Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή μισή

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Στην αίθου­σα ανα­μο­νής το φως είναι λιγο­στό. Κάνει κρύο. Ένας ξύλι­νος ξεθω­ρια­σμέ­νος κανα­πές απέ­να­ντι από τη βαριά πόρ­τα του χει­ρουρ­γεί­ου. Κάθε τόσο η πόρ­τα ανοί­γει και κλεί­νει προ­κα­λώ­ντας έναν ξερό, απάν­θρω­πο θόρυ­βο. Μια νοσο­κό­μα βγαί­νει τρέ­χο­ντας. Μετά από λίγο επι­στρέ­φει. Ο ίδιος θόρυ­βος. Στη μια άκρη του κανα­πέ κάθε­ται μια γυναί­κα. Έχει σκύ­ψει το κεφά­λι ανά­με­σα στα δυο της χέρια και κλαί­ει. Ένα κλά­μα σιγα­νό, βαθύ, μονό­το­νο. Στο άνοιγ­μα της πόρ­τας τινά­ζε­ται με αγω­νία, για να σκύ­ψει ξανά μετά από λίγο. Που και που στρέ­φει το βλέμ­μα της στο στρογ­γυ­λό ρολόι του τοί­χου. Ο χρό­νος δεν κατα­λα­βαί­νει, δεν τη συμπο­νά. Οι λεπτο­δεί­κτες γυρ­νούν αργά, βασα­νι­στι­κά, ψυχρά. Σκύ­βει το κεφά­λι ξανά. Κλαί­ει και περι­μέ­νει. Αν μπο­ρού­σε να κάνει κάτι… να γυρί­σει πίσω το χρό­νο… ν’ αλλά­ξει το χάρ­τη… τα ονό­μα­τα… να σβή­σει το γραμ­μέ­νο… Να πάρει τη θέση του, ν’ ανταλ­λά­ξουν ρόλους. Ας της πάρουν οτι­δή­πο­τε… όλα… να τα δώσει… να τα προ­σφέ­ρει… σ’ αυτόν! Αρκεί να της δώσουν μια ελπί­δα… μόνο μια ελπί­δα… Περι­μέ­νει. Ένα κορ­μί αδύ­να­μο, αδεια­νό, τσα­κι­σμέ­νο. Δεν μπο­ρεί παρά να περιμένει…

———-

Άνοι­ξε τα μάτια του λίγο πριν χτυ­πή­σει το ξυπνη­τή­ρι. Σηκώ­θη­κε με αργές κινή­σεις και ψηλα­φώ­ντας βγή­κε απ’ το δωμά­τιο. Άνα­ψε το φως στο χωλά­κι και ξανα­μπή­κε. Απ’ το κλει­στό παρά­θυ­ρο σφύ­ρι­ζε ο αέρας. Μέσα Φλε­βά­ρη, ο χει­μώ­νας βαρύς. Κοί­τα­ξε προς τη μεριά της γυναί­κας κι αυτή σαν να το κατά­λα­βε, τέντω­σε το κορ­μί και ανα­σή­κω­σε την κου­βέρ­τα. «Να σηκω­θώ… να βάλω καφέ…». Κάθε μέρα, την ίδια ακρι­βώς ώρα, ο ίδιος διά­λο­γος. «Κοι­μή­σου αγά­πη μου… είναι νωρίς». Πέρα­σε από την κού­νια του μικρού. Χάι­δε­ψε το κεφα­λά­κι του. Έσκυ­ψε κι ακού­μπη­σε ένα φιλί. Είκο­σι τόσα χρό­νια μαζί. Φοι­τη­τριού­λα η κυρά τότε, τελειό­φοι­τη της Νομι­κής. Γνω­ρί­στη­καν στην Αμε­ρι­κά­νι­κη πρε­σβεία. Απ’ έξω. Στη μεγά­λη πορεία του Πολυ­τε­χνεί­ου η αστυ­νο­μία χτύ­πη­σε τους δια­δη­λω­τές πολύ άσχη­μα. Δεν μπο­ρού­σε ν’ ανα­σά­νει από τον πόνο. Απ’ το κεφά­λι της κύλα­γε αίμα όταν χώθη­κε στο μπλοκ των οικο­δό­μων. Από τότε έμει­νε χωμέ­νη στην αγκα­λιά του. Δυο κοπε­λά­ρες μέχρι κει πάνω κι ένα παλ­λη­κα­ρά­κι ξεπή­δη­σαν απ’ αυτή την αγκαλιά.

Κοί­τα­ξε στον καθρέ­φτη του μπά­νιου ξύνο­ντας το πρό­σω­πό του. Έσκυ­ψε λίγο το κεφά­λι κάτω από το φως της λάμπας και είδε έναν κου­ρα­σμέ­νο γκρι­ζο­μάλ­λη. Τον κοί­τα­ζε κατά­μα­τα. Έμει­ναν για λίγο ακί­νη­τοι και οι δυο να κοι­τά­ζο­νται. Απ’ την ανά­σα του το τζά­μι θάμπω­σε. Το κρύο νερό που έρι­ξε στο πρό­σω­πό του, έδιω­ξε για λίγο τις κακές σκέ­ψεις. Έβα­λε το μπρί­κι στη φωτιά. Απ’ το διά­δρο­μο κοί­τα­ξε τα κορί­τσια στα κρε­βά­τια τους. Στο λίγο φως που περ­νού­σε απ’ τη μισά­νοι­χτη πόρ­τα, μπό­ρε­σε να δια­κρί­νει τις ανά­σες τους. «Καλό ταξί­δι, να προ­σέ­χεις…». Ζύγω­σε κι έσια­ξε λίγο τα σκε­πά­σμα­τα. Η μεγά­λη θα ταξι­δέ­ψει αργό­τε­ρα με την τάξη της. Τετρα­ή­με­ρη εκδρο­μή στη Ρόδο.

Μόλις πρό­λα­βε τον καφέ που φού­σκω­σε, να μη χυθεί. Έκα­τσε στο τρα­πέ­ζι σκυ­θρω­πός κι άνα­ψε ένα τσι­γά­ρο. Έβγα­λε από την τσέ­πη τρία τσα­λα­κω­μέ­να χαρ­το­νο­μί­σμα­τα και λίγα κέρ­μα­τα. Στο μυα­λό του έκο­βαν βόλ­τες οι αριθ­μοί, πάνω κάτω, δεξιά αρι­στε­ρά, οι πρά­ξεις δεν έβγαι­ναν. Τόσα για την κυρά, τόσα για το κορί­τσι… να πάρει μαζί του στην εκδρο­μή, τόσα… Στα­μά­τη­σε τους υπο­λο­γι­σμούς μόλις έφτα­σε στο νοί­κι. Δεν είχε νόη­μα. Όσες φορές και να τα μετρή­σει… Χώρι­σε τα χαρ­το­νο­μί­σμα­τα πάνω στον στρω­μέ­νο μου­σα­μά με τα λου­λού­δια. Ένα για την κυρά και δυο για το κορί­τσι, έρι­ξε τα κέρ­μα­τα πίσω στην τσέ­πη και τρά­βη­ξε μια δυνα­τή ρου­φη­ξιά καπνού. Δυο βια­στι­κές τζού­ρες καφέ στο όρθιο, πήρε τη σακού­λα με το προ­σφάι και έκλει­σε την πόρ­τα πίσω του…

Έξω δεν υπήρ­χε ψυχή. Νύχτα. Ο αέρας χτυ­πού­σε το χιο­νό­νε­ρο με δύνα­μη στο πρό­σω­πό του. Περ­πα­τού­σε βια­στι­κά προς τη στά­ση του λεω­φο­ρεί­ου, κρα­τώ­ντας το αναμ­μέ­νο τσι­γά­ρο κλει­σμέ­νο στη χού­φτα. Οι κακές σκέ­ψεις γύρι­σαν κι έστη­σαν χορό στο κεφά­λι του. «Αγα­πη­τέ, ως πότε αυτό το ενοί­κιο, περι­μέ­νω… περι­μέ­νω… έχω οικο­γέ­νεια, παι­διά…». Θα τον παρα­κα­λέ­σω να κάνει υπο­μο­νή, λίγο ακό­μα. Έτσι και βρω μερο­κά­μα­το… μόλις δου­λέ­ψω μια βδο­μά­δα θα του δώσω κάμπο­σα. Μόνο να βρω δου­λειά… αυτό μόνο. «Αγα­πη­τέ, δεν μπο­ρεί να συνε­χι­στεί για πολύ αυτό. Θα με ανα­γκά­σεις να σου συμπε­ρι­φερ­θώ δια­φο­ρε­τι­κά… δεν το θέλω, αλλά…». Θα πέσω στα πόδια του… στην ανά­γκη… άνθρω­πος είναι… θα με κατα­λά­βει… Λίγη ακό­μα υπο­μο­νή… Πρό­λα­βε και πήδη­ξε στα σκα­λο­πά­τια του λεω­φο­ρεί­ου την ώρα που έκλει­νε η πόρτα.

Η μεγά­λη πόλη ξυπνά σιγά σιγά στην καθη­με­ρι­νό­τη­τά της. Παντού γύρω, πόδια βια­στι­κά, πρό­σω­πα σκυμ­μέ­να, χέρια στις τσέ­πες. Στά­θη­κε έξω από τη μεγά­λη τζα­μα­ρία του καφε­νεί­ου. Η πλα­τεία γεμά­τη από οικο­δό­μους. Χαι­ρέ­τη­σε ένα συνά­δελ­φο που πέρα­σε από μπρο­στά του. Μ’ ένα νόη­μα αρνή­θη­κε το κέρα­σμα του καφέ. Αύριο θα ερχό­ταν η σει­ρά του… Το κρύο τσου­χτε­ρό, τα πόδια παγώ­νουν. Τέσ­σε­ρις μήνες, μπή­κε στον πέμ­πτο, χωρίς μερο­κά­μα­το. Κάθε μέρα το ίδιο δρο­μο­λό­γιο, το ίδιο ξερο­στά­λια­σμα στην πιά­τσα, η ίδια σφα­λιά­ρα. Αυτός… που σήκω­νε τα τσι­μέ­ντα δυο-δυο, που πήδα­γε μες στο χαρ­μά­νι με την τσά­πα και το φτιά­ρι και γύρ­να­γε τον κόσμο ανά­πο­δα… να τη βγά­ζει τώρα με μικρο­θε­λή­μα­τα κι ελε­η­μο­σύ­νες απ’ τη γριά μάνα του… Δεν αντέ­χει στη σκέ­ψη πως θα γυρί­σει πάλι, πριν το μεση­μέ­ρι, στο σπί­τι. Ξαφ­νι­κά, μια μικρή ανα­τα­ρα­χή. Ένα σμά­ρι οικο­δό­μοι γύρω από δυο εργολάβους.

-Τρία μυστριά… καλά… να βγά­ζουν μέτρα… περα­σιές… καλές. Απο­γοη­τεύ­τη­κε… Συνά­δελ­φος σπρώ­χνει το συνά­δελ­φο, γίνο­νται ένα κου­βά­ρι, δεν λεί­πουν οι αψιμαχίες.

-Εγώ…

-Είμαι καλός…

-Εμέ­να πάρε… μαστρο-Μήτσος…

-Εσύ… εεε­ε­σύ… και…. έλα κι εσύ…

Έκα­νε μερι­κά βήμα­τα πίσω με τα φτε­ρά κομ­μέ­να κι έκα­νε να πιά­σει το πακέ­το στην τσέπη.

-Και δυο εργά­τες, δυνα­τούς… για ντε­νε­κέ… κου­βά­λη­μα… Αν είναι καλοί, έχει δου­λειά, μπο­ρεί και μέχρι το Πάσχα…

Αυτό ήταν! Δίνει μια, λες σαν να πέτα­ξε πάνω απ’ όλους τους άλλους και στά­θη­κε απο­φα­σι­σμέ­νος μπρο­στά στον εργο­λά­βο, σε στά­ση προσοχής.

-Εμέ­να ψάχνεις. Είμαι αυτός που ζητάς!

Ο εργο­λά­βος τον κοί­τα­ξε, από τις μύτες των παπου­τσιών μέχρι τα μαλ­λιά, δυο φορές. Κανο­νι­κή επι­θε­ώ­ρη­ση, όπως κάνουν στο στρατό.

-Είναι τρεις σκά­λες… γερα­νά­κι δεν υπάρ­χει… τόσα δίνω…

Αφού ξεπρο­βό­δι­σε τις μεγά­λες για το σχο­λείο, μπή­κε στο σπί­τι κι έσκυ­ψε ν’ ανά­ψει φωτιά. Μια σόμπα υγρα­ε­ρί­ου για τρία δωμά­τια. Την πρό­λα­βε το κλά­μα του μικρού. «Τώρα… τώρα…». Τ’ όνει­ρό της ήταν να γίνει για­τρός, καρ­διο­λό­γος. Η ψυχή της ταξί­δευε μακριά, έξω από σύνο­ρα. Ήθε­λε να είναι εκεί, κοντά στην ανά­γκη, στη φτώ­χεια, στη δυστυ­χία. Κάτω απ’ τη λάμπα ενός χει­ρουρ­γεί­ου, να κρα­τά στα χέρια της μια λαβω­μέ­νη ζωή, να κάνει τα πάντα, να βάζει κι απ’ τη δική της, να την δίνει πίσω ζωντα­νή. Ο πατέ­ρας της δια­φω­νού­σε. «Έγκρι­τος νομι­κός». Τεχνί­της του λόγου, καλός «ηθο­ποιός», κοφτε­ρό μυα­λό και… χωρίς ανα­στο­λές… κυρί­ως αυτό. Επιτυχημένος…

Η «επι­τυ­χία» αυτή δεν χωρού­σε στο σπί­τι όταν επέ­στρε­φε από το γρα­φείο. Με την κόρη του ήταν συνέ­χεια στα μαχαί­ρια. Δεν σήκω­νε παραλ­λα­γές στο μέλ­λον που της είχε σχε­διά­σει. Το καλύ­τε­ρο πανε­πι­στή­μιο, Αμε­ρι­κή ή έστω Αγγλία, μετα­πτυ­χια­κές σπου­δές, μια θέση στο γρα­φείο του αύριο και όταν θα ‘ρχό­ταν η ώρα… αυτή στη θέση του, μεγά­λη και τρα­νή. Δεν της το συγ­χώ­ρε­σε ποτέ που δεν τον άκου­σε. Με τον και­ρό μαλά­κω­σε λίγο. Όταν όμως, αργό­τε­ρα, έμα­θε πως μπλέ­χτη­κε με τα συν­δι­κα­λι­στι­κά στην Ιατρι­κή σχο­λή, έχα­σε τη γη κάτω απ’ τα πόδια του. «Πήγε κι έγι­νε ένα με τους λεχρί­τες, η κόρη η δική μου… μαζί με τους λεχρί­τες!». Επι­στή­μων άνθρω­πος… μεγα­λο­δι­κη­γό­ρος… έτσι απο­κα­λού­σε τους κομ­μου­νι­στές… Οι καυ­γά­δες τους συχνοί. Στα επι­χει­ρή­μα­τά της δεν μπο­ρού­σε ν’ απα­ντή­σει, παρά μόνο με φωνές και γενι­κό­λο­γους αφο­ρι­σμούς. Η μάνα αμέ­το­χη, ταξί­δευε σ’ έναν κόσμο όλον δικό της. Όταν τους ανα­κοί­νω­σε τη σχέ­ση της με το νεα­ρό οικο­δό­μο… είχε περά­σει το όριο… Πάνω στον καβγά ο πατέ­ρας τέντω­σε το σκοι­νί. Την ανά­γκα­σε να δια­λέ­ξει. Κι αυτή το τράβηξε…

«Λάσπη­ηη… τού­βλα­αα… άιντε λεβέ­ντη μου…» ο μάστο­ράς του φωνά­ζει. Ανε­βαί­νει τα σκα­λιά σχε­δόν δυο-δυο για να προ­λά­βει, η από­στα­ση μεγά­λη. Πρέ­πει να βγουν τα μέτρα. Ξεσυ­νή­θι­σε τόσο και­ρό. Ο ντε­νε­κές του κόβει τον ώμο, ματώ­νει. Τα πόδια βαραί­νουν όσο περ­νά­ει η ώρα. Ο ιδρώ­τας δεν προ­λα­βαί­νει να στε­γνώ­σει. Η ανά­σα δυσκο­λεύ­ε­ται να βγει. Το κρύο κάνει τα ρου­θού­νια να τσού­ζουν. Κοντο­στέ­κε­ται… η καρ­διά του χτυ­πά­ει δυνα­τά. Στο μυα­λό του αυτή τη στιγ­μή χωρά­ει μόνο το Σάβ­βα­το. Η σκέ­ψη του βδο­μα­διά­τι­κου δίνει φτε­ρά στα πόδια και την ψυχή. Κου­βα­λώ­ντας πότε λάσπη και πότε τού­βλα, πιά­νει τους αριθ­μούς, τους βάζει στη σει­ρά, κάνει τους λογα­ρια­σμούς του. Με το πρώ­το βδο­μα­διά­τι­κο θα γέμι­ζαν το ντου­λά­πι, με το δεύ­τε­ρο θα ξεπλή­ρω­ναν ένα νοί­κι, με το τρί­το θα επέ­στρε­φαν κάμπο­σα απ’ τα δανει­κά στη μάνα, με το… «Εκεί­νο το παι­δί να μπή­κε στο καράβι;».

Τα ιδρω­μέ­να πρό­σω­πα των οικο­δό­μων αχνί­ζουν γύρω στη δυνα­τή φωτιά. Ξέπλυ­νε τα χέρια του στο βαρέ­λι κι έκα­τσε πάνω σε δυο τού­βλα. Απ’ τη σακού­λα έβγα­λε μια μπου­κιά τυρί και λίγο ψωμί. Ο εργο­λά­βος τους πέτυ­χε στο τσιγάρο.

-Πως πάμε παι­διά; κρύο εεε;

Κάνει μια βόλ­τα στον όρο­φο, δεν έχει όρε­ξη για πολ­λά και το δείχνει.

-Περι­κλή, κανο­νί­στε, αυτό το μάτι να τελειώ­σει σήμε­ρα… σβέλ­τα, να μαζευ­τού­με… αν με ζητή­σει κανείς… στο καφενείο.

-Αφε­ντι­κό… να σου πω, τον έφτα­σε στο φορ­τη­γό, να… ξέρεις… δεν είπα­με για τα ένσημα…

-Τα ένση­μα; τον κοι­τά­ζει ο εργο­λά­βος, δήθεν απορημένος.

-Ίσα για το βιβλιά­ριο, αφε­ντι­κό… δεν θέλω πολ­λά… για την κυρά και τα παι­διά, χτύ­πα ξύλο… μη συμ­βεί κάτι…

Του το ξέκο­ψε. Αν θέλει ένση­μα να ψάξει αλλού για δου­λειά. Θα πάρει άλλον, τόσοι και τόσοι τον παρα­κα­λά­νε. Αυτά που ήξε­ρε να τα ξεχά­σει. Οι συν­θή­κες άλλα­ξαν. Τώρα τους όρους τους βάζει αυτός. Όποιος «τ’ ανα­κα­τεύ­ει»… φεύγει.

Κοντεύ­ει το σχό­λα­σμα. Τα μαστό­ρια φορ­τσά­ρουν να βάλουν τη λάσπη. Ο Περι­κλής τον φώνα­ξε να πάει κοντά.

-Τ’ αφε­ντι­κό μου ‘δωσε αυτά.

Απλώ­νει διστα­κτι­κά το χέρι και παίρ­νει τα λεφτά.

-Μα… για­τί;

-Τι του ‘κανες ρε; Μου ‘πε να σου πω να μην έρθεις αύριο…

Άρπα­ξε μια ντά­να τού­βλα βια­στι­κά… ο μάστο­ρας φώνα­ζε. Μέσα του άδεια­σε. Μόνο ένας κόμπος σκλη­ρός σαν πέτρα, ανέ­βαι­νε και τον πίε­ζε στο λαι­μό. Ξεφορ­τώ­θη­κε κι άνα­ψε ένα τσι­γά­ρο. Έπια­σε τα σκα­λο­πά­τια. Τα μάτια του γέμι­σαν μαύ­ρα σύν­νε­φα, γεμά­τα βρο­χή. Θυμή­θη­κε… Παλιά οι δου­λειές πολ­λές, μερο­κά­μα­το κάθε μέρα, δεν τους έλει­πε τίπο­τα. Ήταν νέοι… πιο νέοι και τα παι­διά μικρά, τα δυο κορί­τσια… Ο λεβε­ντά­κος ήρθε μετά… Τ’ απο­γεύ­μα­τα η κυρά τον περί­με­νε. Θυμή­θη­κε εκεί­νη την ποδιά που φορού­σε, με το κέντη­μα στο στή­θος. Το τρα­πέ­ζι στρω­μέ­νο, δυο πιά­τα, δυο ποτή­ρια, δυο φιλιά… Να πέσει δυο ώρες… Εκεί­νη έμπαι­νε πάντα μπρο­στά, να μην ακου­στούν τα παι­διά… «Τσι­μου­διά… ο μπα­μπάς είναι κου­ρα­σμέ­νος»… να κοι­μη­θεί μια στά­λα! Και τις Κυρια­κές… τα πρω­ι­νά στο μπαλ­κό­νι από νωρίς, με καφέ κι εφη­με­ρί­δα. Τα παι­διά να κοι­μού­νται… το ραδιά­κι να παί­ζει σιγα­νά, Καζαν­τζί­δη… Η κυρά να ποτί­ζει τις γλά­στρες… Με το λάστι­χο να πλέ­νει τα μωσαϊ­κά… Μέσα στα νερά… θυμή­θη­κε τα όμορ­φα πόδια της, τις σαγιο­νά­ρες με το «βε» και τη μαρ­γα­ρί­τα από πάνω… Το νερό πιτσί­λι­σε την εφη­με­ρί­δα… γέλια… «αχ και σε πιά­σω»… γέλια… Στο δωμά­τιο των παι­διών, να τα ξυπνά­ει με τρα­γού­δι… «Έλα μπα­μπά­αα… λίγο ακό­μα»… Κι η μυρω­διά του ψητού κοτό­που­λου… τα ποτή­ρια που τσουγ­γρί­ζουν… πει­ράγ­μα­τα, χαμό­γε­λα… κόκ­κι­να μάγου­λα, λαμπε­ρά μάτια… γύρω απ’ το τρα­πέ­ζι διά­φα­να όνει­ρα… «Πως γίνα­με έτσι ρε γαμώτο…».

Τα μαύ­ρα σύν­νε­φα άνοι­ξαν. Στέ­κε­ται όρθιος δίπλα στο φανά­ρι της σκά­λας. Στο απέ­να­ντι χτι­σμέ­νο «μάτι» μια μεγά­λη οθό­νη. Βλέ­πει μέσα το μάστο­ρά του, δεν έχει λάσπη. Ο ήχος του μυστριού, που χτυ­πά­ει στην άδεια σκά­φη, δεν φτά­νει στ’ αφτιά του. Τα χεί­λη του ανοι­γο­κλεί­νουν, τα χέρια του κινού­νται. Δεν τον ακού­ει. Βλέ­πει μόνο την εικό­να. Στην οθό­νη τώρα ξεπρο­βά­λουν χωρά­φια, χέρ­σα γη και μπό­λι­κη πέτρα. Εργά­τες στη σει­ρά. Άλλος σπά­ει με τη βαριά, άλλος κου­βα­λά­ει, πάνω κάτω, πάνω κάτω. Τσα­πιά και ιδρώ­τας ανε­βαί­νουν στον ουρα­νό και πέφτουν με δύνα­μη στη γη. Δυο μεγά­λα ιδρω­μέ­να μάτια τον κοι­τά­ζουν… Είναι το παρελ­θόν. Οι σκη­νές εναλ­λάσ­σο­νται στην οθό­νη. Μια πολύ­βουη πόλη, ένας δρό­μος, ένα για­πί. Σε μια ατέ­λειω­τη αλυ­σί­δα οι εργά­τες ανε­βαί­νουν στις σκα­λω­σιές. Έχουν φορ­τω­μέ­νες τις πλά­τες τους με υλι­κά. Χτί­ζουν το παρόν. Ανά­με­σά τους, δυο ιδρω­μέ­να μεγά­λα μάτια… τον κοι­τά­ζουν. Και μετά, μια πλα­τεία γεμά­τη κόσμο. Φωνά­ζουν μα αυτός δεν ακού­ει τι λένε. Χέρια υψω­μέ­να, σφιγ­μέ­να δάχτυ­λα, πλα­κάτ, γρο­θιές, σημαί­ες, φλέ­βες φου­σκω­μέ­νες… Το παρόν διεκ­δι­κεί. Μέσα από το πλή­θος τα δυο μεγά­λα ιδρω­μέ­να μάτια γυρί­ζουν και τον κοι­τά­ζουν. Τα καρέ της ζωής του πέφτουν σαν ριπές στην οθό­νη και τον γαζώ­νουν. Μόνο τα δυο μεγά­λα μάτια στέ­κουν εκεί, ανά­με­σα στις ριπές και τον κοι­τά­ζουν. Παρελ­θόν, παρόν, μέλλον…

Άρχι­σε να κινεί­ται προς τα πίσω, με βήμα­τα αργά. Έχει ακό­μα τα μάτια του στην οθό­νη. Παρελ­θόν και μέλ­λον τον καρ­φώ­νουν με το ίδιο βλέμ­μα. Η ίδια εικό­να, οι ίδιες σκιές… Ποτέ δεν άκου­σε τις φωνές των συνα­δέλ­φων του. Δεν είδε ποτέ το σπα­σμέ­νο μισό­του­βλο. Ποτέ δεν υπο­λό­γι­σε το κενό…

Τα μεγά­λα μάτια έσβη­σαν. Οι εικό­νες έφυ­γαν. Η οθό­νη χάθη­κε. Κάποια χέρια κου­βα­λούν ένα κορ­μί αδύ­να­μο, αδεια­νό, τσα­κι­σμέ­νο… Οι ήχοι του για­πιού ανα­κα­τεύ­ο­νται με τον κρύο αέρα και τη σει­ρή­να του ασθε­νο­φό­ρου που ουρ­λιά­ζει. Οι συνά­δελ­φοι κρα­τούν σφι­χτά μες στις γρο­θιές τα καπέ­λα τους, ματώ­νουν τα χείλη.

Τα δάκρυα στέ­γνω­σαν. Η ώρα πέρα­σε. Κάποια χέρια κου­βα­λούν και κάποια χτί­ζουν. «Πρέ­πει να βάλου­με τη λάσπη». Κάνει κρύο…

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από e‑oikodomos.blogspot.gr

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο