Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

« Εχ! Τι λαός! Εκατό φορές μωρέ να πεθαίνεις και πάλι ν’ ανασταίνεσαι και πάλι να παλαίβεις ώσπου να λευτερωθεί!»

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

«Δύσκο­λες Μέρες» τιτλο­φο­ρεί­ται το μυθι­στό­ρη­μα του Κώστα Μπό­ση που εκδό­θη­κε το 1956 στη Ρου­μα­νία από τις Πολι­τι­κές και Λογο­τε­χνι­κές Εκδό­σεις. Ακυ­κλο­φό­ρη­το στην Ελλά­δα και σπά­νιο βιβλίο. Αφη­γεί­ται την επο­χή της τρο­μο­κρα­τί­ας κυρί­ως στην ύπαι­θρο και στα ορει­νά χωριά αλλά και τη δρά­ση των ληστο­συμ­μο­ριών ενα­ντί­ον των εαμι­τών, των μελών του ΚΚΕ και όσων τους υπο­στή­ρι­ζαν ή τους βοη­θού­σαν και απο­δί­δει με μεγά­λη ρεα­λι­στι­κό­τη­τα, ζωντά­νια και αφη­γη­μα­τι­κή δει­νό­τη­τα τις μέρες που ακο­λού­θη­σαν την υπο­γρα­φή της συμ­φω­νί­ας της Βάρ­κι­ζας μέχρι και την πρώ­τη επο­χή της οργά­νω­σης του δεύ­τε­ρου αντάρτικου

Στα πλαί­σια του αφιε­ρώ­μα­τος του περιο­δι­κού μας στον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση), εν όψει της εκδή­λω­σης προς τιμή του στις 23 Γενά­ρη (το ΑΤΕΧΝΩΣ συμ­με­τέ­χει ως συν­διορ­γα­νω­τής) δημο­σιεύ­ου­με από­σπα­σμα από το βιβλίο αυτό.

***

Ο Πέτρος συνήρ­θε όταν ο ήλιος είχε ανε­βεί κάμπο­σο ψηλά. Ανα­ση­κώ­θη­κε λίγο και σύρ­θη­κε πιο πέρα. Άρχι­σε να μιλά­ει χαμη­λό­φω­να λες κι ήθε­λε ν’ ακού­ει τα λόγια του και να κατα­λα­βαί­νει αν είναι σωστά. Σαν να ήθε­λε να δόσει κου­ρά­γιο στον εαυ­τό του. « Η κατά­στα­σή σου Κορ­φιά­τη δεν είναι καλή…Διάβολε! για­τί να σε πάρει στο πόδι; Κι ήταν ανά­γκη να σπάσει!..Όπου αλλού δε θα ήταν έτσι…Βέβαια, δεν είναι καλή…Μα δε θα χαθείς…Ο κόσμος δε θα σ’ αφήσει…θα σε γλυτώσει…Τη μάχη την άκου­σαν οι μανά­δες μας, οι γυναί­κες μας, οι αδερ­φές μας, οι σύντρο­φοί μας. Την άκου­σαν από ένα χωριό, την άκου­σαν κι από τ’ άλλο, κι ως το βου­νό ψηλά και πέρα απ’ το μεγά­λο ποτά­μι. Την άκου­σαν με χαρά κι ελπί­δα. Την άκου­σαν με καρ­διο­χτύ­πι και φόβο. Και ξέρουν πως σε τέτιες μάχες μένουν τραυ­μα­τί­ες. Είτε δεν προ­λα­βαί­νουν να τους πάρουν, είτε δεν τους βρί­σκουν. Και θάρ­θουν να ψάξουν». Ένιω­σε τα ματό­φυλ­λα να βαραί­νουν. Μια κατα­χνιά απλώ­θη­κε γύρω κι ύστε­ρα σκο­τά­δι. Ξύπνη­σε αργό­τε­ρα κι άρχι­σε την κου­βέ­ντα από κει που την είχε αφή­σει. «Θάρ­θουν Πέτρο…Θάρθουν. Μ’ αν δεν έρθουν; Πάλι δε θα χαθείς…Όταν είμα­στε μικρά περ­πα­τού­σα­με στο κου­τσό. Έτσι και τώρα. Σιγά – σιγά θα φτά­σω στο χωριό. Στον Ξερό­το­πο θα πάω. Είναι βολι­κό­τε­ρο. Δεν έχει τόση ανη­φό­ρα. Άμα βγω στο καρα­ού­λι, κάτω απ’ τη Γραμ­μέ­νη – βελανιδιά…από κει κι ύστε­ρα όλο κατη­φό­ρα. Εχ και νάβρι­σκα τη γριά – Θανά­σαι­να! Σε μια βδο­μά­δα θα μ’ έκα­νε καλά». Έκα­νε μια προ­σπά­θεια και στά­θη­κε στο ένα πόδι. Τον έσφα­ξε ως την ψυχή ο πόνος, μα βάστα­ξε. Έκα­νε ένα κου­τσό βήμα, και δεύ­τε­ρο, και τρί­το. Κου­ρά­στη­κε και ξάπλωσε.

«Δύσκολο…όμως μπο­ρεί. Το κακό είναι που δρα­μπα­λί­ζει το πόδι και πονά­ει και μου πιά­νει και τα χέρια. Πρέ­πει να το κρε­μά­σω από το σβέρ­κο, έτσι θα λευ­τε­ρώ­σω και τα χέρια. Παίρ­νω κι ένα ξύλο και βοη­θιέ­μαι». « Πού να βρω σκοι­νί;» Έπε­σε το μάτι στη λωρί­δα του οπλο­πο­λυ­βό­λου. « Και το οπλο­πο­λυ­βό­λο; Θα το παρα­τή­σω; Αυτό δε γίνεται…Ποιος ξέρει τι με βρί­σκει». Σκέ­φτη­κε το που­κά­μι­σο. Πάλι τίπο­τε. « Ούτε φτά­νει, ούτε βαστά­ει!» Πάλι στη λωρί­δα. Κου­ρά­στη­κε κι έκλει­σε τα μάτια. «…Αυτό είναι. Η λωρί­δα απ’ το αυτό­μα­το και το που­κά­μι­σο μαζί. Το οπλο­πο­λυ­βό­λο θα το κάνω μπα­στού­νι. Στον ανή­φο­ρο θα περ­πα­τάω , στον κατή­φο­ρο θα σέρ­νο­μαι. Πόσο θα κάνω; Τρεις μέρες;…τέσσερες;…παραπάνω; Έστω, θα φτάσω…Κι αν δεν έρθουν δε θα χαθώ. Κι όμως θάρθουν…»

Ντρί­γκι – ντρί­γκι, τού­γκου – τουγκ ακού­στη­κε ένα μικρό κυπρί κι ένα κου­δου­νά­κι στο καρα­ού­λι, πιο χαμη­λά απ’ τη Γραμ­μέ­νη – βελα­νι­διά. Ποτέ στη ζωή, μα ποτέ, δεν ένιω­σε τόση συγκί­νη­ση‘ βούρ­κω­σαν τα μάτια του και ψιθύρισε:

«Εχ! Τι λαός! Εκα­τό φορές μωρέ να πεθαί­νεις και πάλι ν’ ανα­σταί­νε­σαι και πάλι να παλαί­βεις ώσπου να λευτερωθεί!»

Κι απ’ τη χαρά κι απ’ την εξά­ντλη­ση λιποθύμησε.

Η Ρηνού­λα πέρα­σε χαμη­λό­τε­ρα απ’ το καρα­ού­λι σαλα­γώ­ντας τα γιδά­κια και πλάι – πλάι έφτα­σε στη ρεμα­τιά που κατέ­βαι­νε απ’ το Κού­φιο – δέντρο, τα γύρι­σε κατά το βοριά και τ’ άφη­σε να βοσκή­σουν. Έσια­ξε  το σακου­λά­κι που είχε στις πλά­τες, έβα­λε την κάλ­τσα που έπλε­κε στην τσέ­πη και πήρε το ρέμα – ρέμα. Κάθε δυο – τρία βήμα­τα στε­κό­ταν κι ακούρ­μαι­νε. Έσκυ­βε χαμη­λά στη γης, ξάπλω­νε πάνω στο χώμα, κοί­τα­ζε με προ­σο­χή μέσα απ’ τα χαμό­κλα­δα κι έψα­χνε με τα μάτια και τη μια και την άλλη πλα­γιά. Τίπο­τα δεν ακου­γό­ταν. Μόνο καμιά γου­στε­ρί­τσα ή κανέ­να άλλο ζού­δι φρα­τσα­νού­σε λίγο καθώς έτρε­χε μέσα στα ξερό­φυλ­λα ή κανέ­να που­λί που σκά­λι­ζε το χώμα κι έπει­τα πάλι ησυ­χία. Έτσι σιγά – σιγά ψάχνο­ντας κι ακουρ­μαί­νο­ντας, ζύγω­σε κοντά στο ύψω­μα. Κάθη­σε μέσα στα χαμό­κλα­δα και κάμπο­ση ώρα παρα­κο­λου­θού­σε την κορ­φή , τον αυχέ­να και το δρό­μο. Τίπο­τα δε φαι­νό­ταν, ούτε άνθρω­πος, ούτε ζώο. Σηκώ­θη­κε με προ­φύ­λα­ξη και βγή­κε στο Κού­φιο – δέντρο. Κάλυ­κες σκόρ­πιοι εδώ κι εκεί και σε κάποιο μέρος λίγο αίμα. Κοί­τα­ξε γύρω, πέρα το ζυγό, εημιά. Μόνο στο ύψω­μα Τσι­βό­λα φαι­νό­ταν δυο. Τι να ήταν; Μάυ­δες ή στρα­το­κό­ποι; Κάτω στη ρεμα­τιά βέλα­ξε μια γίδα. Το κορί­τσι τη φώνα­ξε μια – δυο φορές, σαλά­γη­σε άλλες τόσες και χώθη­κε ξανά στο λόγ­γο. Πήρε την άλλη ρεμα­τιά από τα πάνω προς τα κάτω. Έφτα­σε εκεί που σμί­γουν τα δυο λαγ­γα­δά­κια, προ­χώ­ρη­σε λίγο χαμη­λό­τε­ρα και άρχι­σε ν’ ανε­βαί­νει την άλλη ρεμα­τιά. Κόντευε στο ζυγό, — εκεί που είχε τραυ­μα­τι­στεί ο Πέτρος. Μέσα στα κλα­διά είδε έναν άνθρω­πο ξαπλω­μέ­νο. Η καρ­δού­λα του κορι­τσιού σπαρ­τά­ρη­σε σαν του τρο­μαγ­μέ­νου που­λιού. Ο φόβος πέρα­σε απ’ όλο το κορ­μί. Ζύγω­σε ενώ η καρ­διά του χτυ­πού­σε δυνα­τά. « Μπάρ­μπα!», φώνα­ξε σιγά. Μα σαν άκου­σε την ίδια τη φωνή του φοβή­θη­κε πιο πολύ και θυμή­θη­κε πως δεν κάνει να φωνά­ζει. Πήγε πιο κοντά και άπλω­σε το χέρι που έτρε­με. Τον έπια­σε από απ’ το πόδι. Εκεί­νο ήταν κρύο, κοκα­λια­σμέ­νο, μα το κορί­τσι δεν ήξε­ρε από τέτια και δεν κατά­λα­βε. Τον κού­νη­σε λίγο ψιθυ­ρί­ζο­ντας: « Συνα­γω­νι­στή! συνα­γω­νι­στή! σήκω! Λαβω­μέ­νος είσαι;» Μα τίπο­τα. Άπλω­σε και τ’ άλλο χέρι και πιά­νο­ντάς τον με τα δυο τον τρά­βη­ξε. Το πτώ­μα μετα­κι­νή­θη­κε, λευ­τε­ρώ­θη­κε απ’ τις μιτζού­νες και τα χαμό­κλα­δα. Και τότε είδε πως δεν έχει κεφά­λι. Μαρ­μά­ρω­σε μη μπο­ρώ­ντας ούτε να κλά­ψει ούτε να φωνά­ξει. Κοί­τα­ζε μαγνη­τι­σμέ­νο, με μάτια διά­πλα­τα απ’ το φόβο, κι ύστε­ρα, σαν πέρα­σαν  ένα – δυο δευ­τε­ρό­λε­πτα, σωριά­στη­κε κατα­γής, δίπλα στο πτώ­μα, κι άρχι­σε να κλαίει.

Όταν ο Πέτρος συνήλ­θε ξανα­θυ­μή­θη­κε αμέ­σως τα κου­δου­νά­κια. Τέντω­σε τ’ αφτί κι αφου­γκρά­στη­κε καμπό­σο. « Ούτε κου­δού­νι, ούτε κυπρί, ούτε άνθρω­πος, μουρ­μού­ρι­σε. Τι να έγι­ναν τάχα; Μήπως απ’ τη λαχτά­ρα μου;…Θάπαθα φαί­νε­ται σαν το διψα­σμέ­νο που βλέ­πει βρύσες…Μπορεί να ήταν περαστικά…Δεν πει­ρά­ζει. Δεν ήρθαν σήμε­ρα, θάρ­θουν αύριο». Πασπά­τε­ψε το σακί­διο. «Εντά­ξει. Δυο κον­σέρ­βες είναι ολό­κλη­ρος θησαυρός…Ας μην τις πει­ρά­ξω τώρα. Δεν πολυπεινάω…Έχω και δυνά­μεις ακόμα…Θα τις φυλά­ξω για δυσκο­λό­τε­ρες ώρες, για το δρό­μο…». Και κει που συλ­λο­γιό­ταν αυτά σα να άκου­σε μια βοή από μακριά. « Μάχη!»μουρμούρισε. Έβα­λε τ’ αφτί στη γης. Του φάνη­κε πως ακού­στη­κε μακριά όλμος. Μα δεν ξεκα­θά­ρι­σε καλά κι άρχι­σε να σκέ­φτε­ται. « Τι να γίνο­νται; Έσπα­σαν ή όχι; Πού να βρί­σκο­νται τώρα;…Τι ζημιές να έπαθαν;…Αν βρή­σκα­νε πυρο­μα­χι­κά στη Λαγ­γά­δα;! Μα πάλι…δύσκολα». Και σιγά – σιγά ο νους του έφε­ρε στη μνή­μη όλους τους συντρό­φους του. Μερι­κούς τους ήξε­ρε απ’ τον ΕΛΑΣ. Τους άλλους τους γνώ­ρι­σε σε τού­το το αντάρ­τι­κο. Θυμή­θη­κε το Νίκο, το σκο­πευ­τή και ράγι­σε η καρ­διά του. Ήταν από τού­τα τα μέρη, και καθώς κατέ­βαι­ναν το βου­νό τού­δει­ξε μια μακρι­νή κορ­φή κι όλο χαρά τού­λε­γε: «σ. Πέτρo! Ε ε ε εκεί πέρα που φαί­νε­ται κεί­νη η κορ­φή μες στην κατα­χνιά, εκεί είναι το χωριό μου και στην ακρού­λα του χωριού είναι το σπί­τι μου. Αν στα­μα­τή­σου­με που­θε­νά θα πάω να δω τα παι­διά μου. Τα απο­θύ­μη­σα. Τα βλέ­πω  στον ύπνο μου. Τι λες Πέτρο; Να πάω;». Μα δεν πρό­φτα­σε να πάει. Πάνω στη ράχη φυλά­ει τώρα σκο­πιά. Έφυ­γε ο Νίκος και μπή­κε στη σκέ­ψη ο Λάζα­ρος. « Πώς θα τα βολέ­ψει με την πλα­τυ­πο­δία το καη­μέ­νο το παι­δί;». Έπει­τα το Γερά­σι­μο έφε­ρε ο νους του. Το προη­γού­με­νο κιό­λας βρά­δυ τού­λε­γε: « Έμα­θα Πέτρο πως το γέρο τον έστει­λαν εξο­ρία. Ακούς τα σκυ­λιά; Ένα γέρο 80 χρο­νώ, κου­τσό, με άσθμα…Και ποιος ξέρει πώς τα περ­νά­ει στο ξερο­νή­σι. Να έχει του­λά­χι­στο κανέ­να τσι­γά­ρο; Χωρίς αυτό δεν μπο­ρεί να κάνει ο καημένος»…Ύστερα ήρθε ο Ηλί­ας, ο Αντώνης…ο καθέ­νας με το δικό του κόσμο, ο καθέ­νας με τους δικούς του καη­μούς, τα δικά του όνει­ρα κι όλοι μ’ ένα καη­μό κι ένα όνει­ρο: Να ρχό­τα­νε και σε τού­το­νε τον τόπο λίγη ειρή­νη, λίγη χαρά!!

Από μακριά ακού­στη­κε πιο καθα­ρά τώρα βουή. « Πολε­μά­τε λεβέ­ντες» ψιθύ­ρι­σε και ανα­ση­κώ­θη­κε ν’ ακού­σει καλύ­τε­ρα. Μα πάλι η βουή έσβη­σε. « Ας κάνουν αυτοί τη δου­λιά τους, ξανά­πε. Ας τοι­μα­στώ κι εγώ. Θα περι­μέ­νω ως το σού­ρου­πο. Ύστε­ρα θα ξεκι­νή­σω , ως το πρωί ν’ ανε­βώ στο καρα­ού­λι κι ύστε­ρα βλέ­πω. Κατά το κου­ρά­γιο και το δρόμο».

Πήρε το αυτό­μα­το κι έβγα­λε τη λωρί­δα και την ώρα που ετοι­μα­ζό­ταν να βγά­λει το που­κά­μι­σο ή να το σκί­σει κάτι άκου­σε πιο ψηλά στη ρεμα­τιά. Σα να κύλη­σε κάποια πετρί­τσα, σα να περ­πά­τη­σε άνθρωπος.

Η Ρηνού­λα, μόλις της πέρα­σε λίγο η ταρα­χή, σφούγ­γι­σε τα δάκρυα, έρι­ξε μια ματιά ακό­μα φοβι­σμέ­νη στο πτώ­μα και πήρε την άλλη χαρα­δρί­τσα. Λίγα μέτρα παρα­κά­τω, χαμη­λό­τε­ρα, είδε μια σβαρ­νί­στρα σαν κάτι το βαρύ να σύρ­θη­κε. Είχαν σκου­πι­στεί τα ξερό­φυλ­λα και τα χαλί­κια και τα κλα­διά αρι­στε­ρά – δεξιά ήταν σπα­σμέ­να. Κατέ­βη­κε χωρίς να χάσει απ’ τα μάτια εκεί­νο το σημά­δι. Ο Πέτρος τέντω­σε τ’ αφτιά. Για μια στιγ­μή ο θόρυ­βος έσβη­σε κι ύστε­ρα ξανά πιο καθα­ρά τώρα άκου­σε τα ξερό­κλα­δα και τα κλα­δά­κια να κάνουν θόρυ­βο. Τρά­βη­ξε τ’ αυτό­μα­το κι έβα­λε το χέρι στη σκαν­δά­λη. Απ’ τα χαμό­κλα­δα πρό­βα­λε ένα κορι­τσά­κι. Ξαφ­νιά­στη­κε και στά­θη­κε φοβι­σμέ­νο. Ο Πέτρος άφη­σε τ’ αυτόματο.

- Χρυ­σό μου κορί­τσι! Έλα κοντά μου.

Τόπια­σε από το χέρι, το τρά­βη­ξε στην αγκα­λιά του και το φίλη­σε. Και κεί­νο σα συνήρ­θε απ’ την ταρα­χή ρώτηξε:

- Συνα­γω­νι­στή! είσαι πολύ λαβωμένος;

- Ναι!…Λίγο…

- Πού;

- Στο πόδι και στο στή­θος. Το πόδι είναι σπασμένο.

- Δεν μπο­ρείς να περπατήσεις;

- Δεν μπο­ρώ. Μα θα μπορέσω.

Το κορί­τσι ξεκρέ­μα­σε τον τορ­βά έβγα­λε το μπου­κά­λι και δίνο­ντάς το είπε:

- Μου είπαν να μη φύγεις από δω. Εγώ θα πάω να ψάξω και στις άλλες ρεματιές.

Σα γύρι­σε, ο τραυ­μα­τί­ας είχε κλει­σμέ­να τα μάτια και δίπλα του βρι­σκό­ταν το μπου­κά­λι με γάλα ως τη μέση. Το πήρε, χώθη­κε στο λόγ­γο, άρμε­ξε μια γίδα και το ξανα­γέ­μι­σε. Τ’ άφη­σε δίπλα στον τραυ­μα­τία και σαλα­γώ­ντας τις γίδες γύρι­σε στο χωριό.

Τη νύχτα η Ρηνού­λα μπρο­στά κι ο μπάρ­μπας της από πίσω, μ’ ένα κλε­φτο­φά­να­ρο σβη­στό στο χέρι, δυο σανι­δά­κια στο άλλο κι ένα δεμα­τά­κι παρα­μά­σχα­λα πήγαν στη ρεμα­τιά. Το κορί­τσι πήρε το δεμα­τά­κι και τα σανι­δά­κια, ο άντρας πήρε τον τραυ­μα­τία καβά­λα και βάδι­σαν κάμπο­σο κατά το ποτά­μι. Έπει­τα έστρι­ψαν αρι­στε­ρά, προ­χώ­ρη­σαν μέσα από πυκνά κλα­ριά κι έφτα­σαν σε μια σπη­λιά. Τον απί­θω­σε κατα­γής κι άνα­ψε το κλε­φτο­φά­να­ρο. Ξεγύ­μνω­σε το πόδι, τον βοή­θη­σε κι ο Πέτρος κι η Ρηνού­λα , το τέντω­σε, το τύλι­ξε με μαλ­λιά, έβα­λε τα σανι­δά­κια από­ξω και το έδε­σε. Μετά έδε­σε και την πλη­γή στο στή­θος. Ο Πέτρος τον γνώ­ρι­σε μα δεν είπε τίπο­τα, μόνο τον ρώτηξε:

- Τι γίνο­νται οι αντάρτες;

- Πέρα κατά τη Λαγ­γά­δα τ’ από­γιο­μα γινό­ταν μάχη…Αλλά…Μη σε παι­δεύ­ει αυτή η έγνοια. Εσύ να κοι­τά­ξεις να γίνεις καλά. Αν δε μας βρει τίπο­τα το ανε­πά­ντε­χο θα φρο­ντί­σου­με να μην πεθά­νεις από την πείνα.

- Υπάρ­χουν άλλοι τραυματίες;

- Το κορί­τσι δε βρή­κε άλλον. Βρή­κε ένα πτώ­μα χωρίς κεφά­λι. Θα ξανακοιτάξουμε.

 

Κώστας Μπό­σης, Δύσκο­λες μέρες, Πολι­τι­κές και Λογο­τε­χνι­κές Εκδό­σεις, Βου­κου­ρέ­στι 1956

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο