Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή Καρέλλη, σεμνή παρουσία στην ποίηση

Η Ζωή Καρέλ­λη που γεν­νή­θη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη το 1901 και πέθα­νε το στις 17 Ιού­λη 1998.

Ξεχώ­ρι­σε  με το έργο της, αλλά και με τη σεμνή παρου­σί­α­σή της στο χώρο των Γραμ­μά­των και της Τέχνης. Μέσα από την ποί­η­σή της εκφρά­ζει την υπαρ­ξια­κή αγω­νία και σκια­γρα­φεί τον έρω­τα, τη μονα­ξιά, το πέρα­σμα του χρό­νου και το θάνα­το. Η καλ­λι­τε­χνι­κή της δημιουρ­γία, είναι επη­ρε­α­σμέ­νη από όλα τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα που σημά­δε­ψαν τη χώρα μας και τους ανθρώ­πους της γενιάς της. Στη λογο­τε­χνία πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε το 1935, ενώ το 1940 θα εκδώ­σει τη συλ­λο­γή “Πορεία”.

«Ολό­κλη­ρο το έργο της δια­πνέ­ε­ται από σεβα­σμό και εμπι­στο­σύ­νη στον άνθρω­πο, από έντο­νο κοι­νω­νι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό, που την οδη­γούν σε συνει­δη­τή στά­ση ζωής για κρί­σι­μα ζητή­μα­τα που δοκι­μά­στη­καν στην επο­χή μας. Ο πόλε­μος και η Κατο­χή του ’40 τη γεμί­ζουν οργή και της εμπνέ­ουν μερι­κές από τις καλύ­τε­ρες ποι­η­τι­κές σελί­δες. Υμνεί με χάρη και πάθος την ειρή­νη. Οσο αγα­πά­ει τη ζωή, άλλο τόσο μισεί τον πόλε­μο. Η ποι­ή­τρια της Θεσ­σα­λο­νί­κης δίνει συγκλο­νι­στι­κή περι­γρα­φή από το δρά­μα της Κατο­χής, όπως το απο­τυ­πώ­νει μέσα στους δρό­μους της πει­να­σμέ­νης πόλης. Και είναι ο ποι­η­τι­κός της οίστρος απα­ρά­μιλ­λος, όταν υμνεί τους αγώ­νες της Γυναί­κας — Μητέ­ρας για ανε­ξαρ­τη­σία και ισο­τι­μία» (Από την ανα­κοί­νω­ση της Κομ­μα­τι­κής Οργά­νω­σης Θεσ­σα­λο­νί­κης του ΚΚΕ με την αναγ­γε­λία θανά­του της ποιήτριας).

Πόθοι

Πόθοι νεα­νι­κοί,

σαν πολύ ωραί­οι, νεα­νι­κοί εραστές,

με άψο­γη την αγνό­τη­τα της ορμής,

μ’ απα­ρά­μιλ­λη περη­φά­νεια κι ευγένεια.

Έσβη­σαν.

Όπως για κάποιους νέους λεν,

πως ο θεός τους αγάπησε

και νέοι πεθάναν.

Ίσως να εξα­φα­νί­στη­καν δίχως επιστροφή,

κάποιαν ωραία βραδιά,

με πλή­ρες φως, μελι­χρό, της σελήνης.

H εκδο­χή, πως ανί­ε­ρα χέρια

τους έπνι­ξαν σε άνο­μα πάνω κρεβάτια,

σε δωμά­τια για φτη­νή ηδονή,

– ας την αποτρέψουμε,

τού­τη την απο­τρό­παια σκέψη.

Tα φαντά­σμα­τα που ξανάρχονται

ανή­συ­χα των πόθων,

πανέ­μορ­φα, τρα­γι­κά πρόσωπα,

ομο­λο­γούν κάποιο έγκλημα,

εν τού­τοις.

 

Tου Kαλοκαιριού, III

Άψο­γα και προ­πά­ντων ζωντανά,

ωραία σώμα­τα νεανικά,

τού­τη ζητώ τη βεβαιότητα.

Mη μου θυμί­σεις την αρετή,

έχει γερά­σει, φόρε­σε γυαλιά

με σκε­λε­τό χρυ­σό, φυλάγει

από το φως τ’ άχροα μάτια της.

Έχει αραιά μαλ­λιά, κοκκινωπά,

ασπρι­δε­ρή επι­δερ­μί­δα, όλο φακίδες

κιτρι­νω­πές.

Πες, αν μπορεί

να κατα­λά­βει μια τέτοια γυναίκα

την υπε­ρη­φά­νεια που χαρί­ζει ο ήλιος

στο λαμπρό σώμα, εφηβικό,

εκεί­νου του εφή­βου ακριβώς,

που στά­θη­κε γυμνός και όρθιος,

στην πλώ­ρη της άσπρης βάρκας.

Περ­νού­σε το βαποράκι

της συγκοι­νω­νί­ας για τα θαλάσ­σια λουτρά

και οι παχιές γυναί­κες με τα πολ­λά παιδιά,

χει­ρο­κρο­τού­σαν απ’ το πλοίο έξαλλες.

 

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ

Τούτ’ οι περί­σκε­πτοι, κρυ­φά τόσο υπε­ρή­φα­νοι, Ιουδαίοι

του βασι­λέ­ως καλε­σμέ­νοι, υποχωρητικοί,

πώς δέχτη­καν τα ιερά βιβλία τους,

το δια­λε­χτό, ξεχω­ρι­στό τους λόγοι,

την πνευ­μα­τι­κή οικο­δο­μή του παι­δει­μέ­νου έθνους των

να παρα­δώ­σουν σε ειδωλολάτρες;

Αντι­πρό­σω­ποι αυτοί του περιού­σιου λαού,

του μόνου αλη­θι­νού Θεού οι αγαπητοί,

πώς δέχτη­καν να πλά­σουν σ’ άλλη γλώσσα

τη λαλιά τους;

Αλε­ξάν­δρεια των Πτολεμαίων

κι’ η γλώσ­σα η Ελλη­νι­κή, μοναδική,

στην έξο­χη ακμή της, εκείνη

που στην έντα­σή της, παίρ­νει μια λάμψη

τρα­γι­κή σχε­δόν, καθώς πάει ν’ απο­δεί­ξει, ίσως

τι σημαί­νει η απε­ριό­ρι­στη ελευθερία.

 

Η γλώσ­σα η Ελληνική,

στην αυστη­ρή ομορ­φιά της και στην ορθή οξύ­τη­τά της,

η θαυ­μά­σια γλώσ­σα, αυτή

είχε γοη­τέ­ψει τους ιερούς Εβραίους

και δέχτη­καν, περί­που τρεις αιώ­νες π.Χ.

να φανε­ρώ­σουν εκεί­νη την αναμονή,

όπου, μοι­ραία πια, δεν θα επα­λη­θεύ­ο­νταν δική τους.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο