Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εύη Αγγελακοπούλου: Το διαγώνιο μπαλκόνι

Η είδη­ση του εγκλει­σμού τον βρή­κε απρο­ε­τοί­μα­στο όπως και όλους άλλω­στε. Δεν μπο­ρού­σε να ζήσει χωρίς τους ανθρώ­πους γύρω του να ταΐ­ζουν τον εγω­ι­σμό του. Δεν τον συμπα­θού­σαν αλλά ούτε και τον αντι­πα­θού­σαν. Στο γρα­φείο όλοι τον κολά­κευαν, έδι­νε δια­τα­γές, έδι­νε στον εαυ­τό του έναν λόγο να νοιώ­σει ότι είναι κάποιος. Υψη­λή θέση σε έναν κόσμο που ζει χαμη­λά. Επαγ­γελ­μα­τι­κά ταξί­δια, επαγ­γελ­μα­τι­κά δεί­πνα και έξο­δοι για ποτό με συνα­δέλ­φους που τους είχε βαφτί­σει φίλους για­τί δεν είχε άλλους. Δεν χώραγαν.

Οι ερω­τι­κές ή μάλ­λον οι σεξουα­λι­κές του σχέ­σεις κρα­τού­σαν μερι­κές ώρες. Δεν θα επέ­τρε­πε ποτέ σε καμία γυναί­κα να κατα­βάλ­λει θέση στον χρό­νο του και στην επι­τυ­χη­μέ­νη καριέ­ρα του. Τα συναι­σθή­μα­τα τον απο­προ­σα­να­τό­λι­ζαν γι’ αυτό επέ­λε­ξε να τα αφή­σει στην άκρη. Περί­που ζού­σε, ολο­κλη­ρω­τι­κά δού­λευε. Ήταν καλός στη δου­λειά του και ήδη επι­τυ­χη­μέ­νος. Ήξε­ρε ότι στις ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις μειο­νε­κτού­σε και δεν ανε­χό­ταν ούτε καν τη σκέ­ψη της αποτυχίας.

Δεν συν­δε­ό­ταν για να μην περι­φέ­ρει από δω και από ‘κει το βάρος της κρί­σης των άλλων. Δεν δεσμευό­ταν δεν ζητιά­νευε για τίπο­τα. Δεν τον ένοια­ζε αν τον αγα­πούν. Θεω­ρού­σε πως αν κάποιος αισθά­νε­ται για σένα κάτι, κάποια στιγ­μή θα εκβιά­σει το ίδιο συναί­σθη­μα και στο τέλος θα σε κρί­νει αν δεν έχει πάρει αυτό που ζητά­ει, θα προ­σπα­θή­σει να σου φυτέ­ψει τύψεις και αν τα κατα­φέ­ρει θα είσαι λιγό­τε­ρο παρα­γω­γι­κός και θα απο­μα­κρύ­νε­σαι από τον στό­χο σου. Ήταν βέβαιος πως νοιώ­θει καλύ­τε­ρα ο άνθρω­πος όταν σε κρί­νει. Του στε­ρείς αυτό το συναί­σθη­μα που έχει υπε­ρε­κτι­μή­σει και στο αντα­πο­δί­δει με ένα άλλο που γεν­νιέ­ται με το να σου πει πόσο άθλιος είσαι σε σύγκρι­ση με αυτόν που νοιώ­θει. Και έπει­τα, σου ετοι­μά­ζουν το κατη­γο­ρη­τή­ριο με μια πόρ­τα που κλεί­νει, για σφραγίδα.

Του ήταν αδιά­φο­ρο αν τον συμπα­θού­σαν ή όχι. Οι άνθρω­ποι, έλε­γε, ξεχνούν εύκο­λα όση προ­σπά­θεια και αν έχεις κάνει να σε αγα­πή­σουν να σε εκτι­μή­σουν. Χάσι­μο χρό­νου η ανα­γνώ­ρι­ση από τον άλλον. Τους έδι­νε τη χαρά να τον αντι­πα­θούν. Αυτός δεν ενο­χλού­σε ποτέ κανέ­ναν. Δεν αφιέ­ρω­νε χρό­νο σε κανέ­ναν, παρά μόνο στον επαγ­γελ­μα­τι­κό χώρο και σε θέμα­τα που αφο­ρού­σαν μόνο την εργασία.

Τώρα όμως κάτι άλλα­ξε. Η καρα­ντί­να ήρθε για να μεί­νει και­ρό και ο ιός που τη δημιούρ­γη­σε το ίδιο. Εβδο­μά­δες. Εργα­σία από το σπί­τι. Ένοιω­θε πως έβγαι­νε από τον εαυ­τό του μπαί­νο­ντας και μένο­ντας στο σπί­τι. Όλη η ζωή του πλέ­ον ήταν στα κου­τιά φαγη­τού των ντε­λί­βε­ρι και στα μπου­κά­λια αλκο­όλ. Είχε τη ζωή του μέσα στο στο­μά­χι του και του είχε πέσει βαριά. Τα ακρι­βά του παπού­τσια δεν μπο­ρού­σαν να τον πάνε και πολύ μακριά. Ούτε σε ακρι­βά μέρη. Παρά μόνο εκεί που πατού­σαν όλοι. Στο σουπερμάρκετ.

Κάθε βρά­δυ σχε­δόν, όταν τελεί­ω­ναν οι δια­δι­κτυα­κές συνα­ντή­σεις, οι εκθέ­σεις και οι ανα­λύ­σεις, έβγαι­νε στο μπαλ­κό­νι παρέα με το αλκο­όλ του και σκε­φτό­ταν. Θέμα­τα εργα­σί­ας κυρί­ως. Κάπου το μυα­λό του ξέφυ­γε από ανα­φο­ρές και business plan και χώθη­κε στην απέ­να­ντι πολυ­κα­τοι­κία και πιο συγκε­κρι­μέ­να στο μπαλ­κό­νι δια­γώ­νια από το δικό του. Μια γυναι­κεία παρου­σία. Συνή­θως κοι­τού­σε μόνο τις γυναί­κες που έρι­χναν το βλέμ­μα τους πάνω του. Αυτός το άρπα­ζε και χωρίς να κάνει καμιά ιδιαί­τε­ρη προ­σπά­θεια ήξε­ρε ποια θα ήταν η συνέ­χεια. Στο σπί­τι του.

Τώρα το δικό του βλέμ­μα είχε ξεφύ­γει από την προ­σο­χή του και πήγε απέ­να­ντι. Έβα­ζε μου­σι­κή από το κινη­τό του για να της τρα­βή­ξει την προ­σο­χή, σιγο­τρα­γου­δού­σε, μίλα­γε δυνα­τά στο τηλέ­φω­νο. Ήταν σίγου­ρος ότι θα μπο­ρού­σε να την εντυ­πω­σιά­σει ακό­μα και έτσι, χωρίς τα πανά­κρι­βα κοστού­μια, το αδιά­φο­ρο βλέμ­μα και το στυλ του δυνα­τού άντρα. Τίπο­τα. Καμία προ­σο­χή. Η γυναί­κα καθό­ταν πάντα στην ίδια καρέ­κλα με κάποιο βιβλίο που δεν δια­κρι­νό­ταν από μακριά ποιο ήταν. Τσι­γά­ρα και ένα γυά­λι­νο μπου­κά­λι μπύ­ρας στε­κό­ντου­σαν πάντα δίπλα της. Κάποιες φορές έκα­νε διά­λειμ­μα από το βιβλίο της, σήκω­νε τη ματιά της και έκα­νε μια βόλ­τα στα γύρω μπαλ­κό­νια αλλά ποτέ δεν καθό­ταν στο δικό του.

Είχε την ελπί­δα ότι θα την πετύ­χαι­νε στον δρό­μο, όταν θα πήγαι­νε στο περί­πτε­ρο ή να πετά­ξει τα σκου­πί­δια αλλά τίπο­τα. Τους χώρι­ζε ένας δρό­μος και κάποιοι όρο­φοι. Υπο­λό­γι­ζε σύμ­φω­να με το σώμα της και με όσο από το πρό­σω­πό της μπο­ρού­σε να δει πως ήταν γύρω στα τριά­ντα. Αυτός τριά­ντα πέντε. Όταν δού­λευε δεν τη σκε­φτό­ταν, ούτε κοι­τού­σε ανυ­πό­μο­να την ώρα για να βρε­θεί στο μπαλ­κό­νι του. Όταν όμως ο υπο­λο­γι­στής έκλει­νε, άνοι­γε η μπαλ­κο­νό­πορ­τα για να μπει στο μπαλ­κό­νι της. Με τις μέρες να περ­νούν είχε κερ­δί­σει κάποιες ματιές της αλλά ποτέ την προ­σο­χή της.

Ήθε­λε να τον συμπα­θή­σει και για­τί όχι, να τον ερω­τευ­τεί. Ήταν όλα ψέμα­τα; Η ανυ­παρ­ξία συναι­σθη­μά­των είχε γίνει ύπαρ­ξη; Τι είχε συμ­βεί; Ένας εγκλει­σμός σκό­τω­σε μια αλή­θεια ή ένα ψέμα; Ανα­ρω­τιό­ταν.. Όταν έβλε­πε ται­νί­ες ξαφ­νια­ζό­ταν όταν έβλε­πε ανθρώ­πους να αγγί­ζο­νται, να κάνουν χει­ρα­ψί­ες ή όταν υπήρ­χε συνω­στι­σμός. Ποτέ όμως όταν έβλε­πε ένα ζευ­γά­ρι να φιλιέ­ται. Για λίγο έφυ­γε από την ευθεία του και για κάποιες εβδο­μά­δες ζού­σε διαγώνια

Οι εβδο­μά­δες πέρα­σαν, οι πόρ­τες άνοι­ξαν. Η ρου­τί­να του ξανα­γύ­ρι­σε. Η ρου­τί­να που αγα­πού­σε. Επέ­στρε­ψε στην κανο­νι­κό­τη­τά όπου δεν χωρού­σε πια το μπαλ­κό­νι του. Ένα πρω­ι­νό του Ιου­νί­ου ξύπνη­σε με πολ­λή ενέρ­γεια. Ντύ­θη­κε με τα ακρι­βά ρού­χα της δου­λειάς του, ήπιε δυο τρεις γου­λιές σκέ­το καφέ, πήρε τη σακού­λα με τα χθε­σι­νο­βρα­δι­νά σκου­πί­δια από το κινέ­ζι­κο φαγη­τό που είχε παραγ­γεί­λει και τηλε­φώ­νη­σε στη βοη­θό του να ενη­με­ρω­θεί για το πρό­γραμ­μά του. Η πόρ­τα έκλει­σε και κατέ­βαι­νε τρέ­χο­ντας σχε­δόν τις σκά­λες καθώς άκου­γε με προ­σο­χή και με εκστα­σια­σμό σχε­δόν το πρό­γραμ­μα και τα ραντε­βού της ημέρας.

Η γυναί­κα από το δια­γώ­νιο μπαλ­κό­νι μόλις είχε πετά­ξει τα σκου­πί­δια της και σκού­πι­ζε τα χέρια της με αντι­ση­πτι­κό μαντη­λά­κι. Αυτός πλη­σί­α­σε. Αυτή τον κοί­τα­ξε και του χαμο­γέ­λα­σε. Αυτός πλη­σί­α­σε, άνοι­ξε τον κάδο με το πόδι του και πέτα­ξε τα σκου­πί­δια. Μπή­κε στο αυτο­κί­νη­τό του και έφυγε.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο