Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΖΑΚΥΝΘΟΣ: Τότε που…ζούσανε — ΠΑΡΑΜΟΝΑΔΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Εκτός όμως από τους χορούς υπήρ­χα­νε και καλ­λι­τε­χνι­κές εκδη­λώ­σεις. Με πρω­το­βου­λία της ακού­ρα­στης και δυνα­μι­κής Αιμι­λί­ας Παπα­λε­ο­νάρ­δου, είχε ιδρυ­θεί ένας καλ­λι­τε­χνι­κός θεα­τρι­κός όμι­λος. Η Αιμι­λία Παπα­λε­ο­νάρ­δου είχε μετα­τρέ­ψει τα σαλό­νια της σε θεα­τρά­κι και σ’ αυτό έγι­νε το ντε­μπού­το των ερα­σι­τε­χνών ηθο­ποιών με κατα­πλη­κτι­κή επι­τυ­χία. Οι καλ­λι­τε­χνι­κές εκδη­λώ­σεις του θεα­τρι­κού ομί­λου κρά­τη­σαν από το 1918 μέχρι το 1927. Στο διά­στη­μα αυτό παί­χτη­καν περισ­σό­τε­ρα από 20 έργα. Στις παρα­στά­σεις πήραν μέρος κατά και­ρούς, εκτός από την Αιμι­λία (Μιλού­λα) Παπα­λε­ο­νάρ­δου, που έπαι­ζε πάντα ανδρι­κό ρόλο και η Νανά Λού­τζη, καθώς και οι δεσποι­νί­δες και κυρί­ες Φρί­ντα Γιαν­να­κού, Ελέ­νη Δαμί­ρη, Σοφία Ζελε­χω­βί­τη, Πιε­ρί­να Ζώη, Κική Θεο­δω­ρα­κο­πού­λου, Φωφώ Κανά­ρη, Ινές Μαρί­νου, Αμεια Σάρ­τζεντ, και οι κύριοι Ιρης Γιαν­να­κός, Ι, Θωμάς, Διον. Κού­μα­νης, Δημ.Κοριατόπουλος, Π. Λαμπρό­που­λος, Σπ. Μινώ­τος, Νικ. Μαρί­νος, Μιχ. Παρ­πα­ρί­ας, Γεωργ. Πολί­της, Ι. Προ­κό­πης, Σπυρ. Ρου­σιά­νος και Κίμων Ρόκ­κας. Χρέη υπο­βο­λέ­ων έκα­ναν η Κατι­νού­λα Δεμί­ρη και ο Μπά­μπης Ζώης.
Δύο χρό­νια μετά την ίδρυ­σή του, ο ερα­σι­τε­χνι­κός θεα­τρι­κός όμι­λος… προ­βι­βά­στη­κε και άρχι­σε να δίνει παρα­στά­σεις στο Δημο­τι­κό Θέα­τρο τση Ζάκυν­θος για φιλαν­θρω­πι­κούς σκο­πούς. Εκτός από την ηθι­κή και υλι­κή ενί­σχυ­ση της κοι­νω­νί­ας, που αθρόα προ­σερ­χό­ταν στις παρα­στά­σεις του ομί­λου, βοή­θη­σαν και οι εφη­με­ρί­δες με τις κολα­κευ­τι­κές τους κρί­σεις (μετα­ξύ εκεί­νων που έγρα­ψαν τότε ήτα­νε και ο γνω­στός δημο­σιο­γρά­φος και λογο­τέ­χνης Κωστής Μπα­στιάς, υπουρ­γός Πολι­τι­σμού αργό­τε­ρα επί Μεταξά).

Μετά από κάθε παρά­στα­σι ακο­λου­θού­σε δεξί­ω­σι πότε στο μέγα­ρο της Παπα­λε­ο­νάρ­δου και πότε στης κοντε­σί­νας Νανάς Λούν­τζη με πλου­σιώ­τα­το μπου­φέ, χορό και γλέ­ντι ως τις πρω­ι­νές ώρες.

Βέβαια, χορούς, δεξιώ­σεις και καλ­λι­τε­χνι­κές παρα­στά­σεις, δεν είχα­με κάθε μέρα. Αυτά γινό­τα­νε σε έκτα­κτες περι­στά­σεις που τσή περι­μέ­να­με όμως με μεγά­λη ανυ­πο­μο­νη­σία. Τις άλλες μέρες λοι­πόν τι γινό­τα­νε; Πως περ­νού­σα­νε τα ατέ­λειω­τα χει­μω­νιά­τι­κα βρά­δυα; Πρό­βλη­μα για κάθε Επαρ­χία οι μελαγ­χο­λι­κές βρα­δυ­ές του χει­μώ­να. Για τη Ζάκυν­θο δεν υπήρχε…τέτοιο θέμα. Μερι­κά αρχο­ντι­κά εδέ­χο­ντο καθη­με­ρι­νά φίλους και γνω­στούς από το από­γευ­μα έως το βρά­δυ αργά. Στις βεγ­γέ­ρες αυτές γινό­ντα­νε δεκτοί και ξένοι περα­στι­κοί από τη Ζάκυν­θο που τους έφερ­ναν κοι­νοί φίλοι. Φυσι­κά οι ξένοι έπρε­πε να είχαν την κατάλ­λη­λη κοι­νω­νι­κή αγω­γή και μόρφωσι.
Τα αρχο­ντι­κά που εδέ­χο­ντο κάθε μέρα, από­γευ­μα και βρά­δυ, ήτα­νε του Γαί­τα-Μερ­κά­τη, και της Νανάς Λούν­τζη. Εκεί εύρι­σκες πάντα συντρο­φιά για χαρ­τί ή συζή­τη­ση φιλο­λο­γι­κή ή κοι­νω­νι­κή, ποτέ όμως πολι­τι­κή. Στις βεγ­γέ­ρες εσύ­χνα­ζαν όλες οι ηλι­κί­ες και επι­κρα­τού­σε σ’ αυτές μια θερ­μή εγκαρ­διό­τη­τα που την ενέ­πνε­αν οι οικοδεσπόται.

Τα τελευ­ταία χρό­νια, ανά­με­σα στην οποία ξεχώ­ρι­ζαν ώμορ­φες και λυγε­ρές ζακυν­θι­νο­πού­λες, συγκε­ντρω­νώ­ντα­νε και στα σπί­τια του Κομού­του, του Ρώμα και του Καρ­ρέρ, για περισ­σό­τε­ρο κέφι και χορό. Κατά τη διάρ­κεια του χει­μώ­να και με πρω­το­βου­λία της Αγγλι­κής Τεκτο­νι­κής Στο­άς Ζακύν­θου, από το τέλος Νοεμ­βρί­ου εδί­δο­ντο στις μεγα­λο­πρε­πείς αίθου­σές της, μορ­φω­τι­κού περιε­χο­μέ­νου δια­λέ­ξεις, με ομι­λη­τάς εξέ­χο­ντα μέλη της κοι­νω­νί­ας μας, όπως τον Φρει­δε­ρί­κο Καρ­ρέρ, τον Διον. Δάση, τον Παν. Μου­ζά­κη, τον Σπυρ. Δεβιά­ζη, τον Λεων. Ζώη, τον Διον. Ρώμα, τον Νικ.Βαρβιάνη, τον Στεφ. Παπα­δά­τεν­δη, τον Νικ. Βαρ­βιά­νη, τον Ντί­νο Κονό­μο κ.ά.
Οι δια­λέ­ξεις αυτές απο­τε­λού­σαν πνευ­μα­τι­κή παν­δε­σία και τις παρα­κο­λου­θού­σαν άνθρω­ποι από όλες τις κοι­νω­νι­κές τάξεις. Δια­λέ­ξεις επί­σης με το αυτό περιε­χό­με­νο και με ευρυ­τά­τη συμ­με­το­χή του κοι­νού εγέ­νο­ντο κατά δια­στή­μα­τα και στη Λέσχη Ιδιο­κτη­τών (Καζι­νέ­το) με ομι­λη­τές τον Λεων. Ζώη, τον Δημ. Αμπε­λο­ρά­βδη, τον Σπυρ. Δεβιά­ζη και τον για­τρό Γεωργ. Μοθωναίο.

ΠΑΡΑΜΟΝΑΔΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Παρα­μο­νά­δες Χρι­στου­γέν­νων, το σπί­τι ανά­στα­το. Ξημέ­ρω­σε καλή μέρα, κατάλ­λη­λη για γενι­κή καθα­ριό­τη­τα. Η νοι­κο­κυ­ρά του σπι­τιού έδι­νε τις ανα­γκαί­ες οδη­γί­ες στην Αγγέ­λι­κα, μια χωρια­το­πού­λα χον­δρο­δε­μέ­νη με μάγου­λα κατα­κόκ­κι­να, θηρίο αντο­χής και εργα­τι­κό­τη­τας. Εκεί­νες τις μέρες επέρ­να­με για βοη­θό της Αγγέ­λι­κας τον Γιώρ­γη τον «Καλό­γε­ρο» (παρα­τσού­κλι) θελη­μα­τά τσή γειτονιάς.

Αρχί­ζα­νε την πάστρα από το σφουγ­γά­ρι­σμα στα πατώ­μα­τα με αλυ­σί­βα από το σαπου­να­ρείο, αρχή δε εβά­να­νε από τις σοφί­τες και την κου­ζί­να. Σωστός πόλε­μος, ανα­στά­τω­σι των πάντων, κάμε­ρες, σκά­λες, έπι­πλα. Το σπί­τι ήτα­νε τρί­πα­το με κάπου ογδό­ντα σκα­λού­νια για πλύ­σι­μο. Επρε­πε τα πατώ­μα­τα, παληά βενε­τσά­νι­κα, με χρώ­μα καρυ­δέ­νιο, θαύ­μα αντο­χής στους αιώ­νες, να τρι­φτού­νε καλά, να κορ­κα­τί­σου­νε. Ολη την ημέ­ρα ακου­γό­τα­νε η βούρ­τσα του πατώ­μα­τος, πότε με το χέρι και πότε με το πόδι και συνέ­χεια ένα καλό σκού­πι­σμα με καθα­ρές λινά­τσες. Το νερό κου­βα­λιό­του­να από τη βρύ­σι τσή αυλής με τσού σίγ­γλους, (το νερό έτρε­χε μόνο δυο ώρες το πρωί και ο κακο­μοί­ρης ο Γιώρ­γης ετσα­κι­ζό­τα­νε να προ­λά­βη και αμπα­ριά­ση αρκε­τό για την περίστασι).

Το από­γιο­μα τελειώ­νο­ντας το σφουγ­γά­ρι­σμα ούλου του σπι­τιού, εδια­πλα­τώ­να­νε τα παρε­θύ­ρια για να στε­γνώ­ση το σπί­τι και να φύγη η υγρα­σία. Αυτή η μέρα του πλυ­σί­μα­τος ήτα­νε μαρ­τύ­ριο για τις μικρές μου αδελ­φές και προ παντός για μένα για­τί έπρε­πε να περιο­ρι­στού­με σ’ ένα δωμά­τιο, αλλά και όσοι ερχό­ντα­νε στο σπί­τι, με το χτύ­πο του μπα­τα­δού­ρου, επρό­βαι­νε η καλή μας Αγγέ­λι­κα από το ύψος που σκά­λω­νε και με φωνές τρο­με­ρές, λες και βρι­σκό­ντα­νε στα χωρά­φια, υπο­χρέ­ω­νε επι­τα­χτι­κά ούλους να σκου­πί­ζου­νε καλά τα πόδια τους σ’ ένα πανί βρε­μέ­νο που το είχε στην μπασία.

Την άλλη μέρα που όλα πια ήτα­νε στε­γνά και κατα­κά­θα­ρα, ετο­πο­θε­τού­σα­νε πάλι τα έπι­πλα τσή θέσεις τους και εστρώ­να­νε τα πεύ­κια. Ανά­με­σα στις Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κες δου­λιές ήτα­νε και το καθά­ρι­σμα των τζα­μιών. Εκεί­νη την ημέ­ρα η Αγγέ­λι­κα μας έδει­χνε τσή ακρο­βα­τι­κές της ικα­νό­τη­τες, σκαρ­φα­λω­μέ­νη σε μια σκά­λα και ενώ εσκού­πι­ζε και καθά­ρι­ζε, έπια­νε κου­βέ­ντα με ούλες τις τσή γει­τό­νι­σες. Η μάνα μου κατα­συγ­χυ­σμέ­νη και από τον φόβο της μην κατρα­κυ­λή­ση στον δρό­μο και σκο­τω­θεί, την κρά­ταε σφι­κτά από την ποδία τση.

Μετά απ’ ούλα τα ανω­τέ­ρω ερχό­τα­νε η σει­ρά του για­λί­σμα­τος του αση­μι­κού που ήτα­νε πλού­σιο, όπως σε ούλα τα αρχο­ντι­κά εκεί­νης τσή εποχής.

Επρε­πε να κου­βα­λη­θεί στην κου­ζί­να, που βρι­σκό­του­να στο τρί­το πάτω­μα, μετα­ξύ του σοφί­το­νε και του ανα­μι­νά­λε, λου­σμέ­νη , λου­σμέ­νη στο φώς και στον ήλιο, αλλά κού­ρα­ση να ανε­βο­κα­τε­βαί­νεις τσή σκά­λες. Υπό την άμε­ση λοι­πόν επί­βλε­ψη και βοή­θεια της μάνας μου (ήτα­νε βλέ­πεις πολ­λά τα αση­μι­κά και μερι­κά λεπτο­κα­μω­μέ­να και ατσά­λι­κα), έπρε­πε να δώσου­νε χωρι­στή προ­σο­χή στο τρί­ψι­μο με αση­μό­σκο­νη ή με σόδα. Απά­νου στο τρα­πέ­ζι τσή κου­ζί­νας τοπο­θε­τη­μέ­νες βαντιέ­ρες όλων των μεγε­θών, κηρο­πή­για, εξαρ­τή­μα­τα τρα­πε­ζα­ρί­ας, λάμπες, καντη­λέ­ρια κ.ά. που αφού ετρι­βό­τα­νε, έπρε­πε να για­λι­στού­νε με φανέλ­λες όσπου να αστράψουνε.

Και μετά ερχό­τα­νε η ατέ­λειω­τη σει­ρά από τα χαλ­κώ­μα­τα τσή κου­ζί­νας, που από το γιά­λι­σμα έπρε­πε να πάρου­νε τη λάμ­ψη του χρυ­σού. Μαζύ με ούλη τη φασα­ρία του σπι­τιού, η μάνα μου, λόγω των εορ­τών, έφερ­νε και την ράφτρα. Επρε­πε να ντυ­θού­με με και­νούρ­για του Χρι­στού για να μετα­λά­βου­με. Ράφτρα είχα­με από χρό­νια μια κοπέλ­λα τη Γιούλια.

Θυμά­μαι νοσταλ­γι­κά μια χρο­νιά που μου ράβα­νε ένα κοστού­μι από βελού­δο καφέ, που ήτα­νε και το όνει­ρό μου. Στην πρό­βα δεν ήθε­λα να βγά­λω το παντε­λό­νι μου για να μου προ­βά­ρου­νε το και­νούρ­γιο, ίσως από παι­δι­κή ντρο­πή, και έφερ­να βόλ­τα στο τρα­πέ­ζι και για να με πιά­σου­νε εχρειά­στη­κε η μάνα μου, η ράφτρα και η υπη­ρε­σία μας.

Σε ούλα τα σπί­τια εκειές τσή μέρες, σε συγκε­ντρώ­σεις, σε βεγ­γέ­ρες, μια ήτου­να η κυριαρ­χού­σα συζή­τη­ση, τα Χρι­στού­γεν­να. Μετα­ξύ τους οι φιλε­νά­δες, οι γνω­στές, ακό­μα και οι κύριοι, συζη­τού­σα­νε για τις διά­φο­ρες συντα­γές και ποια μέρα θα ζύμω­νε η κάθε νοι­κο­κυ­ρά, οι δε κύριοι λέγα­νε που αγό­ρα­σε ο καθέ­νας το αλεύ­ρι, το σιμι­γδά­λι, ποίο μαγα­ζί είχε την καλ­λύ­τε­ρη ποιό­τη­τα κ.ά.

Συνή­θως το ζύμω­μα εγε­νό­τα­νε την παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων και από το προη­γού­με­νο βρά­δυ ανα­πιά­να­νε το προ­ζύ­μι. Την προ­πα­ρα­μο­νή λοι­πόν, κατά τις εννέα το βρά­δυ αρχί­ναε η ιερο­τε­λε­στία του ζυμώ­μα­τος. Εγώ, σαν μεγα­λύ­τε­ρος, βρι­σκό­μου­να στην κου­ζί­να ενώ τσή εδελ­φές μου τσή βάνα­νε να κοι­μη­θού­νε αμπο­νό­ρα. Η μάνα μου, σαν στρα­τη­γός στο στρα­τη­γείο τση, κι έχο­ντας ούλα τα υλι­κά, σπι­τσο­πί­πε­ρα, κρα­σί, λάδι, στα­φί­δες, ζάχα­ρη, ζαφου­ρά­να κ.ά γύρω της, κανό­νι­ζε τις δόσεις δίνο­ντας οδη­γί­ες στην Αγγέ­λι­κα που τα ζύμω­νε. Το είχε κρυ­φό καμά­ρι η μάνα μου πως τα δικά της Χρι­στο­ψώ­μα­τα ήτα­νε όχι τα καλύ­τε­ρα, αλλά τα μονα­δι­κά. Η αφε­ντιά μου, σαν παι­δί, ήμου­να πολύ ανή­συ­χος και θέλο­ντας κάτι να κάμω, κάπου να βάζω το χέρι μου να φάω κάτι, εκνεύ­ρι­ζα την μάνα μου η οποία μας απει­λού­σε ότι θα τα παρα­τού­σε ούλα, για­τί την είχα αβι­λί­ρει. Αυτή η σκη­νή είχε γίνει αντέ­τι για­τί επα­νε­λαμ­βά­νε­το και όταν πια μεγάλωσα.

Ητα­νε έθι­μο, όλη η οικο­γέ­νεια στο τελεί­ω­μα του ζυμώ­μα­τος να συμ­με­τέ­χη στο πλά­σι­μο και σαν έφθα­νε η στιγ­μή αυτή, εφω­νά­ζα­νε τον πατέ­ρα μου να ανέ­βη απά­νω στην κου­ζί­να και να βάλη με το χέρι του έστω ένα σταυ­ρό από ζυμά­ρι σ’ ένα χρι­στό­ψω­μο, για να ευχη­θού­νε μετά ούλοι και του χρό­νου. Αυτό το φοβε­ρό ανα­στά­τω­μα τσή κου­ζί­νας, αυτή η ταραγ­μέ­νη ιερο­τε­λε­στία του ζυμώ­μα­τος, διαρ­κού­σε περισ­σό­τε­ρες από δύο ώρες.

Ο λαβα­δού­ρος (νερο­χύ­της) με τον ευρύ­χω­ρο κάντα­ρο (πήλι­νη λεκά­νη) και δίπλα του το πλυ­θά­ρι με το νερό, ήτα­νε δύσκο­λο να εξυ­πη­ρε­τή­ση το τόσων αγγειό­νε που έπρε­πε να καθα­ρι­στού­νε και να πάνε τσή θέσες τους.
Κατά τα μεσά­νυ­χτα, ήτα­νε ούλα έτοι­μα και εν πομπή κατε­βά­ζα­νε στο κάτω σπί­τι ούλες τσή φόρ­μες με τα χρι­στο­ψώ­μα­τα με επί κεφα­λής, σ’ ένα μεγά­λο ταψί, την Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη κου­λού­ρα. Τα ετο­πο­θε­τού­σα­νε σ’ ένα μεγά­λο τρα­πέ­ζι, τα εσκε­πά­ζα­νε με κου­βέρ­τες για να γένου­νε γρη­γο­ρώ­τε­ρα και δίπλα τους ετο­πο­θε­τού­σαν το σκα­ντα­λέ­το γεμά­το κάρ­βου­να για να δια­τη­ρή την ατμό­σφαι­ρα του δωμα­τί­ου ζεστή.

Εκεί­νο το βρά­δυ η μάνα μου ελα­γο­κοι­μώ­τα­νε, είχε ούλη της την προ­σο­χή στα Χρι­στο­ψώ­μα­τα, για­τί μόλις εφου­σκώ­να­νε έπρε­πε αμέ­σως να τα πάνε στο φούρ­νο. Αυτό γινό­τα­νε πέντε ώρες περί­που αργό­τε­ρα, δηλα­δή γύρω στις πέντε το πρωί. Στο φούρ­νο πια γινό­ταν η επι­ση­μο­ποί­η­ση της επι­τυ­χί­ας τους.

Η αξέ­χα­στη μανού­λα μου σαν ήταν έτοι­μα τα Χρι­στο­ψώ­μα­τα, έτρε­χε αμέ­σως να ξυπνή­ση την Αγγέ­λι­κα που σαν υπνα­ρού που ήτα­νε, έβλε­πε στον ύπνο της φούρ­νους και καρ­βέ­λια, την σήκω­νε με μία αμπο­σία για να ντυ­θή γρή­γο­ρα και να τα πάη στο γει­το­νι­κό φούρ­νο του Λάνα, παραγ­γέλ­νο­ντάς του να τα προ­σέ­ξη, να μην είναι δυνα­τός ο φούρ­νος και λαβρο­κα­ού­νε και να τα φουρ­νί­σει αμέ­σως μηνί­πως και κρυώ­σου­νε και κάτσουνε.

Η Αγγέ­λι­κα, σκε­πα­σμέ­νη με μία μπελ­λε­ρί­να απ’ το κεφά­λι, έτρε­χε με τσή φόρ­μες στο χέρι. Βλέ­πεις ήτα­νε πολ­λές, καμία εικο­σα­ρία και θα έκα­νε τρεις-τέσ­σε­ρες ρού­γες. Στο τέλος άμα εβε­βαιω­νό­ντα­νε πως ούλα πήγα­νε καλά, ήσυ­χες πια η μάνα μου και η Αγγέ­λι­κα ξανα­πέ­φτα­νε στα κρε­βά­τια για συνε­χί­σου­νε τον ύπνο.

Την αυγή εστέλ­να­με τον θελη­μα­τά στον φούρ­νο με μία μεγά­λη μεσά­λα για να φέρη τυλιγ­μέ­να τα χρι­στο­ψώ­μα­τα που ήτα­νε πια έτοι­μα, ψημένα.

Ολοι μας είχα­με αγω­νία να δού­με εάν πετύ­χα­νε. Της μανού­λας μας η αγω­νία ήτα­νε απ’ όλους μεγα­λύ­τε­ρη, για­τί έπρε­πε και τού­τη τη χρο­νιά να επι­ση­μο­ποι­η­θή η ικα­νό­της της στην κατα­σκευή αυτών των Ζακυν­θι­νών αρι­στουρ­γη­μά­των, αυτού του μονα­δι­κού Ζακυν­θι­νού αντετιού.

Για το δοκί­μα­σμα είχα­νε φτιά­σει από μία μικρή κου­λου­ρού­λα του καθε­νός μας, για­τί απα­γο­ρεύ­ε­ται το κόψι­μο του Χρο­στο­ψώ­μα­τος πριν από την κου­λού­ρα. Αυτά γινό­ντα­νε σε όλα τα σπί­τια ανε­ξαι­ρέ­τως, όλη η πόλις εκειές τσή μέρες εμο­σχο­βό­λαε, σαν πέρ­να­γες όμως από κανέ­να φούρ­νο η μοσχο­βο­λά­δα ήτα­νε πιο έντονη.

Τσή γει­το­νιές, οι νοι­κο­κυ­ρά­δες , πρωί-πρωί- βγαλ­μέ­νες τσή ξώπορ­τες και άλλες προ­βαλ­μέ­νες στα παρα­θύ­ρια, πιά­να­νε συζή­τη­σι «περί χρι­στο­ψω­μά­των». «Να σε χαρώ, εφέ­τος είχα­με μεγά­λη πιτυ­χία» έλε­γε η μία… «μ’ εκειά τα μπρά­τσα κακό να μην έχου­με του αντρός μου, που μας έδω­σε ένα αγιού­το στο ζύμω­μα» επε­τα­χτή­κα­νε απ’ όξω από τσή φόρ­μες» και η άλλη έλε­γε πως «δεν είχε πιτυ­χία για­τί το προ­ζύ­μι που τσή δώσα­νε ήτα­νε ξεθυ­μα­σμέ­νο και με τη φασα­ρία δεν το ακρο­τζε­ρί­στη­κε δελέ­γκου για να μη το μετα­χει­ρι­στή» και μία άλλη πως «την πήρε στο λαι­μό τση αυτού­νος ο πανα­θε­μα­τι­σμέ­νος ο φούρ­να­ρης που από τη μεγά­λη του πλε­ο­νε­ξία για να κάμη γρή­γο­ρα, μου τα λαβρό­κα­ψε και μέσα τα άφι­σε ωμά και τέλος η κάθε μία έλε­γε τα δικά τση.

Εάν το σπί­τι είχε κοπέλ­λες τσή βάνα­νε να ζυμώ­σου­νε με την καθο­δή­γη­σι τσή μάνας τους. Ετσι μ’ αυτόν τον τρό­πο προ­ε­τοι­μά­ζο­ντο για το δικό τους σπι­τι­κό, δια την διαιώ­νι­σι του αντετιού.
Από νωρίς το βρά­δυ, εκτός από τις μοσχο­βο­λιές του χρι­στό­ψω­μου, ήτα­νε διά­χυ­τη και η μυρω­διά του βρα­σμέ­νου μπρό­κο­λου. Στο δεί­πνο τσή παρα­μο­νής, που εκο­βώ­τα­νε και η κου­λού­ρα, το κύριο φαγη­τό ήτα­νε η μπρο­κο­λί­να συνο­δευο­μέ­νη με ποι­κι­λία από νηστί­σι­μα λόγω της Σαρακοστής.

Στο τέλος αυτού του καθα­ρά Ζακυν­θι­νού εθί­μου, κοβώ­τα­νε η πατρο­πα­ρά­δο­τη κουλούρα.

Το κόψι­μο της κου­λού­ρας ακο­λου­θού­σε μία ολό­κλη­ρη ιερο­τε­λε­στία. Από ενω­ρίς ο οικο­δε­σπό­της ετο­πο­θε­τού­σε μέσα στην κου­λού­ρα το λεγό­με­νο «ηύρε­μα» και ήτα­νε ένα νόμι­σμα που παρί­στα­νε αλλη­γο­ρι­κά το άστρον των Χρι­στου­γέν­νων ή τον Χριστόν.

Πριν ν’ αρχί­ση ο δεί­πνος ούλοι τσή θέσες τους γύρω από το τρα­πέ­ζι και όρθιοι ακού­γα­νε με κατά­νυ­ξη το τρο­πά­ριον της γεν­νή­σε­ως που το έλε­γε ο οικο­δε­σπό­της. Ταυ­τό­χρο­να ο κύριος του σπι­τιού έπερ­νε από τέσ­σε­ρα σημεία τσή κου­λού­ρας σταυ­ροει­δώς κομα­τά­κια τα οποία έρι­χνε μέσα σ’ ένα ποτή­ρι με παληό κρα­σί και λάδι. Μετά πέρ­νο­ντας την κου­λού­ρα και το ποτή­ρι, επή­γαι­νε στην κου­ζί­να ακο­λου­θού­με­νος από ούλους τσού παρευ­ρι­σκο­μέ­νους. Εκεί, σε μια προ­πα­ρα­σκευα­σμέ­νη ανθρα­κιά από λιό­κλα­δα, εσή­κω­νε από πάνω τση την κου­λού­ρα και έρι­χνε το κρα­σί με το λάδι. Αμέ­σως ξεπή­δα­γε μία φλό­γα που ανά­λο­γα με το μέγε­θός της επρο­μα­ντεύ­α­νε την ερχό­με­νη χρο­νιά, εάν δηλα­δή θα πάη καλά ή μέτρια για το σπί­τι. Με την ίδια σει­ρά εγυ­ρί­ζα­νε όλοι στην τρα­πε­ζα­ρία και τότε ο αρχη­γός της φαμε­λιάς έκο­βε το πρώ­το κομά­τι από την κου­λού­ρα, αφιε­ρω­μέ­νη στον φτω­χό (Χρι­στό), το οποίο το δίνα­νε στον πρώ­το που θα πήγαι­νε για ελε­η­μο­σύ­νη στο σπι­τι­κό τους, ταυ­τό­χρο­να δε, ένας τσή φαμε­λιάς άνοι­γε το παρα­θύ­ρι και εβά­ρυε ένα σμπά­ρο. Συνε­χι­ζό­τα­νε το κόψι­μο με αμέ­σως επό­με­νο κομά­τι του νοι­κο­κύ­ρη, μετά τσή γυναι­κός του, των παι­διώ­νε του, των στε­νών συγ­γε­νών και τελευ­ταία των προ­σκε­κλη­μέ­νων στο δείπνο.

Εκεί­νος που θα του έπε­φτε το «ηύρε­μα», εθε­ω­ρεί­το ο τυχε­ρός τσή χρο­νιάς και αν ήτα­νε κορί­τσι τσή παντρεί­ας, θα παντρευό­τα­νε στο χρό­νο απάνω.

Από τσή οχτώ το βρά­δυ έως τσή δέκα σε ούλη τη πόλι άκου­γες σπο­ρα­δι­κά σμπά­ρα του κοψί­μα­τος τσή κουλούρας.

Στα τελευ­ταία χρό­νια οι περισ­σό­τε­ροι παρα­λεί­πα­νε το μέρος της ιερο­τε­λε­στί­ας στην κου­ζί­να, εκτε­λού­σαν όμως όλα τα άλλα. Ζακυν­θι­νό έθι­μο αιώ­νων που δια­τη­ρεί­ται μέχρι σήμε­ρα από όλους τους Ζακυν­θι­νούς και από τους ξενη­τευ­μέ­νους ακόμη.

ΕΔΩ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ

_______________________________________________________________________________________

Το κεί­με­νο που δια­βά­ζε­τε, ανα­φέ­ρε­ται στα παλιά χρό­νια του Ζάντε και περι­γρά­φει τα ήθη και τα έθι­μα του νησιού, τις βεγ­γέ­ρες που γίνο­νταν, τις πολυ­τε­λείς βίλες των αρι­στο­κρα­τι­κών οικο­γε­νειών, τη ζωή τους και την ανε­με­λιά τους. Αρχί­ζει από το 1910 και τελειώ­νει το 1940. Μία τρια­κο­ντα­ε­τία γεμά­τη ζωή με τις καλές και τις κακές στιγ­μές. Οι λογο­τε­χνι­κές σελί­δες δεν υστε­ρούν. Πάμπολ­λοι λογο­τέ­χνες και μου­σουρ­γοί αναφέρονται.

Ο συγ­γρα­φέ­ας των ανα­μνή­σε­ων όμως, δεν ανα­φέ­ρε­ται και στον λαό της Ζακύν­θου. Πως ζού­σε, τι προ­βλή­μα­τα είχε και πως τα αντι­με­τώ­πι­ζε. Αξί­ζει όμως ν’ ασχο­λη­θού­με και με αυτό το θέμα σ’ ένα ξεχω­ρι­στό κομ­μά­τι στο άμε­σο μέλλον.

Το παρα­πά­νω κεί­με­νο το έγρα­ψε ο συγ­γε­νής μου Ιρις Πολί­της και ήρθε στα χέρια μου από την αδελ­φή του και ξαδέλ­φη μου Φρί­ντα Πολί­τη. Και οι δύο δεν βρί­σκο­νται εν ζωή σήμε­ρα. Ετσι απο­φά­σι­σα να δημο­σιευ­τούν οι ανα­μνή­σεις του Ι.Π. ώστε να μην πάνε χαμέ­να τα ήθη και τα έθι­μα μιας περα­σμέ­νης-ισως όχι τόσο, επο­χής της Ζάκυνθος.

ΑΡΗΣ ΚΑΡΡΕΡ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο