Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ευγενία Καβαλλάρη: Για το βιβλίο «Τσε Γκεβάρα, πρεσβευτής της Επανάστασης»

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία της Ευγενίας Καβαλλάρη, προέδρου του Συνδέσμου Φιλολόγων Ημαθίας, στην παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Μόττα «Τσε Γκεβάρα, πρεσβευτής της Επανάστασης» (Εκδόσεις «Ατέχνως») που έγινε στην Θεσσαλονίκη στις 9 Σεπτεμβρίου 2021.

«Είναι κατα­πλη­κτι­κό το συναί­σθη­μα που αισθά­νο­μαι ως εκπαι­δευ­τι­κός όταν μαθη­τές μου ανα­φέ­ρο­νται με δέος για τον ΤΣΕ. Και αυτό για­τί και εγώ ως φοι­τή­τρια, δεκα­ε­τί­ες πριν είχα την αφί­σα του στο φοι­τη­τι­κό μου δωμά­τιο. Αλλά τι είναι που τον κάνει δια­χρο­νι­κά επί­και­ρο τον ΤΣΕ, τη ζωή και τη δρά­ση του, αλλά και τις θεω­ρη­τι­κές του ανα­λύ­σεις; Ίσως είναι αυτό που ο εθνι­κός ποι­η­τής της Κού­βας, ο Χοσέ Μαρ­τί, έγρα­φε: “Υπάρ­χουν άνθρω­ποι χωρίς καθό­λου αξιο­πρέ­πεια, αλλά και άνθρω­ποι που στις πλά­τες τους κου­βα­λούν την αξιο­πρέ­πεια όλου του κόσμου”. Ένας απ’ αυτούς τους ανθρώ­πους, που τ’ό­νο­μα του έγι­νε συνώ­νυ­μο της αξιο­πρέ­πειας, ήταν ο Ερνέ­στο Τσε Γκεβάρα.

Δια­βά­ζω χρό­νια τώρα βιβλία και αφιε­ρώ­μα­τα για τον ΤΣΕ. Νόμι­ζα ότι γνώ­ρι­ζα τα πιο πολ­λά. Όμως δια­βά­ζο­ντας το βιβλίο του Νίκου Μότ­τα αισθάν­θη­κα ότι είχα άγνοια σε μία βασι­κή του πτυ­χή, αυτή

του ουσια­στι­κού ρόλου του Τσε ως δια­μορ­φω­τή της κου­βα­νι­κής εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής στα πρώ­τα μετε­πα­να­στα­τι­κά χρό­νια, σκια­γρα­φώ­ντας ταυ­τό­χρο­να τη διε­θνι­στι­κή δρά­ση του Αργε­ντί­νου κομ­μου­νι­στή στο διε­θνές πολι­τι­κό σκηνικό.

Το βιβλίο χωρίς να χάνει την επι­στη­μο­νι­κό­τη­τα του, το θεω­ρη­τι­κό του βάθος, προ­σφέ­ρε­ται και για μία ευχά­ρι­στη – όχι επι­φα­νεια­κή ανά­γνω­ση- πάνω σε μία κρί­σι­μη επο­χή για την ανθρω­πό­τη­τα εξο­πλί­ζο­ντας με γνώ­σεις για πρό­σω­πα και κατα­στά­σεις. Από τις σελί­δες του βιβλί­ου περ­νούν προ­σω­πι­κό­τη­τες όπως Νικί­τα Χρου­στσόφ, Ανα­στάς Μικο­γιάν, Μάο Τσε Τουνγκ, Τσου εν Λάι, Γκα­μάλ Αμπ­ντέλ Νάσερ, Τζα­βα­χαρ­λάλ Νεχρού, Γιό­ζιπ Τίτο, Σου­κάρ­νο, Μπεν Μπε­λά, προ­βάλ­λο­νται σκέ­ψεις τους, δρά­σεις στις χώρες τους, αλλά και κυρί­ως η αντί­λη­ψη του ΤΣΕ γι’αυτούς μέσα από τη σύν­θε­τη προ­σπά­θεια ανά­πτυ­ξης εξω­τε­ρι­κών σχέ­σε­ων για το Νησί της Επανάστασης.

Ιδιαί­τε­ρη εντύ­πω­ση μου έκα­ναν ακό­μη οι απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νες συνο­μι­λί­ες, τα απο­χα­ρα­κτη­ρι­σμέ­να έγγρα­φα της CIA και του Στέιτ Ντι­πάρ­τμεντ, κ.α) τα οποία παρέ­χουν ενδια­φέ­ρου­σες πλη­ρο­φο­ρί­ες για τη δρα­στη­ριό­τη­τα του Τσε Γκε­βά­ρα κατά την διάρ­κεια των ταξι­διών του στο εξω­τε­ρι­κό και που δεί­χνουν το πώς αυτός αντι­με­τω­πι­ζό­ταν από τον ταξι­κό αντίπαλο.

Επί­σης, είναι σημα­ντι­κό στοι­χείο ότι στο βιβλίο περι­λαμ­βά­νε­ται ολό­κλη­ρη η ομι­λία του Τσε στη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση του ΟΗΕ το 1964 ( για πρώ­τη φορά στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα), ενώ δημο­σιεύ­ο­νται δύο συνε­ντεύ­ξεις του, στο περιο­δι­κό «Monthly Review» το 1961 και στο τηλε­ο­πτι­κό δίκτυο CBS το Δεκέμ­βριο του 1964 που δίνουν ανά­γλυ­φα μια σει­ρά από τις θεω­ρη­τι­κές του από­ψεις, αλλά και για τα πρώ­τα βήμα­τα της επα­να­στα­τη­μέ­νης Κούβας.

Γενι­κά με τρό­πο εύλη­πτο και εκλαϊ­κευ­τι­κό το βιβλίο του Νίκου Μότ­τα μας δίνει ένα εγχει­ρί­διο της πολι­τι­κής σκέ­ψης και δρά­σης του Τσε. Με καθα­ρό­τη­τα και αυθε­ντι­κό­τη­τα παρου­σιά­ζο­νται οι θέσεις του για τον ρόλο της Κού­βας ως προ­με­τω­πί­δα της αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κής πάλης, για τη βαρ­βα­ρό­τη­τα του ιμπε­ρια­λι­σμού και την ανα­γκαιό­τη­τα της αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κής πάλης, για τη διε­θνι­στι­κή αλλη­λεγ­γύη, τον ρόλο της επα­να­στα­τι­κής κυβέρ­νη­σης, για τον Νέο Τύπο Ανθρώ­που κ.α.

Θα ήθε­λα όμως στο σημείο αυτό να κάνω ένα χρο­νι­κό άλμα και να ανα­φέ­ρω ορι­σμέ­να πράγ­μα­τα με αφορ­μή τον θάνα­το του μεγά­λου Μίκη Θεο­δω­ρά­κη καθώς και τη σχέ­ση του με τον ΤΣΕ

Tο 1962 η Κού­βα είναι το επί­κε­ντρο του ψυχρού πολέ­μου. Οι ΗΠΑ μετά την απο­τυ­χη­μέ­νη «Επι­χεί­ρη­ση του Κόλ­που των Χοί­ρων», λαμ­βά­νουν μέτρα κατά της Κού­βας. Στις 7 Φλε­βά­ρη 1962 η κυβέρ­νη­ση του Τζων Φ. Κένε­ντι επε­κτεί­νει και εντεί­νει το εμπάρ­γκο κατά της Κού­βας, που ξεκί­νη­σε από το 1958, ως απά­ντη­ση στην εθνι­κο­ποί­η­ση των περιου­σιών, εργο­στα­σί­ων, κλπ. αμε­ρι­κα­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων από την επα­να­στα­τι­κή κυβέρ­νη­ση της χώρας, προ­σπα­θώ­ντας να απο­μο­νώ­σει και να στραγ­γα­λί­σει την οικο­νο­μία της.

Μέσα σε συν­θή­κες απο­μό­νω­σης και απο­κλει­σμού που επι­βά­λουν οι ΗΠΑ στην Κού­βα, η ΕΔΑ απο­φά­σι­σε σε ένδει­ξη υπο­στή­ρι­ξης και συμπα­ρά­στα­σης στην επα­να­στα­τι­κή της κυβέρ­νη­ση να στεί­λει μια κοι­νο­βου­λευ­τι­κή αντι­προ­σω­πεία στην Κού­βα. Στην αντι­προ­σω­πεία κάλε­σε να συμ­με­τά­σχει και ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης ως μια προ­σω­πι­κό­τη­τα διε­θνούς εμβέ­λειας. Ο Θεο­δω­ρά­κης τότε μόλις είχε απο­θε­ρα­πευ­τεί από τη φυμα­τί­ω­ση και είχε εξέλ­θει από το Νοσο­κο­μείο που θεραπευόταν.

Ο Θεο­δω­ρά­κης διη­γεί­ται ότι μετά από ένα περι­πε­τειώ­δες ταξί­δι έφτα­σαν στην Κού­βα και «Βρή­κα­με μια περί­ερ­γη κατά­στα­ση, για­τί όλος ο κόσμος ήταν ένο­πλος, όλοι φορού­σαν χακί στο­λές, είχαν όλοι μπαρ­μπού­τος και οι γυναί­κες ήταν ένο­πλες, παράλ­λη­λα όμως υπήρ­χε και μια πανη­γυ­ρι­κή ατμό­σφαι­ρα. Δηλα­δή όλος ο κόσμος χόρευε, μιλού­σε, πανη­γύ­ρι­ζε. Γιόρ­τα­ζαν συνέ­χεια αυτοί, ήταν μια γιορ­τή της επα­νά­στα­σης συνε­χής.» Αφού έκα­ναν ορι­σμέ­νες επι­σκέ­ψεις στα υπουρ­γεία μια μέρα «Πήγα­με λοι­πόν στο “Αβά­να Λίμπρε”, το πρώ­ην “Χίλ­τον”, το οποίο ονό­μα­σαν “Αβά­να Λίμπρε”, “Ελεύ­θε­ρη Αβά­να”, και μας είπαν ότι στην ταρά­τσα επά­νω, που έπαι­ζε και μια ορχή­στρα, θα μας δεχό­ταν η ηγε­σία των επα­να­στα­τών. Καθί­σα­με σε κάτι τρα­πέ­ζια και μετά ήρθαν οι διερ­μη­νείς. Κάνα­με τις συστά­σεις, ήταν ο Φιντέλ Κάστρο, ο Τσε Γκε­βά­ρα και ο πρό­ε­δρος της Κού­βας, ο μόνος που δεν είχε γένια. Άρχι­σε να ρωτά­ει για την Ελλά­δα, … Την αρχαία Ελλά­δα βέβαια τη γνώ­ρι­ζαν, λίγα πράγ­μα­τα όμως ήξε­ραν για τη σύγ­χρο­νη Ελλά­δα. Εκεί λοι­πόν που τελεί­ω­νε η συνά­ντη­σή μας, άρχι­σε η ορχή­στρα να παί­ζει το “Lune de miel”. Το “Honeymoon song” ήταν το εθνι­κό τους τρα­γού­δι. Μου είπαν μάλι­στα ότι το έχουν γρά­ψει και σε μια στή­λη εκεί και ότι ο ραδιο­φω­νι­κός τους σταθ­μός ξεκί­νη­σε με το τρα­γού­δι αυτό, το οποίο θεω­ρού­σαν ότι είναι μεξι­κά­νι­κο. Κάποιος έξυ­πνος Μεξι­κά­νος εκεί έβα­λε το όνο­μά του από κάτω. Το τρα­γου­δού­σε ένας Μεξι­κά­νος τρα­γου­δι­στής τον οποίο λάτρευε όλοι η Νότια Αμε­ρι­κή, ήταν ο Καζαν­τζί­δης, ας πού­με της Νότιας Αμε­ρι­κής. Φυσι­κά και στην Κού­βα, λόγω αυτής της δια­σκευ­ής του τρα­γου­διού, και του τρα­γου­δι­στή, το τρα­γού­δι ήταν στα χεί­λη όλων των Κου­βα­νέ­ζων. Λέει λοι­πόν ο διερ­μη­νέ­ας, όταν σηκω­θή­κα­με να φύγου­με, στον Κάστρο: “Με την ευκαι­ρία, να σας πω ότι αυτό το τρα­γού­δι είναι δημιουρ­γία του κύριου εδώ”. “Πού πάτε;” λέει ο Κάστρο κατεν­θου­σια­σμέ­νος. “Είναι δυνα­τόν; Γρά­φει τέτοια πράγ­μα­τα;” Δε με άφη­ναν να φύγω. Και ο Τσε Γκε­βά­ρα ετοι­μα­ζό­ταν να πάει στη Σιέ­ρα Μαέ­στρα για περιο­δεία. “Θα σε πάρω μαζί μου αύριο”, μου λέει. “Έχει ωραίο κλί­μα και άφθο­νο οξυ­γό­νο εκεί που πηγαίνω”.

Για την παρέα με το Τσε ο Θεο­δω­ρά­κης λέει: «… κάνα­με απλές συζη­τή­σεις με έναν διερ­μη­νέα που δεν ήξε­ρε και πάρα πολύ καλά τα ισπα­νι­κά. Εκεί­νο το καλα­μπού­ρι που έκα­να μαζί του είναι ότι παντού έλε­γε “Μου­έρ­τε ο λιμπερ­τά”, ξέρεις, “Ελευ­θε­ρία ή θάνα­τος”. Μάλι­στα με πήγε και σε ένα μοντέρ­νο σφα­γείο και δεν ήθε­λα να μπω μέσα, και είδα την πινα­κί­δα: “Ελευ­θε­ρία ή θάνα­τος”. Του λέω “Εδώ, αγα­πη­τέ σύντρο­φε, κοροϊ­δεύ­ε­τε τα ζώα, εδώ μόνο ο θάνα­τος τα περι­μέ­νει. Τι μου λες και βάζεις το “ή” ; Είναι σκέ­το “μου­έρ­τε”, του λέω. Το μόνο που θυμά­μαι είναι ότι πήγα­με σε ένα κέντρο που είχε μου­σι­κή και χορέ­ψα­με. Σηκώ­θη­κε ο ίδιος επά­νω και είπε στην ορχή­στρα να παί­ξου­με το τρα­γού­δι αυτό, ενθου­σιά­στη­κε ο κόσμος και μετά με φώνα­ξε πάνω και είπε “Αυτός είναι ο συν­θέ­της”, και χει­ρο­κρό­τη­σαν όλοι. Αγα­πή­θη­κα πολύ στην Κού­βα ως λαϊ­κός συν­θέ­της, δε γίνε­ται παραπάνω…»

Πηγή: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ 85 ΧΡΟΝΙΑ. ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ – ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ ΣΤΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ, σελ 357 έως 359.

Ο Τσε Γκε­βά­ρα “ζει” μέσα από το ξεχω­ρι­στό αυτό βιβλίο αλλά και ζει στους σημε­ρι­νούς αγώ­νες για την κατάρ­γη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο. Ζει και θα ζει εκεί που οι λαοί αντι­στέ­κο­νται στις ιμπε­ρια­λι­στι­κές επεμ­βά­σεις, εκεί που χτυ­πά η καρ­διά των αγώ­νων της εργα­τι­κής τάξης για ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον, χωρίς αδι­κία, φτώ­χεια, καταπίεση.

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο