Εκτός όμως από τους χορούς υπήρχανε και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Με πρωτοβουλία της ακούραστης και δυναμικής Αιμιλίας Παπαλεονάρδου, είχε ιδρυθεί ένας καλλιτεχνικός θεατρικός όμιλος. Η Αιμιλία Παπαλεονάρδου είχε μετατρέψει τα σαλόνια της σε θεατράκι και σ’ αυτό έγινε το ντεμπούτο των ερασιτεχνών ηθοποιών με καταπληκτική επιτυχία. Οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του θεατρικού ομίλου κράτησαν από το 1918 μέχρι το 1927. Στο διάστημα αυτό παίχτηκαν περισσότερα από 20 έργα. Στις παραστάσεις πήραν μέρος κατά καιρούς, εκτός από την Αιμιλία (Μιλούλα) Παπαλεονάρδου, που έπαιζε πάντα ανδρικό ρόλο και η Νανά Λούτζη, καθώς και οι δεσποινίδες και κυρίες Φρίντα Γιαννακού, Ελένη Δαμίρη, Σοφία Ζελεχωβίτη, Πιερίνα Ζώη, Κική Θεοδωρακοπούλου, Φωφώ Κανάρη, Ινές Μαρίνου, Αμεια Σάρτζεντ, και οι κύριοι Ιρης Γιαννακός, Ι, Θωμάς, Διον. Κούμανης, Δημ.Κοριατόπουλος, Π. Λαμπρόπουλος, Σπ. Μινώτος, Νικ. Μαρίνος, Μιχ. Παρπαρίας, Γεωργ. Πολίτης, Ι. Προκόπης, Σπυρ. Ρουσιάνος και Κίμων Ρόκκας. Χρέη υποβολέων έκαναν η Κατινούλα Δεμίρη και ο Μπάμπης Ζώης.
Δύο χρόνια μετά την ίδρυσή του, ο ερασιτεχνικός θεατρικός όμιλος… προβιβάστηκε και άρχισε να δίνει παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο τση Ζάκυνθος για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Εκτός από την ηθική και υλική ενίσχυση της κοινωνίας, που αθρόα προσερχόταν στις παραστάσεις του ομίλου, βοήθησαν και οι εφημερίδες με τις κολακευτικές τους κρίσεις (μεταξύ εκείνων που έγραψαν τότε ήτανε και ο γνωστός δημοσιογράφος και λογοτέχνης Κωστής Μπαστιάς, υπουργός Πολιτισμού αργότερα επί Μεταξά).
Μετά από κάθε παράστασι ακολουθούσε δεξίωσι πότε στο μέγαρο της Παπαλεονάρδου και πότε στης κοντεσίνας Νανάς Λούντζη με πλουσιώτατο μπουφέ, χορό και γλέντι ως τις πρωινές ώρες.
Βέβαια, χορούς, δεξιώσεις και καλλιτεχνικές παραστάσεις, δεν είχαμε κάθε μέρα. Αυτά γινότανε σε έκτακτες περιστάσεις που τσή περιμέναμε όμως με μεγάλη ανυπομονησία. Τις άλλες μέρες λοιπόν τι γινότανε; Πως περνούσανε τα ατέλειωτα χειμωνιάτικα βράδυα; Πρόβλημα για κάθε Επαρχία οι μελαγχολικές βραδυές του χειμώνα. Για τη Ζάκυνθο δεν υπήρχε…τέτοιο θέμα. Μερικά αρχοντικά εδέχοντο καθημερινά φίλους και γνωστούς από το απόγευμα έως το βράδυ αργά. Στις βεγγέρες αυτές γινόντανε δεκτοί και ξένοι περαστικοί από τη Ζάκυνθο που τους έφερναν κοινοί φίλοι. Φυσικά οι ξένοι έπρεπε να είχαν την κατάλληλη κοινωνική αγωγή και μόρφωσι.
Τα αρχοντικά που εδέχοντο κάθε μέρα, απόγευμα και βράδυ, ήτανε του Γαίτα-Μερκάτη, και της Νανάς Λούντζη. Εκεί εύρισκες πάντα συντροφιά για χαρτί ή συζήτηση φιλολογική ή κοινωνική, ποτέ όμως πολιτική. Στις βεγγέρες εσύχναζαν όλες οι ηλικίες και επικρατούσε σ’ αυτές μια θερμή εγκαρδιότητα που την ενέπνεαν οι οικοδεσπόται.
Τα τελευταία χρόνια, ανάμεσα στην οποία ξεχώριζαν ώμορφες και λυγερές ζακυνθινοπούλες, συγκεντρωνώντανε και στα σπίτια του Κομούτου, του Ρώμα και του Καρρέρ, για περισσότερο κέφι και χορό. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα και με πρωτοβουλία της Αγγλικής Τεκτονικής Στοάς Ζακύνθου, από το τέλος Νοεμβρίου εδίδοντο στις μεγαλοπρεπείς αίθουσές της, μορφωτικού περιεχομένου διαλέξεις, με ομιλητάς εξέχοντα μέλη της κοινωνίας μας, όπως τον Φρειδερίκο Καρρέρ, τον Διον. Δάση, τον Παν. Μουζάκη, τον Σπυρ. Δεβιάζη, τον Λεων. Ζώη, τον Διον. Ρώμα, τον Νικ.Βαρβιάνη, τον Στεφ. Παπαδάτενδη, τον Νικ. Βαρβιάνη, τον Ντίνο Κονόμο κ.ά.
Οι διαλέξεις αυτές αποτελούσαν πνευματική πανδεσία και τις παρακολουθούσαν άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Διαλέξεις επίσης με το αυτό περιεχόμενο και με ευρυτάτη συμμετοχή του κοινού εγένοντο κατά διαστήματα και στη Λέσχη Ιδιοκτητών (Καζινέτο) με ομιλητές τον Λεων. Ζώη, τον Δημ. Αμπελοράβδη, τον Σπυρ. Δεβιάζη και τον γιατρό Γεωργ. Μοθωναίο.
ΠΑΡΑΜΟΝΑΔΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Παραμονάδες Χριστουγέννων, το σπίτι ανάστατο. Ξημέρωσε καλή μέρα, κατάλληλη για γενική καθαριότητα. Η νοικοκυρά του σπιτιού έδινε τις αναγκαίες οδηγίες στην Αγγέλικα, μια χωριατοπούλα χονδροδεμένη με μάγουλα κατακόκκινα, θηρίο αντοχής και εργατικότητας. Εκείνες τις μέρες επέρναμε για βοηθό της Αγγέλικας τον Γιώργη τον «Καλόγερο» (παρατσούκλι) θεληματά τσή γειτονιάς.
Αρχίζανε την πάστρα από το σφουγγάρισμα στα πατώματα με αλυσίβα από το σαπουναρείο, αρχή δε εβάνανε από τις σοφίτες και την κουζίνα. Σωστός πόλεμος, αναστάτωσι των πάντων, κάμερες, σκάλες, έπιπλα. Το σπίτι ήτανε τρίπατο με κάπου ογδόντα σκαλούνια για πλύσιμο. Επρεπε τα πατώματα, παληά βενετσάνικα, με χρώμα καρυδένιο, θαύμα αντοχής στους αιώνες, να τριφτούνε καλά, να κορκατίσουνε. Ολη την ημέρα ακουγότανε η βούρτσα του πατώματος, πότε με το χέρι και πότε με το πόδι και συνέχεια ένα καλό σκούπισμα με καθαρές λινάτσες. Το νερό κουβαλιότουνα από τη βρύσι τσή αυλής με τσού σίγγλους, (το νερό έτρεχε μόνο δυο ώρες το πρωί και ο κακομοίρης ο Γιώργης ετσακιζότανε να προλάβη και αμπαριάση αρκετό για την περίστασι).
Το απόγιομα τελειώνοντας το σφουγγάρισμα ούλου του σπιτιού, εδιαπλατώνανε τα παρεθύρια για να στεγνώση το σπίτι και να φύγη η υγρασία. Αυτή η μέρα του πλυσίματος ήτανε μαρτύριο για τις μικρές μου αδελφές και προ παντός για μένα γιατί έπρεπε να περιοριστούμε σ’ ένα δωμάτιο, αλλά και όσοι ερχόντανε στο σπίτι, με το χτύπο του μπαταδούρου, επρόβαινε η καλή μας Αγγέλικα από το ύψος που σκάλωνε και με φωνές τρομερές, λες και βρισκόντανε στα χωράφια, υποχρέωνε επιταχτικά ούλους να σκουπίζουνε καλά τα πόδια τους σ’ ένα πανί βρεμένο που το είχε στην μπασία.
Την άλλη μέρα που όλα πια ήτανε στεγνά και κατακάθαρα, ετοποθετούσανε πάλι τα έπιπλα τσή θέσεις τους και εστρώνανε τα πεύκια. Ανάμεσα στις Χριστουγεννιάτικες δουλιές ήτανε και το καθάρισμα των τζαμιών. Εκείνη την ημέρα η Αγγέλικα μας έδειχνε τσή ακροβατικές της ικανότητες, σκαρφαλωμένη σε μια σκάλα και ενώ εσκούπιζε και καθάριζε, έπιανε κουβέντα με ούλες τις τσή γειτόνισες. Η μάνα μου κατασυγχυσμένη και από τον φόβο της μην κατρακυλήση στον δρόμο και σκοτωθεί, την κράταε σφικτά από την ποδία τση.
Μετά απ’ ούλα τα ανωτέρω ερχότανε η σειρά του γιαλίσματος του ασημικού που ήτανε πλούσιο, όπως σε ούλα τα αρχοντικά εκείνης τσή εποχής.
Επρεπε να κουβαληθεί στην κουζίνα, που βρισκότουνα στο τρίτο πάτωμα, μεταξύ του σοφίτονε και του αναμινάλε, λουσμένη , λουσμένη στο φώς και στον ήλιο, αλλά κούραση να ανεβοκατεβαίνεις τσή σκάλες. Υπό την άμεση λοιπόν επίβλεψη και βοήθεια της μάνας μου (ήτανε βλέπεις πολλά τα ασημικά και μερικά λεπτοκαμωμένα και ατσάλικα), έπρεπε να δώσουνε χωριστή προσοχή στο τρίψιμο με ασημόσκονη ή με σόδα. Απάνου στο τραπέζι τσή κουζίνας τοποθετημένες βαντιέρες όλων των μεγεθών, κηροπήγια, εξαρτήματα τραπεζαρίας, λάμπες, καντηλέρια κ.ά. που αφού ετριβότανε, έπρεπε να γιαλιστούνε με φανέλλες όσπου να αστράψουνε.
Και μετά ερχότανε η ατέλειωτη σειρά από τα χαλκώματα τσή κουζίνας, που από το γιάλισμα έπρεπε να πάρουνε τη λάμψη του χρυσού. Μαζύ με ούλη τη φασαρία του σπιτιού, η μάνα μου, λόγω των εορτών, έφερνε και την ράφτρα. Επρεπε να ντυθούμε με καινούργια του Χριστού για να μεταλάβουμε. Ράφτρα είχαμε από χρόνια μια κοπέλλα τη Γιούλια.
Θυμάμαι νοσταλγικά μια χρονιά που μου ράβανε ένα κοστούμι από βελούδο καφέ, που ήτανε και το όνειρό μου. Στην πρόβα δεν ήθελα να βγάλω το παντελόνι μου για να μου προβάρουνε το καινούργιο, ίσως από παιδική ντροπή, και έφερνα βόλτα στο τραπέζι και για να με πιάσουνε εχρειάστηκε η μάνα μου, η ράφτρα και η υπηρεσία μας.
Σε ούλα τα σπίτια εκειές τσή μέρες, σε συγκεντρώσεις, σε βεγγέρες, μια ήτουνα η κυριαρχούσα συζήτηση, τα Χριστούγεννα. Μεταξύ τους οι φιλενάδες, οι γνωστές, ακόμα και οι κύριοι, συζητούσανε για τις διάφορες συνταγές και ποια μέρα θα ζύμωνε η κάθε νοικοκυρά, οι δε κύριοι λέγανε που αγόρασε ο καθένας το αλεύρι, το σιμιγδάλι, ποίο μαγαζί είχε την καλλύτερη ποιότητα κ.ά.
Συνήθως το ζύμωμα εγενότανε την παραμονή των Χριστουγέννων και από το προηγούμενο βράδυ αναπιάνανε το προζύμι. Την προπαραμονή λοιπόν, κατά τις εννέα το βράδυ αρχίναε η ιεροτελεστία του ζυμώματος. Εγώ, σαν μεγαλύτερος, βρισκόμουνα στην κουζίνα ενώ τσή εδελφές μου τσή βάνανε να κοιμηθούνε αμπονόρα. Η μάνα μου, σαν στρατηγός στο στρατηγείο τση, κι έχοντας ούλα τα υλικά, σπιτσοπίπερα, κρασί, λάδι, σταφίδες, ζάχαρη, ζαφουράνα κ.ά γύρω της, κανόνιζε τις δόσεις δίνοντας οδηγίες στην Αγγέλικα που τα ζύμωνε. Το είχε κρυφό καμάρι η μάνα μου πως τα δικά της Χριστοψώματα ήτανε όχι τα καλύτερα, αλλά τα μοναδικά. Η αφεντιά μου, σαν παιδί, ήμουνα πολύ ανήσυχος και θέλοντας κάτι να κάμω, κάπου να βάζω το χέρι μου να φάω κάτι, εκνεύριζα την μάνα μου η οποία μας απειλούσε ότι θα τα παρατούσε ούλα, γιατί την είχα αβιλίρει. Αυτή η σκηνή είχε γίνει αντέτι γιατί επανελαμβάνετο και όταν πια μεγάλωσα.
Ητανε έθιμο, όλη η οικογένεια στο τελείωμα του ζυμώματος να συμμετέχη στο πλάσιμο και σαν έφθανε η στιγμή αυτή, εφωνάζανε τον πατέρα μου να ανέβη απάνω στην κουζίνα και να βάλη με το χέρι του έστω ένα σταυρό από ζυμάρι σ’ ένα χριστόψωμο, για να ευχηθούνε μετά ούλοι και του χρόνου. Αυτό το φοβερό αναστάτωμα τσή κουζίνας, αυτή η ταραγμένη ιεροτελεστία του ζυμώματος, διαρκούσε περισσότερες από δύο ώρες.
Ο λαβαδούρος (νεροχύτης) με τον ευρύχωρο κάνταρο (πήλινη λεκάνη) και δίπλα του το πλυθάρι με το νερό, ήτανε δύσκολο να εξυπηρετήση το τόσων αγγειόνε που έπρεπε να καθαριστούνε και να πάνε τσή θέσες τους.
Κατά τα μεσάνυχτα, ήτανε ούλα έτοιμα και εν πομπή κατεβάζανε στο κάτω σπίτι ούλες τσή φόρμες με τα χριστοψώματα με επί κεφαλής, σ’ ένα μεγάλο ταψί, την Χριστουγεννιάτικη κουλούρα. Τα ετοποθετούσανε σ’ ένα μεγάλο τραπέζι, τα εσκεπάζανε με κουβέρτες για να γένουνε γρηγορώτερα και δίπλα τους ετοποθετούσαν το σκανταλέτο γεμάτο κάρβουνα για να διατηρή την ατμόσφαιρα του δωματίου ζεστή.
Εκείνο το βράδυ η μάνα μου ελαγοκοιμώτανε, είχε ούλη της την προσοχή στα Χριστοψώματα, γιατί μόλις εφουσκώνανε έπρεπε αμέσως να τα πάνε στο φούρνο. Αυτό γινότανε πέντε ώρες περίπου αργότερα, δηλαδή γύρω στις πέντε το πρωί. Στο φούρνο πια γινόταν η επισημοποίηση της επιτυχίας τους.
Η αξέχαστη μανούλα μου σαν ήταν έτοιμα τα Χριστοψώματα, έτρεχε αμέσως να ξυπνήση την Αγγέλικα που σαν υπναρού που ήτανε, έβλεπε στον ύπνο της φούρνους και καρβέλια, την σήκωνε με μία αμποσία για να ντυθή γρήγορα και να τα πάη στο γειτονικό φούρνο του Λάνα, παραγγέλνοντάς του να τα προσέξη, να μην είναι δυνατός ο φούρνος και λαβροκαούνε και να τα φουρνίσει αμέσως μηνίπως και κρυώσουνε και κάτσουνε.
Η Αγγέλικα, σκεπασμένη με μία μπελλερίνα απ’ το κεφάλι, έτρεχε με τσή φόρμες στο χέρι. Βλέπεις ήτανε πολλές, καμία εικοσαρία και θα έκανε τρεις-τέσσερες ρούγες. Στο τέλος άμα εβεβαιωνόντανε πως ούλα πήγανε καλά, ήσυχες πια η μάνα μου και η Αγγέλικα ξαναπέφτανε στα κρεβάτια για συνεχίσουνε τον ύπνο.
Την αυγή εστέλναμε τον θεληματά στον φούρνο με μία μεγάλη μεσάλα για να φέρη τυλιγμένα τα χριστοψώματα που ήτανε πια έτοιμα, ψημένα.
Ολοι μας είχαμε αγωνία να δούμε εάν πετύχανε. Της μανούλας μας η αγωνία ήτανε απ’ όλους μεγαλύτερη, γιατί έπρεπε και τούτη τη χρονιά να επισημοποιηθή η ικανότης της στην κατασκευή αυτών των Ζακυνθινών αριστουργημάτων, αυτού του μοναδικού Ζακυνθινού αντετιού.
Για το δοκίμασμα είχανε φτιάσει από μία μικρή κουλουρούλα του καθενός μας, γιατί απαγορεύεται το κόψιμο του Χροστοψώματος πριν από την κουλούρα. Αυτά γινόντανε σε όλα τα σπίτια ανεξαιρέτως, όλη η πόλις εκειές τσή μέρες εμοσχοβόλαε, σαν πέρναγες όμως από κανένα φούρνο η μοσχοβολάδα ήτανε πιο έντονη.
Τσή γειτονιές, οι νοικοκυράδες , πρωί-πρωί- βγαλμένες τσή ξώπορτες και άλλες προβαλμένες στα παραθύρια, πιάνανε συζήτησι «περί χριστοψωμάτων». «Να σε χαρώ, εφέτος είχαμε μεγάλη πιτυχία» έλεγε η μία… «μ’ εκειά τα μπράτσα κακό να μην έχουμε του αντρός μου, που μας έδωσε ένα αγιούτο στο ζύμωμα» επεταχτήκανε απ’ όξω από τσή φόρμες» και η άλλη έλεγε πως «δεν είχε πιτυχία γιατί το προζύμι που τσή δώσανε ήτανε ξεθυμασμένο και με τη φασαρία δεν το ακροτζερίστηκε δελέγκου για να μη το μεταχειριστή» και μία άλλη πως «την πήρε στο λαιμό τση αυτούνος ο παναθεματισμένος ο φούρναρης που από τη μεγάλη του πλεονεξία για να κάμη γρήγορα, μου τα λαβρόκαψε και μέσα τα άφισε ωμά και τέλος η κάθε μία έλεγε τα δικά τση.
Εάν το σπίτι είχε κοπέλλες τσή βάνανε να ζυμώσουνε με την καθοδήγησι τσή μάνας τους. Ετσι μ’ αυτόν τον τρόπο προετοιμάζοντο για το δικό τους σπιτικό, δια την διαιώνισι του αντετιού.
Από νωρίς το βράδυ, εκτός από τις μοσχοβολιές του χριστόψωμου, ήτανε διάχυτη και η μυρωδιά του βρασμένου μπρόκολου. Στο δείπνο τσή παραμονής, που εκοβώτανε και η κουλούρα, το κύριο φαγητό ήτανε η μπροκολίνα συνοδευομένη με ποικιλία από νηστίσιμα λόγω της Σαρακοστής.
Στο τέλος αυτού του καθαρά Ζακυνθινού εθίμου, κοβώτανε η πατροπαράδοτη κουλούρα.
Το κόψιμο της κουλούρας ακολουθούσε μία ολόκληρη ιεροτελεστία. Από ενωρίς ο οικοδεσπότης ετοποθετούσε μέσα στην κουλούρα το λεγόμενο «ηύρεμα» και ήτανε ένα νόμισμα που παρίστανε αλληγορικά το άστρον των Χριστουγέννων ή τον Χριστόν.
Πριν ν’ αρχίση ο δείπνος ούλοι τσή θέσες τους γύρω από το τραπέζι και όρθιοι ακούγανε με κατάνυξη το τροπάριον της γεννήσεως που το έλεγε ο οικοδεσπότης. Ταυτόχρονα ο κύριος του σπιτιού έπερνε από τέσσερα σημεία τσή κουλούρας σταυροειδώς κοματάκια τα οποία έριχνε μέσα σ’ ένα ποτήρι με παληό κρασί και λάδι. Μετά πέρνοντας την κουλούρα και το ποτήρι, επήγαινε στην κουζίνα ακολουθούμενος από ούλους τσού παρευρισκομένους. Εκεί, σε μια προπαρασκευασμένη ανθρακιά από λιόκλαδα, εσήκωνε από πάνω τση την κουλούρα και έριχνε το κρασί με το λάδι. Αμέσως ξεπήδαγε μία φλόγα που ανάλογα με το μέγεθός της επρομαντεύανε την ερχόμενη χρονιά, εάν δηλαδή θα πάη καλά ή μέτρια για το σπίτι. Με την ίδια σειρά εγυρίζανε όλοι στην τραπεζαρία και τότε ο αρχηγός της φαμελιάς έκοβε το πρώτο κομάτι από την κουλούρα, αφιερωμένη στον φτωχό (Χριστό), το οποίο το δίνανε στον πρώτο που θα πήγαινε για ελεημοσύνη στο σπιτικό τους, ταυτόχρονα δε, ένας τσή φαμελιάς άνοιγε το παραθύρι και εβάρυε ένα σμπάρο. Συνεχιζότανε το κόψιμο με αμέσως επόμενο κομάτι του νοικοκύρη, μετά τσή γυναικός του, των παιδιώνε του, των στενών συγγενών και τελευταία των προσκεκλημένων στο δείπνο.
Εκείνος που θα του έπεφτε το «ηύρεμα», εθεωρείτο ο τυχερός τσή χρονιάς και αν ήτανε κορίτσι τσή παντρείας, θα παντρευότανε στο χρόνο απάνω.
Από τσή οχτώ το βράδυ έως τσή δέκα σε ούλη τη πόλι άκουγες σποραδικά σμπάρα του κοψίματος τσή κουλούρας.
Στα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι παραλείπανε το μέρος της ιεροτελεστίας στην κουζίνα, εκτελούσαν όμως όλα τα άλλα. Ζακυνθινό έθιμο αιώνων που διατηρείται μέχρι σήμερα από όλους τους Ζακυνθινούς και από τους ξενητευμένους ακόμη.
ΕΔΩ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ
_______________________________________________________________________________________
Το κείμενο που διαβάζετε, αναφέρεται στα παλιά χρόνια του Ζάντε και περιγράφει τα ήθη και τα έθιμα του νησιού, τις βεγγέρες που γίνονταν, τις πολυτελείς βίλες των αριστοκρατικών οικογενειών, τη ζωή τους και την ανεμελιά τους. Αρχίζει από το 1910 και τελειώνει το 1940. Μία τριακονταετία γεμάτη ζωή με τις καλές και τις κακές στιγμές. Οι λογοτεχνικές σελίδες δεν υστερούν. Πάμπολλοι λογοτέχνες και μουσουργοί αναφέρονται.
Ο συγγραφέας των αναμνήσεων όμως, δεν αναφέρεται και στον λαό της Ζακύνθου. Πως ζούσε, τι προβλήματα είχε και πως τα αντιμετώπιζε. Αξίζει όμως ν’ ασχοληθούμε και με αυτό το θέμα σ’ ένα ξεχωριστό κομμάτι στο άμεσο μέλλον.
Το παραπάνω κείμενο το έγραψε ο συγγενής μου Ιρις Πολίτης και ήρθε στα χέρια μου από την αδελφή του και ξαδέλφη μου Φρίντα Πολίτη. Και οι δύο δεν βρίσκονται εν ζωή σήμερα. Ετσι αποφάσισα να δημοσιευτούν οι αναμνήσεις του Ι.Π. ώστε να μην πάνε χαμένα τα ήθη και τα έθιμα μιας περασμένης-ισως όχι τόσο, εποχής της Ζάκυνθος.
ΑΡΗΣ ΚΑΡΡΕΡ