Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ηλέκτρα Αποστόλου, ηρωίδα, κομμουνίστρια, γυναίκα

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Με αφορ­μή την Παγκό­σμια Μέρα της Γυναί­κας – 8 Μάρ­τη η σημε­ρι­νή μας ανα­φο­ρά σε μια από τις γυναί­κες που έγρα­ψαν λαμπρές σελί­δες στην ιστο­ρία των αγώ­νων του λαού μας· τις χιλιά­δες γυναί­κες κομ­μου­νί­στριες και αγω­νί­στριες που αφιέ­ρω­σαν τη ζωή τους στην πάλη για την κατάρ­γη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο και δε λογά­ρια­σαν εξο­ρί­ες, φυλα­κές και βασα­νι­στή­ρια, ούτε πανί­σχυ­ρους κατα­χτη­τές, ούτε κι αυτόν ακό­μα το θάνατο.

Τιμά­με τη Μέρα της Γυναί­κας, τιμά­με τη γυναί­κα, έχο­ντας πάντα στη μνή­μη και στην καρ­διά μας την ηρω­ί­δα Ηλέ­κτρα Απο­στό­λου και τις γυναί­κες-ηρω­ί­δες εκεί­νες που πρό­σφε­ραν τη ζωή τους στο βωμό της εθνι­κής και κοι­νω­νι­κής λευ­τε­ριάς, που εμπνέ­ουν τους σύγ­χρο­νους αγώ­νες της εργα­τι­κής τάξης, του λαού μας, και στις σημε­ρι­νές δύσκο­λες συνθήκες.

Μετα­φέ­ρου­με στο δια­δί­κτυο την μαρ­τυ­ρία της Μέλ­πως Αξιώ­τη για την Ηλέ­κτρα Απο­στό­λου. Μαρ­τυ­ρία πολύ­τι­μη, που εκτός από τα στοι­χεία για την γνω­ρι­μία και κοι­νή δρά­ση τους ενά­ντια στους Γερ­μα­νούς κατα­χτη­τές, σκια­γρα­φεί το πορ­τραί­το της αγω­νί­στριας-κομ­μου­νί­στριας, της γυναί­κας-μάνας, της ηρω­ί­δας Ηλέ­κτρας, που είχε το μεγα­λείο να στα­θεί μέχρι το τέλος όρθια, αφο­σιω­μέ­νη στο αγω­νι­στι­κό της καθήκον.

Το κεί­με­νο δημο­σιεύ­τη­κε στην περιο­δι­κή έκδο­ση «Ελλη­νι­κή Αρι­στε­ρά, Μηνιαία Πολι­τι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση της Ε.Δ.Α.» (8–9/1965) και προ­έρ­χε­ται από την πλού­σια αρχειο­θή­κη των Αρχεί­ων Σύγ­χρο­νης Κοι­νω­νι­κής Ιστορίας.

Το «Μνημείο για την Ηλέκτρα» στο Δήμο Ηρακλείου Αττικής, φιλοτεχνημένο από την Ασπασία Παπαδοπεράκη

Το «Μνη­μείο για την Ηλέ­κτρα» στο Δήμο Ηρα­κλεί­ου Αττι­κής, φιλο­τε­χνη­μέ­νο από την Ασπα­σία Παπαδοπεράκη

Η Ελλη­νί­δα

Στις 26 Ιου­λί­ου έκλει­σαν 21 χρό­νια από τη μέρα του μαρ­τυ­ρι­κού θανά­του της ηρω­ί­δας Ηλέ­κτρας Απο­στό­λου. Αφιέ­ρω­μα στη μνή­μη της αυτές οι λίγες σελί­δες, γραμ­μέ­νες από μια παλιά της συντρόφισσα.

Σαν ήμουν μικρό παι­δί περ­νού­σα από μια πλα­τεία όπου ήταν ένα άγαλ­μα. Ρωτώ μια πιο μεγά­λη που ήταν μαζί μου: «Ποιος είναι αυτός ο άνθρω­πος;». «Δεν είναι άνθρω­πος –μου λέει- είναι ήρω­ας». Μεγά­λω­σα με την ιδέα πως οι ήρω­ες δεν είναι άνθρω­ποι. Τι ήταν, ούτε κι εγώ δεν ήξε­ρα. Κάτι σα λίγο ζωντα­νό, σα λίγο παρα­μύ­θι, σαν και τα δυο μαζί, κάτι που δεν είδε κανείς ποτέ, από κεί­να που τα πιστεύ­εις εκεί που θάπρε­πε νάταν απίστευτα.

Ωστό­σο είχα την τύχη να γνω­ρί­σω στη ζωή μου από κοντά, μια τέτοια μορ­φή και να δω πως, πριν απ’ όλα, αυτή η γυναί­κα ήταν άνθρωπος.

Κι όμως, είναι από τα πιο δύσκο­λα πράγ­μα­τα να μιλή­σεις για τέτοιους ανθρώ­πους, που ξεπέ­ρα­σαν πια το ανθρώ­πι­νο και που για τις παι­δι­κές ψυχές –μα και για τους μεγά­λους- είναι από κεί­να που τα πιστεύ­εις εκεί που θάπρε­πε νάταν απίστευτα.

Θα προ­σπα­θή­σω να μιλή­σω για την Ηλέ­κτρα. Κι ακρι­βώς σ’ ό,τι είχε το ανθρώπινο.

Ήμα­σταν μια ομά­δα του παρά­νο­μου τύπου στη χιτλε­ρι­κή κατο­χή στα 1944. Είχα­με μαζευ­τεί σ’ ένα σπί­τι για την ταχτι­κή βδο­μα­διά­τι­κη συνε­δρί­α­ση. Εκεί­νη τη μέρα η συντρό­φισ­σα που μας καθο­δη­γού­σε ήρθε μαζί με μια άλλη κοπέ­λα: «Από δω και μπρος, μας λέει αμέ­σως, εγώ δε θα ξανάρ­θω πια. Θάχε­τε τη συντρό­φισ­σα Μαίρη».

Εγώ μελαγ­χό­λη­σα από μέσα μου. Σα νάφευ­γε ένας φίλος και νάρ­χε­ται ένας ξένος που δεν τον είχες μάθει ακό­μα. Κι η συντρό­φισ­σα Μαί­ρη ήταν εντε­λώς το αντί­θε­το από την προη­γού­με­νη. Μελα­χρι­νή, πολύ ψηλή, μάλ­λον αδύ­να­τη μέσα σ’ ένα ριχτό πρά­σι­νο παλ­τό, κι έτσι όπως λέμε συχνά σε πρώ­τες συνα­ντή­σεις για να ξοφλού­με στα γρή­γο­ρα: όχι όμορ­φη. Μας είπε δυο-τρεις κου­βέ­ντες, τις πρώ­τες της κου­βέ­ντες, που δεν ήταν σε τίπο­τα ξέχω­ρες. Τότε είδα πως τα μάτια της είχαν ένα παρά­ξε­νο φως. Πιο ύστε­ρα κατά­λα­βα πως εκεί­νο το φως ήταν το φως της Ηλέ­κτρας. Το φως που δίνει στη μορ­φή όλο το ψυχι­κό της νόημα.

Δεν θα μπο­ρού­σα να πω πότε ακρι­βώς, και πώς, έμα­θα το πραγ­μα­τι­κό της όνο­μα. Αλλά θυμού­μαι πως αυτό έγι­νε πολύ σύντο­μα. Λες και το μεγα­λείο της είχε μια τέτοια δύνα­μη, που ούτε οι συνω­μο­τι­κοί κανό­νες δεν άντε­χαν μπρο­στά του και τσά­κι­ζαν. Και σα να μη μας τόπε κανείς, μα νάταν χαραγ­μέ­νο πάνω στο μέτω­πό της: «Εγώ είμαι η Ηλέ­κτρα». Δεν έχω κανέ­να άλλο όνομα.

Ήταν ένα σπι­τά­κι μονα­χι­κό και από­με­ρο, κι εκεί ερχό­ταν η Ηλέ­κτρα και κου­βε­ντιά­ζα­με για τις δου­λειές μας. Μέσα σ’ αυτό το σπι­τά­κι γνώ­ρι­σα μια απ’ τις πιο ξέχω­ρες ζωές της ελλη­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και που γι’ αυτό ακρι­βώς ήταν παναν­θρώ­πι­νη. Μια από κεί­νες τις ολο­κλη­ρω­μέ­νες φυσιο­γνω­μί­ες, που πλά­θουν και δια­παι­δα­γω­γούν μες στις γραμ­μές τους τα Κομ­μου­νι­στι­κά Κόμματα.

Το σπίτι, όπου έμενε η Ηλέκτρα, στο Ηράκλειο Αττικής

Το σπί­τι, όπου έμε­νε η Ηλέ­κτρα, στο Ηρά­κλειο Αττικής

Στα 1925, τότε που το ΚΚΕ έμπαι­νε μέσα στο στί­βο της εθνι­κής ζωής κι άρχι­ζε τη μεγά­λη πορεία του, μια μέρα σ’ έναν κεντρι­κό δρό­μο της Αθή­νας στε­κό­ταν ένα κορι­τσά­κι με δυο μαύ­ρες κοτσι­δού­λες κι ένα κολα­ρι­στό άσπρο φου­στα­νά­κι, κι έρι­χνε κρυ­φές ματιές τρι­γύ­ρω. «Βρε, τι κάνεις εδώ;» της λέει κάποιος γνω­στός που περ­νά και που ήξε­ρε καλά την οικο­γέ­νεια. «Σουτ, του γνέ­φει η μικρή, μην πεις τίπο­τα στο σπί­τι. Μοι­ρά­ζω προκηρύξεις».

Από τότε αρχί­ζει η πολι­τι­κή δρά­ση της Ηλέ­κτρας Απο­στό­λου. Ήταν τότε 13 χρονών.

Κατα­γό­ταν από αστι­κή οικο­γέ­νεια. Μα από μικρό παι­δί είχε προ­σέ­ξει τη φτώ­χια και την αδι­κία που υπάρ­χει στον κόσμο και το μυα­λό της άρχι­σε να ψάχνει για να κατα­λά­βει τις αιτί­ες που χώρι­ζαν την κοι­νω­νία στα δυο, και τον τρό­πο για να λεί­ψουν αυτές οι αδι­κί­ες. Εκεί­νον τον και­ρό πήγαι­νε στη Γερ­μα­νι­κή Σχο­λή της Αθή­νας κι εκεί πρω­το­ορ­γα­νώ­νει ερά­νους για τους πολι­τι­κούς εξο­ρί­στους που βρί­σκο­νταν στα ξερο­νή­σια. Τον ίδιο χρό­νο γίνε­ται μέλος της Κομ­μου­νι­στι­κής Νεο­λαί­ας κι αργό­τε­ρα στέ­λε­χός της. Ήταν η πιο μικρή στα χρό­νια Ελλη­νί­δα αγωνίστρια.

Στα 1931 μπαί­νει στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Ελλά­δας. Από τότε η δρά­ση της πλα­ταί­νει, περιο­δεύ­ει σ’ επαρ­χια­κά κέντρα, ξεση­κώ­νει τις γυναί­κες, οργα­νώ­νει γυναι­κεί­ες συγκε­ντρώ­σεις ενά­ντια στο φασι­σμό που σηκώ­νει παντού κεφά­λι. Παίρ­νει μέρος σε διε­θνή συνέ­δρια και στην οργά­νω­ση του Αντι­φα­σι­στι­κού Συνε­δρί­ου το 1936 στην Αθή­να. Σ’ όλες αυτές τις εκδη­λώ­σεις κάνουν μεγά­λη εντύ­πω­ση οι λόγοι της, οι επεμ­βά­σεις της, το τόσο ώρι­μο ήδη πολι­τι­κό της κριτήριο.

Με τη δικτα­το­ρία του Μετα­ξά πιά­νε­ται απ’ τις πρώ­τες και κλεί­νε­ται στις φυλα­κές Αβέ­ρωφ. Εκεί περ­νά το μεγά­λο εκεί­νο σχο­λειό που είναι η φυλα­κή για τους συνει­δη­τούς πολι­τι­κούς κρα­τού­με­νους, αλλά ταυ­τό­χρο­να βάζει εκεί μέσα και τη δικιά της προ­σω­πι­κή σφρα­γί­δα. Οργα­νώ­νει όλες τις γυναί­κες, τις δια­παι­δα­γω­γεί, τις ανε­βά­ζει πολι­τι­κά, με το λόγο και το παρά­δειγ­μά της, μαθαί­νει γράμ­μα­τα στις αναλ­φά­βη­τες, τους κάνει μάθη­μα μου­σι­κής, τους δια­βά­ζει απ’ τα γερ­μα­νι­κά ποι­ή­μα­τα του Γκαί­τε, βγά­ζει μέσα στη φυλα­κή την εφη­με­ρί­δα το «Κοκ­κι­νο­πί­πε­ρο». Μες στο κελί της υπάρ­χει πάντα ένα μπου­κε­τά­κι λου­λού­δια σ’ ένα ντε­νε­κε­δά­κι της κονσέρβας.

Απο­φυ­λα­κί­ζε­ται στα 1938 και δου­λεύ­ει ένα χρό­νο στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ξανα­πιά­νε­ται ετοι­μό­γεν­νη, γεν­νά κρα­τού­με­νη σ’ ένα νοσο­κο­μείο και 7 ημε­ρών λεχώ­να στέλ­νε­ται με το μωρό της εξο­ρία στην Ανά­φη. Η καρ­διά της περ­νά τότε όλα τα μαρ­τύ­ρια που περ­νούν οι μανά­δες: πώς να θρέ­ψουν τα βρέ­φη όταν συχνά ανα­γκά­ζο­νται να τα ταΐ­σουν τσου­κνί­δες, πώς να τα σώσουν απ’ το θάνα­το όταν δεν έχουν το παρα­μι­κρό φάρμακο.

Μα κι η ίδια είναι άρρω­στη, έχει έλκος στο στο­μά­χι. Μ’ αυτήν την αφορ­μή συνεν­νο­εί­ται με το Κόμ­μα, κάνει αίτη­ση και κατα­φέρ­νει να τη στεί­λουν για εγχεί­ρη­ση στην Αθή­να. Από κει έχει συνεν­νοη­θεί πως θα προ­σπα­θή­σει να δρα­πε­τεύ­σει. Την πάνε συνο­δεία μαζί με το παι­δί της στο τμή­μα Μετα­γω­γών της Αθή­νας, δίνει αμέ­σως το παι­δί της σε φίλους για να μπο­ρέ­σει να κινη­θεί πιο εύκο­λα κι ετοι­μά­ζε­ται. Μεταμ­φιέ­ζε­ται σε καθα­ρί­στρια κι από τη δεύ­τε­ρη κιό­λας μέρα που της ανοί­γουν μια στιγ­μή το κελί, κατά το βρά­δυ, για να πάρει αέρα, ξεγε­λά το σκο­πό, τον καλη­νυ­χτί­ζει με μεγά­λη ψυχραι­μία και βγαίνει.

Η Ηλέκτρα με την κόρη της Αγνή

Η Ηλέ­κτρα με την κόρη της Αγνή

Είναι Σεπτέμ­βρης του 1942. Η Ελλά­δα βρί­σκε­ται κάτω από τα’ την μπό­τα του ξένου κατα­κτη­τή, το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα σε βαθιά παρα­νο­μία, ο ελλη­νι­κός λαός οργα­νώ­νει την αντί­στα­σή του. Η Ηλέ­κτρα βγαί­νει κι αρχί­ζει να παλεύ­ει για το Κόμ­μα της, δηλα­δή για την Ελλά­δα. Πρω­το­στα­τεί στην οργά­νω­ση της Νεο­λαί­ας και στην ίδρυ­ση της ΕΠΟΝ. Στην ιδρυ­τι­κή συνε­δρί­α­ση της ΕΠΟΝ εκλέ­γε­ται μέλος του Κεντρι­κού Συμ­βου­λί­ου. Η Αθή­να τότε απο­χτά έναν πολύ­τι­μο καθο­δη­γη­τή για την πάλη του λαού, κι η Ηλέ­κτρα αρχί­ζει το υστερ­νό κεφά­λαιο του βιβλί­ου της ζωής της, που θα κλεί­σει σε λίγο με το μεγα­λείο του θανά­του της.

Μέσα σ’ εκεί­νο το σπι­τά­κι όπου συνα­ντιό­μα­σταν, μια μέρα ήμουν πικρα­μέ­νη για­τί είχε πια­στεί μια φίλη μου. Η Ηλέ­κτρα με ρωτά: «Φαντά­ζε­σαι πως δε θα λυγί­σει, πως θα στα­θεί ψηλά;». Της είπα πως ήμουν σίγου­ρη. «Ε, τότε, μου λέει, μη στε­νο­χω­ριέ­σαι». Μέσα σ’ αυτή τη φρά­ση ήταν όλη η Ηλέ­κτρα – κομ­μου­νί­στρια. Όλη η χαρά κι όλο το μεγα­λείο ήταν για κεί­νη να στέ­κε­ται ο άνθρω­πος ψηλά. Στο αγω­νι­στι­κό του καθήκον.

Μια μέρα έρχε­ται και βαστού­σε δυο τενε­κε­δέ­νια κου­βα­δά­κια, από κεί­να που παί­ζουν τα παι­διά. «Τα πήρα για την κόρη μου, μου λέει, μα μες στο σπί­τι που μένει είναι κι άλλο παι­δά­κι, κι έτσι τους πήρα δυο». Ύστε­ρα έσκα­σε στα γέλια και λέει: «Δυο μερών λεφτά κοστί­ζουν για μένα ετού­τα δω που βλέ­πεις». Και καθώς τη ρωτού­σα για­τί δεν κάθε­ται λίγο: «Πάω να λού­σω το παι­δί», λες και με κεί­νη τη λέξη ονό­μα­ζε ταυ­τό­χρο­να όλα τα παι­διά της γης. Και μια μέρα που τόφε­ρε το παι­δί να το δω, δε θα ξεχά­σω πώς ξάστρα­ψε το μού­τρο της όταν της είπα πως είναι όμορ­φο. Εκεί­νο έκα­νε σκα­ντα­λιές κι η Ηλέ­κτρα πήγαι­νε να το μαλώ­σει, αλλά πάλι βαστιό­τα­νε και του χαμο­γε­λού­σε. «Το ξέρω, λέει, πως πρέ­πει βέβαια να τα μαλώ­νεις τα παι­διά, μα δε μου βαστά η καρ­διά, για­τί δεν τόχω βλέ­πεις μαζί μου, το βλέ­πω πολύ λίγο».

Μια μέρα είχα­με συνε­δρί­α­ση μ’ αγό­ρια της ΕΠΟΝ μέσα στο γρα­φείο ενός για­τρού, όπου πηγαί­να­με για πρώ­τη φορά κι η Ηλέ­κτρα ήταν άγρυ­πνη καθώς δεν ήξε­ρε τα λημέ­ρια. Την έβλε­πα που κοί­τα­ζε κρυ­φά-κρυ­φά τρι­γύ­ρω και σαν κάτι να πρό­σε­χε. Όπως πηγαί­να­με ν’ αρχί­σου­με τη συνε­δρί­α­ση, μας λέει: «Δεν ακού­τε κάτι περί­ερ­γο, σαν κάποιο κρό­το;». Εγώ τότε δεν είχα μικρό ρολόι κι όταν ήταν κανέ­να σοβα­ρό ραντε­βού στο δρό­μο, για να μην τυχόν το χάσω, έπαιρ­να μαζί μου ένα μεγά­λο ρολόι του τρα­πε­ζιού. Κατά­λα­βα τι άκου­γε η Ηλέ­κτρα και βγά­ζω το ρολόι από την τσά­ντα και το δεί­χνω. Η Ηλέ­κτρα γελού­σε σα μικρό παι­δί, γελού­σα­με κι εμείς, στα­μα­τού­σε και ξανάρ­χι­ζε, λες και δεν είχε στο νου της καμιάν άλλη φρο­ντί­δα. Ύστε­ρα σοβά­ρε­ψε και λέει: «Με συγ­χω­ρεί­τε σύντρο­φοι, μα η αλή­θεια είναι πως είχα και­ρό να γελά­σω». Κι άρχι­σε αμέ­σως τη συνε­δρί­α­ση. Και τώρα έβλε­πες μπρο­στά σου όλη τη σοβα­ρό­τη­τα κι όλον τον στο­χα­σμό του καθο­δη­γη­τή. Την προ­σο­χή που έβα­ζε και στα πιο μικρά ζητή­μα­τα. Την πρω­το­βου­λία που έπαιρ­νε και στις πιο δύσκο­λες λύσεις. Την ακλό­νη­τη αδιαλ­λα­ξία όπου μ’ εκεί­νη αντι­με­τώ­πι­ζε τα λάθη ή τις αμέ­λειες στη δου­λειά. Και ταυ­τό­χρο­να τη στορ­γή που είχε για τον άνθρω­πο. Σε κοί­τα­ζε στα μάτια για να δει τι έχεις μέσα σου. Σε ρωτού­σε για την υγεία σου. Ή σε ρωτού­σε μήπως δεν έχεις λεφτά. Κι αν δεν είχε να σε ρωτή­σει τίπο­τα, σου χαμο­γε­λού­σε. Όσοι είχα­με την τύχη να τη γνω­ρί­ζου­με, γνω­ρί­σα­με μια αλη­θι­νή κομμουνίστρια.

Κι η σκλα­βω­μέ­νη Αθή­να, τ’ από­με­ρα σοκά­κια της κι οι συνοι­κι­σμοί της, είχα­νε μάθει να περ­νά εκεί­νη η ψηλή κοπέ­λα που είχε κάτι λυγε­ρά πόδια σαν τις καρυά­τι­δες και στο πρό­σω­πο ριχτό ένα αρα­χνέ­νιο μαντή­λι, τάχα­τες για τον ήλιο. Μα δεν ήταν βέβαια για τον ήλιο, ήταν για να ξεγε­λά­σει τον μόνο εχθρό που είχε η Ηλέ­κτρα: τον χαφιέ.

Η Ηλέ­κτρα βάδι­ζε και πήγαι­νε απ’ τα Πατή­σια στην Καλ­λι­θέα, απ’ του Ψυρ­ρή στην Και­σα­ρια­νή, πεζή ώρες ατέ­λειω­τες για­τί ήτα­νε παρά­νο­μη, σφίγ­γο­ντας το στο­μά­χι της που της πονού­σε πάντα. «Και δεν μπο­ρώ να καθί­σω μήτε σ’ ένα παγκά­κι», μας έλεγε.

Το 1944 η Ηλέ­κτρα ήταν μέλος του Γρα­φεί­ου της Κομ­μα­τι­κής Οργά­νω­σης της Αθή­νας, υπεύ­θυ­νη για τη δια­φώ­τι­ση. Πάνω σ’ αυτό το τιμη­μέ­νο ταμπού­ρι την δολο­φο­νή­σα­νε. Ήταν 32 χρονών.

Ήταν μια Δευ­τέ­ρα, καλο­καί­ρι, όταν η Ηλέ­κτρα πέρα­σε από κεί­νο το σπι­τά­κι που συνα­ντιό­μα­στε, μια στιγ­μή στα κλε­φτά­τα, για να πει πως θαρ­χό­ταν την άλλη μέρα να δου­λέ­ψου­με. «Θαρ­θώ το μεση­μέ­ρι να φάμε και να μου κάμε­τε λιγά­κι από κεί­νο το ζυμω­τό ψωμί που μ’ ωφε­λεί στο στο­μά­χι μου». Τόλε­γε όταν η πόρ­τα έκλει­νε πια από πίσω της. Δεν ήξε­ρα πως εκεί­νη η στιγ­μή ήταν η τελευ­ταία φορά που την έβλεπα.

Την άλλη μέρα, Τρί­τη, 25 του Ιού­λη 1944, απά­νω στο τρα­πέ­ζι το ζυμω­τό ψωμί την περί­με­νε. Μα η Ηλέ­κτρα δεν ήρθε. Εκεί­νη ακρι­βώς την ώρα περ­νού­σε το μαρ­τύ­ριό της στην ασφά­λεια. Είχε βγει έξω εκεί­νη τη μέρα πρωί-πρωί, όπως έβγαι­νε πάντα. Στη δια­σταύ­ρω­ση των οδών Γ΄ Σεπτεμ­βρί­ου και Αγί­ου Μελε­τί­ου τη συνά­ντη­σε ένας χαφιές που ήταν παλιά βασα­νι­στής της. Τη γνώ­ρι­σε. Εκεί­νη ήταν ολο­μό­να­χη, βαστού­σε ένα άδειο μπου­κά­λι και γύρε­ψε να παλέ­ψει μ’ εκεί­νο ενά­ντια στο χαφιέ. Περ­νού­σαν δυο Γερ­μα­νοί στρα­τιώ­τες, ο χαφιές τους στα­μά­τη­σε για να του δώσουν βοή­θεια, μα εκεί­νοι δεν στά­θη­καν. Ο χαφιές φώνα­ξε ένα ταξί που περ­νού­σε και την έβα­λε μέσα. Είχε τύχει μια γνω­στή κοπέ­λα να βγαί­νει εκεί­νη την ώρα από το σπί­τι της, παρα­κο­λού­θη­σε όλη τη φοβε­ρή σκη­νή, κι έτσι μάθα­με αμέ­σως τη σύλ­λη­ψη της Ηλέκτρας.

Η οδός Ελπίδος στην πλ. Βικτωρίας, όπου στην Κατοχή βρισκόταν το ξενοδοχείο «Κρυστάλ», άντρο της Ασφάλειας. Εδώ δολοφονήθηκε η Ηλέκτρα

Η οδός Ελπί­δος στην πλ. Βικτω­ρί­ας, όπου στην Κατο­χή βρι­σκό­ταν το ξενο­δο­χείο «Κρυ­στάλ», άντρο της Ασφά­λειας. Εδώ δολο­φο­νή­θη­κε η Ηλέκτρα

Ο χαφιές την πήγε κατευ­θεί­αν λίγο πιο κάτω, στην οδό Ελπί­δος, όπου ήταν τότε ένα απ’ τα τρο­με­ρά κέντρα βασα­νι­στη­ρί­ων της ασφά­λειας. Βασα­νί­στη­κε προ­σω­πι­κά απ’ τους τρεις πιο απάν­θρω­πους βασα­νι­στές εκεί­νης της επο­χής: τον Λάμπου, τον Καθρέ­φτη και τον Μόρ­φη. Εκεί­νο το βρά­δυ η ασφά­λεια έδω­σε κρα­σί στα όργα­νά της, για­τί καθώς τους είπε: «Σήμε­ρα πιά­στη­κε μεγά­λο ψάρι». Είχε πια­στεί, αλή­θεια, μια μεγά­λη Ελληνίδα.

Κι αν κανέ­νας δεν τόξε­ρε, τόμα­θε από κεί­νη την περί­φη­μη απο­λο­γία της. Οι χαφιέ­δες την ανακρίνουν:
― Πώς σε λένε;
― Ελληνίδα.
― Που κάθεσαι;
― Στην Αθήνα.
― Τι δου­λειά κάνεις;
― Υπη­ρε­τώ τον ελλη­νι­κό λαό.
Η απο­λο­γία αυτή θα μεί­νει για τους Έλλη­νες ένα εθνι­κό κει­μή­λιο, όπως οι αθά­να­τες τρα­γω­δί­ες μας της αρχαιότητας.

Ως το πρωί της άλλης μέρας την είχαν απο­τε­λειώ­σει με βασα­νι­στή­ρια. Και την πέτα­ξαν στο δρό­μο. Το αυτο­κί­νη­το του Δήμου που μάζευε τότε τα πτώ­μα­τα, την πήγε στο Νεκροτομείο.

Η επί­ση­μη ιατρο­δι­κα­στι­κή έκθε­ση και η φωτο­γρα­φία του νεκρού κατα­κρε­ουρ­γη­μέ­νου σώμα­τος που κατα­φέ­ρα­με να πάρου­με στα χέρια μας, είναι ένα απί­στευ­το ανα­τρι­χια­στι­κό ντο­κου­μέ­ντο που δημο­σιεύ­τη­κε ύστε­ρα απ’ την απε­λευ­θέ­ρω­ση. Η Ηλέ­κτρα κρε­μά­στη­κε ανά­πο­δα με χοντρά σύρ­μα­τα που της αυλά­κω­σαν βαθιά το στή­θος, όλο το κάτω μέρος του κορ­μιού κάη­κε, μ’ αναμ­μέ­να τσι­γά­ρα, καθώς επί­σης κάη­καν και τα γεν­νη­τι­κά όργα­να, οι κρό­τα­φοι και το στο­μά­χι χτυ­πή­θη­καν με σιδε­ρέ­νια εργα­λεία που προ­κά­λε­σαν αιμά­τω­μα και φέρα­νε το θάνα­το. «Ο σ τ ό μ α χ ο ς π ε ρ ι ε ί χ ε ά ρ τ ο ν κ α ι τ ο μ ά τ α ν». Μ’ αυτή τη φρά­ση τελειώ­νει η ιατρο­δι­κα­στι­κή έκθεση.

Η ομά­δα μας του παρά­νο­μου τύπου που καθο­δη­γού­σε η Ηλέ­κτρα, έβγα­ζε τις εφη­με­ρί­δες «Γυναι­κεία Δρά­ση» και «Σοβιε­τι­κά Νέα». Τα φύλ­λα της εκεί­νης της βδο­μά­δας τυπώ­θη­καν με άρθρα της Ηλέ­κτρας, όταν η ίδια δεν ζού­σε πια. Η ομά­δα μας κυκλο­φό­ρη­σε αμέ­σως μια σύντο­μη βιο­γρα­φία της.

Η Αθή­να που τη γνώ­ρι­σε και την αγά­πη­σε τόσο, κι όλη η Ελλά­δα που άκου­σε τη δρά­ση της και τον ηρω­ι­κό το θάνα­τό της, σηκώ­θη­κε στο πόδι και τίμη­σε την εθνι­κή αγω­νί­στρια. Στη μνή­μη της και για να εκδι­κη­θούν το χαμό της, πολ­λές Ελλη­νί­δες γίναν τότε μέλη του ΚΚΕ.

Στις 26 Ιου­λί­ου 1945, τον πρώ­το χρό­νο της απε­λευ­θέ­ρω­σης, απ’ τη χιτλε­ρι­κή κατο­χή, οργα­νώ­θη­κε στην Αθή­να ένα τερά­στιο συλ­λα­λη­τή­ριο-μνη­μό­συ­νο για τις γυναί­κες που πέσα­νε για τη λευ­τε­ριά της πατρί­δας, και ανά­με­σά τους, για μια από τις πιο άξιες, την Ηλέκτρα.

Δίπλα στους τόσους άλλους τιμη­μέ­νους μας νεκρούς, η Ελλά­δα χρω­στά να στή­σει στην Ηλέ­κτρα ένα μνη­μείο όπου θα πρέ­πει να χαρα­χτεί από κάτω:

Τη λέγα­νε Ελληνίδα.
Κατοι­κού­σε στην Αθήνα.
Υπη­ρε­τού­σε τον ελλη­νι­κό λαό.

Σ’ αυτό που είπε η ίδια, κανείς δε θα μπο­ρού­σε να προ­σθέ­σει τίπο­τα. Σ’ ευχα­ρι­στού­με, Ηλέ­κτρα, για ό,τι μας έμαθες.

Μέλ­πω Αξιώτη

(Οι φωτο­γρα­φί­ες από 902.gr και Ριζοσπάστη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο