Η είδηση του εγκλεισμού τον βρήκε απροετοίμαστο όπως και όλους άλλωστε. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τους ανθρώπους γύρω του να ταΐζουν τον εγωισμό του. Δεν τον συμπαθούσαν αλλά ούτε και τον αντιπαθούσαν. Στο γραφείο όλοι τον κολάκευαν, έδινε διαταγές, έδινε στον εαυτό του έναν λόγο να νοιώσει ότι είναι κάποιος. Υψηλή θέση σε έναν κόσμο που ζει χαμηλά. Επαγγελματικά ταξίδια, επαγγελματικά δείπνα και έξοδοι για ποτό με συναδέλφους που τους είχε βαφτίσει φίλους γιατί δεν είχε άλλους. Δεν χώραγαν.
Οι ερωτικές ή μάλλον οι σεξουαλικές του σχέσεις κρατούσαν μερικές ώρες. Δεν θα επέτρεπε ποτέ σε καμία γυναίκα να καταβάλλει θέση στον χρόνο του και στην επιτυχημένη καριέρα του. Τα συναισθήματα τον αποπροσανατόλιζαν γι’ αυτό επέλεξε να τα αφήσει στην άκρη. Περίπου ζούσε, ολοκληρωτικά δούλευε. Ήταν καλός στη δουλειά του και ήδη επιτυχημένος. Ήξερε ότι στις ανθρώπινες σχέσεις μειονεκτούσε και δεν ανεχόταν ούτε καν τη σκέψη της αποτυχίας.
Δεν συνδεόταν για να μην περιφέρει από δω και από ‘κει το βάρος της κρίσης των άλλων. Δεν δεσμευόταν δεν ζητιάνευε για τίποτα. Δεν τον ένοιαζε αν τον αγαπούν. Θεωρούσε πως αν κάποιος αισθάνεται για σένα κάτι, κάποια στιγμή θα εκβιάσει το ίδιο συναίσθημα και στο τέλος θα σε κρίνει αν δεν έχει πάρει αυτό που ζητάει, θα προσπαθήσει να σου φυτέψει τύψεις και αν τα καταφέρει θα είσαι λιγότερο παραγωγικός και θα απομακρύνεσαι από τον στόχο σου. Ήταν βέβαιος πως νοιώθει καλύτερα ο άνθρωπος όταν σε κρίνει. Του στερείς αυτό το συναίσθημα που έχει υπερεκτιμήσει και στο ανταποδίδει με ένα άλλο που γεννιέται με το να σου πει πόσο άθλιος είσαι σε σύγκριση με αυτόν που νοιώθει. Και έπειτα, σου ετοιμάζουν το κατηγορητήριο με μια πόρτα που κλείνει, για σφραγίδα.
Του ήταν αδιάφορο αν τον συμπαθούσαν ή όχι. Οι άνθρωποι, έλεγε, ξεχνούν εύκολα όση προσπάθεια και αν έχεις κάνει να σε αγαπήσουν να σε εκτιμήσουν. Χάσιμο χρόνου η αναγνώριση από τον άλλον. Τους έδινε τη χαρά να τον αντιπαθούν. Αυτός δεν ενοχλούσε ποτέ κανέναν. Δεν αφιέρωνε χρόνο σε κανέναν, παρά μόνο στον επαγγελματικό χώρο και σε θέματα που αφορούσαν μόνο την εργασία.
Τώρα όμως κάτι άλλαξε. Η καραντίνα ήρθε για να μείνει καιρό και ο ιός που τη δημιούργησε το ίδιο. Εβδομάδες. Εργασία από το σπίτι. Ένοιωθε πως έβγαινε από τον εαυτό του μπαίνοντας και μένοντας στο σπίτι. Όλη η ζωή του πλέον ήταν στα κουτιά φαγητού των ντελίβερι και στα μπουκάλια αλκοόλ. Είχε τη ζωή του μέσα στο στομάχι του και του είχε πέσει βαριά. Τα ακριβά του παπούτσια δεν μπορούσαν να τον πάνε και πολύ μακριά. Ούτε σε ακριβά μέρη. Παρά μόνο εκεί που πατούσαν όλοι. Στο σουπερμάρκετ.
Κάθε βράδυ σχεδόν, όταν τελείωναν οι διαδικτυακές συναντήσεις, οι εκθέσεις και οι αναλύσεις, έβγαινε στο μπαλκόνι παρέα με το αλκοόλ του και σκεφτόταν. Θέματα εργασίας κυρίως. Κάπου το μυαλό του ξέφυγε από αναφορές και business plan και χώθηκε στην απέναντι πολυκατοικία και πιο συγκεκριμένα στο μπαλκόνι διαγώνια από το δικό του. Μια γυναικεία παρουσία. Συνήθως κοιτούσε μόνο τις γυναίκες που έριχναν το βλέμμα τους πάνω του. Αυτός το άρπαζε και χωρίς να κάνει καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια ήξερε ποια θα ήταν η συνέχεια. Στο σπίτι του.
Τώρα το δικό του βλέμμα είχε ξεφύγει από την προσοχή του και πήγε απέναντι. Έβαζε μουσική από το κινητό του για να της τραβήξει την προσοχή, σιγοτραγουδούσε, μίλαγε δυνατά στο τηλέφωνο. Ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να την εντυπωσιάσει ακόμα και έτσι, χωρίς τα πανάκριβα κοστούμια, το αδιάφορο βλέμμα και το στυλ του δυνατού άντρα. Τίποτα. Καμία προσοχή. Η γυναίκα καθόταν πάντα στην ίδια καρέκλα με κάποιο βιβλίο που δεν διακρινόταν από μακριά ποιο ήταν. Τσιγάρα και ένα γυάλινο μπουκάλι μπύρας στεκόντουσαν πάντα δίπλα της. Κάποιες φορές έκανε διάλειμμα από το βιβλίο της, σήκωνε τη ματιά της και έκανε μια βόλτα στα γύρω μπαλκόνια αλλά ποτέ δεν καθόταν στο δικό του.
Είχε την ελπίδα ότι θα την πετύχαινε στον δρόμο, όταν θα πήγαινε στο περίπτερο ή να πετάξει τα σκουπίδια αλλά τίποτα. Τους χώριζε ένας δρόμος και κάποιοι όροφοι. Υπολόγιζε σύμφωνα με το σώμα της και με όσο από το πρόσωπό της μπορούσε να δει πως ήταν γύρω στα τριάντα. Αυτός τριάντα πέντε. Όταν δούλευε δεν τη σκεφτόταν, ούτε κοιτούσε ανυπόμονα την ώρα για να βρεθεί στο μπαλκόνι του. Όταν όμως ο υπολογιστής έκλεινε, άνοιγε η μπαλκονόπορτα για να μπει στο μπαλκόνι της. Με τις μέρες να περνούν είχε κερδίσει κάποιες ματιές της αλλά ποτέ την προσοχή της.
Ήθελε να τον συμπαθήσει και γιατί όχι, να τον ερωτευτεί. Ήταν όλα ψέματα; Η ανυπαρξία συναισθημάτων είχε γίνει ύπαρξη; Τι είχε συμβεί; Ένας εγκλεισμός σκότωσε μια αλήθεια ή ένα ψέμα; Αναρωτιόταν.. Όταν έβλεπε ταινίες ξαφνιαζόταν όταν έβλεπε ανθρώπους να αγγίζονται, να κάνουν χειραψίες ή όταν υπήρχε συνωστισμός. Ποτέ όμως όταν έβλεπε ένα ζευγάρι να φιλιέται. Για λίγο έφυγε από την ευθεία του και για κάποιες εβδομάδες ζούσε διαγώνια
Οι εβδομάδες πέρασαν, οι πόρτες άνοιξαν. Η ρουτίνα του ξαναγύρισε. Η ρουτίνα που αγαπούσε. Επέστρεψε στην κανονικότητά όπου δεν χωρούσε πια το μπαλκόνι του. Ένα πρωινό του Ιουνίου ξύπνησε με πολλή ενέργεια. Ντύθηκε με τα ακριβά ρούχα της δουλειάς του, ήπιε δυο τρεις γουλιές σκέτο καφέ, πήρε τη σακούλα με τα χθεσινοβραδινά σκουπίδια από το κινέζικο φαγητό που είχε παραγγείλει και τηλεφώνησε στη βοηθό του να ενημερωθεί για το πρόγραμμά του. Η πόρτα έκλεισε και κατέβαινε τρέχοντας σχεδόν τις σκάλες καθώς άκουγε με προσοχή και με εκστασιασμό σχεδόν το πρόγραμμα και τα ραντεβού της ημέρας.
Η γυναίκα από το διαγώνιο μπαλκόνι μόλις είχε πετάξει τα σκουπίδια της και σκούπιζε τα χέρια της με αντισηπτικό μαντηλάκι. Αυτός πλησίασε. Αυτή τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Αυτός πλησίασε, άνοιξε τον κάδο με το πόδι του και πέταξε τα σκουπίδια. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε.