Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζαν Πολ Μπελμοντό: Ο πιο όμορφος… άσχημος του σινεμά

Τον χάσα­με πριν έναν χρό­νο, στις 6 Σεπτεμ­βρί­ου 2021. Η απώ­λειά του τερά­στια, αν και είχε χρό­νια απο­συρ­θεί από τον κινη­μα­το­γρά­φο. Ο Ζαν Πολ Μπελ­μο­ντό, άφη­σε τον φίλο και συνο­μή­λι­κό του Αλέν Ντε­λόν να μαρα­ζώ­νει, αλλά και εκα­τομ­μύ­ρια θαυ­μα­στές με μια γεύ­ση πίκρας για αλλο­τι­νούς και­ρούς ελευ­θε­ρί­ας, για επο­χές που οι σταρ γινό­ντου­σαν σύμ­φω­να με τις ικα­νό­τη­τές τους στη μεγά­λη οθό­νη, το ταλέ­ντο τους, την ακτι­νο­βο­λία τους και όχι από την προ­ώ­θη­ση των ειδι­κών, τις εται­ρεί­ες παρα­γω­γής ή ακό­μη και μετρή­σεις στα κοι­νω­νι­κά δίκτυα.

Ο Μπελ­μο­ντό, γνω­στός στους παλιό­τε­ρους και ως “Μπελ Μπελ” ή ο πιο όμορ­φος άσχη­μος του παγκό­σμιου σινε­μά, διέ­θε­τε μια αξε­πέ­ρα­στη γοη­τεία, ήταν από μόνος του μια ολό­κλη­ρη κατη­γο­ρία στον χώρο του θεά­μα­τος, τον λάτρε­ψαν οι γυναί­κες, από τις πιο διά­ση­μες και ομορ­φό­τε­ρες μέχρι τις γυναί­κες σε ένα χωριό, που τον είδαν έστω και μία φορά από την τελευ­ταία σει­ρά θέσε­ων ενός μικρού σινεμά.

Κατά τη διάρ­κεια της μακράς πορεί­ας του στον κινη­μα­το­γρά­φο, που κρά­τη­σε για πέντε δεκα­ε­τί­ες, ο Μπελ­μο­ντό συνέ­δε­σε το όνο­μά του με την περί­φη­μη “νου­βέλ βαγκ” του γαλ­λι­κού σινε­μά, αλλά και με όλα τα κινη­μα­το­γρα­φι­κά ήδη, από σκλη­ρές αστυ­νο­μι­κές περι­πέ­τειες μέχρι κωμω­δί­ες ή δρά­μα­τα, ενώ θρυ­λι­κές θα γίνουν και οι ερω­τι­κές του περι­πέ­τειες, αν και απέ­φυ­γε τις ακρό­τη­τες του φίλου του Αλέν.

Οι καλ­λι­τε­χνι­κές ρίζες, το μποξ και η υποκριτική

Ο Ζαν Πολ Μπελ­μο­ντό γεν­νή­θη­κε στις 9 Απρι­λί­ου του 1933 στο βορειο­δυ­τι­κά προ­ά­στια του Παρι­σιού, μέσα σε καλ­λι­τε­χνι­κή οικο­γέ­νεια, καθώς ο πατέ­ρας του, με ιτα­λι­κές ρίζες (ακό­μη ένας διά­ση­μος Γάλ­λος με ιτα­λι­κή κατα­γω­γή), ήταν γλύ­πτης και η μητέ­ρα του ζωγρά­φος. Ως παι­δί ή έφη­βος δεν είχε καλ­λι­τε­χνι­κές ανη­συ­χί­ες, τα γράμ­μα­τα τον άφη­ναν αδιά­φο­ρο και το μόνο που του άρε­σε είναι ο αθλη­τι­σμός. Το ποδό­σφαι­ρο και το… μποξ, το οποίο το είδε και πιο σοβα­ρά. Μάλι­στα, λίγο μετά, εκεί στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’40, πήρε και την από­φα­ση να γίνει πυγ­μά­χος και μάλι­στα στην πολύ σύντο­μη καριέ­ρα του στα ρινγκ παρέ­μει­νε αήτ­τη­τος. Όταν έμα­θε τι έπρε­πε να θυσιά­σει, εκτός από το… ται­ρια­στό πρό­σω­πό του και τις χαρές της ζωής, το αγα­πη­μέ­νο του τσι­γά­ρο, τα ποτά και τα ξενύ­χτια, εγκα­τέ­λει­ψε την ιδέα και στρά­φη­κε στην ηθο­ποι­ία. Έγι­νε δεκτός από την Εθνι­κή Σχο­λή Δρα­μα­τι­κής Τέχνης Παρι­σιού και απο­φοί­τη­σε το 1956. Η θετι­κή παρου­σία του, τα αστρα­φτε­ρά μάτια, η μαγκιά, το πλα­τύ χαμό­γε­λο, η κορ­μο­στα­σιά του, του έδω­σαν τα πρώ­τα εφό­δια και θα βρει σχε­δόν αμέ­σως δου­λειά στον κινη­μα­το­γρά­φο. Το 1957 θα κάνει τα πρώ­τα του βήμα­τα στο σινε­μά, παί­ζο­ντας ρολά­κια σε γαλ­λι­κές ται­νί­ες, έχο­ντας απέ­να­ντί του το άλλο τρο­με­ρό παι­δί του γαλ­λι­κού σινε­μά, τον πανέ­μορ­φο Αλέν Ντελόν.

Με Κομμένη την Ανάσα

Ο πρώ­τος του πρω­τα­γω­νι­στι­κός ρόλος ήρθε πολύ γρή­γο­ρα, στην ται­νία του 1958 “Les copains du Dimanche”, ένα πολι­τι­κό κοι­νω­νι­κό φιλμ του Ανρί Εσνέρ, ενώ ανά­με­σα στα υπό­λοι­πα φιλμ που γύρι­σε μέσα σε δυο χρό­νια, ξεχω­ρί­ζει το φιλμ του Μαρ­σέλ Καρ­νέ “Ζαβο­λιά­ρη­δες”. Το ταλέ­ντο του, η ξεχω­ρι­στή φυσιο­γνω­μία του, αυτό το κάτι άλλο που έφερ­νε στο σινε­μά ο Μπελ­μο­ντό, θα τρα­βή­ξει το ενδια­φέ­ρον του Ζαν Λικ Γκο­ντάρ, εκ των βασι­κών εκπρο­σώ­πων της “νου­βέλ βαγκ”. Έτσι, σε μια σπά­νια συγκυ­ρία Γκο­ντάρ και Μπελ­μο­ντό θα συνερ­γα­στούν στην πρώ­τη μεγά­λου μήκους ται­νία του πρώ­του, σε ένα από τα καλύ­τε­ρα φιλμ της μακράς στα­διο­δρο­μί­ας του, το εμβλη­μα­τι­κό “Με Κομ­μέ­νη την Ανάσα”.

Ο Μπελ­μο­ντό υπο­δύ­ε­ται έναν μικρο­κα­κο­ποιό, που σκο­τώ­νει έναν αστυ­νο­μι­κό κι ενώ προ­σπα­θεί να ξεφύ­γει από την αστυ­νο­μία, βρί­σκει κατα­φύ­γιο σε μια εφή­με­ρη ερω­τι­κή σχέ­ση με μια Αμε­ρι­κα­νί­δα, την εξαι­ρε­τι­κή Τζιν Σίμπεργκ. Ανε­πα­νά­λη­πτης γοη­τεί­ας ται­νία, στην οποία εμφα­νί­ζε­ται και ο τερά­στιος σκη­νο­θέ­της Ζαν Πιέρ Μελ­βίλ, ενώ από την πλευ­ρά του, ο Μπελ Μπελ, δίνει τα ρέστα του με την αέρι­νη ερμη­νεία του και με σκη­νές που θα περά­σουν στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό πάν­θεο, όπως αυτές στο κρε­βά­τι με τον Μπελ­μο­ντό να φορά­ει το καπέ­λο του ή όταν σκου­πί­ζει τα παπού­τσια του με μια εφη­με­ρί­δα. Η κλα­σι­κή πλέ­ον ται­νία, θα εκτο­ξεύ­σει τη φήμη του 27χρονου Μπελ­μο­ντό και του Γκο­ντάρ και θα κάνει μόδα τη “νου­βέλ βαγκ”.

Χωρίς ανάσα

Την ίδια χρο­νιά, θα παί­ξει στη διά­ση­μη δρα­μα­τι­κή ται­νία του Βιτό­ριο ντε Σίκα “Η Ατι­μα­σμέ­νη” δίπλα στο πιο «όμορ­φο θηλυ­κό όλων των επο­χών», την Σοφία Λόρεν, δίνο­ντας περαι­τέ­ρω ώθη­ση στον Μπελ­μο­ντό. Ο Γκο­ντάρ το 1961 θα τον καλέ­σει και πάλι για να πρω­τα­γω­νι­στή­σει στο ρομα­ντι­κό “Η Κυρία Θέλει Έρω­τα”, έχο­ντας δίπλα του τη μού­σα του σκη­νο­θέ­τη, Άννα Καρί­να, ενώ την ίδια χρο­νιά θα συνερ­γα­στεί με τον Μελ­βίλ στον “Εφη­μέ­ριο” και θα έχει την πρώ­τη του υπο­ψη­φιό­τη­τα του βρα­βεί­ου BAFTA, ως καλύ­τε­ρος ξένος ηθο­ποιός. Την επό­με­νη χρο­νιά θα ξανα­συ­νερ­γα­στεί με τον Μελ­βίλ στο κλα­σι­κό φιλμ νουάρ “Ο Χαφιές”. Χωρίς να πάρει ανά­σα θα μπει στα στού­ντιο για να γυρί­σει ακό­μη μία ται­νία, αυτή τη φορά την εξαι­ρε­τι­κή κομε­ντί του Φιλίπ ντε Μπρο­κά “Καρ­τούς” δίπλα σε ακό­μη μία πανέ­μορ­φη σταρ, την Κλά­ου­ντια Καρ­ντι­νά­λε. Το 1963 έπαι­ξε στο δρα­μα­τι­κό “Καυ­τό πεζο­δρό­μιο” με τη Ζαν Μορό και λίγο αργό­τε­ρα βρέ­θη­κε και πάλι στα χέρια του Μελ­βίλ για την ται­νία “Ο μεγά­λος τυχο­διώ­κτης”. όπου υπο­δύ­θη­κε έναν νεα­ρό μπο­ξέρ. Το 1965 θα κάνει την τελευ­ταία ται­νία με τον Γκο­ντάρ “Ο Τρε­λός Πιερό”.

Οι σειρήνες του “εμπορικού” σινεμά

Οι επο­χές αλλά­ζουν και μαζί και ο Μπελ­μο­ντό. Έτσι τα επό­με­να χρό­νια θα κάνει μία στρο­φή στην καριέ­ρα του, θα απο­μα­κρυν­θεί από το “νέο κύμα” και θα βου­τή­ξει στα πελά­γη του λεγό­με­νου εμπο­ρι­κού σινε­μά, γυρί­ζο­ντας με καται­γι­στι­κό ρυθ­μό από αστυ­νο­μι­κές περι­πέ­τειες και κομε­ντί μέχρι κωμω­δί­ες και θρί­λερ. Έπει­τα από το φιλμ του Φραν­σουά Τρι­φό “Η Σει­ρή­να του Μισι­σι­πή” (1969) με την Κατρίν Ντε­νέβ, θα έρθει και η ώρα της συνερ­γα­σί­ας με τον Αλέν Ντε­λόν για την κεφά­τη γκαν­γκ­στε­ρι­κή περι­πέ­τεια “Μπορ­σα­λί­νο” (1970), μια τερά­στια εμπο­ρι­κή επι­τυ­χία της επο­χής. Τον επό­με­νο χρό­νο θα ταξι­δέ­ψει στην Ελλά­δα για να γυρί­σει, στους δρό­μους του Πει­ραιά (απί­στευ­τες σκη­νές κατα­δί­ω­ξης με αυτο­κί­νη­τα) και της Αθή­νας, την περι­πέ­τεια του Ανρί Βερ­νέιγ “Οι Διαρρήκτες”.

Η συνέ­χεια θα είναι ιδιαι­τέ­ρως πετυ­χη­μέ­νη, με πασί­γνω­στους τίτλους ται­νιών (“Ο Επαγ­γελ­μα­τί­ας”, “Μπά­τσος και Αλή­της”, “Ο Περι­θω­ρια­κός”, “Το Αρπα­χτι­κό”, “Ο Κυνη­γός της Περι­πέ­τειας”), ενώ θα συνερ­γα­στεί με σπου­δαί­ους συνα­δέλ­φους του και αξιό­λο­γους σκη­νο­θέ­τες. Με τον και­ρό θα γίνει επι­λε­κτι­κός και θα παί­ξει αρκε­τό θέα­τρο, όπου θα κερ­δί­σει και το Σεζάρ.

Η Ούρσουλα, η Λάουρα και οι δυο γάμοι

Στην προ­σω­πι­κή του ζωή, ο Μπελ­μο­ντό θα κάνει δυο γάμους, με την Ελο­ντί Κον­στα­ντάν (1953–1965) και την Νατα­λί Ταρ­τι­βέλ την οποία θα παντρευ­τεί μετά από 13 χρό­νια γνω­ρι­μί­ας, το 2002, ενώ θα χωρί­σουν το 2008. Ο λόγος του πρώ­του του δια­ζυ­γί­ου οφεί­λε­ται στην ερω­τι­κή του σχέ­ση με την Ούρ­σου­λα Άντρες, ενώ για οχτώ χρό­νια (1972–1980) ήταν ζευ­γά­ρι με μία από τις πιο ερω­τι­κές ηθο­ποιούς της Ιτα­λί­ας, την περί­φη­μη Λάου­ρα Αντο­νέ­λι. Στο φεστι­βάλ των Καν­νών, το 2011, σε ηλι­κία 78 ετών, εμφα­νί­στη­κε με τη νέα του σύντρο­φο, την κατά 45 χρό­νια νεό­τε­ρή του και πρώ­ην Playmate, Μπάρ­μπα­ρα Γκα­ντόλ­φι από το Βέλ­γιο. Από τους γάμους και τις πολυά­ριθ­μες σχέ­σεις του θα απο­κτή­σει τέσ­σε­ρα παιδιά.

Ζωή σαν πλάκα

Το περί­ερ­γο είναι ότι ο θρύ­λος του γαλ­λι­κού σινε­μά δεν κέρ­δι­σε ποτέ κάποιο σημα­ντι­κό βρα­βείο, παρά μόνο τιμη­τι­κές δια­κρί­σεις, ανά­με­σά τους και στο Φεστι­βάλ Καν­νών, για την προ­σφο­ρά του στον κινη­μα­το­γρά­φο. Αυτό, όμως, λίγη σημα­σία έχει για τους θαυ­μα­στές του και σε όλους εκεί­νους για τους οποί­ους συμ­βό­λι­ζε μια ολό­κλη­ρη επο­χή, που χαρα­κτη­ρι­ζό­ταν από μία ανά­λα­φρη διά­θε­ση, έδι­νε την αίσθη­ση της ελευ­θε­ρί­ας, της ζωντά­νιας, δίνο­ντας μια διά­στα­ση ειρω­νι­κή στη σοβα­ρο­φά­νεια ή ακό­μη και του εγκλω­βι­σμού σε φόρ­μες και αυστη­ρά πρό­τυ­πα. Έδι­νε την αίσθη­ση ότι η ζωή του ήταν μία πλά­κα, χαρί­ζο­ντάς μας πολ­λές ώρες αυθε­ντι­κής δια­σκέ­δα­σης, που θα κρα­τή­σου­με για πάντα στη μνή­μη μας.

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

Οι ψυχές στο καθαρ­τή­ριο, του Προ­σπέρ Μεριμέ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο