Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ 1936 Μια μαρτυρία του ποιητή για το πώς τον εμπνεύστηκε και τον έγραψε

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ritsos6Με αφορ­μή την 11 Νοέμ­βρη ημέ­ρα θανά­του του ποι­η­τή Γιάν­νη Ρίτσου, ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με μια μαρ­τυ­ρία του ποι­η­τή για το πώς εμπνεύ­στη­κε και έγρα­ψε τον «Επι­τά­φιο». Η μαρ­τυ­ρία πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στον «Ανε­ξάρ­τη­το Τύπο», στις 10 Νοεμ­βρί­ου 1960. Εμείς την αντλή­σα­με από το λεύ­κω­μα που επι­με­λή­θη­καν ο Γιώρ­γος και η Ηρω Σγου­ρά­κη «Γιάν­νης Ρίτσος Αυτο­βιο­γρα­φία Κινη­μα­το­γρα­φι­κή αυτο­βιο­γρα­φία Ντο­κου­μέ­ντα της ζωής και του έργου του» («Αρχείο Κρή­της» 2008). Από το ίδιο λεύ­κω­μα αντλή­σα­με και τα υπό­λοι­πα στοι­χεία της ανάρτησης.

Χειρόγραφα του «Επιτάφιου»

Χει­ρό­γρα­φα του «Επι­τά­φιου»

«Μια φωτο­γρα­φία μιας μάνας που έχει στα γόνα­τα της το σκο­τω­μέ­νο παι­δί της, στά­θη­κε η αφορ­μή να εμπνευ­σθώ τον «Επι­τά­φιο». Επρό­κει­το για ένα φοβε­ρό ντο­κου­μέ­ντο που δημο­σιεύ­θη­κε στον αθη­ναϊ­κό τύπο από τα γε-νονό­τα της 9ηζ Μαΐ­ου 1936 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Όπως είναι γνω­στό, στις 9 Μαΐ­ου 1936, οι εργα­ζό­με­νοι της Θεσ­σα­λο­νί­κης κατέ­βη­καν σε γενι­κή απερ­γία. Η τότε κυβέρ­νη­ση Μετα­ξά (δεν είχε γίνει ακό­μη η δικτα­το­ρία), τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη από την κινη­το­ποί­η­ση των εργα­ζο­μέ­νων έδω­σε εντο­λή στη χωρο­φυ­λα­κή και πυρο­βό­λη­σε ενα­ντί­ον των άοπλων και ειρη­νι­κών δια­δη­λω­τών. Το απο­τέ­λε­σμα: κάπου δέκα νεκροί και μερι­κές δεκά­δες τραυματίες.

Η αχα­ρα­κτή­ρι­στη αυτή πρά­ξη της κυβερ­νή­σε­ως, όπως ήταν φυσι­κό, εξή­ψε τα πνεύ­μα­τα. Ο λαός της Θεσ­σα­λο­νί­κης χωρίς να χύσει στα­γό­να αίμα­τος, κατέ­λυ­σε τις αρχές, πήρε στα χέρια του την ευθύ­νη της τάξε­ως και συνα­δελ­φώ­θη­κε με τα στρα­τιω­τι­κά τμή­μα­τα που στρα­το­πέ­δευ­σαν στην πόλη. Για τρεις ολό­κλη­ρες μέρες η Θεσ­σα­λο­νί­κη ήταν στα χέρια του λαού και του στρα­τού που είχε προ­σχω­ρή­σει στην αναί­μα­κτη λαϊ­κή εξέ­γερ­ση. Εν τω μετα­ξύ τα γεγο­νό­τα είχαν τερά­στια απή­χη­ση και στην υπό­λοι­πη Ελλά­δα. Παντού ένα κλί­μα οργής είχε πλημ­μυ­ρί­σει τις ψυχές κατά της κυβερ­νή­σε­ως και ο τύπος ήταν γεμά­τος από τον αντί­λα­λο της οργής του λαού.

Εκεί­νες τις μέρες είδα στις εφη­με­ρί­δες τη φωτο­γρα­φία της μάνας με το αδι­κο­σκο­τω­μέ­νο της παι­δί στην αγκα­λιά και συγκλο­νί­στη­κα. Μνή­μες από τα παι­δι­κά μου χρό­νια, η μάνα μου η Μανιά­τισ­σα που ήταν εξοι­κειω­μέ­νη με το μοι­ρο­λόι, εικό­νες βυζα­ντι­νές με το Χρι­στό στα πόδια της Πανα­γί­ας, οι στί­χοι του Βάρ­να­λη, του Σικε­λια­νού, το δημο­τι­κό μας τρα­γού­δι, όλα αυτά ανα­χω­νεύ­τη­καν μέσα μου και ξέσπα­σε στην καρ­διά μου το κύμα ενός πελώ­ριου θρή­νου, ενός πραγ­μα­τι­κού Επιταφίου.

Επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες συνέ­χεια έγρα­φα, χωρίς φαΐ, χωρίς ύπνo. Κι όταν τελεί­ω­σα και τα είκο­σι ποι­ή­μα­τα λιπο­θύ­μη­σα. Είχα μεταγ­γί­σει στους στί­χους μου μαζί με την τελευ­ταία στα­γό­να του πόνου για τα θύμα­τα της απρό­κλη­της επι­θέ­σε­ως και την ύστα­τη ζωι­κή ικμά­δα μου. Ο «Επι­τά­φιος» αφιε­ρω­μέ­νος στους νεκρούς της 9ης Μαΐ­ου 1936, ήταν για μένα πια, ένα ποι­η­τι­κό γεγονός».

Ritsos5

Ο Γιάν­νης Ρίτσος έγρα­ψε τα 14 ποι­ή­μα­τα του Επι­τά­φιου» στις 10 Μάη 1936, την ημέ­ρα που είδε τη φωτο­γρα­φία της μάνας στο ριζο­σπά­στη», μένο­ντας ξύπνιος μέχρι το πρωΐ της ενδε­κά­της. «Τότε συνά­ντη­σε τον Ευθύ­φρο­να Ηλιά­δη και του έδω­σε τρία από τα ποι­ή­μα­τα για δημο­σί­ευ­ση στο ‘’Ριζο­σπά­στη’’.

Ritsos4Ο Γιάν­νης Ρίτσος γρά­φει τις επό­με­νες μέρες τα υπό­λοι­πα έξι από τα είκο­σι άσμα­τα του ‘’Επι­τά­φιου’’, αλλά είναι τέτοια η ταχύ­τη­τα με την οποία γίνε­ται η έκδο­ση σε βιβλίο που δε συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε αυτό. Συνο­λι­κά τα είκο­σι άσμα­τα θα εμφα­νι­στούν μαζί για πρώ­τη φορά στη δεύ­τε­ρη έκδο­ση που έγι­νε το 1956, επει­δή μέχρι τότε ο ‘’Επι­τά­φιος’’ ανή­κε στα απα­γο­ρευ­μέ­να βιβλία».

Οτα κυκλο­φό­ρη­σε η συλ­λο­γή, ο πατριάρ­χης της ελλη­νι­κής ποί­η­σης που­λού­σε 300 αντί­τυ­πα και ο Επι­τά­φιος με την κυκλο­φο­ρία του πού­λη­σε αμέ­σως 9750 αντί­τυ­πα, ενώ τα τελευ­ταία 250 κάη­καν με δια­τα­γή του Μετα­ξά μπρο­στά στις στή­λες  του Ολυ­μπί­ου Διός. Το έργο έμει­νε 20 χρό­νια απα­γο­ρευ­μέ­νο. Η δεύ­τε­ρη έκδο­ση βγή­κε το 1956. Το 1957058 ο Γ. Ρίτσος το έστει­λε στο Παρί­σι, στον φίλο του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη και όπως ο ίδιος λέει «δεν ήξε­ρα όμως ότι ασχο­λιό­ταν ακό­μα με τη λαϊ­κή μου­σι­κή. Απρό­σμε­να ο Μίκης μου έστει­λε ένα γράμ­μα με την παρ­τι­τού­ρα του Επι­τά­φιου μέσα. Την έπαι­ξα μόνος μου στο πιά­νο. Υστε­ρα ήρθε στην Ελλά­δα και τότε πρω­τα­κού­σα­με τον Επι­τά­φιο μαγνη­το­φω­νη­μέ­νο» (ΕΔΩ η μαρ­τυ­ρία του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη για τις δύο μελο­ποι­ή­σεις του «Επι­τά­φιου»).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο