Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή Δικταίου: Ω Δίκτυννα Λιμναία!

Κορ­φή ψηλή και φανε­ρή, πηγή τής φαντα­σιάς μου
λάμπει η χαρά ολόχρυση,
οκτώ­σχη­μη ασπίδα
ξομπλιά­ζει η Πού­λια ουρανό
άστρα κεντά ο Εντίχτης
διπλός κόμπος η ζώνη μου στις άκριες τα κουδούνια.

Ξέστη­θη ναι, δε ντρέπομαι,
η πάχνη στα μαλ­λιά μου
φέρ­νει περίσ­σιες μυρωδιές,
ξυπνή­σα­νε τα φίδια
και μια ανε­ξή­γη­τη γρα­φή απ’ τη λερή την πέτρα
στα μάτια φανε­ρώ­νε­ται, στα μάτια πεταλούδες.

Κατρά­μι βάφει τα βου­νά, εκεί­να που απαρνιέσαι
κι ύστε­ρα φταί­νε οι κεραυνοί
και τα βαθιά κρυμμένα.

Η Όστρια το μολο­γά, τα νέφα­λα πλανεύει
χορεύ­ει η απάρ­θε­νη ψυχή
όμορ­φη, αλαφροπόδα,
στην Έργα­νο ονειρεύεται,
στην Τσί­βη αγαπιέται
και στη Σελέ­να προ­σκυ­νά νιο­φτέ­ρου­γο φεγγάρι.

Μεθά ο ήλιος στο Σπα­θί οι άγνω­ροι ίσκιοι τρέμουν
γυρ­νά τ΄ αδρά­χτι η ζωή
με τ’ αργυ­ρό σφοντύλι.
Στο φιλ­ντι­σέ­νιο χτέ­νι σου,
στον αργυ­ρό αργα­λειό σου
σαν ψιχα­λί­ζει τ’ όνειρο,
σαν ο καη­μός νικιέται
σαν ο πρω­τό­φα­ντος ανθός, απ’ τον παλιό μου πόνο,
πίνει νερό και ξεδιψά,τον θάνα­το μαλώνω
Βουί­ζει τ’ άγριο πέλα­γο στην απλω­σιά τού Νότου
βογκούν στοι­χειά και κύματα,
εφάρ­δυ­νε η καρ­διά μου,
μιλώ για εσέ­να, κελαη­δούν οι πέρ­δι­κες στα πλάγια
κι ο αλαρ­γι­νός ορί­ζο­ντας γορ­γά κοντοσιμώνει.

Άβα­τη σκέψη,
απρό­σι­τα περά­σμα­τα του νου μου
να λαμπα­διά­σει το κορ­μί σε άγρια καταιγίδα.

Ευλο­γη­μέ­νη η πρώ­τη αρχή
σημά­δια ξεβαμμένα
απ’ τα παλιά πατή­μα­τα και την αρχαία γέννα.
Έλα κοντά, φλού­δα σκουριάς
φως και φωνή στο χώμα
μιας ξεχα­σμέ­νης επο­χής κρί­να λευ­κά στο σώμα.

Σαλεύ­ει ο νους,
τα μάτια ογρά, μάτια γεμά­τα ρόδα,
κυλά παμπά­λαιο το νερό
τρέ­χει και δεν γυρίζει
συλ­λα­βι­στά χαρί­ζε­ται και μυστι­κά ξορκίζει.
Εδώ τελειώ­νει η ζωή, εδώ και ξαναρχίζει.

Εσέ­να θέλω να σωθώ, με λέξεις αναπνέω
κι αν δε σωθώ, δε σώζεσαι,
στη μια σου λέξη καίω.
Το κροσ­σω­τό μαντή­λι μου και τα σφιγ­μέ­να χέρια
λύνω στο βρα­δι­νό ουρα­νό σ’ αλη­θι­νό σκοτάδι,
εγώ εδώ γεν­νή­θη­κα σ’ ένα βαθύ πηγάδι.
Μεστώ­νει ο νους την πεθυ­μιά ανθί­ζουν μαντιλίδες,
μια διψα­σμέ­νη μέλισ­σα, οκτώ χρυ­σές σφραγίδες,
φωνά­ζω, απα­ντά η σιωπή
κι ύστε­ρα η Κεραζώζα
ψιχα­λι­στά, ζωγρα­φι­στά το βλέμ­μα σου κερδίζει
μίτο και­νού­ριο η ζωή από­ψε σου χαρίζει.

Φλό­γα ζεστή που σε καλεί ν’ ανά­ψεις τα σκοτάδια
στην πυρω­μέ­νη άβυσσο
γυπα­ε­τός γεννιέται
ακούω τον πρώ­το μου εαυτό,
σπα­ρά­ζει από αγάπη.

Δίκτη, ποιά κόρη αθώ­ρη­τη στο δώμα σου χορεύει
ποιά την καρ­διά μου άγγιξε
κι ανοί­ξα­νε τα μάτια,
βαστά μαντάτα
και χρυ­σές περ­γα­μη­νές στα χέρια
γλυ­κός ο πόθος την αυγή καί­γε­ται πριν με κάψει.

Τα λόγια στά­χυα αθέριστα,
δάκρυα πετρωμένα
ήταν γραμ­μέ­να κι άγρα­φτα πριν γίνουν πεπρωμένα.

Πλή­θια του ανέ­μου τα προικιά
μού τάζουν απ’ αλάργα
μα δεν μ’ αφή­νει η ρίζα μου
μήτε η βαθιά πλη­γή μου.
Άτρε­μη η λίμνη των ματιών,
στα μάτια χελιδόνια.
Γυναί­κα χαλ­κο­γό­να­τη, Δίκτυν­να αρχαία κόρη,
γλι­στρούν οι ομί­χλες χαμηλά
στο σάλε­μα τής ρίζας
σε πέτρας σπλά­χνο η ελιά.

Δίκτα­μο ο αέρας μύρισε
άχρα­ντη αγά­πη όπως παλιά
γεν­νιέ­ται κάθε Άνοι­ξη του νου άγια κατάνυξη.

Να δοξα­ρέ­ψω το κορ­μί γυρεύω αιτία κι αφορμή,
ο πόθος παραστράτησε
κι ο Έρω­τας ξεστράτισε.
Κόκ­κι­νο μήλο και κρα­σί, εσύ τ’ αγκά­θι μου, εσύ.
Πικρά ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τα βυθί­ζο­νται στα βλέμματα.

Και­νού­ρια η περπατησιά
του τόπου και του ανθρώπου.
Στη μυστι­κή σου δέη­ση η λίμνη τής ψυχής μου
ανά­σα δεντρολίβανο,
τ’ αηδό­νια ζευγαρώνουν
αγρύ­πνη­σε ο λεμο­ναν­θός, ξεφά­ντω­σε το κλήμα
η ώχρα πέτα­ξε βλα­στούς κι ο βρά­χος παπαρούνες.

Βρο­χές και χιό­νια και νερά, απ’ τ’ ακρι­βά σου μάτια
αστέ­ρευ­τα ω Δίκτυννα!
Ω Δίκτυν­να Λιμναία! Ο κόσμος ξαναγύρισε
ποτί­ζο­νται και οι λέξεις,
χεί­λη βρο­χής και προσευχής,
αφί­λη­τα τα χείλη,
παρα­φυ­λούν στ’ από­κρυ­φα, μετράς τα καλοκαίρια.

Έχει και­ρό που με καί­ει. Δεν μου αρέσει.
Λιμναία Δίκτυν­να τη λένε την και­νού­ρια λίμνη με το παμπά­λαιο νερό…
Χαλάλι…
Ό,τι χαρί­ζε­ται είναι αυτό που δεν χάνεται.
Λασί­θι, ένα βαθύ πηγά­δι ο τόπος μου!

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα 23 Φλε­βά­ρη 2019

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο