Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η άγνωστη απόπειρα δολοφονίας κατά του Δημ. Γληνού

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Τον Φλε­βά­ρη του 1937 το ενε­τι­κό φρού­ριο της Ακρο­ναυ­πλί­ας, αφού πρώ­τα μετα­τρά­πη­κε από τη δικτα­το­ρία του Μετα­ξά (έξι μόλις μήνες μετά από την επι­βο­λή της στις 4 Αυγού­στου) σε φυλα­κή, άρχι­σε να λει­τουρ­γεί ως χώρος εγκλει­σμού των στε­λε­χών του ΚΚΕ. Το φασι­στι­κό καθε­στώς χρη­σι­μο­ποί­η­σε κάθε μέσο στην προ­σπά­θειά του να σπά­σει το ηθι­κό των χιλιά­δων εξό­ρι­στων και φυλα­κι­σμέ­νων αγω­νι­στών για να τους απο­σπά­σει την πολυ­πό­θη­τη για αυτό «δήλω­ση μετα­νοί­ας», και ένας από αυτούς ήταν να τους απο­μο­νώ­σει από τους ηγέ­τες τους. Στα έξι χρό­νια που λει­τούρ­γη­σε σα φυλα­κή (έως το Φλε­βά­ρη του 1943) η Ακρο­ναυ­πλία «φιλο­ξέ­νη­σε» εκα­το­ντά­δες κρα­τού­με­νους, στην πλειο­ψη­φία τους ηγε­τι­κά στε­λέ­χη του ΚΚΕ και του εργα­τι­κού κινήματος.

Όμως τι ήταν η Ακρο­ναυ­λία; «Ένα παλιό ενε­τι­κό φρού­ριο (Ιτς Καλέ) στο άκρο του Ναυ­πλί­ου — εξ ου και το όνο­μα Ακρο­ναυ­πλία — χτι­σμέ­νο σε από­το­μο βρά­χο, που, για να το προ­σεγ­γί­σεις, έπρε­πε να ανέ­βεις τρια­κό­σια περί­που σκα­λιά. Οι τοί­χοι χοντροί και τα κρα­τη­τή­ρια φρι­κτά κι αβά­στα­χτα κάτω από τη γη. Στο παλιό αυτό φρού­ριο — φυλα­κή υπήρ­χαν τέσ­σε­ρις μεγά­λοι θάλα­μοι και τρεις μικρό­τε­ροι. Αυτό το χώρο επέ­λε­ξε η δικτα­το­ρία του Μετα­ξά, με σκο­πό να τσα­κί­σει το ΚΚΕ τσα­κί­ζο­ντας τα στε­λέ­χη του που έκλει­σε στο κάτερ­γο».1

Όπως ήδη έχου­με ανα­φέ­ρει οι πρώ­τοι Ακρο­ναυ­πλιώ­τες μετα­φέρ­θη­καν τον Φλε­βά­ρη του 1937, ενώ κατά τους μήνες Μάη, Ιού­νη και Ιού­λη άρχι­σαν να μετα­φέ­ρο­νται από τα ξερο­νή­σια του Αιγαί­ου οι πιο «επι­κίν­δυ­νοι» κομμουνιστές.

Μπρο­στά και στη νέα κατά­στα­ση οι κρα­τού­με­νοι δεν έμει­ναν με σταυ­ρω­μέ­να τα χέρια. Με την καθο­δή­γη­ση του κόμ­μα­τος οργά­νω­σαν τη ζωή τους μέσα από την Ομά­δα Συμ­βί­ω­σης και με ενό­τη­τα, πει­θαρ­χία και δίνο­ντας πρω­ταρ­χι­κή σημα­σία στην ανά­πτυ­ξη της συντρο­φι­κό­τη­τας, της αλλη­λεγ­γύ­ης και την άνο­δο του μορ­φω­τι­κού επι­πέ­δου τους πάλε­ψαν να στα­θούν όρθιοι απέ­να­ντι στα χτυ­πή­μα­τα της δικτα­το­ρί­ας. Και τα κατάφεραν.

Οι κρα­τού­με­νοι είχαν να αντι­με­τω­πί­σουν σοβα­ρά ζητή­μα­τα δια­βί­ω­σης που προ­έ­κυ­πταν από τις ανθυ­γιει­νές συν­θή­κες της παρα­μο­νής τους στο ακα­τάλ­λη­λο κτί­ριο των φυλα­κών. Εκτός όμως από αυτά είχαν να αντι­με­τω­πί­σουν και τα προ­βλή­μα­τα που τους δημιουρ­γού­σε η Διοί­κη­ση (κατό­πιν εντο­λών του υπουρ­γεί­ου Δημο­σί­ας Ασφα­λεί­ας ―υπουρ­γός ο φοβε­ρός και τρο­με­ρός Μανια­δά­κης― αλλά και αυτο­βού­λως) με μια σει­ρά περιο­ρι­στι­κά και κατα­πιε­στι­κά μέτρα που εφάρ­μο­ζε ενα­ντί­ον τους με στό­χο πάντα να τους απο­σπά­σει τη «δήλω­ση μετα­νοί­ας»· μέτρα που έπαιρ­ναν τις πιο ποι­κί­λες μορ­φές και έκα­ναν τη ζωή των κρα­του­μέ­νων πραγ­μα­τι­κή κόλαση.

Απο­κο­ρύ­φω­μα αυτής της τρο­μο­κρα­τί­ας και των πιέ­σε­ων ήταν η δολο­φο­νία του νεα­ρού δάσκα­λου Παύ­λου Σταυ­ρί­δη, τη νύχτα της 30ης Αυγού­στου του 1937, μετά από ομο­βρο­ντία πυρο­βο­λι­σμών των χωρο­φυ­λά­κων που δέχτη­κε ο Β΄ θάλα­μος («θάλα­μος δια­νο­ου­μέ­νων»). Ο πραγ­μα­τι­κός στό­χος της δολο­φο­νι­κής επί­θε­σης ήταν ο Δημή­τρης Γλη­νός, μέλος του Γρα­φεί­ου της Ομά­δας Συμ­βί­ω­σης και υπεύ­θυ­νος του μορ­φω­τι­κού-εκπο­λι­τι­στι­κού τομέα (βλ. και σχε­τι­κή ανάρ­τη­σή μας: Δημή­τρης Γλη­νός, ο δάσκα­λος της εξο­ρί­ας), που ήταν το «κόκ­κι­νο πανί» για τη διοί­κη­ση. Η επί­θε­ση της φρου­ράς δεν ήρθε κι έπε­σε ως «κεραυ­νός εν αιθρία», αλλά ήταν απο­τέ­λε­σμα συντο­νι­σμέ­νων ενερ­γειών της διοί­κη­σης που, πιέ­ζο­ντας ασφυ­κτι­κά τους κρα­τού­με­νους με εντει­νό­με­νες απα­γο­ρεύ­σεις και περιο­ρι­σμούς, όξυ­νε συστη­μα­τι­κά το κλί­μα και ανα­ζη­τού­σε μια «καλή» αφορ­μή για να ξεδι­πλώ­σει το σκο­τει­νό και καλά οργα­νω­μέ­νο σχέ­διό της.

Ο Γληνός με τους δασκάλους της Ακροναυπλίας (1937): Από αριστερά, όρθιοι, Σταυρίδης Π., Κοσκινάς, Λυκογιάννης Θ., Βούλγαρης Κ., Κορνάρος Π., Φουρκιώτης Γ., Πόλκος Β., και καθιστοί, Κοσμάς, Παπαδόπουλος Μ., Γληνός Δ., Χυτήρης Κ., Τσαλίκης Τ.

Ο Γλη­νός με τους δασκά­λους της Ακρο­ναυ­πλί­ας (1937): Από αρι­στε­ρά, όρθιοι, Παύ­λος Σταυ­ρί­δης., Κοσκι­νάς, Λυκο­γιάν­νης Θ., Βούλ­γα­ρης Κ., Κορ­νά­ρος Π., Φουρ­κιώ­της Γ., Πόλ­κος Β., και καθι­στοί, Κοσμάς, Παπα­δό­που­λος Μ., Γλη­νός Δ., Χυτή­ρης Κ., Τσα­λί­κης Τ.

Στις αρχές Αυγού­στου τού 1937 το στρα­τό­πε­δο γέμι­σε και δεν υπήρ­χαν κρε­βά­τια για όλους τους κρα­τού­με­νους. Με ενέρ­γειες του Γρα­φεί­ου της Ομά­δας Συμ­βί­ω­σης οι κρα­τού­με­νοι πέτυ­χαν να τους επι­τρα­πεί από τη διοί­κη­ση να αγο­ρά­σουν χορ­τά­ρι και τσου­βά­λια για να φτιά­ξουν στρώ­μα­τα. Το χορ­τά­ρι αγο­ρά­στη­κε και μέχρι να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στοι­βά­χτη­κε σε μια άκρη του κτι­ρί­ου. Τότε ο διοι­κη­τής κατη­γό­ρη­σε την Ομά­δα ότι ήθε­λαν το χορ­τά­ρι για να βάλουν φωτιά στο στρα­τό­πε­δο και να απο­δρά­σουν, και ότι αυτός δεν θα το επέ­τρε­πε ακό­μα και αν έπρε­πε να τους σκο­τώ­σει όλους.

Ο κρα­τού­με­νος Αντώ­νης Φλούν­τζης περι­γρά­φει στο βιβλίο του τη σκη­νή όπου ο Δημή­τρης Γλη­νός παίρ­νει το λόγο και αντι­κρού­ει τις αιτιά­σεις του διοι­κη­τή: «Τότε ο Γλη­νός του έδω­σε εκ μέρους μας απο­στο­μω­τι­κή απά­ντη­ση: “Κύριε διοι­κη­τά, του είπε, εμείς δεν έχου­με στο νου μας να κάψου­με το κτί­ριο. Προ­σέ­ξε­τε μη βάλε­τε εσείς φωτιά για να δικαιο­λο­γή­σε­τε κάποιο έγκλη­μα που σχε­διά­ζε­τε. Αυτό που λέτε μάς θυμί­ζει τον εμπρη­σμό του Ράιχ­σταγ. Οι χιτλε­ρι­κοί έβα­λαν τον Βάντερ Λού­μπεν και το έκα­ψε για να δικαιο­λο­γή­σουν την επί­θε­ση και τα εγκλή­μα­τά τους ενά­ντια στους κομ­μου­νι­στές”. Ο διοι­κη­τής δεν απά­ντη­σε, αλλά φεύ­γο­ντας διέ­τα­ξε να γίνει νέα έρευ­να. Τώρα εκτός απ’ τα βιβλία2 μάς πήραν και όλα τα καμι­νέ­τα και τα μπου­κά­λια με οινό­πνευ­μα. Φοβη­θή­κα­με πως μπο­ρεί να ’βαζαν αυτοί φωτιά και βάζα­με δικούς μας σκο­πούς όσες μέρες βρι­σκό­ταν εκεί το χόρ­το».3

Η δια­φαι­νό­με­νη προ­βο­κά­τσια εξαι­τί­ας και της επι­φυ­λα­κής των κρα­του­μέ­νων απο­φεύ­χθη­κε, δεν συνέ­βη­κε το ίδιο όμως με τη στά­ση της διοί­κη­σης που γινό­ταν περισ­σό­τε­ρο ερι­στι­κή και επι­θε­τι­κή και έψα­χνε μια ευκαι­ρία για να επι­τε­θεί στους κρα­τού­με­νους με αλη­θι­νά πυρά. Και επει­δή η ευκαι­ρία δεν της δινό­ταν, τη «δημιούρ­γη­σε» ο διοι­κη­τής Βρετ­τέ­ας, ο οργα­νω­τής της δολο­φο­νι­κής επί­θε­σης που θα ακολουθούσε.

Γρά­φει στο βιβλίο του ο κρα­τού­με­νος Γερά­σι­μος Αντω­νά­τος: «(…) μια μέρα μάς φέραν κρέ­ας βοδι­νό ακα­τάλ­λη­λο για να το φάμε. Εμείς δεν το παίρ­να­με, αυτοί επέ­με­ναν, ώσπου πήγαν δυο από την επι­τρο­πή μας να δια­μαρ­τυ­ρη­θούν (σ.σ. Γιώρ­γος Γρη­γο­ρά­τος και Λεω­νί­δας Στρίγ­γος). Αυτούς όχι μόνο δεν τους άκου­σαν μα και τους κλεί­σαν στο πει­θαρ­χείο».4 Η προ­κλη­τι­κή αυτή κίνη­ση της διοί­κη­σης όξυ­νε περισ­σό­τε­ρο την κατάσταση.

Στο βρα­δι­νό σιω­πη­τή­ριο, λόγω του μεγά­λου αριθ­μού τους, ήταν συνη­θι­σμέ­νο φαι­νό­με­νο να περ­νούν μερι­κά λεπτά μέχρι οι κρα­τού­με­νοι να ετοι­μα­στούν και να πέσουν όλοι στα κρε­βά­τια τους. Αυτό δεν συνι­στού­σε πρό­βλη­μα και, ποτέ, κανέ­νας φύλα­κας δεν τους έκα­νε παρατήρηση.

«Κεί­νο το βρά­δυ είχαν την απαί­τη­ση να γίνου­με αυτό­μα­τες μηχα­νές. Μόλις βάρε­σε το κου­δού­νι, αμέ­σως ο “Γκαί­ριγκ”,5 υπο­διοι­κη­τής του στρα­το­πέ­δου (τον λέγα­με έτσι για­τί έμοια­ζε του Γκαί­ριγκ)6 φάνη­κε στο φινι­στρί­νι της πόρ­τας του θαλά­μου των δια­νο­ου­μέ­νων και άρχι­σε να φωνά­ζει. Μετά έβγα­λε τη σφυ­ρί­χτρα και σφύ­ρι­ξε και έδω­σε το σύν­θη­μα και οι χωρο­φύ­λα­κες που τους είχε γύρω-γύρω ρίξαν μέσα στους θαλά­μους και σκό­τω­σαν το δάσκα­λο Σταυ­ρί­δη».7

Λίγο πριν ο «Γκαί­ριγκ» σφυ­ρί­ξει και οι χωρο­φύ­λα­κες αρχί­σουν να ρίχνουν, οι Δ. Γλη­νός, Μ. Πορ­φυ­ρο­γέν­νης και Γ. Ιωαν­νί­δης σηκώ­θη­καν από τα κρε­βά­τια τους και πήγαι­ναν να του δια­μαρ­τυ­ρη­θούν για την απει­λη­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά του. Όρθιοι στο διά­δρο­μο του θαλά­μου είχαν ήδη γίνει στό­χος για τους χωρο­φύ­λα­κες που είχαν πάρει θέσεις έξω από το κτί­ριο και σημά­δευαν στα τζά­μια των παρα­θύ­ρων με το δάχτυ­λο στην σκαν­δά­λη. Τότε ο «Γκαί­ριγκ» με το σφύ­ριγ­μα έδω­σε το σύν­θη­μα και οι χωρο­φύ­λα­κες άρχι­σαν να ρίχνουν. «Έπε­σαν πάνω από 400 πυρο­βο­λι­σμοί», γρά­φει ο Μπαρ­τζιώ­τας.8

«Εγώ βρι­σκό­μου­να κοντά στην πόρ­τα του πλυ­ντη­ρί­ου δίπλα στο ντε­πό­ζι­το του νερού. Μόλις στα­μά­τη­σαν οι πυρο­βο­λι­σμοί έτρε­ξα κοντά στην πρώ­τη μεσαία κολώ­να, όπου στην αρι­στε­ρή μεριά είδα ξαπλω­μέ­νο μπρού­μη­τα και πνιγ­μέ­νο στο αίμα το δάσκα­λο Παύ­λο Σταυ­ρί­δη. Ήταν χτυ­πη­μέ­νος στο κεφά­λι. Τα μυα­λά του είχαν πετα­χτεί έξω και είχαν κολ­λή­σει άλλα στην κολώ­να, άλλα στα γύρω πράγ­μα­τα. Μια λίμνη αίμα­τος είχε σχη­μα­τι­σθεί στο πάτω­μα. Όταν έπια­σα το κεφά­λι του αισθάν­θη­κα σαν να κρα­τού­σα μια παγο­κύ­στη γεμά­τη. Το κρα­νίο του είχε γίνει συντρί­μια και τα κομ­μα­τια­σμέ­να κόκ­κα­λα έτρι­ζαν όπως ο πάγος μέσα στην παγο­κύ­στη. Ο θάλα­μος και όλο το στρα­τό­πε­δο ανα­στα­τώ­θη­κε. Δυνα­τές αγα­να­κτι­σμέ­νες ομα­δι­κές φωνές ακού­ο­νταν από παντού: ― Κάτω οί δολο­φό­νοι ― Αίσχος ― Μάς σκο­τώ­νουν ― Κάτω ή δικτα­το­ρία», γρά­φει ο για­τρός Αντ. Φλούν­τζης.9

Ο δάσκαλος Παύλος Σταυρίδης

Ο δάσκα­λος Παύ­λος Σταυρίδης

Οι σφαί­ρες της δικτα­το­ρί­ας δεν στό­χευαν τον Σταυ­ρί­δη: «Το ότι σκο­πός τους ήταν να χτυ­πή­σουν το Γλη­νό και τα άλλα στε­λέ­χη του ΚΚΕ φαι­νό­ταν απ’ την κατεύ­θυν­ση και τα σημά­δια των βλη­μά­των τους στα σίδε­ρα των παρα­θύ­ρων και στους τοί­χους. (Σκό­πευαν κυρί­ως στο κέντρο του θαλά­μου). Απο­δεί­χτη­κε άλλω­στε και απ’ τα παρα­κά­τω λόγια τού Κωστου­λέα (χωρο­φύ­λα­κας): “Μωρέ δυο σφαί­ρες δεν πρό­σε­χαν για το Γλη­νό! Κρί­μα!”».10 Ότι σκό­πευαν να σκο­τώ­σουν το Γλη­νό ανα­φέ­ρει και ο Σπύ­ρος Λιναρ­δά­τος: «Αργό­τε­ρα χωρο­φύ­λα­κας εξο­μο­λο­γή­θη­κε πως στό­χος τους ήταν κυρί­ως ο Γλη­νός. Αυτόν σκό­πευαν να εξο­ντώ­σουν».11

Ο Α. Φλούν­τζης δίνει στο βιβλίο του τη σκη­νή όπου ο διοι­κη­τής του στρα­το­πέ­δου ―που κατά τη διάρ­κεια των δολο­φο­νι­κών πυρών είχε εξα­φα­νι­στεί για «άλλο­θι»― μπαί­νει στον αιμα­το­βαμ­μέ­νο θάλα­μο και αντι­με­τω­πί­ζει την οργή του Δ. Γληνού:

«Όταν εμφα­νί­στη­κε στο Β’ θάλα­μο για να δια­πι­στώ­σει το απο­τέ­λε­σμα της δολο­φο­νι­κής τους επί­θε­σης, ο Γλη­νός παρου­σιά­στη­κε μπρο­στά του και μέσα σε νεκρι­κή σιγή τον ρώτησε:
― Για­τί πυρο­βο­λή­σα­τε και μάς σκο­τώ­σα­τε το σύντρο­φό μας;
― Διό­τι διε­τα­ρά­ξα­τε την τάξιν, απά­ντη­σε σαστι­σμέ­να ο ένο­χος διοικητής.
― Πώς δια­τα­ρά­ξα­με την τάξη; Να μάς πεί­τε, να μάς εξη­γή­σε­τε, ρώτη­σε ο Γληνός.
― Φωνά­ζα­τε. Ζητού­σα­τε πράγ­μα­τα που απα­γο­ρεύ­ο­νται, απά­ντη­σε πιο πολύ σαστι­σμέ­νος τώρα.
― Σας ρωτώ, κύριε διοι­κη­τά, για­τί πυρο­βο­λή­σα­τε, είπε με εντο­νό­τε­ρο ύφος ο Γληνός.
― Μα σας απά­ντη­σα, διό­τι διε­τα­ρά­ξα­τε την τάξιν.
― Εσείς δια­τα­ράσ­σε­τε την τάξη σε όλη την Ελλά­δα και έχε­τε το θρά­σος να μιλά­τε για δια­τά­ρα­ξη της τάξης εδώ μέσα που μάς έχε­τε αλυσ­σο­δε­μέ­νους; είπε ο Γλη­νός. Ο διοι­κη­τής δεν απά­ντη­σε. Έσκυ­ψε το κεφά­λι κι έφυ­γε».12

Το στρα­τό­πε­δο σε βαρύ κλί­μα τίμη­σε το νεκρό. «Το πρωί, που άνοι­ξε η φυλα­κή, πήγα­με και περά­σα­με όλοι πάνω από τον τόπο που σκό­τω­σαν των δάσκα­λο, έτσι σαν για προ­σκύ­νη­μα. Όλη την ημέ­ρα δεν μάς έπαιρ­νες μιλιά».13

Η δολο­φο­νία του Σταυ­ρί­δη μαθεύ­τη­κε και προ­κά­λε­σε δια­μαρ­τυ­ρί­ες του λαού σε όλη την Ελλά­δα. Οι αρχές διέ­δω­σαν στο Ναύ­πλιο ότι οι κρα­τού­με­νοι απο­πει­ρά­θη­καν να δρα­πε­τεύ­σουν και η φρου­ρά ανα­γκά­στη­κε να πυρο­βο­λή­σει, όμως λίγους έπει­σαν. Η κυβέρ­νη­ση για να κοπά­σουν οι αντι­δρά­σεις αντι­κα­τέ­στη­σε τον διοι­κη­τή Βρετ­τέα, όχι όμως και τον «Γκαί­ριγκ». Η κηδεία του Παύ­λου Σταυ­ρί­δη έγι­νε την επό­με­νη μέρα στο Ναύ­πλιο. Μετά από επί­μο­νες προ­σπά­θειες της Ομά­δας Συμ­βί­ω­σης έγι­νε κατορ­θω­τό να συνο­δέ­ψουν το νεκρό αντι­προ­σω­πεία των κρα­του­μέ­νων και να κατα­θέ­σουν στε­φά­νι στον τάφο του· επί­σης να απο­μα­κρυν­θούν την ώρα της τελε­τής οι άντρες της φρου­ράς του στρα­το­πέ­δου. Και ο Β’ θάλα­μος ονο­μά­στη­κε «Θάλα­μος Σταυρίδη».

Ο δημο­σιο­γρά­φος Νίκος Παπα­πε­ρι­κλής (ο μετέ­πει­τα «Φιλι­κός» του Ριζο­σπά­στη), φίλος του δολο­φο­νη­μέ­νου Σταυ­ρί­δη και με τα κρε­βά­τια τους δίπλα-δίπλα στο θάλα­μο, έγρα­ψε και αφιέ­ρω­σε στη μνή­μη του το παρα­κά­τω ποίημα:

Τον αντρειω­μέ­νο μην τον κλαις

Έγει­ρες και έπε­σες στη γη
κι έσβη­σες άξιο παλικάρι. 
Σα γλυ­κο­χά­ρα­ζε η αυγή, 
η όψη σου ήταν ιλαρή 
κάποιο χαμό­γε­λο είχε πάρει.

Τέλειω­σε η μάχη. Στη γωνιά σου
από­μει­ναν λίγα βιβλία.
Δυο στί­χοι, μια γραμματική
― μια αιμά­τι­νη γραμμή
κι άστρα­ψε φως η Ακροναυπλία.

Μακε­δό­νι­κα βουνά
βίγλες πολε­μι­κές και ρούγες
άγρια του Ίλι­ντεν γενιά
ο αητός σας δεν θα ’ρθεί ξανά
ο αετός με τις πλα­τιές φτερούγες.

Έπε­σε εδώ και καρτερεί 
πάνω του πήχες το χορτάρι, 
μια ανθρω­πο­θά­λασ­σα, βαρύ 
το πλή­θος θάρ­θει να τον βρει 
και τρα­γου­δώ­ντας να τον πάρει.

Τον αντρειω­μέ­νο μην τον κλαις
κι αν ο χαμός του σε σπαράζει 
σκύ­ψε, αφου­γκρά­σου κι άκουσε: 
Μέσα σ’ αμέ­τρη­τες καρδιές, 
αυτός δεν πέθα­νε ποτές, 
δεί­χνει ένα δρό­μο και προ­στά­ζει.14

Ακροναυπλία (1937). Από αριστερά, καθιστοί: Παπανεδέλκος Ν., Μόσχος Λ., Μπολίνης Λ. Όρθιοι μεσαία σειρά: Ζιώγας Θ., Ευθυμιάδης Θ., Πέικος Θ., Ζωγράφος Ζ., Χατζής Θ., Ρούκας Λ. Όρθιοι πίσω σειρά: Πιλάης Κ., Κέντρος Π., Σταυρίδης Π., Καλιμάνης Ζ., Καραντζάς Τ.

Ακρο­ναυ­πλία (1937). Από αρι­στε­ρά, καθι­στοί: Παπα­νε­δέλ­κος Ν., Μόσχος Λ., Μπο­λί­νης Λ. Όρθιοι μεσαία σει­ρά: Ζιώ­γας Θ., Ευθυ­μιά­δης Θ., Πέι­κος Θ., Ζωγρά­φος Ζ., Χατζής Θ., Ρού­κας Λ. Όρθιοι πίσω σει­ρά: Πιλά­ης Κ., Κέντρος Π., ο δάσκα­λος Παύ­λος Σταυ­ρί­δης., Καλι­μά­νης Ζ., Καραν­τζάς Τ.

Η Ακρο­ναυ­πλία έγι­νε σύμ­βο­λο αντί­στα­σης, ηρω­ι­σμού και περη­φά­νιας. Με την αλύ­γι­στη στά­ση τους και με το αίμα τους οι αγω­νι­στές τη μετέ­τρε­ψαν από φυλα­κή σε κάστρο άπαρ­το της πάλης για το δίκιο του λαού και για τα κομ­μου­νι­στι­κά ιδα­νι­κά· για να «μερέ­ψει» ο άνθρω­πος. Δεν θα μπο­ρού­σε να γρα­φτεί καλύ­τε­ρος επί­λο­γος σε τού­τη την ανα­φο­ρά, από τα λόγια του στε­λέ­χους του ΚΚΕ Ζήση Ζωγρά­φου στο πολι­τι­κό μνη­μό­συ­νο που έγι­νε στην Ακρο­ναυ­πλία στις 30 Αυγού­στου του 1942 για τον Παύ­λο Σταυ­ρί­δη, τους Χαρι­ζά­νη, Ανα­γνω­στό­που­λο και Καραν­τζά ―Ακρο­ναυ­πλιώ­τες που εκτε­λέ­στη­καν για σαμπο­τάζ από τους Γερ­μα­νούς στη Θεσ­σα­λο­νί­κη―, καθώς και τους Ωρο­λο­γά, Μάγ­γο και Παπα­βα­σί­λη ―που πέθα­ναν στην Ακροναυπλία.

«Στέ­γνω­σαν τα δάκρυα στα μάτια και φού­σκω­σε στα στή­θη μας το μίσος, η οργή, το ακα­τα­νί­κη­το πάθος της εκδί­κη­σης. Κι από τα τρί­σβα­θα της ψυχής μας βγή­κε η από­φα­ση: τύραν­νοι το κάστρο τού­το δε θα συν­θη­κο­λο­γή­σει, δε θα προ­δώ­σει, δε θα πέσει όσο εμείς είμα­στε ζωντα­νοί. Η ομά­δα μας που ανέ­βαι­νε σκα­λί-σκα­λί με ιδρώ­τα και κόπους το δύσκο­λο δρό­μο του ταξι­κού αγώ­να, χαμή­λω­σε για μια στιγ­μή τη σημαία της για να γρά­ψει με το τρια­ντα­φυλ­λέ­νιο αίμα του Σταυ­ρί­δη το όνο­μα που έγι­νε φως μαζί κι’ ελπί­δα: Μέσ’ από τη μάχη αυτή βγή­κε δυνα­μω­μέ­νη, γιγα­ντω­μέ­νη, ασά­λευ­τη η Ακρο­ναυ­πλία. Έγι­νε το σύμ­βο­λο του αντι­φα­σι­σμού, το προ­πύρ­γιο της λευ­τε­ριάς, ο θεμα­το­φύ­λα­κας των αρχών του κόμ­μα­τος, το λίκνο της πιο μεγά­λης ιδέας…

Η 30 Αύγου­στου θα μεί­νει ένας σταθ­μός σημα­ντι­κός στην ιστο­ρία της ομά­δας μας. Θα θυμί­ζει για πάντα μαζί με τον άφθα­στο ηρω­ι­σμό του Σταυ­ρί­δη και την παλ­λη­κα­ριά όλων της των μελών, που σε μια σκλη­ρή μάχη κέρ­δι­σαν την πρώ­τη μεγά­λη νίκη… Τα πιο πλα­τιά στρώ­μα­τα των κατα­πιε­ζο­μέ­νων… είδαν την Ακρο­ναυ­πλία να μένει στη θέση της πει­θαρ­χη­μέ­νη, ενω­μέ­νη, μαχη­τι­κή στις πιο κρί­σι­μες, τις πιο δρα­μα­τι­κές, στις πιο συγκλο­νι­στι­κές για το κίνη­μα και την ανθρω­πό­τη­τα στιγ­μές. Όταν ο που­λη­μέ­νος τύπος δια­τυ­μπά­νι­ζε ότι καμιά δύνα­μη δεν είναι ικα­νή ν’ ανα­τρέ­ψει τη μετα­ξι­κή τυραν­νία, όταν ο χαφιε­δι­σμός οργί­α­ζε κι ο Μανια­δά­κης εξα­γό­ρα­ζε συνει­δή­σεις και ταπεί­νω­νε κι’ εξευ­τέ­λι­ζε με τις δηλώ­σεις το λαό, έδι­νε τη μια ύστε­ρα από την άλλη τις θανά­σι­μες μαχαι­ριές στο κόμ­μα και τρύ­πω­νε μέσα στην καθο­δή­γη­σή του, όταν το σαρά­κι του φρα­ξιο­νι­σμού πάσχι­ζε να δώσει τη χαρι­στι­κή θολή στην ομά­δα μας…

Ο Σταυ­ρί­δης σε ηλι­κία που τα νιά­τα ψηλα­φούν να γνω­ρί­σουν τον κόσμο, βρέ­θη­κε συνταγ­μέ­νος μαχη­τής στις γραμ­μές της Κομ­μου­νι­στι­κής νεο­λαί­ας. Η δρά­ση του σύντο­μη μα φλο­γε­ρή γραμ­μή αδιά­κο­πης πάλης για τα ιδα­νι­κά και τους πόθους της νέας γενιάς. Ο θάνα­τός του συμ­βό­λι­σε την αμε­τά­κλη­τη από­φα­ση, την ακα­τα­νί­κη­τη ορμή της Ακρο­ναυ­πλί­ας να φτά­σει στο σκο­πό της ξεπερ­νώ­ντας όλες τις δυσκο­λί­ες και τα εμπό­δια αψη­φώ­ντας κάθε κίν­δυ­νο».15

1) Βασί­λη Μπαρ­τζιώ­τα, «Κι άστρα­ψε φως η Ακρο­ναυ­πλία», εκδ. Σύγ­χρο­νη εποχή
2) Λίγες μέρες νωρί­τε­ρα η διοί­κη­ση είχε κατά­σχει τα βιβλία (όσα δεν κατά­φε­ραν να κρύ­ψουν) και τη γρα­φι­κή ύλη των κρατουμένων.
3) Αντώ­νη Φλούν­τζη, «Ακρο­ναυ­πλία και Ακρο­ναυ­πλιώ­τες, 1937–1943», εκδ. Θεμέ­λιο, σελ. 142.
4) Γερά­σι­μου Αντω­νά­του, «Στην Ακρο­ναυ­πλία», Αθή­να 1965, σελ. 40–41.
5) Ανθυ­πα­σπι­στής Μπου­γάς (Αντ. Φλούν­τζη, ό.π.)
6) Χέρ­μαν Γκαί­ρινγκ. Ναζί αξιω­μα­τι­κός, επι­κε­φα­λής της γερ­μα­νι­κής αερο­πο­ρί­ας, από τους πιο έμπι­στους συνερ­γά­τες του Χίτλερ.
7) Γερά­σι­μου Αντω­νά­του, ό.π., σελ. 40–41.
8) Βασί­λη Μπαρ­τζιώ­τα, ό.π.
9) Αντ. Φλούν­τζη, ό.π., σελ. 144.
10) Αντ. Φλούν­τζη, ό.π., σελ. 145.
11) Σπύ­ρου Λιναρ­δά­του, «4η Αυγού­στου», εκδ. Θεμέ­λιο, σελ. 400.
12) Αντ. Φλούν­τζη, ό.π., σελ. 144.
13) Γερά­σι­μου Αντω­νά­του, ό.π., σελ. 41.
14) Το ποί­η­μα παρα­θέ­τει ο Α. Φλούν­τζης στο βιβλίο του (ό.π. σελ. 146). Το πήρε από το βιβλίο του Β. Μπαρ­τζιώ­τα (επί­σης ό.π. σελ. 34).
15) Από­σπα­σμα. Το παρα­θέ­τει ο Α. Φλούν­τζης (ό.π. σελ. 147) και το πήρε από το βιβλίο «Ακρο­ναυ­πλία-Δια­λέ­ξεις», έκδο­ση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1945.
‑Οι φωτο­γρα­φί­ες από το βιβλίο του Α. Φλούντζη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο