Κορφή ψηλή και φανερή, πηγή τής φαντασιάς μου
λάμπει η χαρά ολόχρυση,
οκτώσχημη ασπίδα
ξομπλιάζει η Πούλια ουρανό
άστρα κεντά ο Εντίχτης
διπλός κόμπος η ζώνη μου στις άκριες τα κουδούνια.
Ξέστηθη ναι, δε ντρέπομαι,
η πάχνη στα μαλλιά μου
φέρνει περίσσιες μυρωδιές,
ξυπνήσανε τα φίδια
και μια ανεξήγητη γραφή απ’ τη λερή την πέτρα
στα μάτια φανερώνεται, στα μάτια πεταλούδες.
Κατράμι βάφει τα βουνά, εκείνα που απαρνιέσαι
κι ύστερα φταίνε οι κεραυνοί
και τα βαθιά κρυμμένα.
Η Όστρια το μολογά, τα νέφαλα πλανεύει
χορεύει η απάρθενη ψυχή
όμορφη, αλαφροπόδα,
στην Έργανο ονειρεύεται,
στην Τσίβη αγαπιέται
και στη Σελένα προσκυνά νιοφτέρουγο φεγγάρι.
Μεθά ο ήλιος στο Σπαθί οι άγνωροι ίσκιοι τρέμουν
γυρνά τ΄ αδράχτι η ζωή
με τ’ αργυρό σφοντύλι.
Στο φιλντισένιο χτένι σου,
στον αργυρό αργαλειό σου
σαν ψιχαλίζει τ’ όνειρο,
σαν ο καημός νικιέται
σαν ο πρωτόφαντος ανθός, απ’ τον παλιό μου πόνο,
πίνει νερό και ξεδιψά,τον θάνατο μαλώνω
Βουίζει τ’ άγριο πέλαγο στην απλωσιά τού Νότου
βογκούν στοιχειά και κύματα,
εφάρδυνε η καρδιά μου,
μιλώ για εσένα, κελαηδούν οι πέρδικες στα πλάγια
κι ο αλαργινός ορίζοντας γοργά κοντοσιμώνει.
Άβατη σκέψη,
απρόσιτα περάσματα του νου μου
να λαμπαδιάσει το κορμί σε άγρια καταιγίδα.
Ευλογημένη η πρώτη αρχή
σημάδια ξεβαμμένα
απ’ τα παλιά πατήματα και την αρχαία γέννα.
Έλα κοντά, φλούδα σκουριάς
φως και φωνή στο χώμα
μιας ξεχασμένης εποχής κρίνα λευκά στο σώμα.
Σαλεύει ο νους,
τα μάτια ογρά, μάτια γεμάτα ρόδα,
κυλά παμπάλαιο το νερό
τρέχει και δεν γυρίζει
συλλαβιστά χαρίζεται και μυστικά ξορκίζει.
Εδώ τελειώνει η ζωή, εδώ και ξαναρχίζει.
Εσένα θέλω να σωθώ, με λέξεις αναπνέω
κι αν δε σωθώ, δε σώζεσαι,
στη μια σου λέξη καίω.
Το κροσσωτό μαντήλι μου και τα σφιγμένα χέρια
λύνω στο βραδινό ουρανό σ’ αληθινό σκοτάδι,
εγώ εδώ γεννήθηκα σ’ ένα βαθύ πηγάδι.
Μεστώνει ο νους την πεθυμιά ανθίζουν μαντιλίδες,
μια διψασμένη μέλισσα, οκτώ χρυσές σφραγίδες,
φωνάζω, απαντά η σιωπή
κι ύστερα η Κεραζώζα
ψιχαλιστά, ζωγραφιστά το βλέμμα σου κερδίζει
μίτο καινούριο η ζωή απόψε σου χαρίζει.
Φλόγα ζεστή που σε καλεί ν’ ανάψεις τα σκοτάδια
στην πυρωμένη άβυσσο
γυπαετός γεννιέται
ακούω τον πρώτο μου εαυτό,
σπαράζει από αγάπη.
Δίκτη, ποιά κόρη αθώρητη στο δώμα σου χορεύει
ποιά την καρδιά μου άγγιξε
κι ανοίξανε τα μάτια,
βαστά μαντάτα
και χρυσές περγαμηνές στα χέρια
γλυκός ο πόθος την αυγή καίγεται πριν με κάψει.
Τα λόγια στάχυα αθέριστα,
δάκρυα πετρωμένα
ήταν γραμμένα κι άγραφτα πριν γίνουν πεπρωμένα.
Πλήθια του ανέμου τα προικιά
μού τάζουν απ’ αλάργα
μα δεν μ’ αφήνει η ρίζα μου
μήτε η βαθιά πληγή μου.
Άτρεμη η λίμνη των ματιών,
στα μάτια χελιδόνια.
Γυναίκα χαλκογόνατη, Δίκτυννα αρχαία κόρη,
γλιστρούν οι ομίχλες χαμηλά
στο σάλεμα τής ρίζας
σε πέτρας σπλάχνο η ελιά.
Δίκταμο ο αέρας μύρισε
άχραντη αγάπη όπως παλιά
γεννιέται κάθε Άνοιξη του νου άγια κατάνυξη.
Να δοξαρέψω το κορμί γυρεύω αιτία κι αφορμή,
ο πόθος παραστράτησε
κι ο Έρωτας ξεστράτισε.
Κόκκινο μήλο και κρασί, εσύ τ’ αγκάθι μου, εσύ.
Πικρά ηλιοβασιλέματα βυθίζονται στα βλέμματα.
Καινούρια η περπατησιά
του τόπου και του ανθρώπου.
Στη μυστική σου δέηση η λίμνη τής ψυχής μου
ανάσα δεντρολίβανο,
τ’ αηδόνια ζευγαρώνουν
αγρύπνησε ο λεμονανθός, ξεφάντωσε το κλήμα
η ώχρα πέταξε βλαστούς κι ο βράχος παπαρούνες.
Βροχές και χιόνια και νερά, απ’ τ’ ακριβά σου μάτια
αστέρευτα ω Δίκτυννα!
Ω Δίκτυννα Λιμναία! Ο κόσμος ξαναγύρισε
ποτίζονται και οι λέξεις,
χείλη βροχής και προσευχής,
αφίλητα τα χείλη,
παραφυλούν στ’ απόκρυφα, μετράς τα καλοκαίρια.
Έχει καιρό που με καίει. Δεν μου αρέσει.
Λιμναία Δίκτυννα τη λένε την καινούρια λίμνη με το παμπάλαιο νερό…
Χαλάλι…
Ό,τι χαρίζεται είναι αυτό που δεν χάνεται.
Λασίθι, ένα βαθύ πηγάδι ο τόπος μου!
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 23 Φλεβάρη 2019
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα.
Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ‘ ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου.Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.
Εργογραφία
Ιστορίες για φεγγάρια, παιδική λογοτεχνία
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, μυθιστόρημα
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, μυθιστόρημα
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, διηγήματα
Αύριο, στάχυα οι λέξεις, ποιητική συλλογή
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, διηγήματα
Λασίθι, Τόπος Μέγας, αφήγημα
Συμμετοχές
Μονόλογοι, ποιητική ανθολογία
Γράμματα της ποίησης, ποιητική ανθολογία