Τώρα που τέλειωσαν όλες οι προσευχές
αφοσιώνεσαι κάθε πρωί
στ’ αγριολούλουδα στο γυάλινο βάζο
προσέχεις τα χρώματα, τις λεπτομέρειες, το άρωμα
αλλάζεις το νερό, αλλάζεις κι εσύ στο άγγιγμα
νερό και δάκρυ, οι μόνες άμυνες που σού απόμειναν
το σώμα ήρεμο, περιμένεις ώρες να φτάσει το βράδυ,
τότε παραλύουν οι μικρότητες
τότε το φως φέγγει αλλιώς στο βρεγμένο πλακόστρωτο
τότε οι ενοχές θαρρείς φωτίζουν την άγνοια.
Αγνοώντας το θόρυβο τής πόλης
αποχαιρετάς τις εύκολες στιγμές, πάντα εκεί
μονοσύλλαβοι ήχοι τής βροχής πρώτα στ’ ακροκέραμα
μετά στο μπαλκόνι κι ύστερα
μονοσύλλαβοι ήχοι τής βροχής μέσα σου.
Σε ανακουφίζει το σπίτι με το ξύλινο πάτωμα
φευγαλέες ματιές από το παράθυρο στη θάλασσα
ένας γλάρος βηματίζει στο φάρο
μέσα από παραστρατημένες επιθυμίες το βλέμμα επιστρέφει
στο μεγάλο σαλόνι, στον παλιό καθρέφτη
στη μισοτελειωμένη νωπογραφία τού φθινοπώρου
με την ανάμνηση τής πρώτης άνοιξης.
Πώς γίνεται αλήθεια με τόσα σφραγισμένα κουτιά
και κλειδωμένα συρτάρια να μιλάς για σωστές σκέψεις
για σωστές πράξεις μα για λάθος λόγους.
Τώρα που ακόμη και ο λυγμός σε έχει εγκαταλείψει
δραπετεύεις από τον εαυτό σου, γλίτωσες…
Φύσηξε ο άνεμος, χτυπά το κύμα στα Μουράγια,
λεία γήινη μια άλλη μακρινή εποχή στο τετράδιο,
Κέρκυρα, μετράς την απουσία, χέρια που τρέμουν
μια γυναίκα λεπτή σαν αλάβαστρο συλλαβίζει ονόματα
χτυπούν τα παραθυρόφυλλα στο Καμπιέλο
απόψε θα γράψεις τις πιο λυπημένες γραμμές
απόψε χάνεσαι περισσότερο σε ότι είναι ζωή
πριν ο έρωτας γίνει άλλη μια φορά μαρτυρία οδύνης,
ύστερα από τόση αναμονή αναγνωρίζεις αυτά που σού λείπουν
έμαθες επιτέλους ανάγνωση στα όνειρα.
Απροετοίμαστος κι όμως γενναίος, απλώνεις τα χέρια
συνήθεια παλιά των εραστών,
ούτε σύγχυση, ούτε άλλη δοκιμασία πια, βαστά η ψυχή
καλείσαι με μια σωπηλή απόγνωση, μ’ ένα κυκλάμινο
να εκπληρώσεις αλλιώς το τέλος.
Ερήμωσε η μεγάλη πλατεία
γέμισαν κίτρινα φύλλα τα άδεια παγκάκια,
έλεγες, «όχι να σημαίνει φθινόπωρο, να είναι φθινόπωρο,
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο».
Κέρκυρα, εδώ ανακαλύπτεις εκείνα τα πανάρχαια όρια,
αφήνοντας τις σκιές, όλες πίσω σου,
εδώ ελπίζεις ν’ αφιερωθείς σε κάτι άγνωστο και μεγάλο
μεταλαβαίνεις αλμύρα και μνήμη, χαμογελάς
μα οι λέξεις γίνονται επικίνδυνες
όταν θυμούνται, όταν διαβάζονται, όταν μιλούν
όταν τις φέρνουν οι στάλες τής βροχής
το ξέρεις, ταξιδεύει ο νους
ταξιδεύει μα δεν φτάνει πάντα σε όμορφες μέρες.
Αύριο, εν ονόματι τής αγάπης
Ζωή Δικταίου
Ηράκλειο, Σεπτέμβρης τού 2014
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα.
Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ‘ ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου.Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.
Εργογραφία
Ιστορίες για φεγγάρια, παιδική λογοτεχνία
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, μυθιστόρημα
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, μυθιστόρημα
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, διηγήματα
Αύριο, στάχυα οι λέξεις, ποιητική συλλογή
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, διηγήματα
Λασίθι, Τόπος Μέγας, αφήγημα
Συμμετοχές
Μονόλογοι, ποιητική ανθολογία
Γράμματα της ποίησης, ποιητική ανθολογία