Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΗΛΕΚΤΡΑΣ ΣΤΡΑΤΩΝΙΟΥ «Σςςς…ο θεός κοιμάται…»

Γρά­φει η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη — Ματά­τση* //

Η πρώ­τη εκδή­λω­ση του πρώ­του τρι­μή­νου της ΕΕΛ (Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών) ήταν η παρου­σί­α­ση του βιβλί­ου της Ηλέ­κτρας Στρα­τω­νί­ου με τον χαρα­κτη­ρι­στι­κό τίτλο «Σςςς…ο θεός κοι­μά­ται…». Και ήταν μία πολύ επι­τυ­χη­μέ­νη εκδή­λω­ση που την παρα­κο­λού­θη­σαν με μεγά­λο ενδια­φέ­ρον οι δεκά­δες παρευ­ρι­σκό­με­νοι στην κατά­με­στη αίθου­σα Μιχα­ή­λας Αβέ­ρωφ, στις 13/01/2016, στην Αθήνα.

«Σςςς…, ο θεός κοι­μά­ται…» ΛΟΙΠΟΝ,  ή του­λά­χι­στον αυτή την εντύ­πω­ση μας δίνει όταν, άπρα­γος, αφή­νει να θαλασ­σο­πνί­γο­νται αθώα βρέ­φη, μωρά άδο­λα, μικρά παι­δά­κια και μανά­δες που τα κρα­τούν σφι­χτά στην αγκα­λιά σε αμέ­τρη­τες, απελ­πι­σμέ­νες προ­σπά­θειες, διά­σω­σής τους από τα σαγό­νια των καμου­φλα­ρι­σμέ­νων «καρ­χα­ριών» ή των «λύκων» με την προ­βιά του αμνού …   Όταν επι­τρέ­πει να πυρ­πο­λού­νται πολι­τεί­ες ολά­κε­ρες και να δολο­φο­νού­νται λαοί κατα­τρεγ­μέ­νοι, να κατα­στρέ­φο­νται  υλι­κά αγα­θά και είδη πρώ­της ανά­γκης,  που θα μπο­ρού­σαν να αρκέ­σουν για όλη την ανθρωπότητα…

Όταν εθε­λο­τυ­φλεί κι επι­μέ­νει, παρά την παντο­δυ­να­μία του, στην ουδε­τε­ρό­τη­τα, εν ονό­μα­τι της ελεύ­θε­ρης ατο­μι­κής βού­λη­σης  και επι­λο­γής του ανθρώ­που, όταν, όταν ‚όταν…

Άπει­ρες θα μπο­ρού­σα­με να παρα­θέ­σου­με και να αντι­πα­ρα­θέ­σου­με από­ψεις και συν­θή­κες τέτοιες που δυστυ­χώς σε ένα και μονα­δι­κό συμπέ­ρα­σμα οδη­γούν και  συντεί­νουν: πως σήμε­ρα, όσο ποτέ, οι άπει­ροι, οι πολύ­μορ­φοι, οι προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νοι αλλά και οι απρό­σω­ποι  «θεοί του κόσμου», όλοι έγι­ναν «άφα­ντοι»!

Ας δού­με όμως η ίδια η ποι­ή­τρια τι να υπο­νο­εί με τον τίτλο; Τι να περι­λαμ­βά­νει στη συλ­λο­γή της; Τι να έχει άρα­γε στο μυα­λό της; Σε αυτά και σε πολ­λά άλλα ερω­τή­μα­τα, που πιθα­νόν να προ­κύ­ψουν στον καθέ­να μας, στην πρώ­τη του επα­φή με την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Ηλέ­κτρας, απά­ντη­σαν άμε­σα ή έμμε­σα, ξεκά­θα­ρα ή παρα­βο­λι­κά οι εκλε­κτοί λογο­τέ­χνες που πήραν το λόγο και ανα­φερ­θή­κα­νε σ’ αυτό το έργο της, στη διάρ­κεια της εκδήλωσης.

Ilektra3

Πρώ­τος στο πλαί­σιο του χαι­ρε­τι­σμού του, ως εκπρό­σω­πος της ΕΕΛ, ο γ. γραμ­μα­τέ­ας της, Γιάν­νης Παπα­οι­κο­νό­μου έκφρα­σε την επι­δο­κι­μα­σία και το θαυ­μα­σμό του στην πέν­να, το έργο, το ήθος και το ύφος της ποι­ή­τριας. Μετα­ξύ άλλων  είπε: «Είχα­με κι αλλού γρά­ψει και χαι­ρε­τή­σει την ποιό­τη­τα της εξε­γερ­μέ­νης φωνής της, που μ’ όλο που δεί­χνει τα κου­ρέ­λια και τις πλη­γές της σύγ­χρο­νης και τόσο άδι­κης κοι­νω­νί­ας που ορί­ζει και ορί­ζει ακό­μα το ριζι­κό των ανθρώ­πων, των σύγ­χρο­νων δού­λων, προ­τεί­νει διέ­ξο­δο στην οργα­νω­μέ­νη πάλη για την ανα­τρο­πή αυτής της αδι­κί­ας. Θα ήταν επό­με­να παρά­λει­ψη, αν πέρα από τα ποι­η­τι­κά χαρί­σμα­τα του βιβλί­ου και είναι πολ­λά, δεν στε­κό­μα­σταν στο κύριο χαρα­κτη­ρι­στι­κό της ποι­ή­τριας, την ανυ­πό­τα­κτη οργή και στά­ση της απέ­να­ντι στη λαί­λα­πα των κατα­στρο­φών που έχει βίαια επι­βάλ­λει στη ζωή των ανθρώ­πων ο σάπιος πια καπιταλισμός.

Μπο­ρεί να μην τον κατο­νο­μά­ζει στους στί­χους της, όμως οι σπα­ρα­κτι­κές, τρα­γι­κές ανα­φο­ρές στον οδυρ­μό των δια­λυ­μέ­νων υπάρ­ξε­ων μόνον αυτόν φωτο­γρα­φί­ζουν. Και η Ηλ. Στρα­τω­νί­ου δεν θρη­νεί αλλά έκα­νε πρά­ξη αυτό που ο Ρίτσος δεν μπό­ρε­σε τότε στο «τρα­γού­δι της αδερ­φής μου»: «Θ’ άξι­ζε ολόρ­θος να σταθώ/κατάντικρυ στον ήλιο/και των στί­χων τους κίο­νες να υψώσω/προς το κυα­νό διά­στη­μα…. όμως αδελ­φή μου/δεν δύνα­μαι άλλο/το άπει­ρο συνέτριψε/το στιλ­πνό του τόξο/στο μέτω­πό μου.» Στέ­κε­ται ορθή και τον ήλιο τον πετρο­βο­λά­ει που δέχε­ται τόσο πόνο και μιζέ­ρια στη γη. «εκεί­νοι που απειλήσανε/ και βρί­σα­νε τον ήλιο/οι άντρες που ονειρεύτηκαν/κάτω από τα λιό­δε­ντρα». Τον τρε­λαί­νει τον ήλιο η Ηλέ­κτρα Στρα­τω­νί­ου και τον βάζει στη μπου­κά­λα: «τρε­λά­θη­κε ο ήλιος και μπή­κε στη μπουκάλα/θάλασσα ούζο έγι­νε ξανά ο ουρα­νός». Μ’ ένα παι­χνί­δι­σμα ειρω­νεί­ας περ­νά τις πιο δύσκο­λες έννοιες, όχι με την επαρ­μέ­νη τέχνη των «καθα­ρών ποι­η­τών» μα με την απλό­τη­τα και την αμε­σό­τη­τα των συνη­θι­σμέ­νων ανθρώ­πων του μόχθου. Ωρι­μό­τε­ρη πια σε σχέ­ση με παλαιό­τε­ρη δου­λειά της, η ποι­ή­τρια έχει στρογ­γυ­λέ­ψει την κραυ­γή και την έχει κάνει βόλι που στέλ­νει ενά­ντια στα «συγκε­κρι­μέ­να σχέδια/αναπαραγωγής των ανθρώ­πων». Πολ­λές φορές αυτο­σαρ­κά­ζε­ται και φωτο­γρα­φί­ζει την παρακ­μή της ομορ­φιάς, παίρ­νει όμως πάντα θέση δίπλα στους επα­να­στα­τη­μέ­νους νέους «τους νεο­λαί­ους που τους κουρέψαν/ με την ψιλή/στα προ­αύ­λια των σχολείων/προς παρα­δειγ­μα­τι­σμό και συμμόρφωση/γιατί……….κρέμαγαν στα ματόφυλλα/σαν τσα­μπιά μοσχά­το σταφύλι/τις ελπί­δες και την ξαγρύ­πνια τους/.

Γι αυτές τις ελπί­δες μάχε­ται και η ποι­ή­τριά μας κάνο­ντας τους στί­χους όπλα της μελ­λού­με­νης εξέ­γερ­σης όχι μόνο των ποι­η­τών, μα όλων των απα­ντα­χού εκμε­ταλ­λευό­με­νων, κατα­τρεγ­μέ­νων αγω­νι­στών του ονεί­ρου. Αυτό το μαχό­με­νο κόσμο της εργα­σί­ας όλο καυ­στι­κό­τη­τα μα και αισιο­δο­ξία μας προ­τεί­νει η Ηλ. Στρα­τω­νί­ου που σε κάθε στιγ­μή δεί­χνει την φωτει­νή διέ­ξο­δο από τη σύγ­χρο­νη κόλα­ση. Αυτή την αισιό­δο­ξη τρα­γι­κή φωνή χαι­ρε­τί­ζου­με από­ψε με τις ευχα­ρι­στί­ες της καρ­διάς και του νου για το υπέ­ρο­χο αυτό δώρο της».

Ilektra1

Ακο­λού­θη­σε η Βάσια Γερ­μα­νού, καθη­γή­τρια Της Γαλ­λι­κής φιλο­λο­γί­ας  που διδά­σκει στο 1ο Γυμνά­σιο του Γέρα­κα, ασχο­λεί­ται ερα­σι­τε­χνι­κά με την ποί­η­ση και το δοκί­μιο  και τυχαί­νει να είναι φίλη της ποι­ή­τριας. Η Βάσια μετα­ξύ άλλων είπε:

«Την γνώ­ρι­σα μέσω χρω­μά­των και θεμά­των σε πίνα­κες ζωγρα­φι­κής της, κι όλα αυτά σε ένα χώρο με έντο­νες μνή­μες από αγώ­νες του παρελ­θό­ντος : το Λαύ­ριο. Μήπως ήταν η συγκυ­ρία τέτοια, ώστε, μία γυναί­κα που έχει , επί­σης, μνή­μες ζωής τόσο έντο­νες, όσο μόνο ένα παι­δί μπο­ρεί να κου­βα­λά, να βρε­θεί και να παρα­θέ­σει πίνα­κές της σαν να ζει στο φυσι­κό της περιβάλλον;

Να, για ποια παρα­βο­λή μιλώ: το Στρα­τώ­νι Χαλ­κι­δι­κής με το Λαύ­ριο Αττι­κής! Βίοι παράλ­λη­λοι ανθρώ­πων που μοχθού­σαν μέσα στη γη: ένιω­θαν το άχθος αρού­ρης και κοι­τού­σαν τον ουρα­νό μόνο, όταν βγαί­νο­ντας έξω, έπι­ναν νερό!

Αυτές τις μνή­μες έχει η Ηλέ­κτρα του Στρα­τω­νί­ου! Γιαυ­τό και τα χρώ­μα­τα της ζωγρα­φι­κής της έχουν το ίδιο πάθος και βάθος, όσο και τα λόγια των λογο­τε­χνη­μά­των της, της ποί­η­σής της.

Η Ηλέ­κτρα γεν­νή­θη­κε στο Στρατώνι,

  • ένα Μαντε­μο­χώ­ρι που βρί­σκε­ται στη χερ­σό­νη­σο της Χαλ­κι­δι­κής, και
  • βιο­μη­χα­νι­κό κέντρο επε­ξερ­γα­σί­ας και εκμε­τάλ­λευ­σης των μεταλ­λεί­ων της Β.Α. Χαλκιδικής.

Γεν­νή­θη­κε σ’ ένα μικρό παρά­πηγ­μα (ένα παλιό φυλά­κιο ) στην αυλή της εται­ρί­ας Ανώ­νυ­μη Ελλη­νι­κή Εται­ρεία Χημι­κών Προ­ϊ­ό­ντων & Λιπα­σμά­των του Μποδοσάκη.

Τα καλο­καί­ρια έπαι­ζε ξυπό­λη­τη μέσα σε μικρές «χρω­μα­τι­στές» λιμνού­λες που σχη­μα­τί­ζο­νταν στην «αλά­να» μπρο­στά από τα πλυ­ντή­ρια των μεταλλείων.

Έμπαι­νε από τα σάπια συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα σε κάτι υπο­τυ­πώ­δεις απο­θή­κες (χωρίς πόρ­τες) και με τα μικρά χερά­κια της, γέμι­ζε χού­φτες με διά­φο­ρα δηλη­τή­ρια τις τσέ­πες της σχο­λι­κής της ποδιάς, από τα μαύ­ρα βαρέ­λια με τις κίτρι­νες νεκρο­κε­φα­λές που έγρα­φαν: κίν­δυ­νος –θάνα­τος — κυάνιο,-θειάφι, — ποτά­σα –γαλα­ζό­πε­τρα — και άλλα τέτοια, που με πολ­λά απ’ αυτά τα υλι­κά κάνα­νε… γλυ­κά και φαγη­τά όταν παί­ζα­νε τα κορί­τσια, τις νοικοκυρές! 

Πώς γλύ­τω­σαν και δεν τα δοκί­μα­σαν, σίγου­ρα η Αγία Βαρ­βά­ρα εκτός από τους μεταλ­λω­ρύ­χους προ­στα­τεύ­ει και τα παι­διά τους που παί­ζουν ανέ­με­λα στις αυλές του θανάτου!»

Και παρα­κά­τω:

«Έχω να κάνω δύο δώρα στην Ηλέ­κτρα. Το ένα είναι μερι­κοί στί­χοι του Κωστή Παλα­μά από το ποί­η­μά του « Γύρι­ζε», κάτι που θα εξέ­φρα­ζε την Ηλέ­κτρα και η ίδια θα συγκα­τά­νευε σ’ αυτό με έντα­ση. Διά­λε­ξα τους εξής:

«Γύρι­ζε, μη στα­θείς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη

     ο ψεύ­της είδω­λο είναι εδώ, το προ­σκυ­νά η πλεμπάγια

                      η Αλή­θεια τόπο να στα­θή για μια στιγ­μή δε θάβρη.

Αλάρ­γα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.

Η Πολι­τεία λωλά­θη­κε, κι από­παι­δα τα κάνει

το Νου, το Λόγο, την Καρ­διά, τον Ψάλ­τη, τον Προφήτη

κάθε σπα­θί, κάθε φτε­ρό, κάθε χλω­ρό στεφάνι

στη λάσπη. Σταύ­λος ο ναός, μπου­ντρού­μι και το σπίτι….»

Τώρα το άλλο δώρο:

Η ποι­η­τι­κή αυτή συλ­λο­γή του νέου της βιβλί­ου, έχει 55 ποι­ή­μα­τα με τους αντί­στοι­χους τίτλους τους. Από αυτούς, λοι­πόν, τους τίτλους δημιούρ­γη­σα για να προ­σφέ­ρω στην Ηλέ­κτρα να ακού­σει και να συνει­δη­το­ποι­ή­σει ότι και από αυτούς ακό­μα, ξεπη­δά ένα και­νούρ­γιο ποί­η­μα με την ορμή που την χαρα­κτη­ρί­ζει. Γρά­φουν οι στί­χοι των τίτλων της, λοιπόν:

«Έχω φρι­κά­ρει

Κάνει κρύο. Μ’ ένα ποτό στο χέρι, η Καρυά­τι­δα κλαίει

Τα καρ­φιά φτιά­χνουν το δρό­μο τα Σαββατοκύριακα

Επι­κίν­δυ­νο ταξί­δι , κακός μπε­λάς κι άρνη­ση προσαρμογής

Η σκιά μου μετρά­ει ανά­σες σαν ευγε­νής αστός σε μακέ­τα από φελλό

Οι μεταλ­λω­ρύ­χοι σε ομο­φω­νία ψάχνουν τους ποι­η­τές για τις ενο­χές μας

Θέλω να πετά­ξω σε μια νέα πατρί­δα μ’ ένα μοσχά­το στα­φύ­λι, με ούζο και ήλιο Αιγαιοπελαγίτικο,

Ελλάς – Ελλάς με Μπαϊ­ντούζ­κα στ ‘ αντρί­κια όνειρα!

Η παρα­γω­γή αρρέ­νων με τρι­χο­μα­νία στα υγρά όνει­ρα της θεα­τρί­νας  Φρύ­νης, σα μελίσσι.

Εγώ ξέρω τον θρή­νο του ανέ­μου για τη Φαί­δρα, την hello baby! Τι νατουραλιστικό!

Τα κομ­μά­τια μου από κινέ­ζι­κη πορ­σε­λά­νη όλα στα φαρ­μα­κεία , ως επι­τα­κτι­κή ανά­γκη να συν­δε­θούν με την www.Ψυχή .com

Τελι­κά είναι ανοι­χτό ζήτη­μα να ονο­μά­ζε­σαι Έλλην!»

Ilektra2

Στη συνέ­χεια το λόγο πήρε ο Αντώ­νης Κομί­νης, πολυ­βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής και συγ­γρα­φέ­ας, μέλος της ΕΕΛ και ταμί­ας της μέχρι πρό­σφα­τα, που μετα­ξύ άλλων είπε: «Παρά την απλό­τη­τα της δομής, η εργα­σία της είναι περί­πλο­κη. Το καλό και το κακό, το αλη­θές και το ψευ­δές, το ευχά­ρι­στο και το δυσά­ρε­στο, εξε­λίσ­σο­νται μετα­ξύ τους  και αλλού λει­τουρ­γούν χώρια, αλλού συγ­χω­νεύ­ο­νται. Τα αισθή­μα­τα συμ­φύ­ρο­νται μετα­ξύ τους και σχη­μα­τί­ζουν τους όρους που παρά­γουν την τέχνη της. Και η δημιουρ­γός δεν φοβά­ται τέτοια δια­δι­κα­σία, αφού η προ­σω­πι­κή της ζωή είναι συνυ­φα­σμέ­νη με την καλ­λι­τε­χνι­κή της κι αυτό το στοι­χείο είναι κρί­σι­μο εφαλ­τή­ριο και για μας και για την ίδια:

για όσους την καλο­γνω­ρί­ζουν, όπως κοι­τά­ζει και μιλά, έτσι φρο­νεί και γράφει

Έτσι, η ηθι­κή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της επι­τρέ­πει τη λογο­τε­χνι­κή φυσιο­γνω­μία που αρχι­κά την καθι­στά ρεπόρ­τερ, που μέσα από τη σκέ­ψη η γλώσ­σα γίνε­ται λόγος με τον οποί­ον συνο­μι­λεί με τους δια­βά­τες. Η δια­δρο­μή της με καμπύ­λες, με γωνί­ες, με από­το­μες στρο­φές αλλά και αρε­τή, οδεύ­ει προς το αύριο. Με πνεύ­μα, λογι­κή, αρμο­νία, σοβα­ρό­τη­τα, δύνα­μη, θάρ­ρος, μετά­δο­ση με ευθύ­νη, με χρώ­μα, ήχο αλλά και βάθος, γκρε­μί­ζει και επα­να­δο­μεί απ’ την αρχή το φωτει­νό της πεδίο. Άτρο­μη και ασυμ­βί­βα­στη σε ζωή και τέχνη, ταυ­τί­ζει τη γρα­φί­δα της με την πρόοδο…

Η Στρα­τω­νί­ου έχει ήχο και ήχο επι­δέ­ξιο. Και παρά το θολό τοπίο που εξε­λίσ­σο­νται τα θέμα­τά της, δεν στέ­κε­ται απλά στην περι­γρα­φή και την απώ­λεια που σχε­δόν πάντα καρα­δο­κεί σε τέτοιο περι­βάλ­λον, δεν μας αφή­νει να βασα­νι­στού­με σ’ αυτό το συναι­σθη­μα­τι­κό πέλα­γο. Μιλώ­ντας με ευθύ­τη­τα χωρίς υπαι­νιγ­μούς, καθο­δη­γεί τον ανα­γνώ­στη της με μαε­στρία σε δια­φο­ρε­τι­κό μονο­πά­τι. Εκεί, με λέξεις ζυγι­σμέ­νες κι ας μην είναι συναρ­πα­στι­κές,  επι­διώ­κει τη νοη­μα­τι­κή από­δο­ση της ουσί­ας. Αυτό καθι­στά το έργο της  έμπλεο περιε­χο­μέ­νου, χωρίς μανιέ­ρες και τεχνι­κούς ελιγ­μούς που φανε­ρώ­νουν συνη­θέ­στα­τα αδυ­να­μία. Και μάλι­στα, η απου­σία υπερ­βο­λών, είτε στις παρο­μοιώ­σεις της, είτε ακό­μα κι εκεί που είναι ανε­κτές – στα όνει­ρα για παρά­δειγ­μα – δεν στε­ρεί τη δημιουρ­γία της από την ορμη­τι­κό­τη­τα που την παρακινεί.

Η γρα­φή της είναι πει­θαρ­χη­μέ­νη, παρά­γει έργο καθα­ρό, φωτει­νό και με διαύ­γεια. Και παρά την τόλ­μη της γλώσ­σας, δεν δια­κα­τέ­χε­ται από καμιά νευ­ρι­κό­τη­τα. Και αυτό το  έργο είναι αναμ­φι­σβή­τη­τα υψη­λής αξί­ας. Η Στρα­τω­νί­ου δεί­χνει να δοκι­μά­ζε­ται. Πετά­ει, ταλα­ντεύ­ε­ται  και βγαί­νει νική­τρια. Πίσω από κάθε μαυ­ρο­σύν­νε­φο βλέ­πει έναν ήλιο αστρα­φτε­ρό και μας το βρο­ντο­φω­νά­ζει !!! Και δεν χρη­σι­μο­ποιεί δανει­κά φτε­ρά για να πετά­ξει. Πρω­το­πο­ρεί με ακρί­βεια και λιτό­τη­τα, χωρίς μισό­φω­τα, δίχως φλυαρία.

Δεν χαρί­ζε­ται σε κανέ­ναν. Χωρίς να μασά­ει τα λόγια της, μιλά­ει και πυρο­βο­λεί, εξο­πλι­σμέ­νη με την πλού­σια τελα­μώ­να της από την οποία περιο­δι­κά ανα­σύ­ρει και χρη­σι­μο­ποιεί όλα της τα όπλα και τα ξέρει καλά. Με αλάν­θα­στο ένστι­κτο, δεν γίνε­ται θύμα της κοι­νω­νί­ας και της επι­και­ρό­τη­τας, αντί­θε­τα, την ψυχο­φθό­ρο κοι­νω­νι­κή ασχή­μια και την αμεί­λι­κτη σφο­δρό­τη­τα των γεγο­νό­των, τις μετα­τρέ­πει σε σαΐ­τες εύστο­χες κι αποτελεσματικές.

Και το πρώ­το-πρώ­το όπλο που επι­στρα­τεύ­ει είναι η

  • αδί­στα­κτη αυτο­κρι­τι­κή, από το πρώ­το κιό­λας ποί­η­μα της συλλογής:

οι ενο­χές μας που δεν μπο­ρέ­σα­με να σώσου­με τίπο­τε απ’ όσα έπρε­πε να σωθούν, κινού­με­νοι ενθου­σια­σμέ­νοι και πανι­κό­βλη­τοι, φορ­τω­μέ­νοι τα κου­ρέ­λια μας, μη αφή­νο­ντας χώρο για τους άλλους. (ας μου επι­τρα­πεί ο όρος, λέει για τον ΠΑΡ­ΤΑ­ΚΙ­ΣΜΟ-για­τί αυτόν αφο­ρά ο καυτηριασμός)

Ή στη σκιά: άλλοι μου χάρα­ξαν το δρό­μο κι εγώ κατά­δι­κος σε ισό­βια δια­δρο­μή, με μια σκιά στα πόδια μου που με μπο­δά­ει να τρέξω […] 

  • Αλλά και η κρι­τι­κή όπως στην Τρι­χο­μα­νία, σελ. 37: ήσουν ακί­νη­τος και σφύ­ρι­ζες, κοι­τώ­ντας το ταβά­νι. Ώσπου έπε­σε και σε πλά­κω­σε […] (ΕΥΣΧΗΜΑ για την ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ απέ­να­ντι στα πράγματα)
  • Ταξι­κά προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη. Και φρο­ντί­ζει αμε­σό­τα­τα να το επι­ση­μά­νει, στο «Επι­κίν­δυ­νο ταξί­δι», το δεύ­τε­ρό της ποί­η­μα. Κι από την πρώ­τη κιό­λας φρά­ση του:

πρέ­πει ν’ απο­φα­σί­σεις τον προ­σα­να­το­λι­σμό σου […] με στρα­τη­γι­κή κι εξο­πλι­σμό […] μην αφή­σεις τίπο­τε στην τύχη του […]

ή στον κακό μπε­λά:

ανε­πί­δε­κτος ο πολί­της, εξτρε­μι­στής ο εργά­της, άλλο φρού­το ο φοι­τη­τής […] κακός μπε­λάς, απέ­να­ντι σ’ όσους αφα­νί­ζουν τους λαούς σε μια παρ­τί­δα μπριτζ […] 

          ή στο Θα δω: στους αρχη­γούς κυβερ­νή­σε­ων και κρα­τών, θα δω τι θα κάνω […] και πιο κάτω: θα δω τι θα σας κάνω […]

          ή με καυ­στι­κό­τη­τα ΚΑΙ ΧΙΟΥΜΟΡ απέ­να­ντι στην επί­πλα­στη ευδαι­μο­νία των εξου­σια­στών που προ­κα­λούν, γρά­φει στο ποί­η­μα «Νατου­ρα­λι­στι­κό»:

          Ασύλ­λη­πτη θέα, μονα­δι­κή. Νατου­ρα­λι­στι­κή, φου­του­ρι­στι­κή, μινι­μα­λι­στι­κή, σου­ρε­α­λι­στι­κή του κερα­τά, Ινδής πρι­γκί­πισ­σας με Σανέλ ταγε­ρά­κι, στο Μπάκινχαμ!

  • διε­θνι­στι­κά αλλη­λέγ­γυα στον Μωχά­μετ της:

το αίμα μου ποτί­ζει τις καλα­μιές που κρύ­φτη­κα μέσα τους […] κόκ­κι­νο το αίμα μου σαν το δικό σου […] και ο θάνα­τός σου ο δικός μου […] 

  • στο­χα­στι­κή στο «Ανοι­χτό ζήτη­μα», αλλη­γο­ρεί, κατα­δεί­χνο­ντας τον παρα­λο­γι­σμό του αστι­κού «ορθο­λο­γι­σμού»:

μηδέν συν μηδέν συν ένα […] αβέ­βαιη η επό­με­νη μέρα, αβέβαιη […]

  • υπεύ­θυ­νη, ζαλώ­νε­ται το φόρ­το της: άιντε μωρέ ποι­η­τές, ώρα να βγεί­τε στις λαϊ­κές γειτονιές […]

κι αμέ­σως μετά με προ­ο­πτι­κή: ονει­ρευ­τεί­τε το τρα­πέ­ζι με το ζεστό ψωμί, το τσί­που­ρο, τη φωτιά στο τζά­κι, το βλέμ­μα της μάνας στην εξώπορτα […]

  • εξυ­μνώ­ντας στις αρά­δες της τη φύση, παίρ­νο­ντας το λαμπρό παρά­δειγ­μά της, μας λέει για τη χρεια­ζού­με­νη αυτο­θυ­σία του αγώ­να, στο ποί­η­μα «Μελίσ­σι»:

Οι μέλισ­σες πολε­μι­στές, καμι­κά­ζι-μάρ­τυ­ρες […] έτοι­μοι να θυσια­στού­νε, να πεθάνουν […]

ΞΕΔΙΠΛΩΝΟΝΤΑΣ ΜΑΕΣΤΡΙΚΑ ΤΙΣ ΑΡΕΤΕΣ ΤΗΣ…. δεν αφή­νει τίπο­τε να περά­σει απα­ρα­τή­ρη­το. Τα θέμα­τά της αντλού­νται από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τα σύγ­χρο­να κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα παρε­λαύ­νουν κυμα­τι­στά στη γρα­φή της. Η μετα­νά­στευ­ση ( στο ΚΑΝΕΙ ΚΡΥΟ, σελ. 23), οι από­μα­χοι της ζωής που αφή­νου­νται στην  τύχη τους (γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά στην «επι­τα­κτι­κή ανά­γκη»: ξέρεις πόσο κρύο κάνει μετά τα 60; Ξέρεις πόσο χιό­νι κολ­λά­ει στα πόδια σου;), το σχο­λείο που έκλει­σε, το βλα­στα­ρού­δι που λιπο­θύ­μη­σε απ’ την κυριο­λε­κτι­κή ασι­τία και που ψυχορ­ρα­γεί από την πνευ­μα­τι­κή, το θερα­πευ­τή­ριο που ερη­μώ­νει, η ζωή που κοστο­λο­γεί­ται στο ταμείο με ψίχου­λα κι η απλή­ρω­τη εφη­με­ρία, η μοντέρ­να δια­φθο­ρά στο ξενο­δο­χείο «Ο Έρω­τας», είναι πολ­λά απ’ αυτά.Έχοντας στε­νούς δεσμούς με τη ζωή, δεν αρκεί­ται στην στεί­ρα περι­γρα­φή των γεγο­νό­των, αλλά αισθά­νε­ται υπο­χρέ­ω­ση να μπει μπρο­στά στη δύσκο­λη πορεία. Λέει στο ποί­η­μα ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ:

ναι, ήρθε η ώρα να φτιά­ξου­με μια νέα πατρί­δα μ’ άγνω­στο θεό, για τους ονει­ρο­πό­λους, τους τρε­λούς, τους απροσκύνητους !

  • Αδέ­κα­στη, αλλά και συλ­λο­γι­κά παρα­κι­νη­τι­κή, γρά­φει στο Συρ­μα­τό­σχοι­νο, σελί­δα 35:

Τύλι­ξα το συρ­μα­τό­σχοι­νο στο σώμα, για­τί κλη­ρώ­θη­κα, δεν πλη­ρώ­θη­κα! Δεν ζητάω να λυθώ για να δεθείς εσύ […] τα χέρια σου θέλω, τα χέρια κι απ’  τη ματιά σου το κουράγιο […]

Η Ηλέ­κτρα μετρά­ει τις ανά­σες με της καρ­διάς τους χτύ­πους στο ανη­φό­ρι. Σφίγ­γει τα δόντια και μετρά­ει ακό­πια­στα, κρύ­βο­ντας, όπως λέει, ξημε­ρώ­μα­τα το φόβο στων παπου­τσιών τους πάτους. Ακό­μα και με κομ­μέ­να τα φτε­ρά, με κοντό­στε­κη ανά­σα, ονει­ρεύ­ε­ται και μονολογεί:

Δεν είναι ο λογι­σμός που όμορ­φο κάνει τ’ όνει­ρο, αλλά ο παρα­λο­γι­σμός που το απογειώνει…

Στη δύσβα­τη τού­τη δια­δρο­μή, δαγκώ­νει τη ρόγα απ’ το τρα­γα­νό στα­φύ­λι και ρου­φά την πόρ­φυ­ρη στα­γό­να της ξαγρύ­πνιας και της ελπί­δας, με τους στί­χους του ποι­η­τή στα χεί­λια κι ανα­στε­νά­ζο­ντας κρυ­φά, σηκώ­νει τη γρο­θιά στον ήλιο κι οσμί­ζε­ται τον βασι­λι­κό στη γλά­στρα και το αχνι­στό καρ­βέ­λι στο τρα­πέ­ζι της φτω­χο­λο­γιάς. Μετρά και πάλι την ανά­σα και μπαί­νει απο­φα­σι­στι­κά στις Συμπλη­γά­δες με το περι­στέ­ρι του Οδυσ­σέα στα χέρια, μη έχο­ντας πια άλλο να χάσει απ’ τις αλυ­σί­δες ή μάλ­λον …. απ’ το συρ­μα­τό­σχοι­νο που τη ζώνει.

Ανά­με­σα στην αγχω­τι­κή περ­πα­τη­σιά, παρά τις ΑΡΡΥΘΜΕΣ ανά­σες, γίνε­ται βαθιά ανθρώ­πι­νη κι έξο­χα λυρι­κή κάτω απ’ το σελη­νό­φω­το, ανά­με­σα στα μυρι­στι­κά του μπαλ­κο­νιού, μπρος στο σύθρη­νο του ανέ­μου, ανα­πο­λεί μέρες και ώρες διά­φα­νες με τον τριγ­μό του ονεί­ρου παρα­στά­τη, απαγ­χο­νι­σμέ­να Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα, σφα­λί­ζο­ντας αθέ­λη­τα τα μάτια…

Κι ύστε­ρα, να ’σου πάλι τ’ αμεί­λι­χτα καρ­φιά της συνεί­δη­σης και της ευθύ­νης! Ανοί­γει άξαφ­να τα μάτια και μας δίνει το ποί­η­μα «Σαν ευγε­νής αστός» σελί­δες 56–57. Διά­βα­σέ το σε παρα­κα­λώ Γιάν­νη, εγώ δεν είμαι ικανός…

Και συνε­χί­ζει… συναρ­μο­λο­γεί με ψυχραι­μία και σύνε­ση τα κομ­μά­τια της κοι­τώ­ντας ενσυ­νεί­δη­τα τη στρά­τα και δεί­χνο­ντας κατά κει με το δάχτυ­λο τεντω­μέ­νο αριστερά!

Κι έπει­τα ξανά η ρευ­στή, ανθρώ­πι­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κινεί­ται εναλ­λάξ ανά­με­σα στις ατρα­πούς του αγώ­να της. Βαδί­ζο­ντας προς το φινά­λε του βιβλί­ου, τα «υγρά όνει­ρα», «Όλοι στα φαρ­μα­κεία», «Ούζο και ήλιος», «Η θεα­τρί­να», «Αγγα­ρεία το φιλί», «Εγώ ξέρω», είναι μερι­κοί τίτλοι ποι­η­μά­των έμπλε­ων από λυρι­σμό, που σκια­γρα­φούν ένα πεδίο ποι­η­τι­κής δημιουρ­γί­ας απο­λο­γη­τι­κό και βαθιά συναι­σθη­μα­τι­κό. Δεν είναι αυθαι­ρε­σία αυτή η εναλ­λα­γή ταξι­κών επι­λο­γών και συναι­σθη­μα­τι­κού λυρι­σμού, αφού και τα δυο αυτά δρο­μο­πά­τια είναι άρρη­κτα συν­δε­δε­μέ­να το ’να με τ’ άλλο. Είναι θα ’λεγε κανείς ένα μείγ­μα από μπα­ρού­τι και μέλι.

Έτσι είναι κι η Στρα­τω­νί­ου καμω­μέ­νη, από μέλι και μπα­ρού­τι, έτοι­μη κάθε στιγ­μή να αγα­πή­σει, να δακρύ­σει, να κλά­ψει ίσως, να ονει­ρευ­τεί, να πιει και να χορέ­ψει, μα και να ριχτεί με μιας στη μάχη και πάλι απ’ την αρχή. Και το κάνει μ’ ένα λεκτι­κό σπιν­θη­ρο­βό­λο, υπε­ράλ­μυ­ρο (όπως το χω ξανα­πεί παλιό­τε­ρα), ΠΟΥ μοιά­ζει να πυρο­βο­λεί αθυ­ρο­στο­μώ­ντας. Όπως παρά­δειγ­μα στην  «Παρ­θε­νι­κή συνουσία»:

Ξάπλω­σες σιω­πη­λή στο ακρο­γυά­λι, μ’ ανοι­χτά τα σκέ­λια […]  σε πλή­ρη διάσταση…

αλλά, η δημιουρ­γός θα κατα­λή­ξει στη φιλο­στορ­γία και την τρυφερότητα:

[…] χελι­δο­δέλ­φι­νο, σαν κορα­λέ­νιο μεντα­γιόν […] σαν έφη­βος λιγο­θυ­μώ […] κι αισθά­νο­μαι το ηδο­νι­κό σπαρ­τά­ρι­σμα της μυστι­κής σου συνουσίας.

Ανα­φο­ρι­κά και στη «Φρύ­νη», την πόρ­νη με τα ψηλο­τά­κου­να, το ίδιο κάνει, με ανά­λο­γους φρα­στι­κούς σχη­μα­τι­σμούς, ίσως εντο­νό­τε­ρους. Κι ενώ μετά ακο­λου­θά­ει σαν διά­λειμ­μα το σαφώς  ηπιό­τε­ρο «Αιγαιο­πε­λα­γί­τι­κο» με φανε­ρό ειδυλ­λια­κό χαρα­κτή­ρα, αμέ­σως μετά οπλί­ζει πάλι το εξά­σφαι­ρο και μας στέλ­νει 5 στο­χευ­μέ­νες αμεί­λι­κτες βολίδες :

Το «μακέ­τα από φελ­λό» συμ­βο­λι­κό τίτλο όπου στην ανά­πτυ­ξή του σκια­γρα­φεί με σκλη­ρό­τη­τα το ριτρά­το του σύγ­χρο­νου κόσμου και το φερε­τζέ της ευδαι­μο­νί­ας του,

Το «φτιά­χνουν το δρό­μο» όπου κατα­δεί­χνει την από­στα­ση θέλη­τας και πρά­ξης, νου και καρ­διάς, αλλη­γο­ρώ­ντας τη χρεια­ζού­με­νη απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα για την κατά­κτη­ση του μέλ­λο­ντος: τού­τος ο δρό­μος δύσκο­λος και μακρύς. Μα… και μικρός, δυο πιθα­μές κοντός, όσο απ’ το μυα­λό στην καρδιά!

Το αυτο­κρι­τι­κό και συστο­λι­κό «θέλω να πετά­ξω», που παρου­σιά­ζει την ανά­γκη στρά­τευ­σής της στη διεκ­δί­κη­ση, μια δρα­στη­ριό­τη­τα στην οποία αισθά­νε­ται ότι θέλει να έχει ενερ­γό ρόλο: ζω 60 χρό­νια κάνο­ντας δοκι­μα­στι­κές πτή­σεις, όμως ούτε μια πιθα­μή δε σηκώ­θη­κα απ’ τη γη…

το «Ψυχή.com» στο οποίο περι­γρά­φει με ευθύ­τη­τα την αγω­νία και την κού­φια προ­σμο­νή στη δεξα­με­νή της σύγ­χρο­νης τεχνο­λο­γί­ας κι επι­κοι­νω­νί­ας που έχει ήδη αντι­κα­τα­στή­σει επι­κίν­δυ­να τις ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις. Γρά­φει ανά­με­σα στ’ άλλα: ανα­ζή­τη­σα στο ιντερ­νέτ την ψυχή μου/σε ύπο­πτες δια­δι­κτυα­κές δεξαμενές/Αφέγ­γα­ρες νύχτες, αιώ­νιες ώρες/αγωνιώδης προσμονή./χρειάζομαι επει­γό­ντως την ψυχή μου!

και το «καλη­νύ­χτα Ιαπω­νία», θέμα με το οποίο βρί­σκει την ευκαι­ρία να ενσω­μα­τώ­σει στη συλ­λο­γή τον αδά­μα­στα παρό­ντα  πυρη­νι­κό εφιάλ­τη: σκι­σμέ­να πέπλα ολόμαυρα/φόρεσε η τραγωδία/ θρη­νού­νε τα χρυσάνθεμα/πενθεί η Ιαπωνία…/ καλη­νύ­χτα Φουκουζίμα/καληνύχτα..!

Ξέρε­τε, είμαι πεπει­σμέ­νος ότι η φίλη μας δεν έχει στην τύχη της αφή­σει την αλλη­λου­χία των ποι­η­μά­των. Αντί­θε­τα την έχει επι­λέ­ξει προ­σε­κτι­κά, αφού καλά γνω­ρί­ζει ότι η θεμα­τι­κή δια­δο­χή στη γρα­φή, από σελί­δα σε σελί­δα, είναι αυτή που σκου­ντά αρχι­κά το ενδια­φέ­ρον.  Η δε αντί­στοι­χη εντύ­πω­ση από αρά­δα σε αρά­δα κι ο εκφρα­στι­κός χρω­μα­τι­σμός, ακό­μη κι αν αυθαι­ρε­τούν κάπως, εντεί­νουν παρα­πέ­ρα αυτόν τον πλου­ρα­λι­σμό συναι­σθη­μά­των. Εκεί­νο που μένει από τις προ­α­να­φερ­θεί­σες δια­κυ­μάν­σεις είναι η κατά­λη­ξη που επι­λέ­γει, το σημείο δηλα­δή που εστιά­ζει για να κορυ­φώ­σει και κατ’ επέ­κτα­ση να μεταδώσει.

ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΛΕΕΙ Η ΙΔΙΑ , ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΘΥΜΙΖΕΙ ΠΩΣ Ο ΠΟΝΟΣ, ΤΟ ΠΑΘΟΣ, ΟΙ ΑΓΩΝΙΕΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΠΟΤΕ, ΑΦΟΥ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

ΣΤΟΝ ΕΠΙΛΟΓΟ, η αυθε­ντι­κή τέχνη κι ο λυρι­σμός βγαί­νουν από άνθρω­πο συγκι­νη­μέ­νο και σκο­πό έχει να συγκι­νή­σει κι άλλους ανθρώ­πους. Η μόνη σκο­πι­μό­τη­τα είναι η μετά­δο­σή της συγκί­νη­σης αυτής, έχου­σα όμως περιε­χό­με­νο, προ­σα­να­το­λι­σμό και προ­ο­πτι­κή! Αναμ­φί­βο­λα, δεν υπάρ­χει τέχνη δίχως αισθη­τι­κή συγκί­νη­ση. Και τι είναι αισθη­τι­κή συγκί­νη­ση; Μια ειδι­κής φύσης ταρα­χή που οργα­νώ­νει τις παρα­στά­σεις που αντα­να­κλούν, που συντάσ­σει τα συναι­σθή­μα­τά μας που τεί­νουν αυθόρ­μη­τα να εκδη­λω­θούν έξω, να εκφρα­στούν. Το έργο λοι­πόν αξί­ζει όσο η συγκί­νη­ση του καλ­λι­τέ­χνη και η αξία του είναι ανά­λο­γη με το βάθος και την έκτα­σή της. Η προ­σω­πι­κό­τη­τα επο­μέ­νως του δημιουρ­γού είναι παρά­γο­ντας ουσια­στι­κής σημα­σί­ας στην τέχνη. Και η Ηλέ­κτρα έχει προ­σω­πι­κό­τη­τα!! ΔΕΝ ΠΑΡΑΓΕΙ ΤΕΧΝΗ ΑΠΟ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΑΝΑΓΚΗ ΚΙ ΑΠΟ ΕΥΘΥΝΗ.

Πρω­τό­τυ­πη, ασυμ­βί­βα­στη, οξύ­τα­τη, ευθεία, ειλι­κρι­νής και ηγε­τι­κή θα ’λεγε κανείς, υπό­δειγ­μα πολι­τι­σμέ­νης δια­νό­η­σης, προσ­δί­δει κατευ­θύν­σεις και διδάγ­μα­τα. Λει­τουρ­γεί μέσα από ένα ολό­κλη­ρο κίνη­μα ιδε­ών και σκέ­ψε­ων, εκφρά­ζο­ντας την επο­χή της με αλάν­θα­στη διαί­σθη­ση απέ­να­ντι στον μοντέρ­νο – εισβο­λέα. Με το ένστι­κτο και την τόλ­μη της μας δίνει κεί­με­να λαμπρής δημιουρ­γί­ας, όπως το «Ναρ­κο­πέ­διο» πρω­τύ­τε­ρα κι όπως ο ευρη­μα­τι­κός, αλλη­γο­ρι­κός αλλά και κατα­δει­κτι­κός τίτλος που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα, με μια εμφα­νέ­στα­τα υπο­μο­νε­τι­κή, μπο­ρού­με να πού­με, προ­σμο­νή:  ΣΣΣ… Ο ΘΕΟΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ…  και προ­σθέ­τω εγώ: ΩΣ ΠΟΤΕ ΟΜΩΣ;;;;».

Ilektra5

Μεγά­λο ενδια­φέ­ρον παρου­σί­α­σε και το εμβό­λι­μο καλ­λι­τε­χνι­κό πρό­γραμ­μα που περι­λάμ­βα­νε εκφρα­στι­κές απαγ­γε­λί­ες ποι­η­μά­των της συλ­λο­γής από τον ηθο­ποιό-ποι­η­τή Γιάν­νη Μαντά καθώς και μελο­ποι­η­μέ­να ποι­ή­μα­τα της Ηλέ­κτρας από τον μου­σι­κό καθη­γη­τή κ. Στέ­φα­νο Γεωρ­γιά­δη, συν­θέ­τη, αγω­νι­στή-μέλος της κίνη­σης κοι­νο­κτη­μο­σύ­νης «Ικα­ρία-τρό­πος ζωής», με ενερ­γή συμ­βο­λή στη δημιουρ­γία μου­σι­κών πυρή­νων μελο­ποι­η­μέ­νης-σύγ­χρο­νης ποί­η­σης σε πολ­λά στέ­κια της Αθή­νας. Τα τρα­γού­δια ερμή­νευ­σε κατα­πλη­κτι­κά η πολ­λά υπο­σχό­με­νη Κατε­ρί­να Τσα­ντή­λα, από­φοι­τος της Ανώ­τα­της Σχο­λής Α‑ΤΕΙ Κρή­της, μηχα­νι­κός της Μου­σι­κής Τεχνο­λο­γί­ας και φοι­τή­τρια της Ανώ­τα­της Μονω­δί­ας του Ελλη­νι­κού Ωδεί­ου, που δίκαια απέ­σπα­σε το πολύ  θερ­μό χει­ρο­κρό­τη­μα των παρευρισκομένων.

Ilektra4

Τέλος, το βήμα δόθη­κε στην ποι­ή­τρια. Την ποι­ή­τρια με το ωραιό­τα­το όνο­μα (ΗΛΕΚΤΡΑ), που παρα­πέ­μπει σε άλλες επο­χές και σε σπου­δαί­ες ηρω­ί­δες και το, επί­σης χαρα­κτη­ρι­στι­κό, ψευ­δώ­νυ­μο (ΣΤΡΑΤΩΝΙΟΥ), που παρα­πέ­μπει στην ομώ­νυ­μη εργα­τού­πο­λη της Χαλ­κι­δι­κής, τη γενέ­θλια γη της, με την πλού­σια αγω­νι­στι­κή της παρά­δο­ση… Με εμφα­νή συγκί­νη­ση η Ηλέ­κτρα, σημα­το­δο­τώ­ντας την αγω­νι­στι­κή της  πορεία στο δρό­μο της ποί­η­σης, έκλει­σε την εκδή­λω­ση με τα παρα­κά­τω λόγια:

«Θα ξεκι­νή­σω με μιαν ομο­λο­γία. Μέρες πολ­λές τώρα δού­λευα στο μυα­λό μου διά­φο­ρες ομι­λί­ες. Τις έγρα­φα και τις έσκι­ζα. Έτσι ακό­μα και πριν λίγες ώρες δεν είχα κατα­λή­ξει στο τι ακρι­βώς θα ήθε­λα να σας πω. Κι αυτό για­τί η ποί­η­ση είναι τόσο πλα­τειά σαν έννοια που δεν χωρά­ει, δεν βολεύ­ε­ται μέσα σε λέξεις και σε κεί­με­να, ούτε δίνε­ται με ορι­σμούς, ανα­λύ­σεις, συμπε­ρά­σμα­τα και κρι­τι­κές. Χιλιά­δες είναι οι ειδι­κοί που έχουν ασχο­λη­θεί με το θέμα. Και συνε­χώς έρχο­νται άλλοι κι άλλοι που αμφι­σβη­τούν, αναι­ρούν, επι­βε­βαιώ­νουν, ορί­ζουν και πολ­λές φορές καθο­ρί­ζουν τη μοί­ρα των ποι­η­τών και της ποί­η­σης. Κάθε φορά που συμ­βαί­νει αυτό βάζουν μιαν επι­πλέ­ον κλει­δα­ριά στην αόρα­τη φυλα­κή του ποι­η­τή και τον υπο­χρε­ώ­νουν να ζει εκεί μέσα, αυτός και οι λέξεις του. Όλα αυτά γίνο­νται για­τί απλά η ποί­η­σή του δεν ακο­λού­θη­σε τους δικούς τους συγκε­κρι­μέ­νους κανό­νες. Όμως όπως έγρα­ψε μια πολύ σπου­δαία Ρωσί­δα ποι­ή­τρια, η Άννα Αχμά­το­βα «στα ποι­ή­μα­τα πρέ­πει τα πάντα να είναι αταί­ρια­στα και όχι όπως αρμό­ζει στους ανθρώ­πους». Μπαί­νω λοι­πόν στην ουσία αυτής της ανα­φο­ράς μου, για να σας πω λίγα απ’ όσα εγώ πιστεύω. Ο ποι­η­τής πρέ­πει να είναι από­λυ­τα ελεύ­θε­ρος. Πρέ­πει πρώ­τα να μάθει τη ζωή και μετά να γρά­ψει. Βαθιές ρίζες να ‘χει μέσα του η από­φα­ση της αλή­θειας του λόγου και το πιο σημα­ντι­κό για μένα απ’ όλα είναι να μην έχει τίπο­τα δικό του. Ακό­μα, την ψυχή και τις σκέ­ψεις του να μοι­ρά­ζει σε χιλιά­δες κομ­μά­τια για να ταζει και να ποτί­ζει τους λαούς με το είναι του. Σε τού­τα τα δύσκο­λα χρό­νια που η ζωή σαν κατα­δό­της μας παρα­μο­νεύ­ει στις γωνιές των δρό­μων, δεί­χνο­ντάς μας με το δάχτυ­λο, νοιώ­θω την ανά­γκη να είμαι ολό­ψυ­χα μαζί σας. Σε μία κοι­νή πορεία και σ’ ένα όνει­ρο. Ξέρω πως είναι κοντά ο και­ρός που θα μάθει όλος ο κόσμος πως εμείς εκτός από το μπόι μας που μετριέ­ται από τα πόδια ως το κεφά­λι, έχου­με κι ανά­στη­μα που ξεκι­νά­ει πάνω απ’ το κεφά­λι και φτά­νει στον ουρα­νό. Αυτό το μέτρο είναι μόνο δικό μας και μ’ αυτό η κάθε γενιά μας όταν χρειά­ζε­ται γρά­φει την ιστο­ρία της. Τώρα νομί­ζω πως είναι η ώρα μας:

Αδέρ­φια μου προσέξτε,

Τού­τες τις μέρες, τις βδο­μά­δες, τους μήνες,

προ­σέξ­τε…

έγι­ναν φονιά­δες τα χρό­νια μας,

στρα­τιώ­τες μισθο­φό­ροι εκπαι­δευ­μέ­νοι σε πεδία ,

μ’ ένα σχέ­διο μονά­χα, ένα πρό­σταγ­μα, μια αποστολή:

τον ευνου­χι­σμό του πνεύματος,

τον εξευ­τε­λι­σμό του σώματος,

την υπο­δού­λω­ση των ανθρώ­πων, όπου γης…

προ­σέξ­τε αδέρ­φια μου, τού­τες τις μέρες

ανά­γκη είναι να σκά­ψου­με υπό­γειους κρυψώνες,

να σώσου­με τα παι­διά, τη ζωή, το αύριο…

το δάσκα­λο να σώσου­με με τους σπό­ρους της γνώσης

και τον ποι­η­τή για να γρά­ψει πάλι

την ομορ­φιά του κόσμου.

Φονιά­δες είναι τα χρό­νια μας, στρα­τιώ­τες μισθοφόροι

εκπαι­δευ­μέ­νοι σε πεδία βρώ­μι­κου πολέ­μου, μ’ ένα σχέ­διο μονά­χα, μια απο­στο­λή: τον αφα­νι­σμό των ανθρώ­πων , όπου γης…

Γι αυτό προ­σέξ­τε, προσέξτε…

Εγώ δυο λέξεις έχω να σας δώσω μόνο και θέλω να τις κρύ­ψε­τε στο βάθος της καρ­διάς σας για να γίνου­νε μπα­ντιέ­ρα στην  ειρη­νι­κή επα­νά­στα­σή μας: τη λέξη αγώ­νας και Λευ­τε­ριά….»

 

*Η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη — Ματά­τση είναι αντι­πρό­ε­δρος της Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογοτεχνών

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο