Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή Δικταίου: Μονόλογος στη μελαγχολία των Χριστουγέννων

Θα χαθώ στη μικρή μου κρυψώνα,
κοι­τά­ζο­ντας αυτό που δεν βλέπει,
όρα­ση στε­νή, φοβισμένη,
θα κρυ­φτώ, τόσο υπέ­ρο­χα ξένη κι αράγιστη
στη φαντα­σμα­γο­ρία τής γιορτής.
Και το φιλί σου, αδιά­φο­ρο κι αυτό,
όπως τα κρύα φιλιά στις εικό­νες των αγίων.
Ανή­ξε­ρα τα χει­μω­νιά­τι­κα τριαντάφυλλα
ρεμ­βά­ζουν από το παρά­θυ­ρο. Ματώ­νουν οι λέξεις.
Κοστί­ζουν οι λέξεις.

Να εκεί, εκεί θα χαθώ, εκεί δεν φτά­νει η αργυρή
δική σου ψυχρό­τη­τα, εκεί δεν υπάρ­χουν βιτρίνες
εκεί θ’ απλώ­σω τα σύνερ­γα, τα παράπονα
τις ανα­μνή­σεις μου, όλα, σε μια γωνιά τής ψυχής,
ν’ αγγί­ξω σημά­δια και ξέφτια
να μετρή­σω ξανά και ξανά αυτό που λες «συγ­χω­ρη­τέο»
το ίδιο που ονο­μά­ζω ολέθριο.
Ξέρω μόνο τα μισά
απ’ όσα εσύ δεν θέλεις να μιλή­σεις. Φυσά­ει έξω.
Η παγω­νιά μ’ αγκα­λιά­ζει. Αδιέ­ξο­δες σκέψεις.
Δεν θέλω να ελπίζω.
Αμεί­λι­χτη η μονα­ξιά της απι­στί­ας, πάντα εδώ.
«Να μην χαλά­σου­με τα Χρι­στού­γεν­να», είπε
μα δεν είδε, στον ψιχα­λι­σμέ­νο δρό­μο του έρωτα
στά­ζει αίμα η παλιά μου ομπρέλα.

Παλ­λό­με­να τα σύνο­ρα τής καρ­διάς , ομί­χλη κίτρινη
τελευ­ταί­ος πέφτει ο λυγ­μός τού φεγγαριού
στην ανα­πά­ντε­χη γαλή­νη τής μονα­ξιάς. Θυμάμαι,
με την ίδια φωνή το είχε πει και σ’ εμένα
εκεί­νο το «σ’ αγα­πώ», ίδιο ακού­στη­κε στην άγνοιά μου,
όπως όλα τα «σ’ αγα­πώ» τού κόσμου
κι ύστερα,
όπως όταν τα τραί­να συλ­λα­βί­ζουν ράγες τής ερημιάς,

Ένιω­σα πρώ­τα πως ανέ­βαι­να κερ­κί­δες τ’ ουρανού
μια κινού­με­νη φλό­γα έδι­νε όνο­μα στο βλέμμα
μα τι κρί­μα, δεν κατά­φε­ρε να ξεχωρίσει
να τρυ­πώ­σει ανά­με­σα στα μαλ­λιά μου,
να κρυ­φτεί στις άκριες των δαχτύλων
να το αισθά­νο­μαι φως και αφή ακριβή.

Δεν πρό­φτα­σε να κουρ­νιά­σει πάνω στα χείλη
να περι­μέ­νει πίσω απ’ την πόρτα,
να γίνει μια στά­λα βρο­χής σπον­δή στον έρωτα.
Δεν βρή­κε θάλασ­σα να ταξιδέψει
ούτε βλέμ­μα να βου­λιά­ξει, όχι
βρή­κε όμως χίλιους τρό­πους να με πονέσει
αυτό το λερω­μέ­νο «σ’ αγα­πώ», μιλάει
για όσα ερή­μην μου έζη­σες απο­λαμ­βά­νο­ντας την ηδονή
μιλά­ει και για ό,τι μού στέρησες.
Μέχρι την άκρη τής απο­γο­ή­τευ­σης με πήγες
μονά­χη όμως τον ανή­φο­ρο περπάτησα .

Περι­φρό­νη­σα το παρελ­θόν σου, λάθος μου,
έχει βλέ­πεις τη δύνα­μη να σε εξουσιάζει,
κάθε που έρχο­νται Χρι­στού­γεν­να ανοί­γω τις φλέ­βες μου
δεν μπο­ρώ να μην το σκέφτομαι
ενέ­χυ­ρο η ψυχή σε δεκα­ε­πτά κάρτες
εσύ τις έγρα­ψες, λέξεις ναυάγια
αυτές που νόμι­σες θα εξαρ­γύ­ρω­ναν τη σιωπή
μόνο που ο χρό­νος έρχε­ται πάντα πιο αληθινός
ξέρεις εδώ πλη­ρώ­νο­νται όλα…

Εκεί­νο το «σ’ αγαπώ»
μάζε­ψε τον εφιάλ­τη από τις οξει­δω­μέ­νες μνήμες
και τις εξό­ρι­στες υποσχέσεις,
μαζεύ­ει ακό­μα τον και­ρό από τα φτε­ρά τής λύπης
όσο ασύ­νο­ρη η θύμη­ση γυρί­ζει πίσω
και μετρά, μαζί με τις λέξεις μιας άλλης γλώσσας,
δεκα­ε­πτά ευχε­τή­ριες χρι­στου­γεν­νιά­τι­κες κάρτες,
ερεί­σμα­τα απιστίας,
αυτές που επι­μέ­νεις να λες «δεν σήμαι­ναν τίποτα»
κι όμως τελι­κά σήμαι­ναν τα πάντα.

Ας μην μπερ­δεύ­ου­με τις αλήθειες,
ανα­βο­σβή­νουν μέσα μας, βεγγαλικά,
ξυπνούν τ’ αδέ­σπο­τα χαστού­κια, μου­διά­ζει η ψυχή
μέμ­φε­σαι την πτώ­ση, παρα­μύ­θια λες,
τί προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα και στιγ­μές αδυναμίας,
με μια συγ­γνώ­μη τίπο­τα δεν σώζε­ται τόσο εύκολα.

Ευτυ­χώς, έχει εφευ­ρε­θεί το τέλος
και για την τέχνη των παρα­νό­μων εραστών,
το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο γυα­λί τής καρ­διάς σου ράγισε
πόσες άκυ­ρες εικό­νες, πόσα φρι­κτά ψέμα­τα απειλούν
να χαλά­σουν τις μέρες μου
τώρα που η βιτρί­να τής καθώς πρέ­πει αγί­ας οικογένειας
έγι­νε συντρίμμια…

Μην το ξεχνάς, θέλω πίσω τον εαυ­τό μου
εκεί­νη την τρε­μά­με­νη φωνή τού ανθρώ­που μέσα μου,
και δεν θ’ αφή­σω άλλα δάκρυα να εμπο­δί­σουν τη θέαση
κι ούτε θέλω να ξαναδιαβάσω
το φτη­νό τσα­λα­κω­μέ­νο ραβα­σά­κι τής αγά­πης σου
τού­τη η αγά­πη φαντά­ζει απελπισία.
Εμέ­να μού έφτα­ναν πάντα μια χού­φτα ψίχουλα
φορώ το ίδιο φόρε­μα τής αθω­ό­τη­τας κατάσαρκα,
αυτό άντε­ξε, για να γιορ­τά­ζεις και σήμε­ρα μαζί μου,
εσύ γιορ­τά­ζεις, εσύ, όχι εγώ,
εγώ απλά παρί­στα­μαι, μολο­νό­τι αδι­καί­ω­τη η περη­φά­νια μου.

Κάνω παρέα σε ανή­συ­χους ύπνους
με κάτι φτω­χούς προ­δο­μέ­νους Δαίμονες
κοντά σαρά­ντα χρό­νια μετά
κου­ρα­σμέ­νη από την τόση υπομονή,
το ξέρω πως οι πρά­ξεις σου, μού κλέ­βουν την πανσέληνο,
σιχαί­νο­μαι μαζί με άλλα
και αυτή την κοι­νω­νία τής απέ­ρα­ντης ανοχής
δεν αντέ­χω βλέ­πεις άλλες διαψεύσεις,
οι φυλαγ­μέ­νες σου απα­ντή­σεις βαθαί­νουν την πληγή.
Ξεγε­λού­σες τον εαυ­τό σου,
είσαι τάχα μου, εσύ που δεν αφήνεσαι ,
να παρα­συρ­θείς από κοι­νά πάθη
είσαι εσύ που ξεφυλλίζεις
το ημε­ρο­λό­γιο των Χριστουγέννων
με θρη­σκευ­τι­κή ευλά­βεια, ή και με κατάνυξη
και ορκί­ζε­σαι ακό­μη πως εσύ ποτέ,
εσύ ποτέ δεν με πρόδωσες.

Οδυ­νη­ρή η ανά­μνη­ση και η πληρωμή…
Τώρα που οι παλιές επι­θυ­μί­ες σε αποφεύγουν
Νομί­ζεις πως σώζε­σαι. Νομίζεις…

Και όμως γελώ, με ολό­φλο­γα μάτια
αγνα­ντεύω ασά­λευ­τη το πέλαγος
μαθαί­νω από την πεθυ­μιά τού ανέμου
και από τού κόσμου τα βάσανα
και­νού­ρια ανά­γνω­ση στη ζωή.

Έρη­μη η ακτή,
τον μέσα μου χει­μώ­να δεν αντέχω
όσο ακούω εκεί­νο το κάλ­πι­κο «σ’ αγαπώ»
όσο οι κάρ­τες σου με τις ωραί­ες ζωγραφιές
παρα­ταγ­μέ­νες η μια δίπλα στην άλλη,
ή, η μια πίσω από την άλλη
ξυπνούν την κόλαση.

Για να γλι­τώ­σω κλαίω, θυμώ­νω, παραμιλώ„
κου­βε­ντιά­ζω με την άπια­στη χίμαιρα
για την ελπί­δα που δεν καρποφόρησε
και ναι, δεν θέλω να γιορ­τά­ζω τα Χριστούγεννα.
Δεν θέλω, το ασύλ­λη­πτο να τρέ­φει προσδοκίες.
Χρι­στός, δικός σου, δια­λεγ­μέ­νος απ’ τον φόβο σου.
Αμφί­βο­λη έννοια η σωτη­ρία που γυρεύεις
τα κατα­φύ­για με απελ­πί­ζουν ακό­μη περισσότερο
ξυπνούν τις θύελ­λες μέσα μου,
όπως τα πεπρω­μέ­να που δεν γνώ­ρι­σαν εξέλιξη
όπως τα ακρι­βά αμά­ξια που δεν βρή­καν λεωφόρο
όπως οι πελώ­ριες κραυ­γές των παιδιών.

Απο­μο­νω­μέ­νοι ναι, άθι­κτοι όχι. Πώς να πιστέψω;
Τα μάτια κρά­τη­σαν το χρώ­μα του νερού.
Μετοί­κη­σε η χαρά αφή­νο­ντάς σου τα χαμέ­να Χριστούγεννα
και την ακα­τά­δε­χτη συγκί­νη­ση. Και τώρα τί;
Τι κι αν τα σώμα­τα εφά­πτο­νται σε σκο­τει­νά δωμάτια
κάτω από μετα­ξω­τά σεντό­νια, κάτω από νοτι­σμέ­νες τύψεις,
το φως δια­περ­νά τα κίβδη­λα σημεία. Το φως…

Ξέρεις, μ’ ένα γαρί­φα­λο καρ­φι­τσω­μέ­νο στο στήθος,
εγώ τον Μέγα Ήλιο έχω πολιούχο.

Μην πλη­σιά­ζεις, δεν αντέ­χω το ψέμα σου
να σού θυμί­σω, πιστεύω το φως
μόνο το φως που ονειρεύτηκα
αυτό που βλέ­πει το άκα­κο ξεψύ­χι­σμα των αγριμιών
και πέφτει στα­γό­να – σταγόνα
φιλο­δω­ρεί την πέτρα στη Δίκτη.

Δεκα­ε­πτά χρι­στου­γεν­νιά­τι­κες κάρτες,
σίγου­ρα με ωραία τοπία
Εσύ τις έγρα­ψες, ούτε μια, ούτε δυο,
δεκα­ε­πτά χαρού­με­νες κάρ­τες πλημ­μυ­ρι­σμέ­νες αφοσίωση
και άλλα «σ’ αγαπώ»,
ψεύ­τι­κα «σ’ αγα­πώ» των Χριστουγέννων,
αυτά, σωριάζονται
με την πίκρα τής εμπει­ρί­ας στο πάτωμα.

Όταν γιορ­τά­ζει η προ­δο­σία δεν ζητάς εξηγήσεις
από­ψε κλεί­νει επί­ση­μα τρεις δεκα­ε­τί­ες, αν το θυμάσαι.
Ζεστό το χώμα στην κρύα νύχτα, στο χώμα νυσταγμένα
θα γεί­ρω με τα φύλ­λα, χωρίς τα Χριστούγεννα.

Αύριο, θα μας διδά­ξουν τα χέρια το εξό­ρι­στο άγγιγμα
Αύριο, ανοι­χτός στην ανά­γκη μου θα γυρίσεις,
αζή­τη­τη πρα­μά­τεια το ψέμα θα μείνει.
Αύριο, σε επι­λή­σμο­να χρη­σμό καρα­δο­κεί η λήθη
Αύριο, χαρά­ζο­ντας λέξεις αλήθειας
στο σώμα του ήλιου, ο νόστος θ’ ανά­ψει τα κρίματα
χωρίς τα τερ­τί­πια του ασύλ­λη­πτου χρόνου,
κρα­τώ την επι­στρο­φή, τρόπαιο
σε άλλον ορίζοντα.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα, 28 Δεκέμ­βρη 2018

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο