Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή Δικταίου: Ανάγνωση στα όνειρα

Τώρα που τέλειω­σαν όλες οι προσευχές
αφο­σιώ­νε­σαι κάθε πρωί
στ’ αγριο­λού­λου­δα στο γυά­λι­νο βάζο
προ­σέ­χεις τα χρώ­μα­τα, τις λεπτο­μέ­ρειες, το άρωμα
αλλά­ζεις το νερό, αλλά­ζεις κι εσύ στο άγγιγμα
νερό και δάκρυ, οι μόνες άμυ­νες που σού απόμειναν
το σώμα ήρε­μο, περι­μέ­νεις ώρες να φτά­σει το βράδυ,
τότε παρα­λύ­ουν οι μικρότητες
τότε το φως φέγ­γει αλλιώς στο βρεγ­μέ­νο πλακόστρωτο
τότε οι ενο­χές θαρ­ρείς φωτί­ζουν την άγνοια.

Αγνο­ώ­ντας το θόρυ­βο τής πόλης
απο­χαι­ρε­τάς τις εύκο­λες στιγ­μές, πάντα εκεί
μονο­σύλ­λα­βοι ήχοι τής βρο­χής πρώ­τα στ’ ακροκέραμα
μετά στο μπαλ­κό­νι κι ύστερα
μονο­σύλ­λα­βοι ήχοι τής βρο­χής μέσα σου.
Σε ανα­κου­φί­ζει το σπί­τι με το ξύλι­νο πάτωμα
φευ­γα­λέ­ες ματιές από το παρά­θυ­ρο στη θάλασσα
ένας γλά­ρος βημα­τί­ζει στο φάρο
μέσα από παρα­στρα­τη­μέ­νες επι­θυ­μί­ες το βλέμ­μα επιστρέφει
στο μεγά­λο σαλό­νι, στον παλιό καθρέφτη
στη μισο­τε­λειω­μέ­νη νωπο­γρα­φία τού φθινοπώρου
με την ανά­μνη­ση τής πρώ­της άνοιξης.

Πώς γίνε­ται αλή­θεια με τόσα σφρα­γι­σμέ­να κουτιά
και κλει­δω­μέ­να συρ­τά­ρια να μιλάς για σωστές σκέψεις
για σωστές πρά­ξεις μα για λάθος λόγους.
Τώρα που ακό­μη και ο λυγ­μός σε έχει εγκαταλείψει
δρα­πε­τεύ­εις από τον εαυ­τό σου, γλίτωσες…

Φύση­ξε ο άνε­μος, χτυ­πά το κύμα στα Μουράγια,
λεία γήι­νη μια άλλη μακρι­νή επο­χή στο τετράδιο,
Κέρ­κυ­ρα, μετράς την απου­σία, χέρια που τρέμουν
μια γυναί­κα λεπτή σαν αλά­βα­στρο συλ­λα­βί­ζει ονόματα
χτυ­πούν τα παρα­θυ­ρό­φυλ­λα στο Καμπιέλο
από­ψε θα γρά­ψεις τις πιο λυπη­μέ­νες γραμμές
από­ψε χάνε­σαι περισ­σό­τε­ρο σε ότι είναι ζωή
πριν ο έρω­τας γίνει άλλη μια φορά μαρ­τυ­ρία οδύνης,
ύστε­ρα από τόση ανα­μο­νή ανα­γνω­ρί­ζεις αυτά που σού λείπουν
έμα­θες επι­τέ­λους ανά­γνω­ση στα όνειρα.

Απρο­ε­τοί­μα­στος κι όμως γεν­ναί­ος, απλώ­νεις τα χέρια
συνή­θεια παλιά των εραστών,
ούτε σύγ­χυ­ση, ούτε άλλη δοκι­μα­σία πια, βαστά η ψυχή
καλεί­σαι με μια σωπη­λή από­γνω­ση, μ’ ένα κυκλάμινο
να εκπλη­ρώ­σεις αλλιώς το τέλος.
Ερή­μω­σε η μεγά­λη πλατεία
γέμι­σαν κίτρι­να φύλ­λα τα άδεια παγκάκια,
έλε­γες, «όχι να σημαί­νει φθι­νό­πω­ρο, να είναι φθινόπωρο,
Αύριο, νυχτώ­νει φθινόπωρο».

Κέρ­κυ­ρα, εδώ ανα­κα­λύ­πτεις εκεί­να τα πανάρ­χαια όρια,
αφή­νο­ντας τις σκιές, όλες πίσω σου,
εδώ ελπί­ζεις ν’ αφιε­ρω­θείς σε κάτι άγνω­στο και μεγάλο
μετα­λα­βαί­νεις αλμύ­ρα και μνή­μη, χαμογελάς
μα οι λέξεις γίνο­νται επικίνδυνες
όταν θυμού­νται, όταν δια­βά­ζο­νται, όταν μιλούν
όταν τις φέρ­νουν οι στά­λες τής βροχής
το ξέρεις, ταξι­δεύ­ει ο νους
ταξι­δεύ­ει μα δεν φτά­νει πάντα σε όμορ­φες μέρες.

Αύριο, εν ονό­μα­τι τής αγάπης
Ζωή Δικταίου
Ηρά­κλειο, Σεπτέμ­βρης τού 2014

 

ekdoseis diafimis

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο