Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕΠΑΛ Ευόσμου- Δημοσιογράφος καταγράφει τον προπηλακισμό της από τα φασιστοειδή: “τι τράβηξες π@@@@να”, “η κα@@@λα έβγαλε βίντεο”

Η ομά­δα κου­κου­λο­φό­ρων φασι­στοει­δών σήμε­ρα στο ΕΠΑΛ Ευό­σμου επι­τέ­θη­κε και στους δημο­σιο­γρά­φους και τηλε­ο­πτι­κά συνερ­γεία, που βρί­σκο­νταν σε κοντι­νή από­στα­ση για να καλύ­ψουν τα εν εξε­λί­ξει γεγο­νό­τα.  Ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με τη μαρ­τυ­ρία της δημο­σιο­γρά­φου του «ThessToday.gr», Ελί­νας Του­κου­σμπα­λί­δου, που κατα­γρά­φει σε άρθρο της, την επί­θε­ση και τον προ­πη­λα­κι­σμό που βίω­σε από ομά­δα φασι­στοει­δών στον Εύοσμο:

«Υπάρ­χουν κάποια κεί­με­να που είναι δύσκο­λο να γρα­φτούν. Παρό­τι όταν δου­λεύ­εις ως ρεπόρ­τερ σε ειδη­σε­ο­γρα­φι­κό σάιτ το χέρι σου λύνε­ται στο να γρά­φεις εύκο­λα και γρή­γο­ρα, όταν το θέμα αφο­ρά επί­θε­ση προς εσέ­να που θα μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει σε τραυ­μα­τι­σμό, σοβα­ρό τραυ­μα­τι­σμό ή θανά­σι­μο τραυ­μα­τι­σμό, εκεί νιώ­θεις έναν κόμπο.

Το πρωί της 30ης Σεπτεμ­βρί­ου κλή­θη­κα να καλύ­ψω με ρεπορ­τάζ την κατά­στα­ση στο 1ο ΕΠΑΛ Ευό­σμου, αφού είχε προη­γη­θεί ένα διή­με­ρο σοβα­ρών επει­σο­δί­ων στο 1ο-2ο ΕΠΑΛ Σταυ­ρού­πο­λης. Όσο ήμουν στο ταξί καθο­δόν για το σχο­λείο, με την αγω­νία να προ­λά­βω κάτι, καθώς η έντα­ση είχε ήδη σημειω­θεί, άκου­γα από έναν συνά­δελ­φο στο ραδιό­φω­νο πως η αστυ­νο­μία είχε απο­χω­ρή­σει από το σημείο. Πλη­ρο­φο­ρία που κρά­τη­σα αλλά δεν περί­με­να πως θα απο­δει­χθεί εξαι­ρε­τι­κά σημαντική.

Στις 12.10 έφτα­σα όσο πιο κοντά γινό­ταν στο ΕΠΑΛ, αφού ο δρό­μος ήταν κλει­στός, και ανέ­βη­κα την ανη­φό­ρα της Σμύρ­νης μέχρι να φτά­σω στο σχο­λείο. Το σημείο ήταν άδειο από αστυ­νο­μι­κούς και δημο­σιο­γρά­φους. Ήμουν μόνη, με εξαί­ρε­ση έναν συνά­δελ­φο που χαι­ρέ­τη­σα λίγο πιο πέρα. Περ­νού­σα ανά­με­σα από μαθη­τές που βρί­σκο­νταν διά­σπαρ­τα πάνω στο δρό­μο και όταν έφτα­σα στο σημείο τρά­βη­ξα τρεις φωτο­γρα­φί­ες. Οι δύο φωτο­γρα­φί­ες απει­κό­νι­ζαν τον δρό­μο και η μία κάποιους μαθη­τές από μακριά (όπου τα πρό­σω­πα αργό­τε­ρα θα καλύ­πτο­νταν με μωσαϊ­κό). Το «κλικ» αυτό με το κινη­τό ήταν αρκε­τό για να πυρο­δο­τή­σει ένα κύμα οργής και μίσους κατα­πά­νω μου, που όμοιό του δεν έχω ζήσει ξανά.

Παι­διά με κου­κού­λες, μπα­λα­κλά­βες, κρά­νη και μάσκες ξεκί­νη­σαν να με προ­πη­λα­κί­ζουν, να φωνά­ζουν “τι τρά­βη­ξες π@@@@να”, “η κα@@@λα έβγα­λε βίντεο” και αφού γύρι­σα και τους απά­ντη­σα πως δεν έχω βγά­λει βίντεο, ξεκί­νη­σα να κατε­βαί­νω για να βρω ένα πιο ασφα­λές μέρος. Όσο κατέ­βαι­να οι ύβρεις κλι­μα­κώ­νο­νταν, τα άτο­μα που ήταν έξω απ΄ το σχο­λείο με ακο­λου­θού­σαν και όσο με πλη­σί­α­ζαν συσπεί­ρω­ναν κι άλλους για να έρθουν προς το μέρος μου. Εγώ άνοι­γα το βήμα μου και πλέ­ον περ­πα­τού­σα τρο­μαγ­μέ­νη ανά­με­σά τους. “Γύρ­να να δού­με τη φατσού­λα σου”, φώνα­ξε ένα παι­δί και ήξε­ρα ότι με τρα­βού­σαν βίντεο. Κάποια στιγ­μή ένας με έπια­σε από το μπρά­τσο και με γύρι­σε προς τη μεριά των παι­διών. Είδα σε από­στα­ση ανα­πνο­ής ένα κινη­τό να με βιντε­ο­σκο­πεί. Είχα στο­χο­ποι­η­θεί πλήρως.

Περ­πα­τάω όλο και πιο γρή­γο­ρα με τον χρό­νο να μοιά­ζει να κυλά εκεί­νη τη στιγ­μή απελ­πι­στι­κά αργά. Και ξαφ­νι­κά ενώ νιώ­θω πως έχω κάπως απο­μα­κρυν­θεί, σκά­ει δίπλα μου στον δρό­μο ένα γυά­λι­νο μπου­κά­λι. Και μια πέτρα. Γυρ­νάω και βλέ­πω έναν μαύ­ρο όχλο να τρέ­χει κατα­πά­νω μου. Τρέ­χω με όλη μου τη δύνα­μη για να βρω τον συνά­δελ­φο που είχα χαι­ρε­τή­σει πριν λίγα λεπτά. Τρό­μος. Τρό­μος που απο­τυ­πώ­θη­κε στη φωτο­γρα­φία – ντο­κου­μέ­ντο του ThessToday.gr. Δεν υπήρ­χε αστυ­νο­μία κάπου κοντά να με βοη­θή­σει. Ήμουν μόνη ενα­ντί­ον όλων. Δεν ήξε­ρα προς τα πού να τρέ­ξω, προς τα πού να πάω, ποιος θα με βοηθήσει.

Τρέ­χο­ντας, είδα επι­τέ­λους τον συνά­δελ­φο, ο οποί­ος λει­τουρ­γού­σε κάπως σαν placebo στο μυα­λό μου. Θα πάω σε αυτόν και θα είμαι πιο ασφα­λής. Αστεία σκέ­ψη. Αντί να είμα­στε μία ενα­ντί­ον 50–60 ατό­μων, θα ήμα­σταν δύο. Τους νιώ­θω να με ακου­μπά­νε, να με πλη­σιά­ζουν. Με στρι­μώ­χνουν στη γωνία ενός κτι­ρί­ου. Που­θε­νά δίπλα μου δυνά­μεις της ΕΛΑΣ. Ένιω­θα πως είχα αφε­θεί στην τύχη μου. Ο συνά­δελ­φος που μόλις με είχε δει ξεκί­νη­σε να τρέ­χει κι αυτός. Μας είχε συμπα­ρα­σύ­ρει το ίδιο μαύ­ρο κύμα του μίσους.

“Δεί­ξε μας τι τρά­βη­ξες”, “σβή­σε τα βίντεο”, “φέρε εδώ το κινη­τό να δού­με”. Άτο­μα μου φωνά­ζουν, με πιά­νουν, με σπρώ­χνουν, με τρα­βο­λο­γά­νε. “Δε θα σε χτυ­πή­σου­με, δεν θα σε πει­ρά­ξου­με”, λέει ένας. “Και για­τί μου πετά­ξα­τε μπου­κά­λι και πέτρα άμα δεν θέλε­τε να με πει­ρά­ξε­τε;”, φώνα­ξα εγώ μέσα στην από­γνω­ση και στον τρό­μο. Ο συνά­δελ­φος όλη εκεί­νη την ώρα δια­τη­ρεί την ψυχραι­μία του και προ­σπα­θεί να τους εμπο­δί­σει να πέσουν πάνω μου. “Αφή­στε την κοπέ­λα!”. Νιώ­θω πως τρέ­μει όλο το σώμα μου και πως θα λιπο­θυ­μή­σω. “Κρά­τα καλά το κινη­τό, μη αφή­σεις να στο πάρουν”, σκέ­φτο­μαι συνέ­χεια. Ένα κορί­τσι γύρω στα 17 ουρ­λιά­ζει ενα­ντί­ον μου. Σκε­φτό­μουν πως κανείς δεν θα έρθει να μας σώσει. Απελ­πι­σία. Εκεί­να τα λεπτά δεν θα τα ξεχά­σω ποτέ στη ζωή μου.

Ξαφ­νι­κά, από πλά­για, έρχε­ται ένας αστυ­νο­μι­κός της κρα­τι­κής ασφά­λειας, ντυ­μέ­νος πολι­τι­κά. Μπαί­νει μπρο­στά μου. Αρχί­ζει να τους μιλά­ει. Βγά­ζω από την τσά­ντα κατευ­θεί­αν τη δημο­σιο­γρα­φι­κή ταυ­τό­τη­τα και του τη δεί­χνω. “Δώσε τη σε μένα”, λέει. Παίρ­νει την ταυ­τό­τη­τα και τη σηκώ­νει ψηλά να τη δουν οι κου­κου­λο­φό­ροι. “Η κοπέ­λα είναι δημο­σιο­γρά­φος. Έχει δικαί­ω­μα να τρα­βή­ξει υλικό”.

Έχο­ντας μπρο­στά μου τον αστυ­νο­μι­κό και τον συνά­δελ­φο, κάνου­με σιγά σιγά βήμα­τα να φύγου­με από το κολα­στή­ριο. Μας απο­μα­κρύ­νει. Έρχε­ται ένας ακό­μη αστυ­νο­μι­κός με πολι­τι­κά και μας φυγαδεύουν».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο