Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“Επεισόδιο Νίκολσον”

Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Πρό­κει­ται για ένα «επει­σό­διο» στην ιστο­ρία της χώρας δείγ­μα της «εξάρ­τη­σης» στις κάθε είδους απαι­τή­σεις των «Μεγά­λων Δυνά­με­ων» από τις εκά­στο­τε κυβερνήσεις.

Ο Άρθουρ Νίκολ­σον ( (1849–1928) ήταν ο Βρε­τα­νός προ­σω­ρι­νός επι­τε­τραμ­μέ­νος της Αγγλί­ας στην Αθή­να. Ο Νίκολ­σον δεν ήταν ένας τυχαί­ος διπλω­μά­της, αλλά μέλος της βρε­τα­νι­κής ελίτ, γυναι­κά­δελ­φος του λόρ­δου Ντά­φε­ριν, πρε­σβευ­τή τής αυτού μεγα­λειό­τη­τας στην Κωνσταντινούπολη.

Το από­γευ­μα της 4ης Ιανουα­ρί­ου του 1885 (16 Ιανουα­ρί­ου με το νέο ημε­ρο­λό­γιο) ο Άρθουρ Νίκολ­σον μαζί με τη σύζυ­γό του πήγαν στις υπώ­ρειες του Λυκα­βητ­τού για να περ­πα­τή­σουν και να θαυ­μά­σουν τη θέα της πόλης.

Εκεί­νη την περί­ο­δο ο Δήμος Αθη­ναί­ων είχε προ­βεί σε εκτε­τα­μέ­νη πευ­κο­φύ­τευ­ση του Λυκα­βητ­τού και απα­γό­ρευε τη διέ­λευ­ση σε ορι­σμέ­να σημεία του λόφου. Τη φύλα­ξη του Λυκα­βητ­τού είχε ανα­λά­βει η Χωροφυλακή.

Πλη­σιά­ζο­ντας την κορυ­φή, το ζεύ­γος συνά­ντη­σε τρεις χωρο­φύ­λα­κες που με φωνές και νοή­μα­τα δεν τους άφη­ναν να προ­χω­ρή­σουν παρα­πέ­ρα. Λέγε­ται ότι τότε οι χωρο­φύ­λα­κες  τους φώνα­ξαν «δεν περ­νάς σου λέω ουρέ ζαγάρ’ …».Την ημέ­ρα εκεί­νη, υπη­ρε­σία εκτε­λού­σε ένας χωρο­φύ­λα­κας, ονό­μα­τι Λου­κάς Καλπούζος.

Αλλά ο Νίκολ­σον και η γυναί­κα του δεν κατά­λα­βαν λέξη, καθώς δεν μιλού­σαν σχε­δόν καθό­λου ελλη­νι­κά. Οπό­τε απλά αγνό­η­σαν τους θορυ­βώ­δεις χωρο­φύ­λα­κες και συνέ­χι­σαν το μονο­πά­τι που είχαν ήδη πάρει.

Μόλις είδε το διπλω­μα­τι­κό ζεύ­γος να κινεί­ται κοντά στην απα­γο­ρευ­μέ­νη ζώνη, το διέ­τα­ξε να στα­μα­τή­σει . Όταν ο Νίκολ­σον του ανα­κοί­νω­σε την ιδιό­τη­τά του, το όργα­νο της τάξης τον τρά­βη­ξε από το μανί­κι και τον χτύ­πη­σε στον ώμο με ένα μπαστούνι.

Όπως έχει κατα­γρα­φεί στην επί­ση­μη έκθε­ση του Βρε­τα­νού διπλω­μά­τη προς την ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση, ο χωρο­φύ­λα­κας, τον χτύ­πη­σε με το ραβδί του τρεις φορές και στη συνέ­χεια, όταν ο Νίκολ­σον έτρε­ξε προς την κεντρι­κή οδό, του πέτα­ξε και πέτρες.

Το επει­σό­διο αυτό προ­κά­λε­σε την έντο­νη δια­μαρ­τυ­ρία της βρε­τα­νι­κής πρε­σβεί­ας. Ο Νίκολ­σον, παρα­κάμ­πτο­ντας το πρω­τό­κολ­λο, επι­σκέ­φθη­κε τον πρω­θυ­πουρ­γό Χαρί­λαο Τρι­κού­πη στο γρα­φείο του και απαί­τη­σε την από­λυ­ση του Καλπούζου.

Σύμ­φω­να με τον Χ. Τρι­κού­πη σε μια πρώ­τη συζή­τη­ση στη Βου­λή είπε τα εξής: «Ο κύριος επι­τε­τραμ­μέ­νος ήλθε τετα­ραγ­μέ­νος και μοι διη­γή­θη το γεγο­νός, ευθύς εξέ­φρα­σα την βαθεί­αν θλί­ψιν μου επί τω συμ­βά­ντι και την προ­θυ­μί­αν της κυβερ­νή­σε­ως όπως πρά­ξει παν το εφ’ εαυ­τήν, ίνα ικα­νο­ποι­ή­ση την Αγγλι­κήν κυβέρ­νη­σιν επί της εις τον αντι­πρό­σω­πον αυτής γενο­μέ­νης προ­σβο­λής, ο δ’ επι­τε­τραμ­μέ­νος μοι είπεν ότι δεν επε­θύ­μει η υπό­θε­σις αύτη να λάβη δια­στά­σεις, δεν επε­θύ­μει να γίνει πάτα­γος περί αυτής, ηρκεί­το εις την παρα­δειγ­μα­τι­κήν τιμω­ρί­αν του ενό­χου»( Πρα­κτι­κά της Βου­λής των Ελλή­νων, Συνε­δρί­α­ση ΛΕ’, 11 Ιανουα­ρί­ου 1885).

Παρό­λα αυτά, δεν απο­λύ­θη­κε παρά μια μέρα αργό­τε­ρα. Παρο­μοί­ως, μέλη της κυβέρ­νη­σης, υπό τον Τρι­κού­πη μετέ­βη­σαν με καθυ­στέ­ρη­ση στην οικία του Άγγλου διπλω­μά­τη για να εκφρά­σουν επι­σή­μως την συμπά­θεια τους. Στη συνέ­χεια, ο Τρι­κού­πης στην επί­σκε­ψη αυτή παρέ­θε­σε τα γεγο­νό­τα και την κατά­θε­ση Καλ­πού­ζου με έναν τρό­πο που αναι­ρού­σε πλή­ρως τα λεγό­με­να του Νίκολσον.

Ο τελευ­ταί­ος προ­σβλή­θη­κε και απαί­τη­σε η δια­τα­γή της απο­πο­μπής Καλ­πού­ζου να δια­βα­στεί μπρο­στά σε γενι­κό προ­σκλη­τή­ριο της Χωρο­φυ­λα­κής Αττι­κής από τον διοι­κη­τή της ταγ­μα­τάρ­χη Στεφάνου.

Στην δια­τα­γή απο­πο­μπής που είχε συντα­χθεί, όμως, από τον ίδιο τον Τρι­κού­πη με την ιδιό­τη­τα του υπουρ­γού στρα­τιω­τι­κών, εμμέ­σως κατα­λο­γι­ζό­ταν μέρος της ευθύ­νης για το ατυ­χές συμ­βάν και στον Νίκολσον.
Ο τελευ­ταί­ος απο­φά­σι­σε πλέ­ον ότι μάλ­λον ούτε η ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση δια­τί­θε­ται να τον ικα­νο­ποι­ή­σει και απεί­λη­σε ότι με το θέμα θα ασχο­λη­θεί δυνα­μι­κά πλέ­ον η Αγγλία –αν και από την σωζό­με­νη αλλη­λο­γρα­φία του Foreign Office δεν προ­κύ­πτει κάτι τέτοιο.

Μετά τις απει­λές αυτές, ο Βρε­τα­νός διπλω­μά­της απαί­τη­σε την παρου­σία ολό­κλη­ρου του σώμα­τος Χωρο­φυ­λα­κής “παρα­τε­ταγ­μέ­νου εν μεγά­λη στο­λή” στην Πλα­τεία Συντάγ­μα­τος όπου θα παρου­σί­α­ζε όπλα και θα παιά­νι­ζε τον Αγγλι­κό Εθνι­κό ύμνο ενώ­πιόν του.

Ο Τρι­κού­πης, παρά το γεγο­νός πως ο Καλ­πού­ζος είχε ήδη απο­λυ­θεί, έσπευ­σε να ικα­νο­ποι­ή­σει το αίτη­μα αυτό.

Έτσι, στις 11 το πρωί στις 7 Ιανουα­ρί­ου, δύνα­μη από εκα­τό άνδρες της Χωρο­φυ­λα­κής Αθη­νών (δύο ενω­μο­τί­ες πεζών και έφιπ­πων χωρο­φυ­λά­κων υπό τον διοι­κη­τή τους ταγ­μα­τάρ­χη Στε­φά­νου) παρα­τά­χθη­κε στην Πλα­τεία Συντάγ­μα­τος και παρου­σί­α­σε όπλα στον Βρε­τα­νό πρό­ξε­νο Μέρ­λιν, ενώ η μπά­ντα παιά­νι­ζε τον εθνι­κό ύμνο της Μεγά­λης Βρε­τα­νί­ας «God Save The Queen».

Ο Τρι­κού­πης στο κοι­νο­βού­λιο έσπευ­σε να χαρα­κτη­ρί­σει την χορη­γη­θεί­σα ικα­νο­ποί­η­ση ως “υπερ­βο­λι­κή” για την περί­πτω­ση και ζήτη­σε να στα­μα­τή­σει η σχε­τι­κή συζή­τη­ση, καθώς βλά­πτο­νταν τα εθνι­κά συμ­φέ­ρο­ντα. Όμως η κοι­νή γνώ­μη είχε εξα­γριω­θεί από τον πρω­τό­γνω­ρο εξευ­τε­λι­σμό ενώ εφη­με­ρί­δες της αντι­πο­λί­τευ­σης έγρα­φαν για προ­σβο­λή της τιμής του Έλλη­να και ότι τέτοια παρο­χή ικα­νο­ποί­η­σης “αρμό­ζει μόνο παρά των Ζου­λού ή των Κάφρων ή των Αρά­βων”. Για παρά­δειγ­μα η «Παλιγ­γε­νε­σία», (7.1.1885) έκα­νε κρι­τι­κή και στη γενι­κό­τε­ρη στά­ση του Νίκολ­σον, με την επι­σή­μαν­ση ότι «παντα­χού του κόσμου οι φρου­ρού­ντες στρα­τιώ­ται απο­λαμ­βά­νουν άκρου σεβα­σμού, και ουδε­μία παρ’ οιου­δή­πο­τε επι­τρέ­πε­ται αντί­στα­σις και αντίρ­ρη­σις εις τας δια­τα­γάς αυτών».

Μετά το επει­σό­διο στην Αθή­να, ο Νίκολ­σον μετα­τέ­θη­κε, μάλ­λον δυσμε­νώς, στην Τεχε­ρά­νη (1885–1888). Στην πρε­σβεία της Αγγλί­ας στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη υπη­ρέ­τη­σε το 1894. Ο Κορ­δά­τος δίνει και μία άλλη εκδο­χή για τη συμπε­ρι­φο­ρά του Λ. Καλπούζου.

“Όσο αγράμ­μα­τος και αν ήταν ο χωρο­φύ­λα­κας αυτός,ο τρό­πος που φέρ­θη­κε έδει­χνε ότι είχε πλά­τες. Ο επι­τε­τραμ­μέ­νος έκα­νε συχνά τον περί­πα­τό του στο μέρος αυτό. Είναι πολύ πιθα­νό ότι άνθρω­ποι του Δηλι­γιάν­νη έβα­λαν το χωρο­φύ­λα­κα να φερ­θεί  έτσι για να δημιουρ­γη­θεί επεισόδιο”.

_________________________________________________________________________________________________

Αλέκος Α. Χατζηκώστας  Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 8 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο