Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εμμ. Ροΐδης, μαχητής στην εποχή του

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ο Εμμα­νου­ήλ Ροΐ­δης Γεν­νή­θη­κε στις 28 Ιού­λη του 1836 στη Σύρα της Ερμού­πο­λης. Πέθα­νε στις 7 Γενά­ρη 1904. Πολ­λοί ξένοι αλλά και Ελλη­νες μελε­τη­τές της παγκό­σμιας λογο­τε­χνί­ας τον κατα­τάσ­σουν στην ίδια κλί­μα­κα με τις μεγα­λύ­τε­ρες μορ­φές όπως ο Ντο­στο­γιέφ­σκι. Το βέβαιο όμως είναι ότι στη χώρα μας υπο­τι­μή­θη­κε. Ισως για­τί ενό­χλη­σε την κυρί­αρ­χη τάξη της επο­χής του, μιας και η σάτι­ρά του στρά­φη­κε ενά­ντια στο λογιο­τα­τι­σμό και στη φεουδαρχία.

Έγρα­ψε ο Κώστας Βάρ­να­λης για τον Εμμ. Ροΐ­δη στην «Πρω­ΐα» το 1942:

«Ο Ροΐ­δης δεν ήτα­νε απλώς έξυ­πνος αλλά και θετι­κό μυα­λό χωρίς προ­λή­ψεις. Κι όχι μονα­χά μορ­φω­μέ­νος παρά και προ­ο­δευ­τι­κός άνθρω­πος. Και μαχη­τής στην επο­χή του μίαν επο­χή πνευ­μα­τι­κής αντί­δρα­σης όταν το πανε­πι­στή­μιο έδι­νε το σύν­θη­μα της επι­στρο­φής προς τα πίσω και «καθά­ρι­ζε» τη γλώσ­σα του λαού (…) κι όταν οι ποι­η­ταί της γενε­άς εκεί­νης έγρα­φαν «σελη­νο­φω­τί­στους αστέ­ρας» «συνι­στώ­σας σάρ­κα ψυχάς» και «δρώ­ντας νεκρούς» ο Ροΐ­δης στά­θη­κε προ­ο­δευ­τι­κός και συγ­χρο­νι­σμέ­νος δια­νοη­τής. Από τους πρώ­τους δέχθη­κε τη θεω­ρία του περι­βάλ­λο­ντος στην εξή­γη­ση του αισθη­τι­κού φαι­νο­με­νου κι από τους πρώ­τους ανα­γνώ­ρι­σε την αλή­θεια πως η ζωή δεν είναι στά­σι­μη παρά εξε­λίσ­σε­ται και πως τα ιδα­νι­κά δεν είναι σε κάθε και­ρό τα ίδια.

Βέβαια οι ‘’αλή­θειες’’ αυτές είναι αλή­θειες μισές Αλλά για την επο­χή εκεί­νη ήσαν σχε­δόν επα­να­στα­τι­κές. Επα­να­στα­τι­κός εδεί­χτη­κε ο Ροΐ­δης και στο ζήτη­μα το γλωσ­σι­κό. Από τους πρώ­τους ενθου­σιά­σθη­κε με το ‘’Ταξί­δι’’ του Ψυχά­ρη κ” υπο­στή­ρι­ξε με το βιβλίο του ‘’Τα είδω­λα’’ τα ιστο­ρι­κά δικαιώ­μα­τα της δημοτικής».

«Ως οι Ινδοί εις φυλάς, ούτω και οι Έλλη­νες διαι­ρού­νται εις τρεις κατηγορίας:
— εις συμπο­λι­τευο­μέ­νους, ήτοι έχο­ντας κοχλιά­ριον να βυθί­ζω­σι εις την χύτραν του προύπολογισμού.
— εις αντι­πο­λι­τευο­μέ­νους, ήτοι μη έχο­ντας κοχλιά­ριον και ζητού­ντας παντί τρό­πω να λάβω­σιν τοιούτον.
— εις εργα­ζο­μέ­νους, ήτοι ούτε έχο­ντας κοχλιά­ριον ούτε ζητού­ντας, αλλ’ επι­φορ­τι­σμέ­νους να γεμί­ζω­σι την χύτραν δια του ιδρώ­τος αυτών.»

Γλωσ­σο­μα­θής, πολυ­μα­θής, πνευ­μα­τώ­δης, με καλ­λιερ­γη­μέ­νη καλ­λι­τε­χνι­κή αντί­λη­ψη και ανό­θευ­το από το λογιο­τα­τι­σμό γλωσ­σι­κό αίσθη­μα. Είναι ο πρώ­τος που πολε­μά τη διγλωσ­σία. Ήδη από το 1860 παρα­πο­νέ­θη­κε μετα­φρά­ζο­ντας το «Οδοι­πο­ρι­κό» του Σατο­βριάν­δου πως η καθα­ρεύ­ου­σα είναι «σύμ­μι­κτον κρά­μα ποι­κί­λων χυδαϊ­σμών και αρχαϊ­σμών ακαί­ρων». Στα 1877 και μετά στο φιλο­λο­γι­κό καβγά του με τον «περί συγ­χρό­νου ελλη­νι­κής ποι­ή­σε­ως» δεί­χνει πως μόνο ό,τι γρά­φτη­κε στη δημο­τι­κή είναι αλη­θι­νό και θα μπο­ρέ­σει να μεί­νει στο νεο­ελ­λη­νι­κό Παρ­νασ­σό. Η ομι­λία του αυτή είναι η αφε­τη­ρία. Η δημο­τι­κή αρχί­ζει να κερ­δί­ζει την ποί­η­ση. Για το γλωσ­σι­κό αλλη­λο­γρα­φεί με τον Βαλα­ω­ρί­τη, τον Ψυχά­ρη και δημο­σιεύ­ει τις από­ψεις του σε εφη­με­ρί­δες και περιο­δι­κά. Χει­ρο­κρο­τεί το «Ταξί­δι» αφού πιστεύ­ει ότι η γλώσ­σα πέρα­σε από το χέρια των λογί­ων στα χέρια των επι­στη­μό­νων. Τα «Είδω­λα» είναι η βασι­κή του γλωσ­σι­κή μελέ­τη με την οποία πολε­μά τον αττι­κι­σμό κα μετα­ξύ άλλων προ­τεί­νει την απλο­ποί­η­ση της γρα­φής. Εκεί­να που έλε­γε ο Χατζι­δά­κης για τους νόμους της γλώσ­σας που καθο­ρί­ζουν την εξέ­λι­ξή της τα εκλα­ΐ­κευ­σε ο Ροΐ­δης με τη συναρ­πα­στι­κή γρα­φή του. Ομως, ο ίδιος δεν μπή­κε στον κόπο να γρά­ψει σε δημοτική.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο