Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Υπόθεση
Η “Ευτυχία” είναι ελληνική δραματική βιογραφική ταινία του 2019, σε σκηνοθεσία Άγγελου Φραντζή. Η ταινία ακολουθεί τη ζωή της στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Πρωταγωνιστούν η Κάτια Γκουλιώνη και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Συγκεκριμένα, προς το τέλος της ζωής της, η διάσημη στιχουργός Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου εμφανίζεται σε μια βραδιά που διοργανώνεται προς τιμήν της με παρόντες όλους τους σπουδαίους δημιουργούς με τους οποίους έχει συνεργαστεί (Τσιτσάνης, Μητσάκης, Καλδάρας, Χατζηδάκις) όμως η ίδια με αφορμή αυτό το περιστατικό ανατρέχει στο παρελθόν της από την εποχή που ως πρόσφυγας της Μικρασιατικής καταστροφής φτάνει στην Ελλάδα μέχρι τις μέρες της.
Κριτική
Παρακολούθησα την ταινία σε πρώτη τηλεοπτική προβολή στις 18/12 από τον ΑΝΤ’1. Η “Ευτυχία”, αν και πολυδιαφημισμένη στην πραγματικότητα αποδείχτηκε κατώτερη των περιστάσεων. Σε αντίθεση με την ενθουσιώδη αποδοχή που της επεφύλαξε το κοινό όταν προβλήθηκε στους κινηματογράφους στην πραγματικότητα η ταινία είναι απρόσωπη, αδιάφορη, με απουσία συναισθήματος και με παντελής έλλειψη του ιστορικού και πολιτικού κλίματος των χρόνων που έζησε και δημιούργησε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Από την Μικρασιατική καταστροφή η Ευτυχία βρίσκεται στα αλώνια και στα σαλόνια της Αθήνας χωρίς ουδεμία αναφορά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πολιτικό κλίμα της εποχής κτλ. Η αναφορά στον “κομμουνιστή” ηθοποιό Φραγκίσκο Μανέλλη, και αυτή μόνο και μόνο για να τον χαρακτηρίσει ως επιπόλαιο, δεν αρκεί. Εδώ γεννιούνται διαφορά ερωτήματα. Ήταν η στιχουργός αδιάφορη για την κοινωνική ζωή της χώρας; Και ο “Γυάλινος κόσμος” που τραγούδησε ο Καζαντζίδης σε τι αναφέρεται τότε; Για όλα τα παραπάνω, το βασικότερο ερώτημα που προκύπτει είναι το ακόλουθο: γιατί ωραιοποιούνται, διαστρεβλώνονται και εξαφανίζονται στιγμές και καταστάσεις της πρόσφατης ιστορίας μας ενώ δραματουργικά θα μπορούσαν να δώσουν μια πληρέστερη εικόνα της εποχής όπου έζησε η Ευτυχία;
Αυτή είναι μόνο μία αρνητική πλευρά από τις πολλές της ταινίας την οποία ο υποψιασμένος θεατής δεν θα προσπεράσει. Στη συνέχεια θα παρατηρήσει, ότι από το πολυπληθές καστ ξεχωρίζουν μόνο ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, ως σύζυγος της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, η Ντίνα Μιχαηλίδου, ως η μητέρα της, και ο Παύλος Ορκόπουλος, ως ο πρώτος της σύζυγος. Από την άλλη οι πρωταγωνίστριες (η ταλαντούχα Κάτια Γκουλιώνη και η κορυφαία Καρυοφυλλιά Καραμπέτη) ενώ συντονίζονται άριστα μεταξύ τους στη συνέχεια καταλήγουν να αναπαράγουν ένα δοσμένο μοτίβο, αδυνατώντας να αξιοποιήσουν το ταλέντο τους ώστε να καταστήσουν τον θεατή κοινωνό στη ζωή και στα πάθη της Παπαγιαννοπούλου. Επίσης, οι υπόλοιποι ηθοποιοί — γνωστοί από την τηλεόραση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν δυνατότητες — είναι μέτριοι έως αδιάφοροι, χωρίς κάποια συμβολή στην εξέλιξη της ιστορίας, καρικατούρες των προσώπων που υποδύονται.
Ο καθοριστικός παράγοντας που επηρέασε όλα τα παραπάνω είναι η αδύναμη σκηνοθεσία η οποία αδυνατούσε στα κρίσιμα σημεία να κατευθύνει τους ηθοποιούς. Το υλικό της ταινίας ήταν αδύναμο επίσης. Εστίασε αποκλειστικά και μόνο στα πάθη της Παπαγιαννοπούλου χωρίς να μπορεί να μας δώσει μια ουσιαστική εικόνα για την δημιουργό. Η εμμονή με την χαρτοπαιξία και το τσιγάρο χωρίς να εμβαθύνει στο π;vς και το γιατί γράφτηκε το ένα ή το άλλο τραγούδι στερεί από την “Ευτυχία” το απαραίτητο βάθος. Καλώς ή κακώς, αυτή είναι η κατάληξη όταν μια ταινία χτίζεται αποκλειστικά σε ένα μόνο χαρακτηριστικό του κεντρικού προσώπου. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι άνθρωπος ήταν η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου; Ένας καλός άνθρωπος με ελαττώματα και μια γυναίκα με θάρρος που διεκδίκησε την ζωή της χωρίς φόβο αλλά με πάθος θα μας πουν οι φίλοι της ταινίας. Όμως ακόμα και αυτό προσεγγίζεται εντελώς επιφανειακά καθώς απουσιάζει η χειραφετητική και η αυτοκαταστροφική δυναμική που καθορίζει τις επιλογές της Ευτυχίας.
Η χρήση του μεταφυσικού στοιχείου είναι ένα ακόμα αρνητικό σημείο. Αναφέρομαι στις στιγμές που η μεγάλη στιχουργός θυμάται τα αγαπημένα της πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή και τα οποία, έστω και για λίγο, τα αισθάνεται δίπλα της μέχρι να φύγουν οριστικά. Το μεταφυσικό στοιχείο δεν εξυπηρετεί την υπόθεση της ταινίας απλώς είναι ένα εύρημα που προσπαθεί να εκβιάσει την έκφραση συναισθημάτων από την πλευρά των θεατών χωρίς ούτε εκεί να καταφέρνει πολλά πράγματα.
Πάντως το χειρότερο κομμάτι στην “Ευτυχία” είναι αυτό που θα της έδινε τη δυνατότητα να ξεχωρίσει χωρίς όμως να είναι και το αποκλειστικό δραματουργικό εργαλείο. Τα play back με τις φωνές γνωστών τραγουδιστών όπως της Γλυκερίας και ο κακός συγχρονισμός των ηθοποιών με τις φωνές των τραγουδιστών, οι υπερβολικά σύγχρονες ενορχηστρώσεις των τραγουδιών της Παπαγιαννοπούλου που δεν ταιριάζουν με το κλίμα της εποχής αλλά και συνολικότερα ο θολός, κακός ήχος κάνουν τον υποψιασμένο θεατή να υποφέρει και επιβαρύνουν κατά πολύ το τελικό αποτέλεσμα.
Με λίγα λόγια, η “Ευτυχία” αν και ενδιαφέρουσα είναι μια μέτρια ταινία που δεν μπορούν να διασώσουν ούτε το στιλιζάρισμα της εικόνας, ούτε περισσότερο η φήμη της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου ως γυναίκας και ποιήτριας. Με ακόμα λιγότερα λόγια, μια ταινία με τόσα αρνητικά σημεία μόνο αριστούργημα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Πέρα από μια θετική εικόνα που μπορεί να αποκομίσει ο θεατής, και αυτή συζητήσιμη, τίποτα άλλο δεν μπορεί να τον κρατήσει. Και όμως, όπως ήδη έγραψα, η αποδοχή της ταινίας από την πλειοψηφία των θεατών ήταν κάτι παραπάνω από ενθουσιώδης! Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει, τόσο για την ποιότητα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, όσο και για το κοινό που εκπαιδεύει με τη σειρά του. Δυστυχώς, η επιρροή της τηλεόρασης έχει κάνει τη ζημιά της και σε αυτό το επίπεδο ώστε μια ταινία κατώτερη των περιστάσεων να αντιμετωπίζεται ως πρότυπο για τον κινηματογράφο που έχουμε ανάγκη.