Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Τα βάσανά της τα έκανε «διαμάντια»…

«Θα σου δώσω μια να σπάσεις/ αχ βρε κόσμε γυάλινε/ και θα φτιά­ξω μια καινούργια/ κοι­νω­νία άλλη­νε…». «Σαν τον αϊτό είχα φτε­ρά και πέτα­γα πολύ ψηλά/ μα ένα χέρι λατρε­μέ­νο, ένα χέρι λατρευτό/ μου τα κόβει τα φτε­ρά μου, για να μην ψηλά πετώ/ Είμ’ αϊτός χωρίς φτε­ρά χωρίς αγά­πη και χαρά…». «Δυο πόρ­τες έχει η ζωή/ άνοι­ξα μια και μπήκα/ σερ­γιά­νι­σα ένα πρωινό/ κι ώσπου να ‘ρθεί το δειλινό/ από την άλλη βγήκα…»

Πίσω από κάθε στί­χο της και ένα βίω­μα, μία ιστο­ρία, ένα συναί­σθη­μα… Μέσα σε κάθε στί­χο της, ο καη­μός, ο πόθος, η φωνή, η ψυχή ενός ολό­κλη­ρου λαού. Η Ευτυ­χία Παπα­γιαν­νο­πού­λου, η δημιουρ­γός των παρα­πά­νω «δια­μα­ντιών», όπως και εκα­το­ντά­δων ακό­μη στί­χων, έβα­λε ανε­ξί­τη­λη τη σφρα­γί­δα της στο λαϊ­κό μας τρα­γού­δι. Η κορυ­φαία στι­χουρ­γός του λαϊ­κού μας τρα­γου­διού, που «έφυ­γε» από τη ζωή φτω­χή και πικρα­μέ­νη στις 7 του Γενά­ρη του 1972, υπήρ­ξε μια σπου­δαία λαϊ­κή ποι­ή­τρια, που έδω­σε απλό­χε­ρα στο λαϊ­κό μας πολι­τι­σμό απί­στευ­της ομορ­φιάς και δύνα­μης τρα­γού­δια. Ενα έργο, που παρα­μέ­νει και στις μέρες μας δυνα­τό και αρυτίδωτο.

Σημαδεμένη από την προσφυγιά

Γεν­νη­μέ­νη στο Αϊδί­νι της Μικράς Ασί­ας το 1893, η Ε. Παπα­γιαν­νο­πού­λου ήρθε στην Ελλά­δα με τη Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή, με την ύπαρ­ξή της σημα­δε­μέ­νη από την αγω­νία του πρό­σφυ­γα. Αυτή την αγω­νία, μαζί με την πίκρα, τον πόνο, τα βάσα­να, τη φουρ­τού­να της ψυχής της μετου­σί­ω­σε σε αθά­να­τα λαϊ­κά τρα­γού­δια. Ερχό­με­νη πάμ­πτω­χη στην Ελλά­δα το 1922, με δυο παι­διά και με το δίπλω­μα της δασκά­λας, δού­λε­ψε για σχε­δόν είκο­σι χρό­νια σε μπου­λού­κια ως ηθο­ποιός. Στη συνέ­χεια, και σε μεγά­λη πλέ­ον ηλι­κία στα 55 της χρό­νια (από το 1948) άρχι­σε να γρά­φει τρα­γού­δια, ακα­τά­παυ­στα, μέχρι το τέλος της ζωής της. Το γρά­ψι­μο γι’ αυτήν ήταν παι­χνί­δι… Με άνε­ση και ευκο­λία κατέ­κτη­σε τη γλώσ­σα του λαϊ­κού τρα­γου­διού, κατα­θέ­το­ντας στί­χους λιτούς και στέ­ρε­ους, με τους οποί­ους για δύο και πλέ­ον δεκα­ε­τί­ες λάμπρυ­νε τη μου­σι­κή δημιουρ­γία. Στί­χους, στους οποί­ους απο­τύ­πω­νε τα βιώ­μα­τά της: Τα βάσα­να, τις ατυ­χί­ες της ζωής, την πίκρα, την οδύ­νη από την απώ­λεια αγα­πη­μέ­νων της προ­σώ­πων — χάνει τους τρεις ανθρώ­πους που λάτρευε, την κόρη, τη μητέ­ρα και τον άντρα της. Ισως αυτή η βιω­μα­τι­κή σχέ­ση με τα τρα­γού­δια της — μαζί με τη στι­χουρ­γι­κή τους ποιό­τη­τα βέβαια — να είναι και το μυστι­κό της τερά­στιας απή­χη­σής τους στο λαό, ο οποί­ος μέχρι σήμε­ρα συνε­χί­ζει να τρα­γου­δά­ει και να συγκι­νεί­ται από τους στί­χους της. Το επί­πε­δο της στι­χουρ­γι­κής της, ο μεστός της λόγος, συν­δέ­ε­ται μάλ­λον και με το ότι η ίδια είχε δια­βά­σει πολ­λή ποί­η­ση και αγα­πού­σε το διά­βα­σμα και τη λογο­τε­χνία. Είχε αδυ­να­μία στα δημο­τι­κά τρα­γού­δια και γενι­κά στη δημο­τι­κή παρά­δο­ση, αλλά και στον Καβ­βα­δία, τον Κρυ­στάλ­λη, τον Γρυ­πά­ρη και τον Βάρναλη.

Η περι­πέ­τεια της Ε. Παπα­γιαν­νο­πού­λου στο λαϊ­κό τρα­γού­δι ξεκι­νά στις αρχές του ’50, όπου κάνει τις πρώ­τες επι­τυ­χί­ες με τον Βασί­λη Τσι­τσά­νη: «Στρώ­σε μου να κοι­μη­θώ», «Τα καβου­ρά­κια», «Είμα­στε αλά­νια» κ.ά. Στη συνέ­χεια, συνερ­γά­ζε­ται με τον Στέ­λιο Καζαν­τζί­δη («Μαντου­μπά­λα», «Είσαι η ζωή μου» κ.ά.), τον Από­στο­λο Καλ­δά­ρα («Ονει­ρο απα­τη­λό», «Πετρα­δά­κι — πετρα­δά­κι», κ.ά.), τον Μανώ­λη Χιώ­τη («Ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τα»), Μάνο Χατζι­δά­κι («Είμαι αϊτός χωρίς φτε­ρά»), Σταύ­ρο Ξαρ­χά­κο («Τι έχει και κλαί­ει το παι­δί») κ.ά. Τους στί­χους της ερμη­νεύ­ουν οι μεγα­λύ­τε­ρες λαϊ­κές φωνές: Στέ­λιος Καζαν­τζί­δης, Γρη­γό­ρης Μπι­θι­κώ­τσης, Μαί­ρη Λίντα, Καί­τη Γκρέυ, Γιώ­τα Λύδια, Μανώ­λης Αγγε­λό­που­λος, Βίκυ Μοσχο­λιού, Στα­μά­της Κόκο­τας, Μιχά­λης Μενι­διά­της, Αντώ­νης Ρεπά­νης, κ.ά. Σε περί­που 400 ανέρ­χο­νται τα τρα­γού­δια της, με βάση στοι­χεία της ΑΕΠΙ, ενώ εκα­το­ντά­δες άλλα έχουν κυκλο­φο­ρή­σει χωρίς το όνο­μά της ή με …άλλων ονό­μα­τα. Ανά­με­σα στα τρα­γού­δια της περι­λαμ­βά­νο­νται: «Σε τού­το το παλιό­σπι­το», «Γυά­λι­νος κόσμος», «Στου Απο­στό­λη το κου­τού­κι», «Αντι­λα­λού­νε τα βου­νά», «Πάρε το δάκρυ μου», «Πήρα τη στρά­τα κι έρχο­μαι», «Περα­σμέ­νες μου αγά­πες», «Μου σπά­σα­νε τον μπα­γλα­μά», «Γκιουλ­μπα­χάρ», «Λίγο λίγο θα με συνη­θί­σεις», «Ρίξε στο γυα­λί φαρ­μά­κι», «Τώρα που φεύ­γω απ’ τη ζωή», «Το παρελ­θόν μου το βαρύ», «Συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα βαριά» και πολ­λά, πολ­λά άλλα.

«Γράφω τραγούδια και τα πουλώ…»

Η ζωή της Ε. Παπα­γιαν­νο­πού­λου υπήρ­ξε πολυ­τά­ρα­χη, γεμά­τη βάσα­να και πάθη… Η μονα­δι­κή, δίχως δόλο, συμπε­ρι­φο­ρά της στο άγριο παζά­ρι της καθη­με­ρι­νής συναλ­λα­γής και οι οικο­νο­μι­κές ανά­γκες που της δημιουρ­γού­σαν οι «δια­φυ­γές», στις οποί­ες κατέ­φευ­γε για να ξεχνά­ει την πικρή ζωή της, είχαν ως απο­τέ­λε­σμα τα τρα­γού­δια της να γίνουν αντι­κεί­με­νο εκμε­τάλ­λευ­σης και οικειο­ποί­η­σης από το ίδιο το σινά­φι της. Είναι γνω­στό ότι, όπως κι ο Χαρά­λα­μπος Βασι­λειά­δης (Τσά­ντας), που­λού­σε τα τρα­γού­δια της για ελά­χι­στα χρή­μα­τα, κυριο­λε­κτι­κά για ένα κομ­μά­τι ψωμί. Που­λού­σε, όχι μόνο τα τρα­γού­δια της, αλλά και τα πνευ­μα­τι­κά της δικαιώ­μα­τα, με απο­τέ­λε­σμα την ώρα που άλλοι πλού­τι­ζαν, εκεί­νη να είναι μονί­μως απέ­ντα­ρη και να πεθά­νει φτω­χή. Λίγοι είναι αυτοί που της έδω­σαν τα δικαιώ­μα­τά της από τους στί­χους της — φωτει­νές εξαι­ρέ­σεις ο Από­στο­λος Καλ­δά­ρας και ο Μάνος Χατζι­δά­κις που πάντα της έδι­ναν τα δικαιώ­μα­τά της.

«Εγώ γρά­φω τρα­γού­δια και τα που­λώ», έλε­γε σε συνέ­ντευ­ξή της, το ’60. «Από εκεί και πέρα δεν ανα­κα­τεύ­ο­μαι αν θα πιά­σουν ή όχι, αν θα βγουν ή αν δε θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παρα­δώ­σω, υπο­γρά­φω και μια δήλω­ση παραι­τή­σε­ως από διά­φο­ρα δικαιώ­μα­τα, απαρ­νού­μαι τα πνευ­μα­τι­κά μου τέκνα». Ετσι, παρ’ όλο που δεκά­δες απ’ αυτά τα «πνευ­μα­τι­κά τέκνα» της έγι­ναν ανε­πα­νά­λη­πτες επι­τυ­χί­ες, όχι μόνο δεν υπήρ­χε τ’ όνο­μά της στους δίσκους, αλλά και από οικο­νο­μι­κή άπο­ψη δεν της εξα­σφά­λι­σαν ούτε τα απα­ραί­τη­τα για να ζήσει. Ομως, όταν κάποιος της έλε­γε «Ευτυ­χία, δεν έχω να φάω» ή «να πλη­ρώ­σω το νοί­κι μου», ό,τι είχε πάνω της το ‘δινε.… Η μόνι­μη «δια­φυ­γή» της ήταν η χαρ­το­παι­ξία, ένα πάθος, το οποίο πολ­λοί το εκμε­ταλ­λεύ­τη­καν. Εξάλ­λου, η ίδια δε νοια­ζό­ταν για την προ­βο­λή και την κατα­ξί­ω­σή της…

Να ανα­φέ­ρου­με χαρα­κτη­ρι­στι­κά ότι το «Δυο πόρ­τες έχει η ζωή», σε μου­σι­κή κι ερμη­νεία Στέ­λιου Καζαν­τζί­δη, το πού­λη­σε ένα­ντι 250 δραχ­μών. Ο λαϊ­κός βάρ­δος είχε παρα­δε­χτεί αργό­τε­ρα δημο­σί­ως ότι οι στί­χοι του τρα­γου­διού ανή­καν στην Ε. Παπα­γιαν­νο­πού­λου. Δε συνέ­βη, όμως, το ίδιο με άλλους δημιουρ­γούς. Οταν η στι­χουρ­γός σε συνε­ντεύ­ξεις της διεκ­δί­κη­σε την πατρό­τη­τα των στί­χων για τα «Καβου­ρά­κια», ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης βγή­κε να τη δια­ψεύ­σει, ανα­φέ­ρο­ντας ότι ύστε­ρα από παραγ­γε­λία του, του είχε πάει απλώς ένα προ­σχέ­διο, το οποίο ο συν­θέ­της το άλλα­ξε… Πάντως, η ίδια δεν πρό­λα­βε να δει το όνο­μά της τυπω­μέ­νο δίπλα από τον τίτλο των τρα­γου­διών της…

Η Ε. Παπα­γιαν­νο­πού­λου, η μονα­δι­κή μαστό­ρισ­σα που με τις «σταυ­ρο­βε­λο­νιές» των στί­χων της τρα­γου­δή­θη­κε από χιλιά­δες, ή καλύ­τε­ρα εκα­τομ­μύ­ρια κόσμου, η «γριά» που που­λού­σε τα τρα­γού­δια της για πεντα­ρο­δε­κά­ρες, υπήρ­ξε μια πολυ­διά­στα­τη, μονα­δι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα. Πρω­το­πό­ρα για την επο­χή της, έζη­σε τη ζωή με πάθος, έγρα­ψε με πάθος, προ­σφέ­ρο­ντας στο λαϊ­κό μας πολι­τι­σμό στί­χους μονα­δι­κούς, αθάνατους.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης / Ρου­μπί­νη ΣΟΥΛΗ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο