Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή Δικταίου: Μονόλογος, πίσω από τις μάσκες

Θρη­σκεί­ες και τέχνη, όρια ανύ­παρ­κτα επιμένω,
όχι δυσ­διά­κρι­τα,
με την ωρι­μό­τη­τα της γυναίκας,
που δεν κατα­πί­νει λόγια χαλίκια
στο τριμ­μέ­νο που­κά­μι­σο έχω κεντή­σει περιστέρια,
με την αθω­ό­τη­τα και
τη μελαγ­χο­λία του παι­διού, με την αφό­ρη­τη απόγνωση
μπρο­στά στην βαριά κλει­δω­μέ­νη πόρτα
μ’ ένα τρια­ντά­φυλ­λο να ματώ­νει στα χείλη
ίδιο παρα­μέ­νει το ερώ­τη­μα αιώνες.

Λοξές απα­γο­ρευ­μέ­νες ματιές, εσω­τε­ρι­κές παρηχήσεις
το φως, πρώ­τα στο βλέμ­μα, μετά στο νερό,
πριν γλι­στρή­σει απ’ τα χέρια στη λευ­κή σελίδα
η ποί­η­ση ζωντα­νός παλμός,
στο αργα­στή­ρι μιας τόσο φιλή­συ­χης ενασχόλησης,
κι εσύ φοβά­σαι, εσύ, μην τυχόν και σε βλάψω,
μα, εσύ πιστεύ­εις σε ιδρω­μέ­νες φωνές,
εσύ έχεις ωραία φαντα­χτε­ρή στο­λή για να αρέσεις,
ίσως να φοράς χρυ­σά γαλό­νια και στον ύπνο σου…
για να αρέ­σεις, ή να εξουσιάζεις…
Ας γελά­σω, ποια όνειρα…
Ποια όνει­ρα έχουν μέλ­λον χωρίς τα παιδιά
αυτά που σκο­τώ­νο­νται στο βωμό σου,
που πνί­γο­νται στα λασπω­μέ­να ποτάμια
που πεθαί­νουν από πεί­να και δίψα
που κρέ­μο­νται έρη­μα κορ­μά­κια σε συρματοπλέγματα.
Το δικό μου ποί­η­μα, ας γελά­σω, ένα ποί­η­μα δεν μπορεί
να ορί­ζει το δικό σου μετρή­σι­μο χώρο και χρόνο,
ο δικός μου κόσμος είναι πάντα ο ίδιος και πάντα ένας,
ένα κερί στο παρά­θυ­ρο ανά­βει το σκο­τά­δι… 

Φτά­νει πια, με το χαλα­σμέ­νο σου εγώ, μην με πλησιάζεις
σιχαί­νο­μαι τις μάσκες,
δεν θέλω να ακού­σω άλλα μπα­γιά­τι­κα ψέματα,
όσο κι αν μιλάς δεν θα κατα­φέ­ρεις να με τρομάξεις,
ξέρω να χορεύω, δεν θα στα­μα­τή­σω να χορεύω.
Η καρ­διά χτυ­πά δυνα­τά, υπερ­βο­λι­κά αδάμαστη
ελεύ­θε­ρη, ο νους ασκητής,
στην ανά­γνω­ση της παγκό­σμιας θλίψης
ανά­σες λιγο­στές στον δρό­μο της αγά­πης που στεφανώνει
και σταυ­ρώ­νε­ται. 

Θέλω να ζήσω, χωρίς κίβδη­λες αισθη­τι­κές συμφιλιώσεις
χωρίς τα καλο­γυα­λι­σμέ­να σου είδωλα
διψά η ψυχή, ακό­μη διψά,
μα δεν σου ζητώ να ξορ­κί­σεις τον φόβο μου,
όχι, δεν θέλω να τον σπεί­ρεις αλλού, όχι,
να με κρα­τή­σεις από το χέρι, να τον γνω­ρί­σου­με μαζί,
να τον ξεσκε­πά­σου­με ίσως,
να δού­με ποιος κρύ­βε­ται πίσω από τη μάσκα,
αφού συμ­φω­νού­με, εσύ το λες,
απρο­στά­τευ­τος και εκτε­θει­μέ­νος είσαι όταν δηλώνεις
«φταί­νε οι λίγοι για τις συμ­φο­ρές των πολλών…»
Θα μπο­ρού­σες;
Να γίνεις εσύ το πρό­σφο­ρο στη μεγά­λη σύναξη,
ν’ αντι­κρί­σεις με σπιν­θη­ρο­βό­λα μάτια την αλή­θεια… 

Όχι, δεν μπο­ρείς, δεν θέλεις να πας κόντρα,
να για­τί αφή­νω τον δικό μου θεό να ξαποστάσει
να πλυ­θεί από τα αίμα­τα στο δάκρυ μου
να τινά­ξει τις στά­χτες από το κεφά­λι του,
να για­τί προ­τι­μώ την τέχνη, εννο­εί­ται με γοητεύει,
εκεί να ξέρεις δεν κιν­δυ­νεύω, δεν φοβάμαι,
τις θρη­σκεί­ες τις φοβά­μαι, μαζί μ’ εσέ­να και αυτές,
όλες οι θρη­σκεί­ες μου προ­κα­λούν φόβο
δεν αντέ­χω να ακούω κηρύγ­μα­τα, ούτε υποσχέσεις
ότι προ­σεγ­γί­ζουν τα έσχα­τα ερωτήματα
ότι έχουν απα­ντή­σεις, ότι έχουν σωτήρες
ποια θρη­σκεία και πότε θα φέρει την πολυ­πό­θη­τη ειρήνη
μαζί με την ειρή­νη της ψυχής … 

 Όχι, εγώ θέλω να τραγουδήσω,
ξέρω να τρα­γου­δώ, δεν θα στα­μα­τή­σω το τραγούδι
το από­βρα­δο όταν το δει­λι­νό χαρί­ζει ουρανούς
το πρωί, όταν ο ήλιος δικαιώ­νει το ταξί­δι του
ατρι­κύ­μι­στη αφή­νο­μαι στη μέθη της ζωής,
θέλω να ζήσω, γι’ αυτό θα συνε­χί­σω το τραγούδι
γι αυτό θα κρύ­ψω τον δικό μου θεό
σ’ ένα κύμα στη θάλασ­σα ν’ αγα­πιέ­ται στην ακτή
και στα βρά­χια όταν σκορ­πί­ζε­ται στο φεγ­γα­ρό­φω­το. 

Το ξέρεις κι εσύ,
χρη­σι­μο­ποιούν τον μύθο για να επιβιώσουν
και τα σύμ­βο­λα για να δράσουν,
οι θρη­σκεί­ες, όλες οι θρη­σκεί­ες… 

Αγα­πώ, αυτό το μεί­ζον, το άπει­ρο της τέχνης
αυτό που δίνει άλλη διά­στα­ση στο πεπερασμένο
αγα­πώ την ποί­η­ση, αυτή την αρι­στο­κρα­τι­κή ηδονή
που διεκ­δι­κεί περισ­σό­τε­ρο τη μύηση,
τη βίω­ση στο μυστή­ριο του κόσμου,
παρά την απά­ντη­ση. 

Θρη­σκεί­ες, κατά περί­στα­ση υπναγωγές
ή, πάλι κατά περί­στα­ση διεγερτικές,
πολύ­πλευ­ρα συμφέροντα,
άπει­ρες συμ­φε­ρο­ντο­λο­γι­κές συσπειρώσεις
κατα­πιε­στι­κοί μηχα­νι­σμοί, ψηφοθηρίες,
προ­σευ­χές σε θεούς
θεοί που σωπαί­νουν, θεοί που δεν απαντούν
στη βία της ανοη­σί­ας, της ηλί­θιας φλυαρίας,
της κατα­σκευα­σμέ­νης δυστυχίας
στο δρά­μα της απει­λής που επα­να­κάμ­πτει πιο ζοφερή
και υπό­σχε­ται για όλους, άκου­σέ το αυτό,
για όλους έναν άλλο Μεσαίωνα…
Η στεί­ρα ζωή σου βυζαί­νει θειά­φι στα χαλάσματα,
η δική μου λεμο­ναν­θό στην ανοι­κτή πλη­γή του κόσμου. 

Άφη­σέ με να αμφι­βάλ­λω, θέλω να ζήσω,
να αγα­πώ το απέ­ριτ­το, τις ρευ­στές πινελιές
στις εξαϋ­λω­μέ­νες μορ­φές του Γκρέκο,
να με συγκι­νεί η δρα­μα­τι­κή λυρι­κό­τη­τα στα πρόσωπα,
το φως, το φως σε μια μικρή αμφιβολία,
το φως όταν πέφτει πάνω στη λερω­μέ­νη αγιοσύνη
των φτω­χών αμαρ­τω­λών. 

Άφη­σέ με, αμφι­βάλ­λο­ντας να μεί­νω ελεύθερη,
να παρα­τη­ρώ με δέος,
την ανάρ­μο­στη «Πανα­γία του Ελέους»
να αισθά­νο­μαι την οδύ­νη της τέχνης εκείνου
του Δομή­νι­κου,
να στο­χά­ζο­μαι το δάκρυ του αξεθύμαστο
κι ανερ­μή­νευ­το στο πρό­σω­πο μιας Μαγδα­λη­νής. 

Μόνο η ποί­η­ση έχει μεί­νει, αρμο­νία ανείπωτη
μόνο στην ποί­η­ση τα πράγ­μα­τα δεν γερνούν
δεν ξεθω­ριά­ζουν, δεν αρρω­σταί­νουν τα λουλούδια
στην ποί­η­ση δεν φοβά­σαι τις λέξεις,
οι λέξεις γίνο­νται φωνές, είναι φωνές,
όταν ξημε­ρώ­νει στα φτε­ρά του κύκνου,
όταν βρα­διά­ζει στα λησμο­νη­μέ­να μνήματα
η ποί­η­ση είναι φωνή.
Μ’ ακούς; 

Όχι, δεν ακούς,
προ­τι­μάς τις μεταλ­λι­κές φωνές, αυτές μεγε­θύ­νουν το μίσος
αυτές τις άχρω­μες της τηλε­ό­ρα­σης που σε τρελαίνουν,
την ίδια ώρα ένα αηδό­νι κελαη­δεί στον καλαμιώνα
και κάπου αλλού,
κάποιο άλλο θρη­νεί σ’ ένα σιδε­ρέ­νιο κλουβί
μα εσύ, δεν θέλεις να χαλά­σεις την εύκο­λη ρέμ­βη σου
σ’ αρέ­σουν οι κουρ­δι­σμέ­νες κάρ­γιες. 

Oι λέξεις μαχό­με­νες, πάντα αιώνιες,
οι λέξεις γνω­ρί­ζουν μόνο ν’ ανατέλλουν,
ακό­μη και στο ηλιοβασίλεμα,
οι λέξεις ατσα­λά­κω­τες, αρυτίδωτες,
οι λέξεις γεν­νούν ιδέες,
οι λέξεις στην ποί­η­ση, ηχη­ρή διαμαρτύρηση,
οι λέξεις, αυτές έμει­ναν να θυμίζουν
την χωρίς φωτο­στέ­φα­νο καθημερινότητα
τόσων γεν­ναί­ων κατα­φρο­νε­μέ­νων ανθρώ­πων. 

Το υπο­ψιά­ζε­σαι και εσύ,
έχεις και μια άλλη πλευ­ρά του εαυ­τού σου, σκοτεινή,
αυτή θέλουν να σου ξυπνήσουν,
να επι­τρέ­ψεις στο τέρας να εκδη­λω­θεί ξανά,
δεν με προ­σέ­χεις, δεν προ­αι­σθά­νε­σαι τίποτα
ούτε αυτό τον ορυ­μα­γδό που έρχεται
καβά­λα στην άβυσ­σο. 

Ποτί­ζουν λήθη την ψυχή σου, αύριο άπνοος
και άβου­λος, θα φτά­σεις στο θάνατο
εκεί στα καπνι­σμέ­να ερεί­πια που βλέ­πεις τώρα μακριά,
αύριο, εδώ
κι εσύ μορ­φά­ζεις αδιά­φο­ρα, φτά­νει να μην ξεβολευτείς
σ’ αρέ­σουν οι κουρ­δι­σμέ­νες κάρ­γιες. 

Ποια σωστή λέξη, ποια αλη­θι­νή εικόνα,
ο όχλος είναι ικα­νο­ποι­η­μέ­νος, ο όχλος χειροκροτεί
ζαλι­σμέ­νος θα φορέ­σει άλλη μια φορά το σάβανο
της ίδιας ολέ­θριας δύνα­μης, ο όχλος…
Ο λαός έχει λόγο και άπο­ψη, ο λαός της οικουμένης
ο άυλος ποτα­μός που γνω­ρί­ζει πότε να κυλήσει
θα κυλή­σει ερή­μην σου…
Ανθί­ζουν τα γερά­νια στο περ­βά­ζι. 

Ποί­η­ση, μια αόρι­στη ώθη­ση στην ψυχή
ο ενδό­μυ­χος συγ­γε­νής θεός σε πλησιάζει
ταλα­ντού­χος θεός, γελά­ει μαζί σου, κλαί­ει μαζί σου
«φύλα­ξέ με», ψιθυ­ρί­ζει ,  «φύλα­ξέ με»,
από την παρα­φω­νία που κατα­σπα­ράσ­σει την αγάπη
«φύλα­ξέ με» ψιθυ­ρί­ζει και χάνεται…
Σε ώρα μονα­χι­κή, σε ώρα απομόνωσης,
μαζί σου κλαί­ει, για εσέ­να κλαίει.
Γύρι­σαν τα χελι­δό­νια στην ίδια φωλιά. 

Τώρα, τα μισά φύλ­λα στα δέντρα θα γίνουν πουλιά
Αύριο, θα φέρουν την Άνοι­ξη, την πιο ακρι­βή Άνοιξη,
τα άλλα μισά θα μείνουν
να γητέ­ψουν τη ζωή στον και­ρό της αγάπης.
Ξύπνα ν’ ανά­ψου­με μαζί τα σκοτάδια,
ξύπνα ανί­δεη ψυχή, ξύπνα κι εσύ
στην ασυ­λία της μητρι­κής σου γλώσ­σας να βρεις λέξεις
αυτές που καρ­πο­φο­ρούν, κόκ­κι­να μήλα στο άνυ­δρο τοπίο,
ξύπνα να μετα­λά­βου­με μαζί φως κι ουρα­νό. 

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταί­ου
Κέρ­κυ­ρα 11 Μάρ­τη του 2020

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο