Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή Δικταίου: Αφελής παιδική ανάμνηση το καλοκαίρι

Φλέ­βες γυμνές που χάθη­καν στη θάλασ­σα οι αγάπες
μια φέτα άσπρο φεγ­γά­ρι ξεχασμένο
κατα­με­σής τ’ ουρα­νού, αρμε­νί­ζει ο νους,
η αθω­ό­τη­τα στο ροζ φορεματάκι,
στις ραφές εκεί έμει­νε, «μη φοβάσαι»
γαλη­νε­μέ­να τα λόγια σου
τα φέρ­νει ακό­μη ο αέρας στην ακτή,
βασα­νι­σμέ­νες οι ώρες στα κρόσ­σια τού ήλιου
μετα­λα­βαί­νω ένα χαμό­γε­λο κρυφά
το βλέμ­μα προ­ση­λω­μέ­νο στην ώχρα τού μεσημεριού
στα όνει­ρα τα γεμά­τα πλη­γές αναπαύεσαι
ανά­με­σα σε κοχύ­λια και μικρά βότσαλα
αυτά που σού μάζευα,
κι ύστε­ρα το άγγιγ­μα των χεριών
φευ­γα­λέο στο πρόσωπο
πριν η δια­βα­σμέ­νη σου παλά­μη σημα­δέ­ψει τον ορίζοντα
αυτόν τής παι­δι­κής μου ηλικίας.

Tο ξέρεις καλά, αλλά­ζουν τοπία οι ψυχές
τώρα που η μνή­μη δεν πετρώ­νει στην άμμο
τώρα που η αλμύ­ρα ξεφλου­δί­ζει τις λέξεις
το ξέρω κι εγώ
καμιά ανά­μνη­ση δεν μού έχει επιβληθεί
όσο αυτή τής φωνής σου.

Τώρα, πάνω από τις αγκυ­λω­τές καμπυ­λώ­σεις τών βράχων
αφε­λής παι­δι­κή ανά­μνη­ση το καλοκαίρι
υπο­νο­μεύ­ει το φως και το δάκρυ στα βλέφαρα
όταν όλα με την ίδια οικειό­τη­τα ξεδιπλώνονται
για να μπο­ρείς να επιστρέφεις ,
υπάρ­χουν βλέ­πεις τα σημά­δια τής φυγής.

Μου­δια­σμέ­να τα δάχτυ­λα κινού­νται άπραγα,
αμή­χα­να στη σιωπή,
μαζί και με αυτά που δεν υπάρ­χουν πια
το σύν­νε­φο των μαλ­λιών σου να με ταξιδεύει
γράμ­μα­τα παλιά, κιτρι­νι­σμέ­να φύλλα,
σκου­ρια­σμέ­να κέρματα.

Η πέν­να σου ακό­μη εκεί
το γυά­λι­νο μελα­νο­δο­χείο ερμη­τι­κά κλειστό
και το λευ­κό χαρ­τί ανοι­χτό στο φως,
λέξεις αδιόρ­θω­τες, ανορθόγραφες
το λευ­κό χαρ­τί, θαρ­ρείς περιμένει
δασεί­ες και περι­σπω­μέ­νες και πνεύματα
κι όμως κάθε μέρα
ανα­βάλ­λο­νται οι διορθώσεις
και ο κόσμος που αγά­πη­σα αναβάλλεται…

Όλα αγρυ­πνούν στη μελαγ­χο­λία μου
όλα αντέ­χουν στην ομορ­φιά τής σκέ­ψης σου,
τα νυχτο­λού­λου­δα στο φράχτη
τα κεριά στο παράθυρο
η σκιά που παρα­στέ­κει πάντα μεσά­νυ­χτα στο φανοστάτη.

Επι­στρέ­φω, στην πόλη με τα στε­νά καντούνια
και τα σπα­τα­λη­μέ­να «σ’ αγαπώ»
επιστρέφω,
απρο­στά­τευ­τη στον πελα­γί­σιο αέρα,
επι­στρέ­φω με τον και­ρό στον καθρέφτη,
στην αγκα­λιά τού φθινοπώρου
αφε­λής παι­δι­κή ανά­μνη­ση το καλοκαίρι
στα πρώ­τα χρυσάνθεμα.

Αύριο, εν ονό­μα­τι τής αγάπης
Ζωή Δικταίου
Αμνι­σός, Αύγου­στος 2014

(Έργο «Παι­χνί­δια στην άμμο», Νατά­σα Μανέτα)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο