τους είχε πρω­το­δη­μο­σιευ­τεί σε συνέ­χειες (σε πρώ­τη μορ­φή), στην απο­γευ­μα­τι­νή εφη­με­ρί­δα «Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα» αρχής γενο­μέ­νης την 21η Μαρ­τί­ου του 1945. Είναι ένα μέρος της ιστο­ρί­ας του πατέ­ρα μου που άξι­ζε να βγει στην επι­φά­νεια για­τί πρό­σφε­ρε ένα ντο­κου­μέ­ντο στη μεγά­λη επο­ποι­ία του λαού μας που λέγε­ται ΕΑΜι­κή Εθνι­κή Αντίσταση.

Τις αρά­δες αυτές τις αφιε­ρώ­νω πρω­τί­στως στον πατέ­ρα μου αλλά και σε κάθε σύντρο­φο ή συνα­γω­νι­στή που πολέ­μη­σε ή έδω­σε και τη ζωή του για τη λευ­τε­ριά της πατρί­δας μας από την ξένη ακρί­δα κι έμει­νε πάντα ένα με το λαό για το λαό. Και κυρί­ως στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Ελλάδας.

Ετσι θα κλεί­σου­με μ’ ένα πρω­τό­λειο κεί­με­νο του Αλέ­ξη Καρ­ρέρ η Αλέ­ξη Ακύ­λα στο βουνό.

«Μέσα στη φού­ρια για το στή­σι­μο της μεγά­λης σκη­νής, το μάτι του πήρε στα πετα­χτά κάτι που τον γέμι­σε χαρά και αισιο­δο­ξία. Ενιω­σε ένα φτε­ρού­γι­σμα μέσα του, κάτι σα χάδι, σα γυναι­κείο αγκά­λια­σμα. Τίπο­τα δεν χάνε­ται, όλα σβή­νουν, μα κάπου πάντα ένα φωτά­κι, μια ηλια­χτί­δα, ένα δέν­δρο, ένα αγριο­λού­λου­δο, ένας βρά­χος που είναι δεμέ­νος μαζί τους, σε στε­ριώ­νουν πάλι στη ζωή.

Πέρα από τους αμμό­λο­φους, ανά­με­σα σε δύο υψώ­μα­τα, το μάτι του πήρε μια μικρή γαλά­ζια πινε­λιά, όχι σε πολύ μεγά­λη από­στα­ση. Ηταν η θάλασ­σα, η θάλασ­σα της Μεσό­γειος, η θάλασ­σα που σ’ ενώ­νει με την πατρί­δα με ό,τι αγά­πη­σες πιο πολύ, με ότι θυμή­θη­κες για να μεγα­λώ­σεις, να γίνεις άντρας. Δεν είσαι χαμέ­νος στην έρη­μο. Υπάρ­χει εκεί η θάλασ­σα που θα σε ξανα­φέ­ρει κάπο­τε στις ρίζες σου.

Φτά­νο­ντας εκεί τα ξημε­ρώ­μα­τα με το τρέ­νο, ο Γιάν­νης Αχτύ­πης, είδε καρ­φω­μέ­νη πάνω σ’ ένα στύ­λο μια επι­γρα­φή: “EL-DABA” κι ύστε­ρα πιο κάτω μια θάλασ­σα από σκη­νές, από συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα από στύ­λους , με δυνα­τά φώτα που έρι­χναν προ­βο­λείς κι έξω από το στρατόπεδο.

Πριν φτά­σου­με στην Ελ-Ντά­μπα, από τη μισά­νοι­χτη πόρ­τα του βαγο­νιού, όπου στε­κό­ταν ένας στρα­τιώ­της του αγγλι­κού στρα­τού με το αυτό­μα­το στο χέρι, είδα­με φευ­γα­λέα μια άλλη επι­γρα­φή που έγρα­φε “EL ALAMEIN”.

Τότε κατά­λα­βα που βρι­σκό­μα­σταν για­τί προη­γού­με­να μας είχαν φορ­τώ­σει σ’ ένα τρέ­νο κατε­βά­ζο­ντάς μας πάντα υπό την απει­λή των όπλων, από το επι­ταγ­μέ­νο φορ­τη­γό ποστά­λε που μας είχε φέρει από το Φάλη­ρο στο Πορτ-Σάιντ Και το ταξί­δι κρά­τη­σε όλη νύχτα, με το τρέ­νο να μου­γκρί­ζει, να ταρα­κου­νιέ­ται με από­το­μα τινάγ­μα­τα. Και σαν είδα­με την επι­γρα­φή    “EL ALAMEIN”, το σκο­νι­σμέ­νο μυα­λό μας από την αγρύ­πνια και τη κού­ρα­ση, σα να καθά­ρι­σε για λίγο και τα μάτια προ­σε­χτι­κά ανα­ζή­τη­σαν το τοπίο το ξακου­στό. Ηταν σπαρ­μέ­νο. Όσο έτρε­χε το τρέ­νο, με λογιών-λογιών σιδε­ρι­κά, κατε­βα­σμέ­να αερο­πλά­να, αυτο­κί­νη­τα, μηχα­νο­κί­νη­τα, σαμπρέ­λες, χαρ­το­κι­βώ­τια. Όλα θυμή­μα­τα σαρα­βα­λια­σμέ­να κι άχρη­στα τώρα, στη μεγά­λη μάχη που είχα­με παρα­κο­λου­θή­σει από τα κρυ­φά ραδιό­φω­να στην Αθή­να με αγω­νία, με λαχτά­ρα θα φώτι­ζε άρα­γε κι από τού­τη τη μεριά; Και η Αλε­ξάν­δρεια δεν έπε­σε και η Μόσχα δεν έπεσε.

Μα μείς τώρα, πως βρι­σκό­μα­στε εδώ, κατά­με­σα στην άμμο; Κεί­ται ένα δεντρί στον ορί­ζο­ντα , μόνο κολώ­νες ηλε­κτρι­κές και συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα και θάλασ­σα και σκηνές.

Δια­δε­χό­μα­στε εδώ Γερ­μα­νούς αιχ­μα­λώ­τους του “EL ALAMEIN” . Που να τους πήγαι­ναν άρα­γε τώρα; Αυτό το στρα­τό­πε­δο χωρά­ει ίσα­με 8.000 και πάνω άτο­μα. Δέκα άνθρω­ποι σε κάθε σκη­νή. Και πάνω στο καρα­βό­πα­νο, στη μέσα μεριά, θυμή­μα­τα των Γερ­μα­νών αιχ­μα­λώ­των. Μπα, δεν ήταν πατριω­τι­κά ή πολε­μι­κά. Συναι­σθη­μα­τι­κά, ερω­τι­κά, οικο­γε­νεια­κά, όπως όλοι οι φαντά­ροι του κόσμου, πριν γίνουν φαντάροι.

Ο   Γιάν­νης Αχτύ­πης, καθώς κοι­τά­ζει και δια­βά­ζει τα γραμ­μέ­να στο καρα­βό­πα­νο με λογιών-λογιών χαρα­κτή­ρες    (Maria ich liebe dich fur immer, Johannes), ανα­θυ­μά­ται μερι­κά γράμ­μα­τα που είχαν στεί­λει στους αρρα­βω­νια­στι­κούς τους, στους άντρες τους, στα παι­διά τους, κοπέ­λες και γυναί­κες της Γερ­μα­νί­ας, ταλαι­πω­ρη­μέ­να γράμ­μα­τα, μα φυλαγ­μέ­να με προ­σο­χή σε κάποιο πορ­το­φό­λι που ο ιδιο­κτή­της του είχε πέσει σε μάχη με τους αντάρ­τες ή είχε αιχ­μα­λω­τι­στεί. Και φωτο­γρα­φία με αφιε­ρώ­σεις  στον Πέτερ με αγά­πη και προ­σμο­νή και από δίπλα παι­δι­κά σχε­διά­σμα­τα με χρω­μα­τι­στά μολύ­βια Meinem Lieben Vater. Ηταν και μερι­κά γράμ­μα­τα που επέ­με­ναν «περι­μέ­νου­με όλοι να γυρί­σεις νικη­τής», μα αυτός ήταν τώρα κάτω από το χώμα.

Ο Γιάν­νης Αχτύ­πης δεν κατά­λα­βε πως χώρι­σε η ομά­δα που θα έμε­νε στη σκη­νή μ’ αυτόν.  Είχαν γνω­ρι­στεί στο καρά­βι, είχαν γνω­ρι­στεί στο τρέ­νο; Πάντως δεν ήταν καμιά επι­λο­γή. Μάλ­λον έτσι στην τύχη. Ηταν ένας νέος εργά­της οικο­δό­μος, ήταν δύο τρα­πε­ζι­κοί υπάλ­λη­λοι, ένας λου­στρα­δό­ρος, ένας εμπο­ρο­ϋ­πάλ­λη­λος„ ένας φυσι­κός, ένας φοι­τη­τής της φιλο­λο­γί­ας κι ένα παι­δί σχε­δόν που δεν προ­φτά­σει ακό­μα να ξεκι­νή­σει τη ζωή του, ήταν δεν ήταν 15 χρόνων.

Αυτοί θα μένα­νε μαζί μερι­κούς μήνες, μια ολά­κε­ρη ζωή. Ποιος ξέρει πότε μπο­ρεί να τελειώ­σει ο πόλε­μος. Για­τί δεν ήταν μόνο ο πόλε­μος ενα­ντί­ον των Γερ­μα­νών. Ηταν και η συνέ­χεια. Ηταν τα μεγά­λα οικο­νο­μι­κά συμ­φέ­ρο­ντα που τον όριζαν».

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ

— Από τους δρό­μους και τα σπίτια

Βάρ­κα γιαλό

Απ’ τους δρό­μους και τα σπίτια

Μας μαζεύ­ουν σαν κατσίκια

Οχ, τριαλαρί,λαρό

Βάρ­κα γιαλό

— Μας επή­γα­νε στο τμήμα

Κι ύστε­ρα σε κάποιο σύρμα

Μα οι άγγλοι καθώς πρέπει

Μας αδειά­σα­νε την τσέπη

— Δηλα­δή με άλλα λόγια

μας επή­ραν τα ρολόγια

και   με ξύλο και φοβέρες

επερ­νού­σα­νε οι μέρες

Και μια μέρα μάνι-μάνι

μας επή­γαν στο λιμάνι

— Στις μαού­νες μας εβάλαν

σε καρά­βι μας μπαρκάραν

— Μες στ’ αμπά­ρια μας εκλείσαν

Κι απ’ την πεί­να μας ψοφήσαν.

— Τρεις μέρες μες στο πλοίο

επε­θά­να­με απ’ το κρύο.

Στο Πορτ-Σάιν μας εβγάλαν

Και στο τρέ­νο μας εβάλαν

Μας επή­γαν στην Ελ Ντάμπα

Και μας βάλα­νε μια στάμπα.

— Μας εκλεί­σα­νε στο σύρμα

Και μας βάλα­νε μια φίρμα.

Δέκα-δέκα στα τσαντίρια

Και άρχι­σαν τα μαρτύρια

—αρα­πά­δες μας φυλάγαν

Και οι Αγγλοι μας μετράγαν.

— Ολοι μέσα ξαπλωμένοι

Κάτω απ’ την πεί­να λιγωμένοι.

— Μας εδί­ναν τη βδομάδα

Ένα σύκο τη δεκάδα.

Μας ταΐ­ζουν και μπιζέλια

Που δίνουν στα κουνέλια.

— Μας εδί­ναν και φιστίκια

Που τα τρώ­γαν τα κατσίκια.

— Με σκου­λή­κια το ψωμί μας

Και με άμμο το φαί μας.

— Μέσ’ την ψεί­ρα και την ψώρα

Ζού­σα­με μέχρι τώρα.

— Κάνα­με απερ­γία πείνας

Για να πάμε στην Αθήνα.

— Τανκς εφέ­ραν είκο­σι τρία

Για να λύσει η απεργία.

— Μας εβά­λα­νε νηστεία

Μέρες είκο­σι και μία.

Μα εμείς καλά κρατάμε

Και τα τρό­φι­μα πετάμε.

— Τότε αλλα­ξιές μας δίνουνε

Και τα τρό­φι­μα πληθύναν.

— Τότε δίνουν και παπούτσια

Ξυρα­φά­κια και μια βούρτσα.

— Κι’ ύστε­ρα από μια βδομάδα

Το χακί για την Ελλάδα.

— Δεν φοβό­μα­στε τη βία

Θέλου­με Λαοκρατία.

— Ψήφος στη Δημοκρατία

Μαύ­ρο στη Βασιλεία.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο