Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ευγένιος Ιονέσκο: «Το παιχνίδι της σφαγής» (Ένα επίκαιρο θεατρικό έργο)

Ο Ευγέ­νιος Ιονέ­σκο, Ρου­μά­νος θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας που έγρα­ψε στη γαλ­λι­κή γλώσ­σα, είναι ένας από τους επι­φα­νέ­στε­ρους εκπρο­σώ­πους του θεά­τρου του παρα­λό­γου, μαζί με τους Σάμου­ελ Μπέ­κετ, Ζαν Ζενέ και Άρθουρ Αντάμοβ.

Ένα από τα τελευ­ταία έργα, και όχι ιδιαί­τε­ρα γνω­στά στη χώρα μας, του συγ­γρα­φέα της Φαλα­κρής τρα­γου­δί­στριας και του Ρινό­κε­ρου είναι το «Παι­χνί­δι της σφα­γής». (Το παι­χνί­δι της σφα­γής γρά­φτη­κε το 1970, ενώ στην Ελλά­δα πρω­το­παί­χτη­κε το 1971 από το «Θέα­τρο Τέχνης» σε σκη­νο­θε­σία Κάρο­λου Κουν.)

Το Παι­χνί­δι της σφα­γής του Ιονέ­σκο συν­δέ­ε­ται και συνο­μι­λεί αφαι­ρε­τι­κά, κατά τρό­πο εμφα­νή ή λαν­θά­νο­ντα, και παρά τις δια­φο­ρές, με ορι­σμέ­να κορυ­φαία έργα της παγκό­σμιας λογο­τε­χνί­ας, όπως με το Περί τυφλό­τη­τος του Ζοζέ Σαρα­μά­γκου, την Πανού­κλα του Αλμπέρ Καμύ, το Δεκα­ή­με­ρο του Βοκά­κιου. Ο Ιονέ­σκο χτί­ζει ένα έργο που σήμε­ρα φαντά­ζει περισ­σό­τε­ρο επί­και­ρο παρά ποτέ σήμε­ρα με την «παν­δη­μία του κορονοϊου»

Το έργο είναι προ­κλη­τι­κό, κρι­τι­κό, επα­να­στα­τι­κό. Πρό­κει­ται για μια μελέ­τη του φόβου και των συμπε­ρι­φο­ρών που προ­κα­λεί, για μια σπου­δή θανά­του. Όχι μόνο του βιο­λο­γι­κού, αλλά και του υπαρ­ξια­κού και συμ­βο­λι­κού θανά­του, του θανά­του των αξιών και της ψυχής.

Η υπό­θε­ση του έργου έχει απλή βάση. Μια ξαφ­νι­κή επι­δη­μία απο­δε­κα­τί­ζει τους κατοί­κους μιας πόλης. Ποιας πόλης; Δεν ανα­φέ­ρε­ται, σκο­πί­μως. Διό­τι θα μπο­ρού­σε να είναι μια οποια­δή­πο­τε πόλη, ακό­μη και η δική μας ή η διπλα­νή από τη δική μας – μετα­φέ­ρο­ντας έτσι το άγχος και στον θεα­τή. Οι άνθρω­ποι αυτής της πόλης, όλοι, ο ένας μετά τον άλλον, έρχο­νται αντι­μέ­τω­ποι με τον θάνατο.

Η αίσθη­ση του εγκλει­σμού και του απο­κλει­σμού των ανθρώ­πων, που είναι σαν να βρί­σκο­νται σε καρα­ντί­να, προ­κα­λεί δυσφο­ρία και δύσπνοια. Όλα είναι προ­κα­θο­ρι­σμέ­να. Οι άνθρω­ποι νιώ­θουν προ­δια­γε­γραμ­μέ­νοι, φυλα­κι­σμέ­νοι, γελοί­οι, τρα­γι­κοί. Δεν μπο­ρούν να φύγουν, δεν μπο­ρούν να ξεφύ­γουν, δεν μπο­ρούν να δρα­πε­τεύ­σουν ακό­μη και αν οι πόρ­τες της φυλα­κής είναι ανοι­χτές. Δεν υπάρ­χουν τρό­ποι δια­φυ­γής. Αν κάποιος βγει από τη φυλα­κή θα κολ­λή­σει τον θάνα­το, αν πέσει στη θάλασ­σα για να ξεφύ­γει θα πνι­γεί, αν ανέ­βει στα τεί­χη θα τον πυρο­βο­λή­σουν. Το έργο λοι­πόν είναι ένα θέα­μα της κατα­στρο­φής. Ο θάνα­τος εξο­μοιώ­νει τους πάντες και μπρο­στά του απο­γυ­μνώ­νο­νται όλοι από κάθε πρόσχημα.

Απο­λαύ­στε ένα απόσπασμα:

«Σας συγκέ­ντρω­σα εδώ για τελευ­ταία φορά, στην πλα­τεία της πόλης μας, για να σας ενη­με­ρώ­σω: Μας συμ­βαί­νει κάτι εντε­λώς ανε­ξή­γη­το. Δεχθή­κα­με επί­θε­ση από ένα λοι­μό αγνώ­στων αιτιών. Οι γει­το­νι­κές πόλεις και χώρες μας έχουν κλεί­σει τα σύνο­ρά τους. Στρα­τός έχει κυκλώ­σει την πόλη μας. Κάθε είσο­δος και έξο­δος απα­γο­ρεύ­ε­ται. Μέχρι χτες ήμα­σταν ελεύ­θε­ροι, όμως από σήμε­ρα είμα­στε σε καραντίνα.

Συμπο­λί­τες κι επι­σκέ­πτες της πόλης μας, μην επι­χει­ρή­σε­τε να δρα­πε­τεύ­σε­τε, για­τί θ’ αντι­με­τω­πί­σε­τε τα πυρά των στρα­τιω­τών που καρα­δο­κούν σε κάθε έξο­δο της πόλε­ως. Χρειά­ζε­ται να οπλι­στού­με με όλο το θάρ­ρος που διαθέτουμε.
Επί­σης χρειά­ζο­νται γερά χέρια ν’ ανοί­γουν τάφους. Τα οικό­πε­δα, οι ακά­λυ­πτοι χώροι, οι αυλές, τα γήπε­δα, όλα επι­τάσ­σο­νται, για­τί τα νεκρο­τα­φεία γέμισαν.

Επί­σης ζητώ εθε­λο­ντές να επι­τη­ρούν τα μολυ­σμέ­να σπί­τια, μήπως κάποιος μπει ή βγει. Θα ορί­σου­με ορκω­τούς επό­πτες που θα επι­σκέ­πτο­νται τα σπί­τια … για να ανα­φέ­ρουν στις αρχές, προ­κει­μέ­νου να απο­μο­νω­θούν οι πιθα­νοί φορείς.

Όποιος μπαί­νει σε μολυ­σμέ­νο σπί­τι θα θεω­ρεί­ται ύπο­πτος και θ’ απο­μο­νώ­νε­ται εκεί μέσα. Φυλα­χτεί­τε από τους υπό­πτους. ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΕΤΕ τους για το καλό του συνόλου!

Ζητά­με για­τρούς, νεκρο­θά­φτες, σαβα­νω­τές και κάθε χρή­σι­μη για την περί­στα­ση ειδικότητα.

Κάθε πολί­της οφεί­λει να προ­σφέ­ρει στον συνάν­θρω­πό του: να τον επι­τη­ρή­σει ή να του κλεί­σει τα μάτια. Το σύν­θη­μά μας είναι, «Θάψε τον πλη­σί­ον σου, μπορείς!».

Αντί­δο­το για τον λοι­μό δεν έχου­με βρει. Προ­σπα­θού­με να τον περιο­ρί­σου­με, μήπως μερι­κοί τυχε­ροί επι­βιώ­σουν, όμως αυτό είναι άγνωστο.

Απα­γο­ρεύ­ο­νται οι συνε­στιά­σεις και όλα τα θεά­μα­τα. Τα κατα­στή­μα­τα, τα εστια­τό­ρια και τα καφε­νεία θα λει­τουρ­γούν ελά­χι­στες ώρες, για να περιο­ρι­στεί η εξά­πλω­ση ψευ­δών ειδή­σε­ων. Διό­τι υπάρ­χει η υπο­ψία πως το κακό που μας βρή­κε προ­έρ­χε­ται από κάτι ανώ­τε­ρό μας, από τον ουρα­νό, και καθε­τί από τον ουρα­νό δια­βρώ­νει σαν αόρα­τη βρο­χή τις στέ­γες, τους τοί­χους και τις ψυχές μας.

Όπως σας είπα, αυτή είναι η τελευ­ταία δημό­σια συγκέ­ντρω­ση. Ομά­δες πάνω από τρία άτο­μα θα δια­λύ­ο­νται. Επί­σης, απα­γο­ρεύ­ε­ται να περι­φέ­ρε­στε άσκο­πα. Όλοι οι πολί­τες επι­βάλ­λε­ται να κυκλο­φο­ρεί­τε ανά δύο, για να επι­τη­ρεί­τε ο ένας τον άλλο. Τώρα γυρί­στε στα σπί­τια σας και μεί­νε­τε εκεί. Θα βγεί­τε μόνο σε περί­πτω­ση μεγά­λης ανά­γκης. Ειδι­κά συνερ­γεία θα στιγ­μα­τί­ζουν την πόρ­τα κάθε μολυ­σμέ­νου σπι­τιού: θα κάνουν έναν μεγά­λο κόκ­κι­νο σταυ­ρό με μπο­γιά στην πόρ­τα και θα γρά­φουν, «Ελέ­η­σόν με, Κύριε!».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο