Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΗΜΕΡΑ ΜΗΤΕΡΑΣ — ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ

Παρου­σιά­ζει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Μια αναλυτική παρουσίαση του βιβλίου ΜΑΝΑΑΑ… της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου-Χαλβατζή

Και η παγκό­σμια μέρα της μητέ­ρας, όπως και η μέρα της γυναί­κας, έχει κατα­ντή­σει μια εμπο­ρι­κή φιέ­στα με σχό­λια μελό, αφιε­ρώ­μα­τα γλυ­κα­νά­λα­τα, μηνύ­μα­τα αντι­δρα­στι­κά –γεμά­τα κοι­νω­νι­κού αυτο­μα­τι­σμού, αλλά και συνει­δη­τά δου­λε­μέ­να — για το «προ­ο­ρι­σμό» της γυναί­κας για ένα και μόνο ρόλο, αυτό της ανα­πα­ρα­γω­γής του είδους. Κατά τ’ άλλα, οι δια­φη­μι­στι­κές εται­ρεί­ες παρο­τρύ­νουν στην αγο­ρά πλυ­ντη­ρί­ου, σίδε­ρου, ηλε­κτρι­κής σκού­πας για να διευ­κο­λύ­νε­ται η μητέ­ρα στο βασι­κό της ρόλο   – ο καθέ­νας ανά­λο­γα με την τσέ­πη του – καρ­φώ­νο­ντας τη συνεί­δη­ση μονό­πλευ­ρα στον ρόλο της εξυ­πη­ρέ­τη­σης των άλλων. Και βέβαια δεν λεί­πουν και τα λου­λού­δια. Φυσι­κά απευ­θύ­νο­νται στη μεγά­λη πλειο­νό­τη­τα, μια και στα ανώ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα τα πρα­κτι­κά προ­βλή­μα­τα είναι λυμέ­να.  Παρ’ όλο που ο τίτλος του βιβλί­ου που θα ανα­λύ­σου­με εδώ, δίνει με την πρώ­τη ματιά αφορ­μή για παρερ­μη­νεί­ες σ’ ό, τι αφο­ρά τον «αρχέ­γο­νο» ρόλο του γυναι­κεί­ου φύλου, η ουσία του βιβλί­ου ανοί­γει ενδια­φέ­ρο­ντες ορί­ζο­ντες και εστιά­ζει σε πτυ­χές που σπά­νια θα τα βρού­με στην παγκό­σμια λογο­τε­χνία. Μιλά­με για το ΜΑΝΑΑΑ…της Μαριάν­θης Αλει­φε­ρο­πού­λου που η πρώ­τη έκδο­σή του κυκλο­φό­ρη­σε το 2003 από τις εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Εποχή».

Η διαλεκτική της δημιουργίας της ζωής

Ο τίτλος του βιβλί­ου είναι μια κραυ­γή, δίνει μια καθο­λι­κή, παγκό­σμια διά­στα­ση περ­νώ­ντας όλα τα σύνο­ρα, παρ’ όλο που τα διη­γή­μα­τα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σε συγκε­κρι­μέ­νο χώρο και χρό­νο. Είναι μια κραυ­γή από το βάθος του χρό­νου και «από τα σωθι­κά της γης» με τα λόγια της συγ­γρα­φέα. Μια πανάρ­χαια κραυ­γή από την οποία αρχί­ζει και στην οποία κατα­λή­γει όλη η ζωή. «Και εποί­η­σα Ανθρω­πο»  είναι ο τίτλος του τέταρ­του αφη­γή­μα­τος και στον επί­λο­γο διευ­κρι­νί­ζε­ται ότι το βιβλίο δεν φωτί­ζει μονό­πλευ­ρα τη γυναί­κα, αλλά ένα ενδια­φέ­ρον δια­λε­κτι­κό δίπο­λο. Έτσι δια­βά­ζου­με: «Αλλά το τρα­γού­δι ετού­το της μητρό­τη­τας δεν το τρα­γού­δη­σα μόνη. Δε θα μπο­ρού­σα να το τρα­γου­δή­σω μόνη. Για­τί η φύση έπλα­σε το θηλυ­κό και το αρσε­νι­κό σαν ενιαίο δίπο­λο της ζωής και, εκεί­νη, στην εξέ­λι­ξή της εξύ­ψω­σε τη γυναί­κα και τον άντρα σε συντρό­φους. Σου οφεί­λω, λοι­πόν, σύντρο­φέ μου, τη μητρό­τη­τά μου. Για­τί με το δικό σου σώμα και τη δική σου αγά­πη έγι­να μάνα, συν­δη­μιουρ­γέ και πατέ­ρα των παι­διών μου» (σελ. 231).  Επο­μέ­νως, συν­δη­μιουρ­γός ο άντρας και όχι κυρί­αρ­χος. Η ιστο­ρία σε ισορ­ρο­πία, στο φυσιο­λο­γι­κό δια­λε­κτι­κό δίπο­λο δρό­μο της, τον οποίο είχε χάσει από τα αρχαία χρό­νια, όταν με την επι­βο­λή της ταξι­κής κοι­νω­νί­ας και- λόγω ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας- η γυναί­κα περιο­ρί­στη­κε κυρί­ως στον ανα­πα­ρα­γω­γι­κό της ρόλο ως παθη­τι­κού δέκτη του σπό­ρου-σπέρ­μα­τος με τον άντρα να θεω­ρεί­ται πια δημιουρ­γός της ζωής, το ενερ­γό στοι­χείο. Μια εξέ­λι­ξη που ο Φρί­ντριχ Ένγκελς χαρα­κτή­ρι­σε «παγκό­σμια ήττα του γυναι­κεί­ου φύλου» και που ανα­κλά­ται στη λογο­τε­χνία, όπως στην τρι­λο­γία του Αισχύ­λου «Ορέ­στεια» και δη στο τρί­το μέρος «Ευμε­νί­δες», όπου αντα­να­κλά­ται η ιστο­ρι­κή δια­πά­λη της ανερ­χό­με­νης πατριαρ­χί­ας (ανά­γκη της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας για να εξα­σφα­λί­ζει την πατρό­τη­τα) με την μητριαρ­χία που αντι­προ­σώ­πευε το παλαιό­τε­ρο καθε­στώς το οποίο έχα­νε έδα­φος με την αλλα­γή των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων ως συνέ­πεια της αλλα­γής του τρό­που παρα­γω­γής. Το γυναι­κείο φύλο απα­ξιώ­θη­κε πια και περιο­ρί­στη­κε η βασι­κή σημα­σία της στην ανα­πα­ρα­γω­γή του είδους κυριαρ­χού­με­νο απ’ αυτούς που είχαν την παρα­γω­γή στα χέρια τους και ήθε­λαν, γι αυτό, να ελέγ­χουν και την ανα­πα­ρα­γω­γή. Στην ως άνω τρι­λο­γία ο Απόλ­λων εκφρά­ζει γλα­φυ­ρά τη νέα αντί­λη­ψη με το επι­χεί­ρη­μα που επι­σφρα­γί­ζει στο επί­πε­δο των σχέ­σε­ων την κατάρ­γη­ση της μητριαρχίας:

«δεν είναι η μάνα που γεν­νά αυτό που λένε

παι­δί της. Θρέ­φει μονα­χά το νέο το σπέρμα

Ο άντρας που σπέρ­νει, αυτός γεν­νά. Κεί­νη σαν ξένη

το φύτρο σώζει, αν ο θεός γερό τ’ αφήσει».

Από­φθεγ­μα-κατα­δί­κη που προ­σκρού­ει ακό­μα στην ίδια τη ρίζα των λέξε­ων «γυναί­κα-γέν­να». Αυτά τα έργα οπωσ­δή­πο­τε αντα­να­κλούν μια τερά­στια αλλα­γή στον τρό­πο παρα­γω­γής που εξε­λισ­σό­ταν βαθ­μιαία στη διάρ­κεια αιώ­νων και που εδώ περι­γρά­φη­κε σχη­μα­τι­κά, για­τί δεν είναι του παρό­ντος μια εκτε­νέ­στε­ρη ανά­λυ­ση. Πιστεύω, ότι ο τίτλος «Και εποί­η­σα Άνθρω­πο» στο τέταρ­το αφή­γη­μα της παρού­σας έκδο­σης δεν είναι τυχαί­ος. Το διέ­πει η δια­λε­κτι­κή της φύσης, όπου το μόνο από­λυ­το είναι η αέναη αυτο­κί­νη­ση της ύλης. Αν ο ανα­γνώ­στης νομί­ζει τώρα ότι έχει να κάνει με ένα δύσκο­λο, επι­στη­μο­νι­κό βιβλίο που απευ­θύ­νε­ται στους λίγους, κάνει λάθος. Το αφή­γη­μα-επί­λο­γος είναι το φιλο­σο­φι­κό επι­στέ­γα­σμα μιας για­τρού-συγ­γρα­φέα που παρα­τη­ρεί μέσα της τη δημιουρ­γία της νέας ζωής και που μετά από ένα μονό­λο­γο έρχε­ται σε διά­λο­γο με το αγέν­νη­το παι­δί της παρα­τη­ρώ­ντας τα «μικρο­σκο­πι­κά, αόρα­τα κύτ­τα­ρα» στα σπλά­χνα της, τη δημιουρ­γία της ζωής. Τα τρία διη­γή­μα­τα που προη­γή­θη­καν προ­σγειώ­νουν τον ανα­γνώ­στη στη σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Θα πάμε σε τρεις γυναί­κες, τη Βαγ­γε­λιώ, τη Φρα­γκού­λαι­να και τη Λέγκω, γυναί­κες του χωριού, του μόχθου, αγρό­τισ­σες κοντά στη γη, στην πρω­το­γε­νή παρα­γω­γή. Από διή­γη­μα σε διή­γη­μα υπάρ­χει μια κλι­μά­κω­ση στο επί­πε­δο του περιε­χο­μέ­νου, αλλά και στο μπόι των πρωταγωνιστριών.

Η πικροδάφνη

Στο πρώ­το διή­γη­μα, Η πικρο­δάφ­νη, η πρω­τα­γω­νί­στρια ζει και δρα στους πανάρ­χαιους ρυθ­μούς της ζωής της υπαί­θρου: «Μοί­ρα τρα­χιά, αλλά αλη­θι­νή και περή­φα­νη, σαν του πατέ­ρα Ταϋ­γε­του» (σελ. 9, 1η έκδο­ση). Σε κάποιες σύντο­μες φρά­σεις, ανά­με­σα στις γραμ­μές, σχε­δόν παρε­μπι­πτό­ντως, μπαί­νουν μεγά­λα κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα που δεν τα βιώ­νει συνει­δη­τά η πρω­τα­γω­νί­στρια, αλλά σαν τα δεδο­μέ­να της μοί­ρας που δεν μπο­ρεί να τα αλλά­ξει, μονά­χα να υπο­στεί. Αυτά της προ­κα­λούν ένα αμαρ­τύ­ρη­το πόνο της αδι­κί­ας που υφί­στα­ται, αλλά να δια­μαρ­τυ­ρη­θεί, πόσο μάλ­λον να αντι­στα­θεί, θα απο­τε­λού­σε ύβρη, παρα­βί­α­ση των αυστη­ρών, άγρα­φων νόμων της παρα­δο­σια­κής αγρο­τι­κής κοι­νω­νί­ας. Αυτό που της μένει είναι η γνω­στή, βου­βή, καρ­τε­ρι­κή προ­σαρ­μο­γή. Ένα παρά­δειγ­μα: «Νύφη στο χωριό, δεν είχε κοντά της κανέ­να δικό της». Έτσι, μια απλή κου­βέ­ντα φανε­ρώ­νει μια πανάρ­χαια κοι­νω­νι­κή κατά­στα­ση. Η Βαγ­γε­λιώ, σαν νύφη στο χωριό του άντρα της, είναι «ξένη», συγκε­ντρώ­νει ευκο­λό­τε­ρα τα πυρά και έχο­ντας μακριά τη φυσι­κή προ­στα­τευ­τι­κή ασπί­δα των δικών της (άλλο που συχνά δεν εκπλη­ρώ­νουν αυτό το φυσι­κό ρόλο τους) υφί­στα­ται μια αυτό­μα­τη ανι­σό­τη­τα. Η γυναί­κα σαν κυρί­ως ανα­πα­ρα­γω­γι­κό στοι­χείο και σ’ ό, τι αφο­ρά την παρα­γω­γή βοη­θη­τι­κό στοι­χείο, άρα δευ­τε­ρεύ­ου­σας σημα­σί­ας, ακο­λου­θεί τον άντρα της και με το γάμο της μετα­κό­μι­ζε συνή­θως στο χωριό του άντρα της ή ακό­μα και μέσα στο ίδιο το σπί­τι της οικο­γέ­νειάς του. Έτσι ήταν οργα­νω­μέ­νες οι παλαιό­τε­ρες αγρο­τι­κές κοι­νω­νί­ες ακο­λου­θώ­ντας άγρα­φους νόμους που, ωστό­σο, πάντα στη­ρί­ζο­νταν σε μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Όταν η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτή αλλά­ζει, δημιουρ­γεί­ται η προ­ϋ­πό­θε­ση για την αλλα­γή των σχέ­σε­ων που είχαν δημιουρ­γη­θεί, αλλά πολύ αργά και αφή­νο­ντας επι­βιώ­σεις ή/και από­η­χους των παλαιό­τε­ρων κατα­στά­σε­ων. Μέσα σ’ αυτούς τους ρυθ­μούς, τα έθι­μα και τα ήθη που, κατά τα φαι­νό­με­να τίπο­τα δεν θα μπο­ρού­σε να τα αλλά­ξει και η υπο­τα­γή στους πανάρ­χαιους άγρα­φους νόμους ήταν δοσμέ­νη, συμ­βαί­νουν καμιά φορά τα απροσ­δό­κη­τα, τα ανα­τρε­πτι­κά. Συμ­βαί­νουν, όταν ο άνθρω­πος δεν αντέ­χει άλλο την υπο­τα­γή, την παθη­τι­κή υπα­κοή σε όσα του επι­βάλ­λο­νται, ξεφεύ­γει και κάνει μια πρά­ξη υπέρ­βα­σης. Μια πρά­ξη που τη γεν­νά­ει ένας πόνος αβά­στα­χτος και που απε­λευ­θε­ρώ­νει τη συνεί­δη­ση. Ο φόνος του ίδιου του ανά­πη­ρου παι­διού της που κάνει η Βαγ­γε­λιώ, ήταν στην ουσία μια πρά­ξη μεγά­λης αγά­πης η οποία ταυ­τό­χρο­να εμπε­ριέ­χει ένα από­λυ­το αντί­θε­το: η μάνα παίρ­νει τη ζωή που η ίδια είχε γεν­νή­σει. Δεν χωρά­ει εδώ η μικρό­ψυ­χη κρι­τι­κή, αν «είχε δικαί­ω­μα να το κάνει».  Μετά από χρό­νια έρχε­ται η κάθαρ­ση, η λύτρω­ση. Συμ­βο­λι­κά «επι­στρέ­φει» η δολο­φο­νη­μέ­νη κόρη (ποτέ, βέβαια, η μάνα δεν μπο­ρού­σε να τη βγά­λει από την καρ­διά, από το νου, από τη συνεί­δη­σή της, πόσο μάλ­λον από το υπο­συ­νεί­δη­το). Η μάνα παρα­κα­λεί το γιο της να ξεχώ­σει τα κόκ­κα­λα της νεκρής αδερ­φής του. Εκεί­νος της λέει: «Πάμε μάνα. Από­ψε θέλω να ‘σαι ευτυ­χι­σμέ­νη. Ήρθε στο σπί­τι μας και στο χωριό μας ξανά η Φωτει­νή μας…» Κι εκεί­νη ψιθύ­ρη­σε: «Σ’ ευχα­ρι­στώ, παλι­κά­ρι μου, …και τα μάτια της άρχι­σαν να τρέχουν…Ένα κλά­μα αστα­μά­τη­το, λυτρω­τι­κό. Τώρα πια δεν υπήρ­χε λόγος να το στα­μα­τή­σει» (σελ. 45).  Μετά από λίγο πεθαί­νει, λυτρω­μέ­νη πια, ενώ ο γιος της κραυ­γά­ζει ΜΑΝΑΑΑ…

 Το αμπελάκι

Η Φρα­γκού­λαι­να είναι η πρω­τα­γω­νί­στρια του δεύ­τε­ρου διη­γή­μα­τος Το αμπε­λά­κι, που ξεκι­νά­ει με ένα άλλο οδυ­νη­ρό, κλα­σι­κό πρό­βλη­μα: η ανύ­πα­ντρη κόρη μένει έγκυος και πώς να κρυ­φτεί το γεγο­νός από την κοι­νω­νία του χωριού. Την κοπέ­λα τη «χάλα­σαν» σύμ­φω­να με τις επι­κρα­τού­σες αντι­λή­ψεις, δίνο­ντας πάντα το βαρύ­τα­το στίγ­μα της αμαρ­τί­ας στη γυναί­κα. Η κοι­νω­νι­κή ντρο­πή είναι και για την οικο­γέ­νεια της κοπέ­λας που ανα­γκά­ζε­ται να ανα­τρέ­ξει είτε σε ταπει­νω­τι­κά παζά­ρια είτε να απο­μα­κρύ­νει την κοπέ­λα από τη στιγ­μή που αρχί­ζει να φαί­νε­ται η εγκυ­μο­σύ­νη είτε επι­χει­ρεί­ται μια ερα­σι­τε­χνι­κή ριψο­κίν­δυ­νη έκτρω­ση, όπως στην περί­πτω­ση αυτή. Η κοπέ­λα σηκώ­νει στους ώμους της το κοι­νω­νι­κό στίγ­μα και όχι ο άντρας, του­λά­χι­στον στον ίδιο βαθ­μό. Μπο­ρεί και να κάνει φτε­ρά ευκο­λό­τε­ρα μια και δεν έχει το πρό­βλη­μα των άμε­σων συνε­πειών απα­γο­ρευ­μέ­νων σχέ­σε­ων. Η κοι­νω­νία τον αντι­με­τω­πί­ζει πολύ λιγό­τε­ρα αυστη­ρά ή ακό­μα και επαι­νε­τι­κά. Στην περί­πτω­ση του βιβλί­ου δεν διώ­χνουν την κοπέ­λα. Η μητέ­ρα της, η Φρα­γκού­λαι­να, είναι καλή γυναί­κα. Θέλει να βοη­θή­σει το παι­δί της. Το πονά­ει, όπως άλλω­στε και ο πατέ­ρας. Μετά από μια απο­τυ­χη­μέ­νη προ­σπά­θεια να παντρέ­ψουν την κόρη με τον πατέ­ρα του αγέν­νη­του παι­διού και εφό­σον έχει σκο­τω­θεί ο άντρας της Φρα­γκού­λαι­νας από τον αδερ­φό του, το σήμα έχει δοθεί για μια αλυ­σί­δα τρα­γι­κών γεγο­νό­των, ο πρώ­τος κρί­κος της οποί­ας ήταν η απρό­ο­πτη και απα­γο­ρευ­μέ­νη εγκυ­μο­σύ­νη. Ενός κακού μύρια έπο­νται. Η σκη­νή της έκτρω­σης με πρω­τό­γο­να μέσα που εκτε­λεί η απελ­πι­σμέ­νη μητέ­ρα στην κόρη της, είναι συγκλο­νι­στι­κή. Η συγ­γρα­φέ­ας την ανα­πα­ρα­σταί­νει με όλες τις φρι­κια­στι­κές λεπτο­μέ­ρειες χωρίς η περι­γρα­φή να μοιά­ζει με εντυ­πω­σιο­θη­ρι­κή, αλλά ωμά ρεα­λι­στι­κή για να επι­στή­σει την προ­σο­χή του ανα­γνώ­στη σ’ ένα έγκλη­μα όχι των γυναι­κών, όπως κάποιοι προ­σπα­θούν να επι­βά­λουν σαν άπο­ψη, αλλά απάν­θρω­πων κοι­νω­νι­κών κατα­στά­σε­ων. Το έγκλη­μα φορ­τώ­νε­ται στο ίδιο το θύμα που έπει­τα το απο­κα­λούν «φόνισ­σα» απαλ­λάσ­σο­ντας κατ’ αυτόν τον τρό­πο το κοι­νω­νι­κό σύστη­μα. Η σκη­νή αυτή με τη ρεα­λι­στι­κή σκλη­ρό­τη­τα και υπο­βλη­τι­κά γραμ­μέ­νη, απο­τε­λεί ένα βρο­ντε­ρό «κατη­γο­ρώ». Τη Φρα­γκού­λαι­να τη βιά­ζει ο κου­νιά­δος της, απρο­στά­τευ­τη όπως έχει μεί­νει σαν χήρα. Έτσι η συγ­γρα­φέ­ας φωτί­ζει άλλο ένα κοι­νω­νι­κό έγκλη­μα χωρίς τιμωρία.

Στο δεύ­τε­ρο αυτό διή­γη­μα υπάρ­χει και η πολι­τι­κή διά­στα­ση, η οποία κλι­μα­κώ­νε­ται στο τρί­το διή­γη­μα, αλλά με άλλα πρό­σω­πα και σε άλλες κατα­στά­σεις. Η Φραν­κού­λαι­να έχει αδερ­φό αγω­νι­στή εξό­ρι­στο. Βοη­θά­ει έμμε­σα τον αντι­στα­σια­κό αγώ­να (ο αντί­θε­τος κου­νιά­δος εκδι­κεί­ται τη χήρα με το βια­σμό, όπως η φασι­στι­κή αντί­δρα­ση ιδιαί­τε­ρα στα χωρία έκα­νε αφό­ρη­τη τη ζωή των συγ­γε­νών των σε φυλα­κές και εξο­ρί­ες από­ντων αγω­νι­στών). Η Φραν­κού­λαι­να αντι­προ­σω­πεύ­ει μια εμβρυα­κή μορ­φή πολι­τι­κο­ποί­η­σης μέσα από τη βοή­θεια στον αδερ­φό της, μια μορ­φή αλλη­λεγ­γύ­ης που τη θεω­ρεί αυτο­νό­η­τη. Στο τρί­το διή­γη­μα παρα­κά­τω θα δού­με μια πιο προ­χω­ρη­μέ­νη πολι­τι­κή συνει­δη­το­ποί­η­ση της πρω­τα­γω­νί­στριας με επί­σης κλι­μά­κω­ση της δρα­μα­τι­κής φόρ­τι­σης. Από διή­γη­μα σε διή­γη­μα μεγα­λώ­νει το μπόι των πρω­τα­γω­νι­στριών, πορεία η οποία δίνε­ται μέσα από μια συναρ­πα­στι­κή γρα­φή που κάνει τον ανα­γνώ­στη να ζει ο ίδιος  κάθε στιγ­μή της ψυχι­κής πορεί­ας των ηρω­ί­δων, αλλά και να βιώ­νει από κοντά τις συν­θή­κες της μετεμ­φυ­λια­κής τρο­μο­κρα­τί­ας. Ο ρόλος της λογο­τε­χνί­ας να μας δώσει πραγ­μα­τι­κό­τη­τες που δεν τις ζήσα­με, αλλά κι αυτές που τις ζήσα­με και ζού­με, εκπλη­ρώ­νε­ται με όλη την έννοια της λέξης. Στο τέλος του δεύ­τε­ρου αυτού διη­γή­μα­τος εμφα­νί­ζε­ται η ελπί­δα μέσα από τη σκη­νή της αυτο­χει­ρί­ας της πρω­τα­γω­νί­στριας, ενώ χτυ­πά­νε ανα­στά­σι­μα οι καμπά­νες. Είναι Πάσχα. Θάνα­τος και ζωή. Ζωή και Θάνα­τος. Σαν μια ανα­λα­μπή ενός φωτει­νού μέλ­λο­ντος ο πόθος για ένα καλύ­τε­ρο αύριο περ­νά­ει μπρο­στά από τα μάτια της ψυχής της Φραν­κού­λαι­νας στις τελευ­ταί­ες στιγ­μές της με τη μορ­φή καβα­λα­ραί­ων με κόκ­κι­νη παντιέ­ρα και με τη χαμέ­νη κόρη, τη μονά­κρι­βη, μαζί τους με ολό­α­σπρο φόρε­μα ντυ­μέ­νη να φωνά­ζει τη λέξη που είναι και ο τίτλος του βιβλί­ου. Με την ίδια κραυ­γή όπως στο πρώ­το διή­γη­μα, τελειώ­νει και το δεύ­τε­ρο: ΜΑΝΑΑΑ…

Η εκτέλεση

Στο βιβλίο αυτό η συγ­γρα­φέ­ας απευ­θύ­νε­ται στις σχέ­σεις μάνας-παι­διού (είτε κόρης είτε γιου) στα πολύ δύσκο­λα και καμιά φορά απρό­βλε­πτα μονο­πά­τια της ζωής, αλλά και σε συν­θή­κες κραυ­γα­λέ­ας και βίαι­ης, εγκλη­μα­τι­κής κρα­τι­κής κατα­στο­λής. Στο τρί­το διή­γη­μα Η εκτέ­λε­ση έχου­με τη σχέ­ση αυτή στο απο­κο­ρύ­φω­μα του πόνου, αλλά και του ηρω­ι­σμού, της από­λυ­της υπέρ­βα­σης του Θανά­του. Η πρω­τα­γω­νί­στρια, η Λέγκω, ανε­βαί­νει ψηλά, πολύ ψηλά, «δύσκο­λο πια να πουν το μπόι τους» με τα λόγια του Ποι­η­τή της Ρωμιο­σύ­νης. Η συγ­γρα­φέ­ας μπρο­στά στο μεγα­λείο της άλλης μάνας του ρεα­λι­στι­κού διη­γή­μα­τος θα εκφρά­σει στο Υστε­ρό­γρα­φο ένα αίσθη­μα ανε­πάρ­κειας που νιώ­θει: «Έπλα­σα πολ­λές ιστο­ρί­ες, πολ­λές εκδο­χές για να προ­σεγ­γί­σω την ψυχή της εκεί­νη τη φοβε­ρή στιγ­μή. Να ιδώ από πού βρή­κε τη δύνα­μη και την απα­ντο­χή. Καμιά δε με έπει­σε, ούτε αυτή που σας διη­γή­θη­κα. –Θεία Λέγκω, σου ζητώ συγνώ­μη για­τί μίκρυ­να τη μεγα­λο­σύ­νη σου. Είχα, όμως, ανά­γκη να σε κατα­λά­βω» (σελ. 185).

Σίγου­ρα, η συγ­γρα­φέ­ας, όπως κάθε μάνα, δια­βά­ζο­ντας ή ακού­γο­ντας μια τέτοια ιστο­ρία, φαντά­ζε­ται ότι της συμ­βαί­νει της ίδιας και μετρά­ει, σιω­πη­λά, μέσα στην ψυχή της, τις δικές της δυνά­μεις, αν θα μπο­ρού­σε με τον ίδιο τρό­πο να αντι­με­τω­πί­σει την εκτέ­λε­ση του παι­διού της. Και ίσως μέσα της να λέει «Εγώ δεν θα το μπο­ρού­σα, εγώ δεν θα άντε­χα». «Είχα, όμως, ανά­γκη να σε κατα­λά­βω» θα πει στο τέλος, σαν υστε­ρό­γρα­φο, συνο­ψί­ζο­ντας τη βασα­νι­στι­κή απο­ρία πολ­λών γονιών. Και στα τρία διη­γή­μα­τα πεθαί­νει ένα παι­δί, αλλά με τελεί­ως δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο. Πεθαί­νει, αλλά συμ­βο­λι­κά γεν­νιέ­ται μια νέα ζωή, γίνε­ται μια κάθαρ­ση, μια ανά­στα­ση ψυχής, μια ποιο­τι­κά νέα κατά­στα­ση, ενώ στο τέταρ­το –αφή­γη­μα- ένα παι­δί ετοι­μά­ζε­ται να γεν­νη­θεί. Θάνα­τος και ζωή. Ζωή και Θάνα­τος σε μια αδιάρ­ρη­κτη δια­λε­κτι­κή σχέ­ση δεμέ­να. Ενώ στο πρώ­το ο θάνα­τος είναι ένα από τα «τυχε­ρά» στη ζωή μιας γυναί­κας, στο δεύ­τε­ρο υπάρ­χει κλι­μά­κω­ση της τρα­γι­κό­τη­τας: δυστυ­χία-από­γνω­ση-αδιέ­ξο­δο-αυτο­κτο­νία-λύτρω­ση και ελπί­δα. Στο τρί­το τα πράγ­μα­τα απο­κτούν μια άλλη ποιο­τι­κή διά­στα­ση. Εδώ τα γεγο­νό­τα που οδη­γούν στο θάνα­το είναι πολι­τι­κά, είναι από­φα­ση του επί­ση­μου φασι­στι­κού κρά­τους και από­φα­ση μαζί του ανυ­πό­τα­κτου περή­φα­νου αλύ­γι­στου Ανθρώ­που. Δεν είναι πια τα προ­σω­πι­κά «τυχε­ρά» της ζωής που ήταν το «γραμ­μέ­νο» και που μια τυφλή μοί­ρα επι­βάλ­λει. Το διή­γη­μα είναι βαθιά ανθρώ­πι­νο, φιλο­σο­φη­μέ­νο, η εσω­τε­ρι­κή πορεία της μητέ­ρας είναι σπα­ρα­κτι­κή με στο τέλος μια από­λυ­τη νίκη πάνω στον εαυ­τό της και μια οδυ­νη­ρή συνει­δη­το­ποί­η­ση της κοι­νω­νι­κής απο­στο­λής της. Δεν είναι πια το ένστι­κτο που κυβερ­νά­ει. Το ένα παι­δί της Λέγκως σκο­τώ­νε­ται στο Αντάρ­τι­κο, το άλλο εκτε­λεί­ται από μοναρ­χο­φα­σι­στι­κό στρα­το­δι­κείο. Συνα­ντού­με τη Λέγκω μαζί με τον άντρα της, κάπο­τε εξό­ρι­στος κι αυτός, στα βαθιά γερά­μα­τα με τις ανα­μνή­σεις τους και με τη Λέγκω να λέει: «Πονέ­σα­με τον πιο φρι­κτό, τον πιο οδυ­νη­ρό πόνο της ζωής…» «Πώς το αντέ­ξα­με και ζού­με». Και η απά­ντη­ση του Σωτή­ρη, του άντρα της: «Αντέ­ξα­με, Λέγκω, για­τί τα παι­διά μας γίνα­νε λίπα­σμα ζωής, γίνα­νε οξυ­γό­νο λευ­τε­ριάς, γίνα­νε φάροι και οδη­γη­τές για τους ανθρώ­πους». Αυτό το «πώς αντέ­ξα­με;» εκφρά­ζει την απο­ρία όλων, ιδιαί­τε­ρα όσων δεν έχουν ζήσει από κοντά τέτοιες κατα­στά­σεις  και προ­σπα­θούν, μαζί με τη συγ­γρα­φέα, να κατα­λά­βουν. Η ανά­τα­ση του Ανθρώ­που σε κάποιες ιστο­ρι­κές στιγ­μές μπο­ρεί να μοιά­ζει για τους μετα­γε­νέ­στε­ρους απί­θα­νη, αλλά γι αυτό ακρι­βώς, χρειά­ζε­ται να βγά­λου­με τα συμπε­ρά­σμα­τα μαθαί­νο­ντας τις συγκε­κρι­μέ­νες ιστο­ρι­κές συν­θή­κες και κατα­νο­ώ­ντας για­τί μπο­ρούν να ανε­βά­σουν άλλους ανθρώ­πους στα ύψη του ήθους, αλλά άλλους στα χαμη­λά του (αυτό) ξεφτε­λι­σμού. Βέβαια, δεν πρέ­πει να τα βλέ­που­με αυτά ξεκομ­μέ­να από την ιδε­ο­λο­γία και τα ιδα­νι­κά των επι­λο­γών των ανθρώ­πων και να τα εντο­πί­ζου­με μόνο στην ψυχι­κή τους δύνα­μη. Αυτή πάντα από κάπου θρέφεται.

Για όσους τα έζη­σαν, το βιβλίο προ­σφέ­ρει την ανα­γνώ­ρι­ση, τη βεβαιό­τη­τα ότι δεν πήγαν χαμέ­νες οι θυσί­ες κι ας μην είχαν το άμε­σα προσ­δο­κού­με­νο και επι­θυ­μού­με­νο απο­τέ­λε­σμα. Για όσους δεν τα έζη­σαν προ­σφέ­ρει τη γνώ­ση της ιστο­ρί­ας των υπέρ­τα­των θυσιών για την ανα­τρο­πή της παλαιάς σάπιας καθε­στη­κυί­ας τάξης και της κοι­νω­νί­ας της και τη δημιουρ­γία μιας νέας ανώ­τε­ρης καλύ­τε­ρης.  Το βιβλίο της Μαριάν­θης Αλει­φε­ρο­πού­λου-Χαλ­βα­τζή δίνει μια σπά­νια και επι­βλη­τι­κή στην παρα­στα­τι­κό­τη­τά της εικό­να. Έτσι, πράγ­μα­τι, θα μπο­ρού­σε να ήταν. Έτσι, πράγ­μα­τι, ήταν. Γι αυτό θα αλλά­ξου­με τα λόγια της στο Υστε­ρό­γρα­φο, ότι δεν την  έπει­σε καμία εκδο­χή, ούτε αυτή που μας διη­γή­θη­κε και θα πού­με: μας έπει­σες! Διό­τι το παρά­δειγ­μα της ανώ­τα­της ηθι­κής πρά­ξης της αντί­στα­σης, του μη-συμ­βι­βα­σμού στην υπο­τα­γή σ’ όλες τις επο­χές και σε όλους τους τόπους, θα είναι πάντα πειστικό.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο