Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Εμείς που πάμε κόντρα στον χειμώνα»

Συζή­τη­ση με τον ποι­η­τή Φώντα Λάδη, με αφορ­μή την εκδή­λω­ση που θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί στο Στέ­κι Πολι­τι­σμού της ΚΝΕ και είναι αφιε­ρω­μέ­νη στον ίδιο και το έργο του

Την Τρί­τη 19 Μάρ­τη, στις 19.00, το Στέ­κι Πολι­τι­σμού και Νεα­νι­κής Δημιουρ­γί­ας της ΚΝΕ (Τροί­ας 36, Βικτώ­ρια) υπο­δέ­χε­ται τον ποι­η­τή Φώντα Λάδη, σε μια εκδή­λω­ση αφιε­ρω­μέ­νη στον ίδιο και το έργο του, με τίτλο: «Εμείς που “πάμε κόντρα στον χει­μώ­να”»

Θα παρευ­ρε­θεί ο ίδιος ο δημιουρ­γός, απευ­θύ­νο­ντας χαι­ρε­τι­σμό. Θα ακου­στούν τρα­γού­δια μελο­ποι­η­μέ­νης ποί­η­σης του Φώντα Λάδη, από τους δίσκους: «Τα τρα­γού­δια μας» του Μάνου Λοΐ­ζου, «Τα τρα­γού­δια της λευ­τε­ριάς» του Θάνου Μικρού­τσι­κου, «Γράμ­μα­τα από τη Γερ­μα­νία» του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη. Επί­σης, θα παρου­σια­στούν απο­σπά­σμα­τα από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Καθη­με­ρι­νός φασι­σμός», σε μελο­ποί­η­ση Γιώρ­γου Κομπογιάννη.

Θα συμ­με­τά­σχουν οι τρα­γου­δι­στές Από­στο­λος Ρίζος, Δημή­τρης Κανέλ­λος καθώς και ο συν­θέ­της Γιώρ­γος Κομπο­γιάν­νης. Επί­σης, θα τρα­γου­δή­σουν οι Μαί­ρη Μπα­χτιά­ρο­γλου και Αντώ­νης Φρό­νι­μος. Θα παί­ξουν οι Τάσος Τσά­κος (πιά­νο), Περι­κλής Μαλα­κα­τές (μπά­σο), Ζαχα­ρί­ας Γερα­σκλής (μπου­ζού­κι), Παύ­λος Παπα­να­στα­σά­τος (μπου­ζού­κι, κιθά­ρα), Δημή­τρης Γιαν­νού­χος (κρου­στά).

Με αφορ­μή αυτήν την εκδή­λω­ση, είχα­με τη χαρά (|> ΣΣ ο Ριζο­σπά­στης και εμείς μαζί του) να συζη­τή­σου­με με τον δημιουργό.

– Εμείς που «πάμε κόντρα στον χει­μώ­να»… Με αφορ­μή αυτόν τον στί­χο σας, που απο­τε­λεί και τον τίτλο της εκδή­λω­σης, θέλου­με να ρωτή­σου­με: Μπο­ρεί η Τέχνη σήμε­ρα να πάει «κόντρα στον χει­μώ­να» και πώς;

Η Τέχνη και σήμε­ρα και πάντα μπο­ρεί να βοη­θή­σει για να καλυ­τε­ρεύ­σει ο κόσμος, οποιο­δή­πο­τε κι αν είναι το θεμα­τι­κό περιε­χό­με­νό της, δηλα­δή το πρώ­το έναυ­σμα, η πρό­θε­ση του δημιουρ­γού. Αρκεί, βέβαια, να είναι ολο­κλη­ρω­μέ­νη Τέχνη. Nα υπάρ­χει στο έργο Τέχνης πρω­το­τυ­πία, αυθε­ντι­κό­τη­τα και κυρί­ως ειλι­κρί­νεια συναισθημάτων.

Ο δημιουρ­γός όταν περι­γρά­φει ένα λου­λού­δι, τον καη­μό ή τον θρή­νο μιας μάνας, τον ερω­τι­κό του πόθο ή τα βάσα­να μιας ψυχής, σε κάθε περί­πτω­ση, ακό­μα και όταν περι­γρά­φει τη νοσταλ­γία του για μια μορ­φή κοι­νω­νί­ας ξεπε­ρα­σμέ­νη, εφό­σον το κάνει πετυ­χη­μέ­να, τότε μας δίνει ένα έργο που πάει τον κόσμο ένα βήμα μπροστά.

Το πρώ­το κρι­τή­ριο στην Τέχνη είναι το αισθη­τι­κό, το συνο­λι­κό δηλα­δή και ενιαίο καλ­λι­τε­χνι­κό απο­τέ­λε­σμα, που αυτό είναι και το βαθύ­τε­ρο περιε­χό­με­νο και όχι εξω­τε­ρι­κά απλώς το αρχι­κό θέμα που παρα­κί­νη­σε τον δημιουρ­γό. Τα υπό­λοι­πα κρι­τή­ρια — και στην περί­πτω­σή μας το πολι­τι­κό — έρχο­νται συμπληρωματικά.

Τι γίνε­ται όμως αν το κρι­τή­ριο του θεα­τή, του ανα­γνώ­στη ή του ακρο­α­τή είναι κατά κύριο λόγο πολι­τι­κό και απαι­τεί επι­τα­κτι­κά από την Τέχνη «να πάει κόντρα στον χει­μώ­να»; Όταν ζητά­ει δηλα­δή από την Τέχνη να είναι μαχη­τι­κή και να καταγ­γέλ­λει άμε­σα και χωρίς περι­στρο­φές τα «κακώς κεί­με­να» της κοινωνίας;

Εδώ τα πράγματα φαίνεται ότι «μπερδεύονται»

Εκ προ­οι­μί­ου να πού­με ότι ένας πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νος καλ­λι­τέ­χνης έχει κάθε δικαί­ω­μα να μεταγ­γί­ζει στο έργο του τις πολι­τι­κές του από­ψεις. Αν ένα τέτοιο δικαί­ω­μα το έχει κάθε καλ­λι­τέ­χνης που κάνει, για παρά­δειγ­μα, ερω­τι­κή, κοι­νω­νι­κή, ιστο­ρι­κή, ή θρη­σκευ­τι­κή Τέχνη και μέσω αυτής θέλει να μετα­δώ­σει τα αισθη­τι­κά, φιλο­σο­φι­κά, οικο­λο­γι­κά και άλλα πιστεύω του, για­τί δεν θα έχει το αντί­στοι­χο δικαί­ω­μα ο πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νος καλλιτέχνης;

Αρκεί να το αισθάνεται ως ανάγκη.

Πώς όμως — με ρωτά­τε — θα το κάνει;

Αν εννο­εί­τε, πώς θα δια­δο­θεί το έργο των καλ­λι­τε­χνών και πώς θα υπάρ­ξει ένας γόνι­μος προ­βλη­μα­τι­σμός πάνω σε ζητή­μα­τα Τέχνης και πολι­τι­σμού, τότε η απά­ντη­ση είναι ότι η ύπαρ­ξη και η ανά­πτυ­ξη ενός — εν μέρει αυθόρ­μη­του και εν μέρει οργα­νω­μέ­νου — πολι­τι­στι­κού κινή­μα­τος (μέσω συλ­λό­γων, λεσχών κ.λπ.) είναι ό,τι το καλύτερο.

Αυτό θα ήταν ένα καλό κίνη­τρο και για τους δημιουρ­γούς, να βγαί­νουν από την εσω­στρέ­φεια και να ανα­στο­χά­ζο­νται για τον ρόλο τους μέσα στην κοινωνία.

Αν όμως το ερώ­τη­μα «πώς» έχει την έννοια του «με ποιον τρόπο» πρέ­πει να δρά­σει ο καλ­λι­τέ­χνης, τότε σίγου­ρα θα μεί­νει αναπάντητο.

Αυτό το «πώς» είναι κάτι που καλά καλά δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος ο δημιουργός.

Ο ένας δημιουρ­γός μπο­ρεί να θέλει να καταγ­γεί­λει τον καπι­τα­λι­σμό με μια αλλη­γο­ρία, ο άλλος το κάνει με κάποια ιστο­ρι­κά παρα­δείγ­μα­τα, ένας τρί­τος δια­λέ­γει να υμνή­σει τους εργα­τι­κούς αγώ­νες κι ένας τέταρ­τος «σκι­τσά­ρει» με αδρό τρό­πο την καλο­ταϊ­σμέ­νη κοι­λιά ενός τρα­πε­ζί­τη ή δεί­χνει τα αδη­φά­γα δόντια του. Κι όταν ακό­μα το θέμα ενός έργου είναι δεδο­μέ­νο, όλα τα υπό­λοι­πα, δηλα­δή τα εκφρα­στι­κά μέσα, η πλο­κή, η περι­γρα­φή των χαρα­κτή­ρων και των συναι­σθη­μά­των και πολ­λά άλλα είναι στην από­λυ­τη δικαιο­δο­σία του καλλιτέχνη.

Ο δημιουρ­γός βάζει κάτω το ταλέ­ντο του και — το κυριό­τε­ρο — πολ­λή και σκλη­ρή δου­λειά, για να αντλή­σει το απο­τέ­λε­σμα, το συγκε­κρι­μέ­νο έργο, μέσα από έναν άγνω­στο βυθό, που είναι, σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση, ο ίδιος του ο εαυ­τός. Δεν τον ενδια­φέ­ρει τόσο το να «ανα­κα­λύ­ψει», όσο το να εφαρ­μό­σει στην πρά­ξη, ασυ­νεί­δη­τα, κάποιους κανό­νες — υπαρ­κτούς ή υπο­τι­θέ­με­νους — και για να βάλει, συχνά το ίδιο ασυ­νεί­δη­τα, με το έργο του, τους δικούς του, εντε­λώς και­νού­ριους κανό­νες. Γι’ αυτό κάθε δημιουρ­γός, καλ­λι­τέ­χνης, επι­στή­μο­νας, τεχνί­της κ.λπ., πρέ­πει να είναι από­λυ­τα ελεύ­θε­ρος όταν δημιουρ­γεί. Από κει και πέρα το κοι­νό, ο οποιοσ­δή­πο­τε δέκτης, μπο­ρεί να πει τη γνώ­μη του. Για­τί και ο κρί­νων — ο καλ­λι­τέ­χνης — κρίνεται.

– Τελι­κά η Τέχνη μπο­ρεί ν’ αλλά­ξει τα πράγματα;

– Φυσι­κά. Όπως άλλω­στε και η παι­δεία και η επι­στή­μη και κάθε ανθρώ­πι­νη δρα­στη­ριό­τη­τα. Και ίσως περισ­σό­τε­ρο. Για­τί, όση λογι­κή κι αν εμπε­ριέ­χει, εκφρά­ζε­ται με το συναί­σθη­μα. Αυτό, το συναί­σθη­μα, είναι που τελι­κά κάνει τη δια­φο­ρά, που κινεί τον κόσμο.

Αν η Τέχνη είναι ένα «όπλο άσφαι­ρο», για­τί τότε η Ιστο­ρία της ανθρω­πό­τη­τας είναι γεμά­τη από απα­γο­ρεύ­σεις, φιμω­μέ­νους καλ­λι­τέ­χνες και στά­χτες από καμέ­να βιβλία;

Εδώ, σε μας, ένα αξε­πέ­ρα­στο παρά­δειγ­μα άμε­σης συμ­βο­λής της Τέχνης στους γενι­κό­τε­ρους πολι­τι­κούς και κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες ενός λαού, είναι το καλ­λι­τε­χνι­κό και πολι­τι­στι­κό κίνη­μα της δεκα­ε­τί­ας του ’60.

Και η Τέχνη ωστό­σο δεν είναι το άπαν. Πολ­λά στε­λέ­χη των ναζί και ο ίδιος ο Χίτλερ ήταν φιλό­τε­χνοι. Ενα κρι­τή­ριο, επο­μέ­νως, δεν αρκεί. Κανέ­να είδος της ανθρώ­πι­νης δρα­στη­ριό­τη­τας δεν μπο­ρεί από μόνο του να κινή­σει τα πράγ­μα­τα. Η μια ανθρώ­πι­νη πτυ­χή επη­ρε­ά­ζει την άλλη. Ψάχνου­με για τον τέλειο συνδυασμό.

– Η εκδή­λω­ση πραγ­μα­το­ποιεί­ται στο Στέ­κι Πολι­τι­σμού και Νεα­νι­κής Δημιουρ­γί­ας της ΚΝΕ, έναν χώρο στον οποίο φιλο­ξε­νεί­ται η δρα­στη­ριό­τη­τα καλ­λι­τε­χνι­κών ομά­δων, ανα­πτύσ­σε­ται και από εδώ η μορ­φω­τι­κή — πολι­τι­στι­κή παρέμ­βα­ση της ΚΝΕ με μικρές εκδη­λώ­σεις, αφιε­ρώ­μα­τα, βιβλιο­πα­ρου­σιά­σεις κ.λπ. Είναι σημα­ντι­κό, κατά τη γνώ­μη σας, να έρχε­ται η νεο­λαία σε επα­φή με την πρω­το­πό­ρα — προ­ο­δευ­τι­κή Τέχνη;

– Οι «μικρές» εκδη­λώ­σεις είναι το ίδιο χρή­σι­μες με τις μεγά­λες, εκεί­νες όπου ο καλ­λι­τέ­χνης μετα­δί­δει το έργο του στο απρό­σω­πο, μεγά­λο κοι­νό. Η σημα­σία των μικρών εκδη­λώ­σε­ων είναι, κατά τη γνώ­μη μου, ανα­ντι­κα­τά­στα­τη. Δίνουν κίνη­τρα για προ­βλη­μα­τι­σμό σε όσους συμ­με­τέ­χουν. Πρώτ’ απ’ όλα στους ίδιους τους καλ­λι­τέ­χνες, τους δημιουργούς.

Ας ξανα­δού­με όμως ακό­μα μια φορά τις λέξεις «πρω­το­πό­ρος» και «προ­ο­δευ­τι­κός», ανα­φο­ρι­κά με την Τέχνη. Υπάρ­χουν έργα που μπο­ρεί να τους απο­δο­θούν αυτοί οι χαρα­κτη­ρι­σμοί χωρίς να ανή­κουν στην πολι­τι­κή Τέχνη. Άλλο πράγ­μα να βάζεις την Τέχνη στην υπη­ρε­σία της προ­ό­δου, της κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης και άλλο πράγ­μα το να κάνεις επα­νά­στα­ση στην Τέχνη. Αυτά τα δυο — οι δια­φο­ρε­τι­κοί προσ­διο­ρι­σμοί του «προ­ο­δευ­τι­κού» και του «επα­να­στα­τι­κού» — συχνά, συμπί­πτουν. Αυτό γίνε­ται στο χώρο της πολι­τι­κής Τέχνης φυσι­κά. Παρά­δειγ­μα, ο Αϊζεν­στάιν και άλλοι πρω­το­πό­ροι του σοβιε­τι­κού κινη­μα­το­γρά­φου. Αλλά και ο Μαγιακόφσκι.

Και έξω, λοι­πόν, από το χώρο της πολι­τι­κής Τέχνης, μπο­ρού­με να βρού­με καλ­λι­τε­χνή­μα­τα που επη­ρε­ά­ζουν μακρο­πρό­θε­σμα αλλά το ίδιο ουσια­στι­κά τη ζωή μας.

Και ο ρόλος της προ­ο­δευ­τι­κής νεο­λαί­ας, στην περί­πτω­σή μας της ΚΝΕ, είναι να ανα­κα­λύ­πτει ακρι­βώς αυτά τα έργα, να τα ανα­λύ­ει και να τα φέρ­νει πιο κοντά στα μέλη της και γενι­κό­τε­ρα τη νεολαία.

– Έχε­τε συνερ­γα­στεί με κάποιους από τους μεγα­λύ­τε­ρους Έλλη­νες συν­θέ­τες. Ποιες είναι οι στιγ­μές που σας έχουν σημαδέψει;

– Να σας απα­ριθ­μή­σω μερι­κές. Θυμά­μαι σαν να είναι τώρα τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη να στα­μα­τά­ει τον Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση στη μέση μιας συναυ­λί­ας το 1963, νομί­ζω, στο Ναύ­πλιο και να με καλεί να απαγ­γεί­λω, 20 χρό­νων τότε εγώ, το πρώ­το μου πολι­τι­κό ποί­η­μα με τίτλο «Ενας άνθρω­πος». ‘Η την πλή­ρη σαστι­μά­ρα μου, το Μάρ­τιο του 1963, στην πρώ­τη συναυ­λία των Λεο­ντή — Λοΐ­ζου, στο «Ακρο­πόλ», καθώς, τη στιγ­μή που απήγ­γελ­λα το ίδιο ποί­η­μα, διέ­κρι­να ξαφ­νι­κά στην πρώ­τη σει­ρά καθι­σμά­των τον Γιάν­νη Ρίτσο και τον Νικη­φό­ρο Βρετ­τά­κο να με κοι­τούν και να μου χαμο­γε­λούν. Θυμά­μαι το πώς γρά­φτη­καν και το πώς δια­δό­θη­καν τα «Γράμ­μα­τα από τη Γερ­μα­νία» το 1966, αλλά και το πώς απα­γο­ρεύ­τη­κε η κυκλο­φο­ρία τους σε δίσκο. Το πώς συνό­δευ­σα το 1982 από τη Μόσχα στην Αθή­να, με το αερο­πλά­νο, τον φίλο μου Μάνο Λοΐ­ζο, νεκρό.

Και, κυρί­ως, θυμά­μαι κάποιες από τις φορές που άγνω­στοι άνθρω­ποι με πλη­σιά­ζουν σε εκδη­λώ­σεις ή στο δρό­μο για να μου πουν τι σημαί­νουν γι’ αυτούς τα τρα­γού­δια στα οποία έχω συμ­βά­λει με τον στί­χο μου. Και τι καλύ­τε­ρη, τέλος, στιγ­μή από το να βρί­σκε­σαι σ’ ένα πεζο­δρό­μιο και να περ­νά­ει δίπλα σου μια πορεία δεκά­δων χιλιά­δων ανθρώ­πων, τρα­γου­δώ­ντας το «Πάγω­σε η τσι­μι­νιέ­ρα»

Επι­μέ­λεια  Ομά­δα ¡H.lV.S!

Επι­κοι­νω­νία — [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] — Blog

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο