Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εννιά δεκαετίες Μίκης Θεοδωράκης – Ρεπορτάζ από τη συναυλία προς τιμήν του

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Δεν ήταν «μέρα Μαγιού», αλλά του Ιου­νί­ου η χτε­σι­νή. Λόγω της ημέ­ρας όμως όλα έμοια­ζαν δια­φο­ρε­τι­κά. Η σημαιο­στο­λι­σμέ­νη Πετρού­πο­λη και τα κόκ­κι­να λάβα­ρα στον κεντρι­κό δρό­μο, σαν πανη­γύ­ρι από ένδο­ξες επο­χές που δεν παρήλ­θαν. Η ανά­βα­ση των μυρί­ων κόκ­κι­νων στο βου­νό είχε κάτι από τη ζωή που τρα­βά­ει την ανη­φό­ρα, ψάχνο­ντας την έφο­δο στον ουρα­νό. Το κομ­βόι των αυτο­κι­νή­των στην ανα­χώ­ρη­ση ήταν βγαλ­μέ­νο από τις κινη­το­ποι­ή­σεις για την ειρή­νη και τη Γιου­γκο­σλα­βία. Τα δεκά­δες πούλ­μαν από κάθε γει­το­νιά της Αθή­νας θύμι­ζαν πανελ­λα­δι­κό συλ­λα­λη­τή­ριο. Και τα ντα­μά­ρια στο θέα­τρο Πέτρας είχαν ένα βαθύ­τε­ρο συμ­βο­λι­σμό, κάτι από τη Μακρό­νη­σο και τους ήρω­ές της.

Βρά­χο-βρά­χο τον καη­μό μου, τον μετράω και πονώ, σε τού­το το χώμα που είναι δικό τους και δικό μας. Μόνο που οι δικοί μας το μού­σκε­ψαν με τίμιο ιδρώ­τα και το πότι­σαν με το αίμα τους, ενώ οι άλλοι το ξεπού­λη­σαν δίνο­ντας γη και νερό σε τιμή ευκαιρίας.

Σα μια περί­λη­ψη των κορυ­φαί­ων σταθ­μών του λαϊ­κού κινή­μα­τος και των αγώ­νων κάθε γενιάς. Κι αν κάποιοι πίστευαν πως η χτε­σι­νή συναυ­λία αφο­ρού­σε κυρί­ως τη γενιά των Λαμπρά­κη­δων, που θα πήγαι­νε να απο­τί­σει φόρο τιμής στα νεα­νι­κά της βιώ­μα­τα και ακού­σμα­τα, έπε­σαν έξω κι ίσως να έμει­ναν κι έξω απ’ το ασφυ­κτι­κά γεμά­το θέα­τρο. Εκεί όπου έδω­σαν το «παρών» όλες οι γενιές, απ’ τους ηρω­ι­κούς παλαί­μα­χους της Αντί­στα­σης και τους Λαμπρά­κη­δες, μέσω της φουρ­νιάς του Πολυ­τε­χνεί­ου και της Μετα­πο­λί­τευ­σης, στη γενιά της ανα­συ­γκρό­τη­σης και την και­νού­ρια σπο­ρά του σήμε­ρα, με τη μαζι­κή παρου­σία. Για­τί αν γλι­τώ­σει το παι­δί, υπάρ­χει ελπί­δα

Η συναυ­λία εξε­λί­χθη­κε σε ένα άτυ­πο λαΪ­κό προ­σκύ­νη­μα σε ένα ζωντα­νό μύθο, από τον κόσμο που κατέ­κλυ­σε κάθε γωνιά του θεά­τρου (τα καθί­σμα­τα, τους δια­δρό­μους, τα σκα­λο­πα­τά­κια, τα βρα­χά­κια, το περι­με­τρι­κό μονο­πά­τι, τα πλαϊ­νά μέρη της σκη­νής και τον χώρο πίσω από αυτήν, σε μεγά­λο βάθος) κι έπρε­πε να πάει του­λά­χι­στον μισή ώρα πριν την έναρ­ξη, για να βρει σίγου­ρα θέση, όπως στις μεγά­λες συναυ­λί­ες της Μετα­πο­λί­τευ­σης, με την κοσμο­συρ­ροή. Συνο­λι­κά πάνω από 6.000 κόσμου, περισ­σό­τε­ροι ίσως από όσους παρα­κο­λού­θη­σαν την πολυ­δια­φη­μι­σμέ­νη εκτέ­λε­ση –με διπλή ερμη­νεία- του «Άξιον εστί» από το Ρου­βά, κι ας μη βρέ­θη­κε αρκε­τός χώρος γι’ αυτήν στα τηλε­ο­πτι­κά δελ­τία ειδή­σε­ων. Φαντά­σου δηλ να μην ήταν καθημερινή…

Έμει­νε άδεια μόνο η «πίστα» μπρο­στά από τη σκη­νή, για να μπο­ρεί να παρα­κο­λου­θεί ο Μίκης, που ήταν καθη­λω­μέ­νος σε καρο­τσά­κι (δίπλα στον ομοιο­πα­θή Καζά­κο), αλλά κρά­τη­σε όρθιο έναν ολό­κλη­ρο λαό με τα τρα­γού­δια του (Β. Λέκ­κας). Και μπο­ρεί να λύγι­σε, δακρύ­ζο­ντας από συγκί­νη­ση στο σύντο­μο χαι­ρε­τι­σμό του, αλλά βοή­θη­σε να παρα­μεί­νουν αλύ­γι­στοι χιλιά­δες αγω­νι­στές, που δε συνε­μορ­φώ­θη­σαν προς τας υπο­δεί­ξεις κι αντλού­σαν δύνα­μη από τη μου­σι­κή του. Και όταν ο Μίκης αφιέ­ρω­σε τη συναυ­λία-εκδή­λω­ση στο Χαρί­λαο Φλω­ρά­κη, που τον ένιω­θε «σαν να είναι και αυτός εδώ», γέμι­σε η ατμό­σφαι­ρα ανα­μνή­σεις και ξεχεί­λι­ζε το συναί­σθη­μα από τα μάτια του συν­θέ­τη και πολ­λών θεατών.

Ανα­λυ­τι­κό ρεπορ­τάζ με το κεί­με­νο της ομι­λί­ας του Δημή­τρη Κου­τσού­μπα και τις λεπτο­μέ­ρεις της εκδή­λω­σης, μπο­ρεί­τε να βρεί­τε στο πόρ­ταλ του 902, που θα ανε­βά­σει πιθα­νό­τα­τα μέσα στη μέρα και όλη τη συναυ­λία μαγνη­το­σκο­πη­μέ­νη. Ειδι­κής ανα­φο­ράς χρή­ζει η στιγ­μή που ο ΓΓ παρέ­δω­σε στο συν­θέ­τη αντί­γρα­φο από ένα δικό του χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο μήνυ­μα που είχε στεί­λει από τις φυλα­κές Ωρω­πού και βρί­σκε­ται στο αρχείο του Κόμ­μα­τος. Επί­σης, αξί­ζει τον κόπο να δεί­τε το σύντο­μο αλλά προ­σεγ­μέ­νο βιντε­ά­κι που ετοί­μα­σε το Κόμ­μα για την περί­στα­ση, όπου ξεχω­ρί­ζουν τα στιγ­μιό­τυ­πα από μια παλιά εκπο­μπή της ΕΡΤ με το Μίκη και το Γιάν­νη Ρίτσο.

Στη συνέ­χεια εστιά­ζου­με σε μικρές, αθέ­α­τες πινε­λιές από τη χτε­σι­νή ημέ­ρα, που έδω­σαν το δικό τους ιδιαί­τε­ρο χρώ­μα στην εκδήλωση.

-Η μου­σι­κή αυλαία άνοι­ξε με το τρα­γού­δι «κι εσύ να λεί­πεις», που παρέ­πε­μπε κατά μία έννοια στο Χαρί­λαο και την δεκά­χρο­νη πλέ­ον απου­σία του.

-Το κοι­νό είχε ανοι­χτό δίαυ­λο με τους καλ­λι­τέ­χνες επί σκη­νής, φτά­νο­ντας μέχρι του σημεί­ου της «ερω­τι­κής εξο­μο­λό­γη­σης»: «Ρίτα σ’ αγα­πάω» (για την Αντω­νο­πού­λου) ή «Μαρία σ’ αγαπάω».

Πώς να μην τρα­γου­δή­σω ωραία μετά απ’ αυτό; απά­ντη­σε γελώ­ντας στο μικρό­φω­νο η Φαραντούρη.

-Στη «Δρα­πε­τσώ­να» (πια δεν έχου­με ζωή), κάποιος απ’ το κοι­νό σηκώ­θη­κε και χόρε­ψε μπρο­στά στο Μίκη. Ενώ σε πολ­λά άλλα κομ­μά­τια, ο κόσμος τρα­γου­δού­σε αυτός, χει­ρο­κρό­τη­σε ρυθ­μι­κά, σηκω­νό­ταν όρθιος κι έκα­νε γενι­κώς τη δια­φο­ρά με τον παλ­μό του.

-Μία κυρία είχε μαζί της και ένα αυτο­σχέ­διο πλα­κάτ, σαν παι­δι­κή ζωγρα­φιά, με τον Σόι­μπλε, το ευρώ, ένα φου­στα­νε­λο­φό­ρο και με θολό πολι­τι­κό στίγ­μα, που έκλε­ψε ωστό­σο την παράσταση.

-Όλοι οι ερμη­νευ­τές είχαν κρα­τή­σει έναν καλό γνώ­μο αγά­πης κι ευγνω­μο­σύ­νης για το τιμώ­με­νο πρό­σω­πο της βρα­διάς. «Γεια σου Μίκη αθά­να­τε», του είπε ο Πασχα­λί­δης, ενώ ο Λάκης Χαλ­κιάς ευχή­θη­κε «και στα εκα­τό», που έχει διπλή ανά­γνω­ση, αφού κολ­λά­ει και με το Κόμμα.

-Ο (πάντα εκδη­λω­τι­κός) Βασί­λης Λέκ­κας έδι­νε τεχνι­κές οδη­γί­ες («πιο μπρο­στά, πιο μπρο­στά») την ώρα που τρα­γου­δού­σε το «βρέ­χει στη φτω­χο­γει­το­νιά», για να ξεση­κώ­σει το πλήθος.

kritsas2

-Η οθό­νη πίσω από τους καλ­λι­τέ­χνες έπαι­ζε σκη­νές σχε­τι­κές με κάθε τρα­γού­δι. Για παρά­δειγ­μα, στο «βρέ­χει σtη φτω­χο­γει­το­νιά» είχε μια σκη­νή με τον Κατρά­κη και τον Αλε­ξαν­δρά­κη από τη «Συνοι­κία το Όνει­ρο», ενώ στις «άπο­νες εξου­σί­ες», όπου «σκο­τώ­σαν τον Αντώ­νη», μπή­κε μια φωτό του Μίκη με τον Άντο­νι Κουίν!

-Το σχε­δόν γεμά­το φεγ­γά­ρι ξεπρό­βα­λε πίσω από τα βρα­χά­κια, τιμώ­ντας κι αυτό τον Μίκη με την παρου­σία του.

Αστέ­ρι μου, φεγ­γά­ρι μου, της Άνοι­ξης κλω­νά­ρι μου.

Προς το τέλος ανέ­βη­καν όλοι οι τρα­γου­δι­στές επί σκη­νής κι αφιέ­ρω­σαν στον Κου­τσού­μπα «της Δικαιο­σύ­νης ήλιε νοη­τέ». Το φινά­λε ήρθε με μια έκρη­ξη ενθου­σια­σμού απ’ το κοι­νό, που άρχι­σε να φωνά­ζει καμιά δεκα­ριά συν­θή­μα­τα ταυ­τό­χρο­να, προ­τού κατα­λή­ξει στο «εννιά δεκα­ε­τί­ες» για το ΚΚΕ. Αλλά και για το Μίκη που, όπως είπε στο χαι­ρε­τι­σμό του, έζη­σε τα πιο ωραία χρό­νια του μέσα από τις γραμ­μές του Κουκουέ.

Κι ο λαός τον αγα­πού­σε πάντα, έσβη­σε τα λάθη και τις κακές στιγ­μές από τη θύμη­σή του, κρα­τώ­ντας αυτή την ερω­τι­κή σχέ­ση ζωντα­νή μέχρι και σήμερα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο