Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η άνοιξη, το πέλαγος …η πρώτη Ανάσταση

Πάσχα έχουμε. «Πέρασμα», δηλαδή της ζωής, του ανθρώπου και της φύσης από τη βαρυχειμωνιάστην άνοιξη. Από τη θλίψη στην ελπίδα. Από τα πάθη που τυραννούν τη ζωή, στους πόθους που αναγεννούν τη ζωή.

Καλό Πάσχα, καλές γιορτές σε όλο το λαό μας, με αισιοδοξία, δύναμη κι ελπίδα και με πολύ πιο ισχυρό ΚΚΕΚαλή Ανάσταση σε όλους δύναμη και υγεία.

Το Πάσχα, μακραίωνη λαμπρή γιορτή του λαού μας, ήταν και μένει μέγα σύμβολό του για πραγματική ανάσταση του τόπου μας. Λύτρωση του λαού από τα δεσμά της φανερής και κρυφής σκλαβιάς από ντόπιους και ξένους εκμεταλλευτές και “προστάτες“.

Πάσχα 2019, με αισιοδοξία & ...πιο Δυνατό ΚΚΕ!

Τότε ήταν αλλιώς

Όλα ήτανε αλλιώς. Ακόμα και η Άνοιξη ήτανε αλλιώς. Θες τα λουλούδια που μοσκοβολούσαν, τα φύλλα των δέντρων που ήτανε πιο πράσινα, τα παράθυρα των σπιτιών που ήτανε πιο μεγάλα και καταβρόχθιζαν το φως του ανοιξιάτικου ήλιου, χωρίς να χορταίνουν. Θες τα μαλλιά της Χρυσαυγής που ήτανε όπως το άχερο ξανθά και άστραφταν λες και ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι. Κι έβγαινε και στην αυλή του σπιτιού της να ποτίσει τα γαρίφαλα της προσφυγιάς, που μύριζαν πικραμύγδαλο και μέντα μαζί, όπως μύριζαν και τα μάγουλα της Χρυσαυγής, που τα φίλησα ένα απόγεμα έξω από το γαλατάδικο του κυρ – Αιμίλιου. Του κυρ – Αιμίλιου, που μπαινόβγαινε στη φυλακή, γιατί ένα βράδυ τύφλα στο μεθύσι ανέβηκε στο ξύλινο μπαλκόνι του σπιτιού του. Κρέμασε μια κόκκινη σημαία με ένα χρυσαφί σφυροδρέπανο, κεντημένο στην επάνω γωνία και άρχισε να τραγουδάει «Avanti popolo bandiera rossa, bandiera rossa». Έτρεξαν οι γείτονες να τον σταματήσουν, τίποτα αυτός. Μέχρι που ήρθε ο χωροφύλακας, ο επονομαζόμενος και Τσαγανιάς, γιατί είχε στραβά πόδια, και τον κατέβασε με το ζόρι.

Από εκείνο το βράδυ τον χάσαμε τον Αιμίλιο. Το γαλατάδικο έκανε τρεις μήνες ν’ ανοίξει. Γι’ αυτό κι εγώ βρήκα την ευκαιρία εκείνο το απόγεμα να φιλήσω το αριστερό μάγουλο της Χρυσαυγής, με τη συμφωνία πως δε θα το πω σε κανένα. Εγώ πού να κρατηθώ όμως. Πρώτα πρώτα το είπα στο Στέλιο, που έπαιζε σέντερ μπακ στα τσικό του ΠΑΟΚ. Και που τη γυρόφερνε κι αυτός τη Χρυσαυγή για τον ίδιο σκοπό. Ύστερα το είπα στο Λάκη το Βουλγαρόπουλο, μπακαλόγατο στο μπακάλικο του Δημαρά. Και να μην τα πολυλογώ σε μια βδομάδα βούιζε όλη η γειτονιά. Εγώ καμάρωνα και φούσκωνα όλο ερωτική έπαρση, μέχρι που με στρίμωξε ένα βράδυ ο αδερφός της Χρυσαυγής έξω από το κλειστό γαλατάδικο του Αιμίλιου, μου τράβηξε ένα γερό περντάχι και μου φύγανε και τα «φουσκώματα» και οι ερωτικές επάρσεις. Γι’ αυτό σας λέω, ήτανε αλλιώς τότε η Άνοιξη. Το μόνο που σκέφτομαι καμιά φορά είναι πως εμείς αλλάξαμε και όχι η Άνοιξη. Αλλάξαμε και ξεχάσαμε πώς μυρίζουν τα γαρίφαλα. Ο Στέλιος δεν παίζει πια σέντερ μπακ και ο ΠΑΟΚ πάει από το κακό στο χειρότερο. Το μπακάλικο του Δημαρά έκλεισε. Άσπρισαν και τα χρυσαφένια μαλλιά της Χρυσαυγής, και τα μάγουλά της μυρίζουν τώρα φτηνή κολόνια.

Πέθανε κι ο Αιμίλιος, από πνευμονία στη Μακρόνησο και τον θάψανε η δικοί του στο χωριό ένα βροχερό βράδυ, κρυφά, τυλιγμένο σε μια κόκκινη σημαία με ένα χρυσαφένιο σφυροδρέπανο, κεντημένο στην επάνω γωνία. Λένε, μάλιστα, πως ο γιος του σιγοτραγούδησε πάνω από τον τάφο του, με σπασμένη φωνή «Avanti popolo bandiera rossa, bandiera rossa». Ανοίγω κι εγώ τον ηλεκτρονικό μου υπολογιστή και βλέπω μέσα από εκεί τη ζωή και την Άνοιξη, μην τύχει και να ξαναβρώ κάπου εκεί, ανάμεσα στους ψηφιακούς αναστεναγμούς και στα ηλεκτρονικά ραβασάκια έστω και ένα από εκείνα τα μοσχομύριστα και τα ερωτικά, τα πικραμυγδαλένια και τα χρυσαφιά που κάνανε την Άνοιξη. Τη χαμένη μου, τη δική μου την Άνοιξη. Μα δε βρίσκω τίποτα!. Και τότε κλείνω τα μάτια μου και σιγοψιθυρίζω «Avanti popolo bandiera rossa, bandiera rossa» [πηγή]

Βαρλάμος Αγριολούλουδα

Η Μάνα του Χριστού

Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο και πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν
κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κ' εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ' έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ' άλλα σου αδέλφια να σ' είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!
Ενα κόκκινο σπίτι σ' αβλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι αμ' ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν' ανασαίνει βαθιά τ' όλο κέρδον αγέρι.
Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν' αρχίσει.
Κι ο κατόχρονος θάνατος θα φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θα φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ' αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ' αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς, κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ' αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ' όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη
κι όσο η γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ' οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: "Ποιος ο Χριστός;" τι πες "Να με"!
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ' έμαθ' ακόμα!

Κώστα Βάρναλη, «Η Μάνα του Χριστού» – Ποιητικά, Το φως που καίει – Σκλάβοι Πολιορκημένοι

Βαρλάμος Αγριολούλουδα

Τότε και τώρα

Κάποτε, όχι και πολύ πίσω, στις γειτονιές, στις πόλεις και τα χωριά, ακόμη και στην πρωτεύουσα “σήκωναν” στην κυριολεξία τα σπίτια. Τα ετοίμαζαν για την Ανάσταση. Τα έβαφαν -πχ. τα προσφυγικά, τα έπλεναν, τα έκαναν “καινούρια”. Όσοι είχαν έστω και ένα δέντρο μπροστά από το σπίτι τους το ασβέστωναν, έριχναν χαλίκι φρέσκο στην αυλή. Έπλαθαν κουλούρια, τσουρέκια, σκαλτσούνια, ετοίμαζαν τη σούβλα, το αρνί, τη μαγειρίτσα. Το πασχαλινό τραπέζι ήταν κάτι  ξεχωριστό, μοναδικό, ανεπανάληπτο, που άρχιζε από τα ξημερώματα -αμέσως μετά τις 12.00 του Σαββάτου να ετοιμάζεται -κάποιοι ξεκίναγαν ακόμη νωρίτερα. Ούζο, κρασί, ή τσικουδιά ανάλογα με την περιοχή έρεαν άφθονα από την προηγούμενη… Καλεσμένοι ο πρώτος περαστικός, ο γνωστός ή ακόμη και ο εντελώς άγνωστος -ήταν τότε που τα κλειδιά ήταν πάνω στις πόρτες, ή κάτω από το πατάκι. Ο μεζές περίμενε κι ο οικοδεσπότης επίσης -με τη σειρά του, να ακούσει από το στόμα του άλλου πως ναι, το δικό του κοκορέτσι ήταν νοστιμότερο από του διπλανού. Τώρα; Τώρα όλο και κάτι έχει μείνει από τα παλιά, αλλά δεν ξεσηκώνουμε πια τα σπίτια, αντίθετα τα κλειδώνουμε και όπου φύγει φύγει. Τώρα το τσουρέκι, τα σκαλτσούνια, τα κουλούρια μας τα ετοιμάζει ο φούρνος. Ακόμη και τ’ αυγά, που πολλοί από μας τα βάφαμε με τους πιο σοφιστικέ τρόπους -με λουλούδια, με στάμπες, κόκκινα με παντζάρια, πράσινα με σπανάκι, κίτρινα με ξερά φλούδια κρεμμυδιών & κάλτσα νάιλον, γαλάζια – μπλε με κοκκινολάχανο (αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως Radicchio, της κατηγορίας Cichorium intybus = Βελγικό αντίδι) και με κόλπα σπάγκο ή κύπερη για σχέδιο κά., τα αυγά λοιπόν, τ’ αγοράζουμε συχνά βαμμένα… χρόνος δεν υπάρχει, τον κυνηγάμε εμείς, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, η υπομονή και η αντοχή μας εγκατέλειψαν. Οι αργίες του Πάσχα ευτυχώς -αλλά μέχρι πότε; παραμένουν και επιμένουν. Καλό Πάσχα, λοιπόν και, καλή Ανάσταση! “Θα τα πούμε” (που λέει ο λόγος)

Μυγδαλιά

Η άνοιξη –  το πέλαγος – ο Επιτάφιος – το πρώτο χελιδόνι – 

ο ήλιος και η θάλασσα η πρώτη Ανάσταση

Πάσχα, λοιπόν, σημαίνει “πέρασμα” και είναι από τις μεγαλύτερες γιορτές του Ιουδαϊσμού, που τότε έπεφτε στις 14 του μήνα Νισάν. Άνοιξη έγινε και η Έξοδος των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Για μας τους Έλληνες το Πάσχα, μέχρι πρότινος, ήταν η περισυλλογή και όλα εκείνα τα “τότε”, μαζί και η “ιεροτελεστία… συλλογής εντοσθίων για τη μαγειρίτσα, το κοκορέτσι και το σπληνάντερο. Ήταν η σούβλα, το αρνάκι (και κατσίκι ή προβατίνα -το “χοντρό” που λέγαμε), το κόκκινο αυγό και το τσούγκρισμα. Ήταν ο «θόρυβος» (κατά περιοχές πραγματικός «πόλεμος»)  βεγγαλικών και  βαρελότων στη νεκρική σιωπή του χειμώνα, οι χαρούμενες κατακίτρινες μαργαρίτες και οι φλογερές παπαρούνες, που αντικαθιστούσαν τα μελαγχολικά, ρομαντικά κυκλάμινα. Ανάσταση και το ανθρώπινο το πάθος για ανάταση έντονο. Ακόμη, ήταν το φως της άνοιξης, τόσο δυνατό, που με ένα «βλέμμα» του χρωμάτιζε το σκούρο χρώμα που κυριαρχούσε τους χειμερινούς μήνες. Ήταν η νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο. Ήταν μέρες γιορτής, μέρες λαμπρής, μέρες στοργής. Τώρα τι είναι;

Πάσχα, σήμερα, που εξακολουθεί να είναι μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της (ορθόδοξης -βασικά) Χριστιανοσύνης, αλλά και της εξαλλοσύνης και αλλοφροσύνης, …με,«πέρασμα»τα διόδια (κι ας έχουν περάσει τα τριώδια). Αν είναι να πας κάπου κοντά, τη βολεύεις … αν πρέπει να διαβείς το Ρουβίκωνα, το Ρίο, τη “gefyra” που λένε την έβαψες -δυο φορές και βάλε το κόστος του αρνιού. Τίποτε δε μας πτοεί, τίποτε δεν είναι ικανό να αναχαιτίσει τη διάθεσή μας για διαφυγή, για φυγή, για απόδραση, τίποτε δε μας χαλά την επιθυμία να το βάλουμε στα πόδια, αφήνοντας πίσω ακόμη και το Τσιπρέικο που μας άλλαξε τα φώτα και συνεχίζει απτόητο. Για κάποιους από μας -όλο και πιο λίγους όμως, η εξίσωση παραμένει κάπως έτσι… πέρασμα” +”άνοιξη= έξοδος!, καθόλου επική και λυρική, όπως εκείνη των Ισραηλιτών, αλλά μαρτυρική και μποτιλιαρισμένη.  Φορτώνουμε το γιωταχί και ξεκινάμε για το δικό μας, σύγχρονο Γολγοθά, στις πάλαι ποτέ Εθνικές και νυν ΠΑΘΕ

Πασχαλιά

Δύναμη ζωής

Ναι, οι περισσότεροι έφυγαν, αλλά πάντα θα μείνουν μερικοί, έτσι για να φυλάνε «Θερμοπύλες», ανάμεσά τους και εμείς, που, τελευταία, η απόφασή μας για (μη) μετακίνηση… είναι αμετακίνητη. Όσοι έχουμε αυλή, ταράτσα ή κάτι που μας επιτρέπει να αναβιώσουμε (τρόπος του λέγειν) αυτά που κάποτε ήταν τρόπος ζωής πάει καλά. Οι υπόλοιποι, ανατρέχουμε νοερά σε άλλους τόπους, που κι αυτοί μπορεί να έγιναν βορά της “εξέλιξης”. Το βιβλίο Γιορτές – έθιμα & τα τραγούδια τους γράφει κάπου: «Όταν χορεύει ο Θράκας, γίνεται πραγματικά ένθεος. Αλλοπαίρνεται. Πάει σε άλλους τόπους»”... Η Σαρακοστή, λοιπόν, που καθήλωσε τον Θράκα, που τον ανάγκασε να απομακρυνθεί από τη θεϊκή εκτόνωσή του, το χορό, πέρασε. Και έρχεται τώρα το Πάσχα και ξαναβρίσκει τον μελωδικό, ρυθμικό,  κινητικό και ευλύγιστο εαυτό του. Είναι Πάσχα!, χορεύει και τραγουδά κι αυτό του φτάνει. Δε γιορτάζει με ιδιαίτερο τρόπο, χορεύει, με τρόπο, διαφορετικό, ξεχωριστό. Πλέκει τη χαρά με τη θλίψη, υφαίνει, θα λέγαμε, τη μελαγχολία με την ευθυμία του και τις κάνει νότες, τις μεταμορφώνει σε κίνηση (με κάθε επιφύλαξη αν θα συμβούν αυτά φέτος, που μαζί με την παραδοσιακή “θράκα” από κληματόβεργα -είδος σε ανεπάρκεια πια μπορεί να μπήκαν στο χρονοντούλαπο και οι Θράκες του βιβλίου)

Η γυναίκα με τη Ρόκα

Στην Πιερία, στο Μοσχοπόταμο και σε πολλά γειτονικά χωριά, την Τρίτη του Πάσχα γίνεται ένα πανηγύρι με κεντρικές ηρωίδες τις γυναίκες. Πρόσωπα ευχάριστα, νεανικά ή κουρασμένα και ηλικιωμένα κυριαρχούν στη γιορτή. Νωρίς το απόγευμα, οι νέοι του χωριού συγκεντρώνονται στην πλατεία και χορεύουν με τους ήχους των οργάνων, χωρίς να λέγεται κανένα τραγούδι. Μετά αποχωρούν γιατί οι πιο ώριμοι καταφτάνουν και εκείνοι ζητούν, όπως είναι φυσικό, άλλωστε, κάτι συγκεκριμένο. Ένα τραγούδι: ένα τραγούδι που καλεί τις γυναίκες να εμφανίζονται διακριτικά, αμέσως μετά αποφασιστικά για να σπάσουν την ανδρική ομοιομορφία. Σε κάποια στιγμή εμφανίζεται μια σεβάσμια ηλικιωμένη που κρατά τη ρόκα με την τουλούπα από μπαμπάκι περασμένη επάνω της, τη ρόκα που έχουν φτιάξει νωρίτερα οι άνδρες του χωριού. Εκείνη, στητή σαν κυπαρίσσι, γερασμένη, αλλά αγέρωχη και ακούραστη περπατά ρυθμικά και τραγουδά: “Μι βλέπετε πιδάκια μου/ πώς γνέθω ιγώ τη Ρόκα; Σι βλέπουμε Μανούλα μου/ πως μας πονάς κι γνέθεις”. Σε λίγο, η Ρόκα θα φλογιστεί και οι άνδρες, τάχατες, φοβισμένοι θα το βάλουν στα πόδια και η “γυναίκα με τη Ρόκα” θα τους κυνηγήσει…

Πως να ΄ναι άραγε η αγέρωχη μάνα; Μοιάζει καθόλου με εκείνη τη γυναίκα με την κασόνα “ζαλίγκα του φωτογράφου της Αντίστασης Σπ. Μελετζή;

Αγώνας συναγωνιστή αγώνας Αν τον κερδίσουμε τα κερδίσαμε όλα όταν τον χάσουμε τα χάνουμε όλα!

Η θυσία

Ακόμη και στις μέρες μας η ζωοθυσία είναι κάτι το συνηθισμένο. Σε μερικά σημεία της Ελλάδας, κυρίως στη Θράκη, αλλά και στη Μακεδονία κι ακόμη στη Μυτιλήνη κρατά πολλά από τα αρχέγονα στοιχεία της. Εδώ και μερικά χρόνια ακόμη και στα Σπάτα, και σε άλλα σημεία των Μεσογείων, η ζωοθυσία ήταν μια ζωντανή παράδοση… Στη Μακεδονία οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας εξακολουθούν και διατηρούν τον πατροπαράδοτο τρόπο της πατρίδας τους. Θυσιάζουν τα ζώα, αλλά ταυτόχρονα κρατούν και τα παλιά όργανα: τη λύρα και την γκάιντα και για την περίσταση παίζουν μελωδίες και τραγουδούν ανάλογα τραγούδια. Την ώρα της θυσίας…

Το χαρακτηριστικό όμως τραγούδι είναι εκείνο “Της Τρίχας το γιοφύρι”. Είναι η θυσία της νέας γυναίκας για να στεριώσει. Ψυχολογικά, είναι μια προέκταση της επιθυμίας η ζωοθυσία να έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Έτσι κόβεται το τραγούδι και οι τελευταίοι στίχοι, που μιλούν για την κατάρα της θυσιαζόμενης γυναίκας, αλλά και για τη μεταμέλειά της δεν ακούγονται. Απλώς της θυμίζουν ότι θα μπορούσε να ήταν θύμα ο ίδιος της ο αδελφός, καθώς θα περνούσε το γιοφύρι και θα μπορούσε να είχε γκρεμιστεί. Άρα, η θυσία, ακόμη και του ζώου κατά τους Θράκες, οφείλει να είναι εθελοντική. Έτσι ώστε στην περίπτωση που το ζώο αντισταθεί πολύ και δε βαδίσει ήσυχα και μοιρολατρικά προς τη θυσία του, η τελευταία θα πρέπει να ματαιωθεί.

Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου,

σκύβω το κεφάλι στα μαρτύριά σου

και θαυμάζω λαέ μου τα έργα σου.

Ματώνεις τη σκέψη σου,

ματώνεις τα νύχια σου λαέ μου

για να βγάλεις τον άρτο τον επιούσιο.

(στιχουργός Μιχάλης Σταυρακάκης)

Ποιος δεν ξέρει τους στίχους του Μίχαλου ή Νιδιώτη που μελοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος.Ένας άνθρωπος που αγαπήθηκε όσο αγάπησε, που τιμήθηκε από τον κόσμο και τους καλλιτέχνες όσο τίμησε τους ανθρώπους και την τέχνη, εκείνος που γονάτισε ευλαβικά και προσκύνησε τα πάθη του λαού.Ο Μιχάλης γεννήθηκε  το 1928 και πατέρας του ήταν ο Γιώργης Σταυρακάκης ή Πανιάς, από την Καρκαδιώτισσα, ο  Μίχαλος, ο βοσκός της Κρήτης με την ελεύθερη σκέψη και τον εμπνευσμένο ποιητικό λόγο, που πέθανε σε ηλικία 72 ετών

Ποιος Κρητικός δεν έχει σιγοτραγουδήσει στο φεγγαρόφωτο

Μ’ αρέσει στην ακρογιαλιά

να κάθομαι να κλαίω

σε κάθε κύμα που ‘ρχεται

τον πόνο μου να λέω.

Έχοντας ψηλά το κεφάλι γιατί παρέμεινε πάντα γνήσιος και υπηρέτησε όσο ελάχιστοι στην εποχή μας το χώρο στον οποίο ανήκε, τον αγροτοκτηνοτροφικό.

Ο λαϊκός ποιητής Νιδιώτης ύμνησε όσο κανείς τον ιδρώτα του εργαζόμενου

Δεν είναι λευτεριά εκείνη,

φώναξε εργάτη δυνατά

που ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε δούλους και αφεντικά.

Δεν είναι λεύτερη η πατρίδα

που έχει σύνορα στη γη

ζωή που ζει μέσα στη φτώχεια,

δεν είναι λεύτερη ζωή.

Ήταν ένας ποιητής που έκανε το βοσκό.Είναι ο άνθρωπος που απέδειξε ότι και οι ταπεινοί, αγράμματοι βοσκοί, μπορούν να γίνουν ποιητές και να εμπνεύσουν την ανθρωπότητα.

Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης σημαιοφόρος της ειρήνης, μέλος και στέλεχος του ΚΚΕ. Τα ποιήματα του έχουν ταξικά χαρακτηριστικά, Υπερασπίζονται την κοινωνική δικαιοσύνη, την ειρήνη τη διεθνιστική αλληλεγγύη και συνάμα ο λυρισμός τους είναι ερωτικός και νοσταλγικός.

Το 1978 τύπωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, με τον τίτλο «Ποιήματα». Από την πρώτη αυτή συλλογή το 1983 ο Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποίησε πέντε, και αποτέλεσε την επισφράγιση της γενικότερης αναγνώρισης και καταξίωσης των ποιημάτων του

Συνοπτικό χρονολόγιο

  • 1928 Γεννήθηκε στα Ανώγεια Μυλοποτάμου
  • 1943 Οργανώνεται στην ΕΠΟΝ Ανωγείων
  • 1944 Συνελήφθη στις 30 Απριλίου από τους Γερμανούς στο Αρκάδι Μονοφατσίου μαζί με άλλους πατριώτες και οδηγήθηκαν στις φυλακές του Χουδετσίου, απ’ όπου και δραπετεύουν.
  • 1950 Εκλέγεται μέλος του ΔΣ του Κτηνοτροφικού συλλόγου Ανωγείων
  • 1951 Συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι έγραφε κομμουνιστικά συνθήματα στους τοίχους του Δημοτικού Σχολείου
  • 1954 Εκτοπίζεται για δυο χρόνια στο Γύθειο Λακωνίας
  • 1957 Εκλέγεται στο Γραφείο της ΕΔΑ Ανωγείων
  • 1958 Αναπληρωματικό μέλος της ΝΕ Ηρακλείου της ΕΔΑ
  • 1973 Γίνεται μέλος του ΚΚΕ
  • 1974 Πρωτοστατεί στην συγκρότηση της ΚΟΒ Μονοφατσίου Ηρακλείου και εκλέγεται Γραμματέας της
  • 1975 Εκλέγεται μέλος στο Γραφείο Υπαίθρου του ΚΚΕ στο Νομό Ηρακλείου
  • 1978 Εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή
  • 1979 Εκλέγεται μέλος του ΔΣ της ΟΑΣΝΗ
  • 1982 Εκλέγεται μέλος της ΝΕ Ηρακλείου του ΚΚΕ
  • 1983 Με κομματική ευθύνη πρωτοστατεί στη συγκρότηση της Επιτροπής Ειρήνης στην επαρχία Μονοφατσίου και εκδίδει την εφημερίδα «Ειρήνη»
  • 1989 Η ΟΑΣΝΗ του απονέμει το βραβείο «ΚΙΛΕΛΕΡ»
  • 1989 Εκδίδει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «Αιχμές»
  • 1994 Εκδίδει την τρίτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Ντούκου-ντούκου το σοφαδάκι…»
  • Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά και στα Αγγλικά.
  • Η Guardian του Λονδίνου και το Associated Press εκθειάζει το έργο του σχολιάζοντας ένα ποίημα του με τίτλο «Γράμμα σε μια Αφρικάνα-Χαϊμαλίνα»

Ριζοσπάστης |> Στην αγκαλιά των ουρανών ο Μ. Σταυρακάκης

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΩΝ ΠΑΣΧΑΛΙΝΩΝ ΑΥΓΩΝ

Σύμφωνα με την παράδοση κάθε χρόνο τη Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές σε όλη την Ελλάδα ετοιμάζουν τα τσουρέκια και βάφουν τα κατά παράδοση κόκκινα αυγά, καθώς το αυγό συμβολίζει τη γονιμότητα και τη δημιουργία ενώ σύμφωνα με άλλους συμβολίζει την αναγέννηση του κόσμου και την ανανέωση της φύσης. Το κόκκινο μάλιστα χρώμα αποκτά διάφορους συμβολισμούς: Για κάποιους το κόκκινο χρώμα συμβολίζει το αίμα που έχυσε ο Χριστός όταν σταυρώθηκε ενώ για άλλους τα αυγά βάφονται κόκκινα ως έκφραση χαράς για το ευτυχισμένο γεγονός της Ανάστασης του Κυρίου και συνάμα μέσο αποτρεπτικό κάθε κακού. Σύμφωνα με μια παράδοση από την Καστοριά, όταν αναστήθηκε ο Χριστός το είπαν σε μια γυναίκα και αυτή δεν το πίστεψε και είπε: ” Όταν τα αυγά που κρατώ θα γίνουν κόκκινα τότε θα αναστηθεί και ο Χριστός. Και αυτά έγιναν κόκκινα” .

Ιδιαίτερη αξία, μάλιστα, είχε για τους κατοίκους της επαρχίας το πρώτο αυγό που θα βαφόταν. Σε πολλές περιοχές το ονόμαζαν “Το Αυγό της Παναγίαςκαι το φύλαγαν στο εικονοστάσι για ένα χρόνο, πιστεύοντας πως αυτό το αυγό βοηθάει στο ξεμάτιασμα ή στο να ξορκίσουν το χαλάζι και τις πλημμύρες. Την επόμενη χρονιά το έθαβαν στα χωράφια, για να είναι εύφορα, ή το έβαζαν στο μαντρί των ζώων για να ευλογήσει τη γονιμότητά τους.

Τα αβγά βάφονται την Μεγάλη Πέμπτη η οποία είναι η ημέρα του Μυστικού Δείπνου, όπου ο Χριστός πρόσφερε άρτο και κρασί ως συμβολισμό για το σώμα Του και το αίμα Του, έτοιμος να θυσιαστεί για να ελευθερώσει τον κόσμο από τα δεσμά της αμαρτίας.

Μέρος του εθίμου των πασχαλινών αβγών είναι και το τσούγκρισμα. Πριν την κατανάλωσή τους, ιδιαίτερα στο πασχαλινό τραπέζι, ο καθένας διαλέγει το δικό του αβγό και το τσουγκρίζει με αυτό άλλου, μέχρι να αναδειχθεί αυτός που έχει το πιο γερό (καμιά φορά καταλήγει και σε ισοπαλία -«ένας κώλος-«μία μύτη». Σύμφωνα με την παράδοση το αβγό είναι σύμβολο ζωής και όπως σπάει κατά τη διαδικασία του τσουγκρίσματος, έτσι έσπασε και ο τάφος από τον οποίο βγήκε ο Χριστός.

ΕΘΙΜΑ ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Το βάψιμο των αβγών κάθε Μεγάλη Πέμπτη αποτελεί κοινή πρακτική στο σύνολο σχεδόν του ορθόδοξου κόσμου και συνδέεται με παραδόσεις αιώνων. Το κόκκινο αβγό, προχριστιανικό σύμβολο της ζωής, ενισχυμένο από το συμβολισμό του κόκκινου χρώματος από το αίμα της θυσίας του Χριστού, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του εθιμοτυπικού των ημερών για όλους τους ορθόδοξους λαούς. Σε χώρες του σλαβικού -κυρίως- κόσμου, τα βαμμένα αβγά είναι μικρά έργα τέχνης, εφάμιλλα ζωγραφικών πινάκων ή θρησκευτικών εικόνων.

Στην Ουκρανία, τα ζωγραφισμένα αβγά -εκτός από έθιμο των ημερών- αποτελούν, όλο το χρόνο, σουβενίρ για όσους επισκέπτονται τη χώρα. Για το ζωγράφισμα, χρησιμοποιείται η μέθοδος μπατίκ. Τα μέρη στο τσόφλι που δεν πρέπει να βαφτούν, καλύπτονται με κερί. Κατόπιν, με ένα ειδικό εργαλείο και λιωμένο κερί, το αβγό σχεδιάζεται και μετά στολίζεται. Οι Πολωνοί βάφουν, επίσης, και αβγά πάπιας ή χήνας. Στο παρελθόν, επιτρεπόταν μόνο στις γυναίκες να διακοσμήσουν αβγά, ενώ απαγορευόταν η είσοδος των ανδρών στο σπίτι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς, σύμφωνα με την παράδοση, έφερναν κακοτυχία και ατυχήματα . Το βάψιμο των αβγών κάθε Μεγάλη Πέμπτη αποτελεί κοινή πρακτική στο σύνολο σχεδόν του ορθόδοξου κόσμου και συνδέεται με παραδόσεις αιώνων. Το κόκκινο αβγό, προχριστιανικό σύμβολο της ζωής, ενισχυμένο από το συμβολισμό του κόκκινου χρώματος από το αίμα της θυσίας του Χριστού, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του εθιμοτυπικού των ημερών.

Σε χώρες του σλαβικού -κυρίως- κόσμου, τα βαμμένα αβγά είναι μικρά έργα τέχνης, εφάμιλλα ζωγραφικών πινάκων ή θρησκευτικών εικόνων. Στην Ουκρανία, τα ζωγραφισμένα αβγά -εκτός από έθιμο των ημερών- αποτελούν, όλο το χρόνο, σουβενίρ για όσους επισκέπτονται τη χώρα. Για το ζωγράφισμα, χρησιμοποιείται η μέθοδος μπατίκ. Τα μέρη στο τσόφλι που δεν πρέπει να βαφτούν, καλύπτονται με κερί. Κατόπιν, με ένα ειδικό εργαλείο και λιωμένο κερί, το αβγό σχεδιάζεται και μετά στολίζεται. Οι Πολωνοί βάφουν, επίσης, και αβγά πάπιας ή χήνας. Στο παρελθόν, επιτρεπόταν μόνο στις γυναίκες να διακοσμήσουν αβγά, ενώ απαγορευόταν η είσοδος των ανδρών στο σπίτι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς, σύμφωνα με την παράδοση, έφερναν κακοτυχία και ατυχήματα σπασίματος. Στο Νότο της Κροατίας, πάνω στο κόκκινο της βαφής, σχεδιάζεται ένας λευκός σταυρός, ενώ στην υπόλοιπη χώρα κυριαρχούν σχέδια με λουλούδια και γεωγραφικά μοτίβα, εμπνευσμένα κυρίως από τη φύση. Στο Νότο της Κροατίας, πάνω στο κόκκινο της βαφής, σχεδιάζεται ένας λευκός σταυρός, ενώ στην υπόλοιπη χώρα κυριαρχούν σχέδια με λουλούδια και γεωγραφικά μοτίβα, εμπνευσμένα κυρίως από τη φύση.

 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΣΧΑΛΙΝΩΝ ΑΥΓΩΝ

  • Τα πασχαλινά αυγά κουβαλούν μια χαρακτηριστική και παράξενη πορεία μέσα στους αιώνες. Οι αρχαίοι Έλληνες, οι Πέρσες και οι Κινέζοι έδιναν τα αυγά σαν δώρα, στις ανοιξιάτικες γιορτές τους πολύ πριν τις προ-Χριστιανικές ανοιξιάτικες γιορτές. Εμφανίζονται δε παράλληλα στην ειδωλολατρική μυθολογία, όπου διαβάζουμε πως το Πουλί του Ήλιου έχει εκκολαφθεί από το Aυγό της Γης. Μερικά παγανιστικά έθιμα δείχνουν τον παραλληλισμό του αυγού προς τη δημιουργία της ζωής πάνω στη γη. Ο Ουρανός και η Γη θεωρούνταν σαν να ήταν τα μισά ενός αυγού, από όπου ξεπρόβαλλε η ζωή πάνω στη Γη.
  • Για τους πρώτους Χριστιανούς το αυγό είναι ολοφάνερα το σύμβολο της Ανάστασης του Χριστού, πιστεύεται πως είναι το πιο κατάλληλο και ιερό μέρος του εορτασμού του Πάσχα. Νωρίτερα στο Μεσαίωνα, βάφονταν αυγά για να δοθούν σαν δώρα το Πάσχα.
  • Κατά τον 17ο αιώνα, ο Πάπας Παύλος ο 5ος ευλόγησε το ταπεινό αυγό με μια δέηση: “Ευλόγησε Ύψιστε το δικό σου αυτό δημιούργημα, το αυγό, το οποίο μπορεί να γίνει μια ευεργετική τροφή των δικών σου πιστών τρώγοντας και ευγνωμονώντας Σε, ένεκεν της Ανάστασης του Κυρίου μας”.
  • Απαγορευμένα κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, τα αυγά επανεμφανίζονται την Κυριακή του Πάσχα και σαν μέρος της γιορτής και σαν δώρα προς την οικογένεια και τους φίλους.
  • Στη μεσαιωνική Αγγλία,  το βάψιμο και η διακόσμηση των αυγών αποτελούσε έθιμο για όλες τις οικογένειες. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Εδουάρδου του πρώτου, το 1290 ξοδεύτηκαν 18 πένες (τεράστιο -τότε- ποσό) για να βαφτούν και να χρυσοστολιστούν 450 αυγά που θα χρησίμευαν σαν πασχαλινά δώρα.
  • Στη Γερμανία τα αυγά δίνονταν στα παιδιά μαζί με άλλα πασχαλινά δώρα, ενώ αργότερα δημιουργήθηκε το ”κυνήγι του χαμένου αυγού”. Πρόκειται για ένα παιχνίδι σύμφωνα με το οποίο το Πασχαλινό Κουνελάκι κρύβει καλά, σε κήπους και αυλές, τα πασχαλινά αυγά, τα οποία αργότερα αντικαταστάθηκαν με σοκολατένια, και τα μικρά παιδάκια πρέπει να τα βρουν και να τα μαζέψουν στο καλάθι τους. Νικητής είναι αυτός που έχει μαζέψει τα περισσότερα.
  • Τα χαρτονένια και τα σοκολατένια πασχαλινά αυγά έχουν αρκετά πρόσφατη προέλευση. Τα φυσικά αυγά τα στολισμένα με χρώματα ή με σχέδια και χαλκομανίες έχουν “πολιτογραφηθεί” σαν σύμβολο της συνέχειας της ζωής και της ανάστασης.

Γλυκύ μου Έαρ Meister von Nerezi

Ω γλυκύ μου έαρ

Η μεγάλη Παρασκευή, εκτός του «αι γενεαί πάσαι» (ύμνον τη ταφή σου προσφέρουσι κλπ) διακρίνεται και σαν ωδή στην Άνοιξη «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;» Ω γλυκιά μου άνοιξη, γλυκύτατό μου παιδί, πού βυθίστηκε (και χάθηκε) η ωραιότητά σου;

Σε διαφορετικές εκτελέσεις (και οπτικές) με Γλυκερία, Φαραντούρη & Σπανουδάκη-Σαλέα-Ζέρβας και τέλος από την παράσταση του Βαγγέλη (Παπαθανασίου) με την Ειρήνη Παππά

Στιγμιότυπο -ενσταντανέ διαρκείας,

(μεγάλη) Παρασκευή 19-Απρ-2019 [πλατεία Καισαριανής] 9-10μμ

Συνάντηση επιτάφιων χοροστατούντος του -γνωστού και μη εξαιρετέου (σεβασμιότατου βεβαίως-βεβαίως) μητροπολίτη (Καισαριανής , Βύρωνα & Υμηττού) Δανιήλ (κατά κόσμο Διονύσιος Πουρτσουκλῆς) και με την παλιά αίγλη και κατάνυξη, έτσι κι αλλιώς να μην υφίσταται. Ενώ, λοιπόν, ο Δανιήλ, μέσω ρομφαίων με θεούς και δαίμονες απειλεί και κατακεραυνώνει -με σαφή υπονοούμενα (σημεία των καιρών) αυτούς που πάνε να διαλύσουν την εκκλησία, δεκάδες smart_phones κλπ παρόμοιες «διαβολεμένες συσκευές» αιωρούνται πάνω από τα κεφάλια των συγκεντρωμένων αποθανατίζοντας εικόνες απείρου «κάλλους».

Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος…

Στην εξέδρα το αδιαχώρητο από τους συνωστιζόμενους -εκλογές έρχονται, τοπικά και περιφερειακά «ανεξάρτητους»  …ονόματα και ονοματάκια, σπρώχνουν ο ένας τον άλλον για να ποζάρουν σε πρώτο πλάνο -για μια αναθεματισμένη φωτογραφία, ακόμη και σ’ ένα κινητό που κανείς δε θα δει ποτέ. «Η νύφη μόνο δεκαεννιά» που έλεγε κι ο Κηλαηδόνης – ο γάμος έμοιαζε κηδεία, όταν σταθήκαν στη σειρά, κουμπάρος, σόι και λοιπά στη σκάλα για να βγουν φωτογραφία … Κρίμα το κοριτσάκι, κρίμα, τι κάνει το άτιμο το χρήμα.

Σημ. |> Κάπου στο βάθος ο Ηλίας Σταμέλος -νυν δήμαρχος και υποψήφιος πάλι με τη «Λαϊκή Συσπείρωση», γελάει με την κατάντια τους

Primavera η Αλληγορία της Άνοιξης» Μποτιτσέλι

Primavera |>η Αλληγορία της Άνοιξης» |>Μποτιτσέλι

Sandro (Alessandro) Botticelli (di Mariano di Vanni Filipepi) |>στο Μουσείο Uffizzi της Φλωρεντίας υπάρχουν πολλά θεϊκά (για εμάς τους λίγο-πολύ αδαείς) έργα -δικά του και άλλων μεγάλων Ιταλών ζωγράφων,  με την Άνοιξη επίσης γνωστή ως «Η Αλληγορία της Άνοιξης»– μια τέμπερα μεγάλων διαστάσεων (203×314 cm) του 1478 σίγουρα να ξεχωρίζει σαν μυθολογική αλληγορία της άνθησης και της γονιμότητας του κόσμου, όπου βλέπουμε,

  • Το Θεό Ζέφυρο να φυσά ελαφρά, κρατώντας στα χέρια του μια γυναικεία φιγούρα.
  • Την νύμφη Χλωρίδα, την οποία κρατά ο Ζέφυρος
  • Την θεά των λουλουδιών και της Άνοιξης, τη Φλόρα.
  • Στο μέσον η Θεϊκή Αφροδίτη στέκεται μπροστά από θάμνο μυρτιάς, επιβλέποντας τα γεγονότα.
  • Ο μικρός θεός Έρωτας πετά πάνω από την θεά έχοντας τα μάτια του δεμένα σκοπεύοντας με το τόξο του.
  • Οι τρεις γυναικείες φιγούρες που λικνίζονται απαλά και φορούν εντυπωσιακά  πέπλα με τα χρώματα της οικογενείας των Μεδίκων, αντιπροσωπεύουν τις τρεις Χάριτες.
  • Ο θεός Ερμής ο οποίος βρίσκεται τελευταίος αριστερά, έχει υψώσει το Κηρύκειο διώχνοντας τα σύννεφα

Κάποιοι διακρίνουν μια χριστιανική αλληγορία με κύρια πρόσωπα τις τρεις Χάριτες που ερμηνεύονται σαν Πίστη, Ελπίδα, Αγάπη. Εικόνα που βγαίνει από την Θεία Κωμωδία του Δάντη.

Αντί επιλόγου

Η Λαμπρή λειτουργεί συνειρμικά και με το θεατρικό έργο Ένας όμηρος (An Giall – The Hostage 1958) παρουσιάστηκε στην Αθήνα το χειμώνα του 1962 και αμέσως μετά κυκλοφόρησαν τέσσερα τραγούδια με τη Ντόρα Γιαννακοπούλου. Όταν λίγο αργότερα θέλησαν να κυκλοφορήσουν ολόκληρο τον κύκλο των τραγουδιών, σκόνταψαν στη λογοκρισία, η οποία απέρριψε τον στίχο … «από τους μπάσταρδους τους ξένους… η εταιρεία πρότεινε στο συνθέτη να τον παραλείψουν, ο Θεοδωράκης δεν το δέχτηκε και αποφάσισε να κυκλοφορήσει το έργο έξω από το κανάλι της δισκογραφίας -η συνέχεια λίγο πολύ γνωστή. Αν και «το Γελαστό Παιδί» (που ακούγεται και συνήθως παραφρασμένο «σκοτώσαν οι εχθροί μας» ή «οι φασίστες» αντί του αρχικού «οι δικοί μας» -για Ιρλανδία μιλάμε… ) φαίνεται να έχει κερδίσει «στα σημεία», το τραγούδι «Ποιος δεν μιλά για τη Λαμπρή» (Brendan Behan προσαρμογή Βασίλης Ρώτας)   είναι -μουσικά, μάλλον το κορυφαίο …ας το θυμηθούμε

(σενάριο) Ένας νεαρός Άγγλος στρατιώτης κρατείται όμηρος σ’ ένα πορνείο του Δουβλίνου για αντίποινα ενός φυλακισμένου του IRA που θα απαγχονιστεί σε μια φυλακή του Μπέλφαστ. Ο όμηρος ερωτεύεται μια Ιρλανδέζα υπηρέτρια του πορνείου, αλλά ο θάνατός του θα βάλει τέλος στην πορεία, στον έρωτα, στη ζωή…

Έργο που -σύμφωνα με το μεταφραστή του στα ελληνικά, παρουσιάζει το μαχητικό προοδευτικό πνεύμα, καθώς μπερδεύεται μέσα στα εγκατεστημένα δίχτυα της αντίδρασης και θυσιάζεται και στιγματίζει την εθνικιστική παραφροσύνη και τον θρησκευτικό φανατισμό που απαιτούν στο βωμό τους ένα αθώο θύμα. Ο όμηρος ζει, ερωτεύεται και πεθαίνει σ’ ένα χώρο όπου συνυπάρχουν βωμολοχίες, υπόκωφοι ύμνοι, άγρια γέλια και απελπισία. Μεγαλοψυχία και συμπόνια έχουν θέση μόνο στα μέλη ενός περιπλανώμενου music hall, που αναμιγνύονται στη δράση… Οι μπρεχτικές επιδράσεις είναι φανερές στη δομή του έργου, στη δράση του, ακόμα και στις προσφωνήσεις του προς το κοινό, τις οποίες χρησιμοποιεί ο συγγραφέας…

Το έργο πρωτοπαίχτηκε στην Ελλάδα από τις 12 Απριλίου έως 20 Μαΐου του 1962 στο Κυκλικό θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά. Στην παράσταση αυτή πρωταγωνιστούσαν ο Κώστας Μπάκας, ο Χρήστος Πάρλας, η Νέλλη Αγγελίδου, η Ντόρα Γιαννακοπούλου και η Τασώ Καββαδία. Εκεί πρωτακούστηκαν η μουσική και τα τραγούδια που έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης για το έργο, παιγμένα με την κιθάρα του Δημήτρη Φάμπα. Τα σκηνικά είχε κάνει ο Γιάννης Τσαρούχης και τη σκηνοθεσία ο Λεωνίδας Τριβιζάς. Τρία χρόνια μετά με τους ίδιους συντελεστές και με διαφορετική διανομή (Τίτος Βανδής, Γιώργος Τζώρτζης, Τάνια Σαββοπούλου, Μάκης Ρευματάς, κ.ά.) ανέβηκε στο θέατρο Μετάλλιο

Ένα βράδυ με τον Brendan Behan

… Κάποτε, όταν ήταν φυλακισμένος, δινόταν βράδυ η πρεμιέρα του έργου του στο Λονδίνο. Ζήτησε να παρευρεθεί και η αστυνομία έδωσε την άδεια υπό τον όρο να συνοδεύεται στην αίθουσα από δύο αστυνομικούς. Έτσι παρουσιάστηκε στην πρεμιέρα ανάμεσα στους δυο Άγγλους που τον φρουρούσαν με τα περίστροφά τους. Όταν το κοινό τον φώναξε στη σκηνή μετά την παράσταση για να τον χειροκροτήσει, παρουσιάστηκε μαζί με τους αστυνομικούς, στη μέση. Φρουρούμενος και απευθυνόμενος στο κοινό είπε: Κυρίες και κύριοι, είμαι πολύ ευτυχής διότι βρίσκομαι στην εξαιρετική και σπάνια θέση ενός συγγραφέως να προστατεύεται από τους στρατιώτες της Α.Μ. της Βασιλίσσης εναντίον τυχόν αποδοκιμασιών του πλήθους…
Brendan Behan: βιογραφικό σημείωμα  (Δουβλίνο 1923-1964)
Ιρλανδός επαναστάτης κατά της αγγλικής κυριαρχίας και συγγραφέας, ο οποίος με την ωμή σάτιρά του και τη δύναμη των πολιτικών του σχολίων συνέβαλε σημαντικά στο θέατρο του Παραλόγου.
Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο, το 1937, έμαθε το οικογενειακό επάγγελμα του ζωγράφου, ενώ παράλληλα συμμετείχε στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό ως αγγελιοφόρος. Ενώ βρισκόταν στην Αγγλία σε αποστολή σαμποτάζ, συνελήφθη και καταδικάστηκε (1940) σε τρία χρόνια κράτηση σε αναμορφωτήριο, όπου έγραψε Το παιδί του αναμορφωτηρίου. Λίγο αργότερα έλαβε μέρος σε ένοπλη επίθεση και καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκιση. Στη φυλακή τελειοποίησε τα Ιρλανδικά του, τη γλώσσα που χρησιμοποίησε στην εξαιρετικά λεπτή και ευαίσθητη ποίησή του. Ακολούθησαν και άλλες συλλήψεις, είτε για επαναστατικές δραστηριότητες είτε για αλκοολισμό.
Το πρώτο του θεατρικό έργο Ο αλλόκοτος τύπος (1954) ανέβηκε στο μικρό Pike Theatre του Λονδίνου και είχε άμεση επιτυχία. Το δεύτερο, Ένας όμηρος (1958), θεωρείται το αριστούργημά του.
Έγραψε διηγήματα και σενάρια για την Ιρλανδική Ραδιοφωνία. Τα τελευταία του έργα, τα οποία ηχογράφησε ο ίδιος σε μαγνητοταινία, είναι Το νησί του Brendan Behan, The Scarperer, Η Νέα Υόρκη του Brendan Behan και Εκμυστηρεύσεις ενός Ιρλανδού επαναστάτη.

  • Ποιος δεν μιλά για τη Λαμπρή, γιορτή ξανανιωμού, πάν’ τα παιδιά στον πόλεμο και πάν’ του σκοτωμού.
  • Με θάρρος οι τρανές καρδιές έπιασαν τα στενά, ψηλά η σημαία ανέμιζε η αντάρτισσα μπροστά.
  • Δέκα χιλιάδες φτάσανε χακένιοι ταχτικοί για να σκοτώσουν τα παιδιά μα μείναν εδ’ εκεί.
  • Με πολυβόλα κι άρματα κανόνια τους σωρό, κανένας τους δε γύρισε, δε φταίμε εμείς γι’ αυτό.
  • Ένας με δέκα, ημέρες έξι, κρατήσαμε γερά και δεν περάσαν τις γραμμές, μ’ όλα τους τα πυρά.
  • Μας ρίξαν και φαρμακερά αέρια και καπνούς, μας κάψαν την πρωτεύουσα ωσάν τους Γερμανούς.
  • Σκοτώσαν τους ηγέτες μας χωρίς απολογιά τους, γυναίκες μας, μικρά παιδιά στα γόνατα μπροστά τους.
  • Τους τάφους άνοιγαν κρυφά και θάβαν τους νεκρούς δεν πιάσαν ούτε σκότωσαν αντάρτες μας πιστούς.
  • Ποιος δεν μιλά για τη Λαμπρή, γιορτή ξανανιωμού, πάν’ τα παιδιά στον πόλεμο και πάν’ του σκοτωμού.

γενική |>πηγή<|

Επιμέλεια  Ομάδα ¡H.lV.S!

Επικοινωνία – [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] – Blog